Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Η εικόνα των «κολόνων» και των σφακιανών στο βασίλειο της Κρήτης του 1589


1. Οι καθημαγμένοι άνθρωποι της γης
Του Σπ. Ι. Ασδραχα
Το Βασίλειο της Κρήτης έχει πια χαθεί για τους Βενετούς και μαζί μ' αυτό οι κρητοβενετικές του αυθεντίες, αυθεντίες της πόλης και των κόμβων ελέγχου της ενδοχώρας, των Καστελιών. Όσοι δεν έπεσαν στον πόλεμο θα πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς, με πολλούς σταθμούς, στην υπόλοιπη βενετική επικράτεια: τότε θα αναδειχθεί η Κέρκυρα. Αυτός θα βρεθεί στην Ιταλία. Προχωρημένης, για τον ίδιο ηλικίας, θα αντιστρατευθεί στη λησμονιά και θα καταγράψει τη μνήμη του, μάλιστα με τρόπο συγκριτικό: θα συγκρίνει θερμοκρασίες, γεύσεις και μυρουδιές. Και θα αναθυμηθεί πολλά: ανθρώπους και ειδίσματα της γης, συμπεριφορές, ήθη και έθη. Θα επιγράψει το ιταλόγλωσσο έργο του Occio (Οzio στα σύγχρονα ιταλικά), δηλαδή otium, σχόλη, οtium vitae. Και θα εξηγήσει ότι γράφει, για να μην τον καταχωνιάσει η λήθη, η «oblivon». Αξίζει ν' ασχοληθούμε σε δύο τουλάχιστον σημειώματα μαζί του, επιλέγοντας ένα από τα πολλά που αφηγείται στην ιταλόγλωσση, αλλά εμφανώς υπόφορη των πολιτισμικών ωσμώσεων, γραφή του.
Οtium: από μόνη της η λέξη επιδέχεται, πολλές μεταφράσεις - από ανάπαυση, αεργία, οκνηρία ή διαθεσιμότητα να κάμει κανείς κάτι ως κατάπαυση των εχθροπραξιών, ησυχία, ασφάλεια, ευτυχία. Ο Σενέκας, επιστέλλοντας στον Λούκουλο και αναφερόμενος στα δημόσια αξιώματα, γράφει: «otium χωρίς εγγραματοσύνη (sine litteris) είναι θάνατος και ενταφιασμός ζωντανών ανθρώπων». Τον 19ο αιώνα ένας Ιταλός λόγιος, ανάμεσα στους παροιμιώδεις λόγους που συνέλεξε, συγκατέλεξε και τον ακόλουθο: «το ozio είναι ενταφιασμός του ζωντανού ανθρώπου», το ozio, δηλαδή το otium, η ραστώνη. Για να μη «θιαμαίνεται» ο αναγνώστης, δηλώνω ότι όσα αναφέρω τα σταχυολόγησα πρόχειρα από κοινόχρηστα λεξικά: τα ουσιώδη από τις «Sentenze» του Renzo Tosi (Rizzoli, 1991). Το «Occio» που, επιλεκτικώς, θα μας απασχολήσει, υπακούει στην εντολή του Σενέκα: πολέμησε τον ζωντανό σου θάνατο με τα γράμματα, δηλαδή με τη γραφή.
Ωσμώσεις
Το Occio το γράφει στα 1696 κάπου στην Πάδοβα ο Τζουάνε Παπαντόπολι, πατέρας του Νικολάου Παπαδόπουλου του Γυμνασίου της Ρώμης. Πατέρας και γιος είναι αποκυήματα των πολιτισμικών ωσμώσεων που επέφερε η δυτική κατάκτηση στην Ανατολή, η βενετική στην Κρήτη στην περίπτωσή μας: ωσμώσεις που συνεπάγονται ή προϋποθέτουν συναινέσεις, ανάμεσά τους οι θρησκευτικές - συναινέσεις και συμβιωτικούς τρόπους. Ο γιος είναι άνθρωπος των αρμάτων και των γραμμάτων. Στο ιταλόφωνο γραφτό του εμφιλοχωρούν ελληνικές, κρητικές, λέξεις, όπως συμβαίνει και στα κυπριακά, φοροτεχνικά όμως, κείμενα. Η πολύτιμη και πολυσήμαντη μαρτυρία του είχε παραμείνει στα αζήτητα. Πριν από λίγα χρόνια την είχαμε γνωρίσει αποσπασματικά: τώρα διαθέτουμε την άψογη έκδοσή της, συνοδευόμενη από αγγλική μετάφραση, εισαγωγή, υπομνήματα και ευρετήρια, φροντισμένη από έναν αρμόδιο επαΐοντα, τον Alfred Vincent και δημοσιευμένη στην πολυθεματική σειρά του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας (2007) στη φάση του εκδοτικού boom που έφερε και φέρει σε πέρας η Χρύσα Μαλτέζου. Το σημείωμά μου δεν είναι παρουσίαση, και πολύ περισσότερο, βιβλιοκρισία του έργου του Alfred Vincent: απλώς, αντλεί κάτι απ' αυτό.
Ας μου επιτραπεί μόνο να σημειώσω ότι ώς τη στιγμή αυτή, το Occio του Ιωάννη Παπαδόπουλου (για να τον «εξελληνίσουμε») δεν έτυχε της υποδοχής που του ταιριάζει: λόγια βραδύτητα στο «χώνεμά» του, αποδόμηση του ιστορικού σκεπτικού, εμμονή στην άγρα «θετικών» πληροφοριών από τους μάρτυρες της ιστορίας σε βάρος της κατανοητικής τους συμβολής στο περιγραφικό και εννοιολογικό «αστροθέτημα» της ιστορίας. Δεν θέλω να ξέρω: θέλω απλώς να ελπίζω ότι κάποτε, μπουχτισμένοι από τις ιστορικές θεωρίες, οι ιστορικοί θα επιστρέψουν στην ιστορία και θα κατανοήσουν για πολλοστή φορά, τη δύναμη των μαρτυριών της. Θα μιλήσω για δυο ή τρία από τα εναύσματα των αναμνήσεων του Παπαδόπουλου. Και πρώτα, για τους καθημαγμένους της γης.
Της υπαίθρου
Είναι οι χωρικοί, οι contadini, οι άνθρωποι της υπαίθρου, όχι των άστεων. Οχι όλοι οι άνθρωποι της υπαίθρου, αλλά εκείνοι που δουλεύουν στα κτήματα των «ευγενών» -θα λέγαμε κατά συγκατάβαση ωθώντας στο απεριόριστο την κατηγορία των gentiluomini-σωστότερα των αρχόντων (τον gentivo bourgeois ο Κ. Οικονόμου τον έκαμε «Αρχοντοχωριάτη», ανακρατώντας, προφανώς χωρίς να το συνειδητοποιεί, την αγροτική συνδήλωση αυτών των «αρχόντων» που δεν ταιριάζει στους κατοίκους της πόλης): αυτοί οι «άρχοντες» είναι οι κύριοι των χωρικών, των παεζάνων: οι laro signori. Η περιγραφή των χωρικών που κατεβαίνουν στην πόλη, ντυμένοι στα γρίζια, δηλαδή στα άβαφα, μάλλινα προφανώς ενδύματα («κανούτα» τα λεν αλλού), με τα μονόσολα, δηλαδή χωρίς τακούνια, γουρουνοτσάρουχά τους που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, με τα κοντοράβδια τους και τα δισάκια με τα τρόφιμά τους, κριθαρένιο ψωμί, τυρί και μυζήθρα, κι ένα μικρό φλασκί με κρασί, ξεκάλτσωτοι -ας πούμε κατ' αναλογία sans culotte- με μπερέτες και χωρίς καπέλο (γιατί καπέλο φορά μόνο ο «οικοδεσπότης», ο πλούσιος χωρικός), η περιγραφή παραπέμπει σε μια ιστορική πραγματογνωσία και σε μια σημειολογία, επίσης ιστορικότροπη, που δεν είναι του παρόντος. Ας μείνουμε στην εικόνα των χωρικών που επισκέπτονται στην πόλη τους κυρίους τους, για να κάνουν τις ρεβρέντες τους, αλλού θα λέγαν το «προσκύνημά» τους, εικόνα όπως την αποτυπώνει ο άνθρωπος της πόλης που εντάσσει τον εαυτό του στο αρχοντολόγιο. Θα χρειαστεί να ξαναγυρίσουμε στην εικόνα αυτή αντιπαραβάλλοντάς την στην αντίθετή της. Για την ώρα ας μείνουμε στην περιγραφή, αφήνοντας τα υπόλοιπα για άλλη ευκαιρία.
Εκφυλισμένοι
Ερχονται, λοιπόν, όσοι τελούν σε φεουδαλική εξάρτηση από τους φερτούς στην Κρήτη βενετούς ευγενείς της Αποικίας (Colonia), απαξιωμένους ήδη από την ίδια τη Μητρόπολη ως εκφυλισμένος, περίπου, αμάλγαμα, έρχονται στο σπίτι του φεουδάρχη στην πόλη, για να προσκυνήσουν τον πατρώνο και την πατρώνα τους. Απιθώνουν στην αυλή τα δισάκια τους κρεμασμένα στα κοντοράβδια, ανεβαίνουν τη σκάλα με κατεβασμένο το ξεσκούφωτο κεφάλι και κυρτωμένο το κορμί, ωσάν να ήταν από φύση «καμπούρηδες» και με το ίδιο «σχήμα» φεύγουν. Δείχνουν παντού σέβας και υποταγή στους κυρίους τους που τους ξυλοφορτώνουν με την παραμικρή αιτία, όπως εκείνοι οι άρχοντες του «Διγενή», που πρώτα «δίνουν ματσουκιά κι ύστερα σου μιλούσι». Οι καθημαγμένοι άνθρωποι της γης.
Στην ίδια συνάφεια ο Παπαντόπολι παρουσιάζει έναν από τους ευγενείς της Αποικίας, «τον σκληρότερο από τους άλλους»: Τζουάνε Μπον το όνομά του, το παρωνύμι του Καζάνης, κύριος του χωριού Σγουροκεφάλι στην περιοχή του Ηρακλείου, κοντινό στο Αστράκι, το χωριό του Παπαντόπολι, αυτόπτη μάρτυρα της σκληρότητας των μπράβων και των σπιτικών του Καζάνη, αλλά και του ίδιου του τελευταίου απέναντι στους «κολόνους». (Τις τυπογραφικές λεπτομέρειες δανείζομαι από τα εμπεριστατωμένα υπομνήματα του A. Vincent).
«Κολόνοι», δηλαδή με άλλο ομοσήμαντο γλωσσάρι, «πάροικοι» που έχουν καταντήσει δούλοι («schiavi») και κακοπαθαίνουν σωματικά: ο ίδιος ο Καζάνης, προχωρημένης ηλικίας άνθρωπος, τους χτυπά με το μπαστούνι του από μπαμπού, στο οποίο στηρίζεται ποδαγρός και κακής υγείας, καθώς είναι. Πεθαίνει στο Χάντακα κατά την πολιορκία, όταν οι κανονιοβολισμοί γκρεμίζουν το σπίτι του. «Ας τους συγχωρέσει ο Θεός».
Η εικόνα των «κολόνων» ή «παροίκων» χωρικών, όπως την παρουσιάζει στο «Occio» ο Τζουάνε Παπαντόπολι βρίσκεται στους αντίποδες του ιδεότυπου του Κρητικού της υπαίθρου και μάλιστα των βουνών: όχι μόνο εκείνη που διαμορφώθηκε από τις επαναστάσεις, αλλά και εκείνη που παρουσιάζουν μαρτυρίες του ευρύτερου χρόνου του «Occio». Διαφορετικές καταστάσεις οφειλόμενες, σε διαφορετικές, όπως νομίζω, δομές ή απλώς διαφορετικές «προσλήψεις» που «εξαερώνουν» την πραγματικότητα; Πριν αναφερθούμε στο ζήτημα αυτό και στο σύμφυτό του ζήτημα των προτύπων συμπεριφοράς, ας δοκιμάσουμε να παρουσιάσουμε στο επόμενο σημείωμα την αντίθετη εικόνα: εκείνη των Σφακιανών που έχει καταγράψει η συγχρονική μαρτυρία.


2. Σφακιανοί, οι άρχοντες του βουνού
Τα γένη, οι συνήθειες και ο τρόπος διοίκησης, σύμφωνα με έκθεση του Γενικού Προβλεπτή του Βασιλείου της Κρήτης, το 1589
Είναι άγριοι, όπως και ο τόπος της, ανυπόταχτοι και χωρισμένοι από άσβεστο μίσος, αλλά με μια ισχυρή συνεκτική αναφορά: το μένος και, τον επίσης κοινό, γενεαλογικό μύθο: είναι «αρχοντορωμαίοι» με ρίζες στη χαμένη βασιλεύουσα, την Πόλη, το «κλειδί» της Ρωμανίας. Πρόκειται για τους Σφακιανούς, που συνθέτουν την αντίθετη εικόνα των καθημαγμένων της γης, για τους οποίους μιλούσαμε στο προηγούμενο σημείωμα. Φυσικά, δεν έχω την αφελή πρόθεση να συνοψίσω σε λίγες αράδες την ιστορία των Σφακιών και των Σφακιανών. Αν και δεν χρειάζεται, ας ξεκαθαρίσω πως ό,τι θέλω να διηγηθώ είναι μυριόλεκτο, δεν αποτελεί δικό μου εύρημα: ανήκουν σε μια έκθεση του Γενικού Προβλεπτή του Βασιλείου της Κρήτης Zuane Mocenigo, συνταγμένη το 1589 μετά τη λήξη της θητείας του στο αξίωμα αυτό. Την έκθεση δημοσιεύει με μια μετάφραση σε ακριβόλογη καθαρεύουσα γλώσσα ο γνώστης και επόπτης της Κρητικής Ιστορίας Στέργιος Σπανάκης στον πρώτο τόμο (1940) των πολύτιμών του και πολύτομων Μνημείων της Κρητικής ιστορίας.
Ο Mocenigo θα αφιερώσει μια ενότητα της έκθεσής του στα Σφακιά και στους Σφακιανούς. Οπως ήδη είπαμε είναι χώρα άγρια και άφορη, δηλαδή δεν είναι κάμπος, πεδιάδα. Οι κάτοικοί της διασπαρμένοι σε χωριά, αλλά με συνδετικό κρίκο: τα γένη είναι δύο, οι Παπαδόπουλοι και οι Πάτεροι, με διαφορετικές, ωστόσο, ενασχολήσεις το καθένα. Τους διοικεί ένας από τους ευγενείς της Αποικίας με διετή θητεία με αυξημένες ποινικές και αστικές αρμοδιότητες.Ο τόπος δεν έχει φρούρια και οχυρά και το μόνο οχυρωμένο οίκημα είναι εκείνο όπου κατοικοεδρεύει ο διοικητής τους, ο Provveditore, που η συγχρονική του ελληνική απόδοση, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν Προβεδούρος ή Προβλεπτής και όχι η, επιτυχέστερη ίσως, μεταγενέστερη απόδοση: Προνοητής. Αυτός ο Προβλεπτής ήταν κρατικός λειτουργός, όχι φεουδαλικός κύριος: και οι διοικούμενοι δεν ήταν «κολόνοι» ή «πάροικοι» ούτε αγγαρευόμενοι (angararii), γιατί οι Σφακιανοί δεν υπόκεινταν στην αγγαρεία της γαλέρας, δηλαδή να υπηρετούν ως κωπηλάτες στο βενετικό στόλο, «θεωρούμε σχεδόν όλοι ως προνομιούχοι (privilegiati) αρχοντορωμαίοι».
Ηταν, λοιπόν, περήφανοι άνθρωποι με καταγωγικές περγαμηνές: άρχοντες που έστειλε η Κωνσταντινούπολη σ’ εκείνους τους τόπους, πάρισα της βενετικής ευγένειας της Αποικίας: δεν καμπούριαζαν, συνεπώς, όταν πήγαιναν να προσκυνήσουν τον αφέντη τους, γιατί τέτοιον αφέντη δεν είχαν. Πριν προχωρήσω, ας ξομολογηθώ ότι δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνω τα γνωστά· κι ακόμη, δεν θεωρώ ότι η ανάλυση, ή η επαναδιατύπωση, ενός κειμένου νομιμοποιεί την απόσβεση από την πραγμάτευση των υπολοίπων: πιστεύω, ωστόσο, ότι κάθε καταγραφή είναι «συστημική», ένα σύνολο που συμπυκνώνει μια γενική αντίληψη (ή πρόσληψη), ένα γενικότερο σύστημα ισορροπίας ή ανισορροπίας (αντιρροπίας θα έλεγε ο Ευγένιος Βούλγαρης), που εκβάλλει σε ομόλογα, παράλληλα ή αντιθετικά σχήματα, διανοητικά και πραγματικά.
Ο Mocenigo μου δίνει την αφορμή για να επισημάνω δύο καταστάσεις: (α) τον αντίποδα των «καθημαγμένων της γης», για τους οποίους μιλούσαμε στο προηγούμενο σημείωμα και (β) για το κοινό πρότυπο δύο αντιθετικών καταστάσεων, αλλιώς για τον αντίποδα της τοπικής βενετικής «ευγένειας», την ευγένεια των «ρωμαίων».
Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ευγένεια, δηλαδή για ομοιοτυπία των αξιολογικών κριτηρίων. Αυτή η ομοιοτυπία είναι διηνεκής: ας θυμηθούμε τους πρόσφυγες που μιλούν για το τι είχαν και τι έχασαν· ας θυμηθούμε την καταγωγική ευγένεια των Ελλήνων που κορυφώνεται στην έννοια της ελευθερίας και τον αρχόμενο 19ο αιώνα ξεπηδά εκδικήτρια από τα πανάρχαια, επίσης ελληνικά, κόκαλα. Αντιθέσεις, λοιπόν, και αξιολογικές συγκλίσεις. Ας ξαναγυρίσουμε στους Σφακιανούς.
Διαιρούνται σε δύο μεγάλα γένη: τους Πάτερους και τους Παπαδόπουλους: είναι διάσπαρτοι στον χώρο των Σφακίων, αλληλομισούνται, αλλά όλοι τους αυτοχαρακτηρίζονται ως «αρχοντορωμαίοι», με κοινή κοιτίδα την Κωνσταντινούπολη, είναι «αρχοντόπουλοι», όπως φέρονται σε άλλα κείμενα: το κάθε γένος έχει συνείδηση της συνοχής του. Δεν είναι γένη, όπως ήδη σημειώσαμε, ομότροπα ως προς τη βιοτή τους, ούτε ενιαία, καθώς το καθένα τους διακρίνεται, σε επί μέρους γένη, στους Σκορδίληδες, λόγου χάρη, ως προς τους Παπαδόπουλους των Σφακιών – γιατί υπάρχουν Παπαδόπουλοι και έξω από τα Σφακιά, όπως ο συγγραφέας του Οccio. Δεν είναι γένη ομότροπα ως προς τη βιοτή τους. Κατά το λέγειν του Mocenigo, οι Πάτεροι αντλούν τα εισοδήματά τους από τα ζώα: είναι συνεπώς κτηνοτρόφοι και τυροκόμοι, έχουν τα «μιτάτα» τους. Δεν θα μιλήσουμε εδώ γι’ αυτή τη βιοτεχνική και πρόσκαιρη, εποχιακή, επιχείρηση. Θα πω μόνο ότι είναι μια πρόσκαιρη αλλά επαναλαμβανόμενη κοινωνική συνάθροιση, όπου αν η τυροκομία είναι το πρώτιστο, εμφιλοχωρούν και άλλες κοινωνικότητες: από το «μιτάτο» βγήκε το τραγούδι του Δασκαλογιάννη.
Ο ποιητάρης υπαγόρευε και ο εγγράμματος κετέγραφε. Η Ελευθερία Ζέη, μια ιστορικός με βαθιά αίσθηση και γνώση της «βιωματικότητας», μου λέει ότι ο άνθρωπος της πόλης ή του γεωργούμενου χώρου δεν μπορεί να ανεχθεί τη «μυρωδιά», την οσμή, του τυροκομιού. Κάποτε οι άνθρωποι ήταν εθισμένοι σε όλες τις οσμές: μην πιάνεις το πουκάμισο του φιδιού και λες στον άλλο να μυρίσει τα δάχτυλά σου, λέει μια παλιά Χρηστοήθεια. Δεν κάνω συνειρμικές μόνο παρεκφράσεις και αυτό θα φανεί. Οι Πάτεροι, λοιπόν, ζουν από τα ζωντανά τους και από τις λείες: το κλεμμένο σφαχτό είναι πιο νόστιμο και η κλοπή δεν είναι απαξία: Ο Θουκυδίδης, μιλώντας για περασμένες, ως προς τον χρόνο εποχές, έλεγε ότι η ληστεία ήταν συνηθισμένη στους παλιούς κατάσταση και θεμιτή: γι’ αυτό ρωτούσαν τους νεοεμφανιζόμενους αν ήταν ληστές, για να πει ότι και στους δικούς του χρόνους κάπου η ληστεία κρατούσε την παλιά της σημασία. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Πάτερους και πολλούς άλλους σε διαφορετικούς χρόνους. Στην Κρήτη, όπως κι αλλού, η κλοπή των «σφαχτών» δεν θεωρείται απαξία, όταν τα κλεμμένα σφαχτά προορίζονται για τη συλλογική και τελετουργική κατανάλωση και όχι για την εμπορία. Νομίζω ότι σ’ αυτό τον κόσμο ανήκαν οι ζωοκλέπτες Πάτεροι. Οι Παπαδόπουλοι επιδίδονται σε άλλα έργα: είναι ναυτικοί, σιδηρουργοί, μαζεύουν ρετσίνι, κόβουν ξύλα και όλα αυτά τα εμπορεύονται. Δέχονται τις επιθέσεις των Πάτερων και απαντούν σ’ αυτούς.
Για τον Mocenigo, που οι συμπάθειές του είναι προς τους Παπαδόπουλους, γιατί με τις οικονομικές τους δραστηριότητες ωφελούν τα δημόσια οικονομικά, και οι δύο «φατρίες» έχουν ένα κοινό γνώρισμα: τη συγκάλυψη των «κακοποιών» τους, των «maleficii». Δύο κόσμοι, λοιπόν, σε αντίθεση αλλά με επίκοινα σημεία: εκείνα που ορίζει η σύγκρουση των γενεών.
Δεν νομίζω (εκτός κι αν μου διαφεύγει κάποια βαθυστόχαστη και τεκμηριωμένη ανάλυση) ότι είναι εύκολο να αναγάγουμε τη σύγκρουση σε ένα διαφορετικού τύπου έλεγχο (και κατοχής;) του χώρου. Δεν είναι, άλλωστε, αυτό το ζητούμενο ετούτου του σημειώματος. Πρόθεσή του είναι να δείξει δύο διαφορετικές (και ακραίες) εικόνες των ανθρώπων της γης: των καθημαγμένων «κολόνων» και των ανυπόταχτων του βουνού. Στην ταπεινοσύνη των πρώτων και στην καθυποταγή τους και στην ατίθαση περηφάνια των δεύτερων υπάρχει ένα κοινό σημείο αναγωγής· η αυθεντία. Οι καθημαγμένοι με τις σωματικές εκφράσεις της υποταγής, αναγνωρίζουν μια έξω απ’ αυτούς, μια ξένη αυθεντία. Οι περήφανοι Σφακιανοί αναγνωρίζουν μιαν άλλη, που είναι όμως δική τους: είναι κι αυτοί άρχοντες, αλλά άρχοντες ρωμαίοι, όχι λατίνοι. Δύο κόσμοι, συνεπώς, αποκλίνοντες αλλά και συγκλίνοντες: η ταξικότητα είναι ένα ενδεχόμενο, προφανώς, διαμεσολαβημένο· η «πρωτόγονη» επανάσταση μια επαληθεύσιμη πιθανότητα, αλλά η υπέρβαση με τη βία των όπλων των οικονομικών όρων της ζωής, περισσότερο από μια ενδεχομενικότητα είναι μια πραγματικότητα: κάποια στιγμή θα μιλήσουμε για το τραγούδι του Αληδάκη. Θα χρειαστεί όμως να επανέλθουμε στο Occio του Τζουάνε Παπαντόπολι, δηλαδή Ιωάννη Παπαδόπουλου, εκτός Σφακιών.
*O κ. Σπύρος Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.
Πηγή kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου