Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ : Μια ξεχωριστή μέρα




Μια Φορά Και Έναν Καιρό
 
Μια ξεχωριστή μέρα
 
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ

Μεγάλη Πέμπτη πρωί και η γιαγιά, κρατώντας τα πατροπαράδοτα έθιμα της οικογένειας, πασχίζει να βάψει τα κόκκινα αυγά που θα τσουγκρίσει με τα παιδιά και τα εγγόνια στην εκκλησιά την ώρα της Ανάστασης και αύριο στο Πασχαλινό τσιμπούσι. Όπως συνήθως συμβαίνει, τα αυγά, που χοροπηδάνε από το νερό που κοχλάζει μέσα στην κατσαρόλα, όλο και σπάνε, ταράζοντας τα νεύρα της γριούλας νοικοκυράς που «όλα έχουνε πια ψευτίσει» και που μέχρι κι οι κότες γεννάνε αυγά με… «αραχνοΰφαντο» κέλυφος. Δεν θέλει να το γρουσουζέψει χρονιάρα μέρα, αλλά όλο και κάτι μουρμουρίζει, ενώ ο παππούς κάθεται πίσω από το παράθυρο της κουζίνας και παρακολουθεί εμβριθώς την απέναντι που πλένει με το λάστιχο τη βεράντα και η ρόμπα της κάθε τόσο ανοίγει, προσφέροντάς του ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις (που «κάτι» του θυμίζουν).

Φοβερός μισογύνης από τα νιάτα του, αποδίδει τη θραύση των αυγών στην αιώνια γυναικεία ανικανότητα, που δεν είναι ικανές ούτε ένα αυγό να βράσουν χωρίς να κάνουν ζημιά και μέσα του βράζει με τη μουρμούρα της. Σε όλα του είναι «παράδειγμα προς αποφυγήν» ο παππούς. Όλα του φταίνε, όλα τα σχολιάζει, όλα τα κατηγορεί κι από απαισιοδοξία «να φαν' κι οι κότες». Άκουσε στο ράδιο μια φορά τον Μπιθικώτση να τραγουδά «Μεγάλο της ζωής μας το ταξίδι / μας κούρασε και όμως περπατάμε…» κι από τότε το έκανε «εθνικό του ύμνο» και όλο το υποτονθορύζει. Τον ακούει και η γιαγιά κι ανατριχιάζει καθώς εκλαμβάνει τον στίχο ως επίκληση στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, με τη φοβερή ρομφαία, να… επιταχύνει την επίσκεψή του… Έχει όλη την καλή διάθεση να του φωνάξει: «Σκάσε διάολε επιτέλους», αλλά ως θεοσεβούμενη και πρώην αρσακειάδα δεν λέει κακά λόγια. Δεν λέει ούτε καν το ενίοτε επιβεβλημένο «Άι σιχτίρ» και περιορίζεται στο… επιτίμιο: «Το γλυκύ σου σ' έπιασε πάλιν;»

Διάσημος ήταν για τις τζαναμπετιές του ο παππούς. Οι περισσότερο οξύθυμοι φίλοι του τον έκαναν πέρα, οι δε μυγιάγγιχτοι του έκοψαν και την καλημέρα. Με τον καιρό όμως συνήθισαν τις γαϊδουριές του, τον χαρακτήρισαν γραφικό και γελούσαν με τα καμώματά του, κουτσομπολεύοντάς τον.

Κι όμως, κατά βάθος, ο παππούς ήταν αρνάκι του Θεού και έκρυβε κάτι περίεργες ευαισθησίες που ξεπερνούσανε τα όρια του ρομαντισμού. Έτσι, μια φορά, περιμένοντας έξω από την εκκλησιά, με αναμμένο το κερί στο χέρι να ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», κουβεντιάζανε μεταξύ τους, όπως συνήθως. Μιλούσαν για κάποιες άλλες Πασχαλιές και ξυπνούσαν μνήμες από χαρούμενους και «δίσεκτους χρόνους». Και μιας και το φερ' η κουβέντα, βρήκε ο παππούς την ευκαιρία και άρχισε να αφηγείται ένα αδιάφορο συμβάν, που του χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή και κάθε χρόνο το ζωντανεύει νοερά με νοσταλγία. Μαθητής γυμνασίου προπολεμικά, ένα πρωί του Μεγάλου Σάββατου του Πάσχα των καθολικών, που τότε γιορταζόταν στην Ελλάδα σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, δηλαδή ξεχωριστά από το δικό μας. Στο Λεόντειο Λύκειο, στην οδό Σίνα τότε, εντελώς απροειδοποίητα λόγω της ημέρας, έγινε «αργία», διεκόπησαν τα μαθήματα και οι μαθητές περιχαρείς. Οι μεν καθολικοί τράβηξαν για την εκκλησία στοιχισμένοι σε φάλαγγα κατά δυάδες υπό την επίβλεψη του frere Joseph, οι δε υπόλοιποι για το… Ροζικλέρ.

Έχοντας κάτι ακουστά περί θρησκευτικών δογμάτων και ο καλός εκείνος μαθητής, παρακάλεσε τον καθηγητή του, τον αξέχαστο frere Chrysologue, να τον πάρει μαζί του στη λειτουργία στον ναό του Αγίου Διονυσίου στην Πανεπιστημίου, μοναχικό και ανεξάρτητο από την ομάδα των καθολικών συμμαθητών του. Ο καλοκάγαθος frere, ύστερα από πολλές αρνήσεις και αντιρρήσεις, ενέδωσε.

Πίσω από μια σχεδόν κρυφή πορτούλα, στα αριστερά του εισερχομένου στον ναό, υπήρχε μια στενή στριφτή σκαλίτσα με την οποία ανέβηκαν στο πατάρι, όπου ήταν εγκατεστημένο το τεράστιο αρμόνιο. Ένας φραγκόπαπας, εξαϋλωμένος, με τα μάτια μισόκλειστα, λες και βρισκόταν σε κάποια θεϊκή διάσταση, έπαιζε κάποιο κομμάτι θρησκευτικής μουσικής, ενώ ένας φουκαράς ανθρωπάκος, ιδρωμένος, πάσχιζε να ανεβοκατεβάζει, σαν σε «τραμπάλα», έναν μοχλό που ανοιγόκλεινε το «στόμα» μιας τεράστιας φυσούνας η οποία έδινε τον απαραίτητο αέρα για να δουλέψει το όργανο. Από το καφασωτό που κάλυπτε για να κρύβεται από κάτω το πατάρι, ο μικρός μαθητής παρακολούθησε την τελετουργία που γινόταν τότε στα λατινικά μετουσιωμένος κατά κάποιον τρόπο και αυτός άθελά του. Τόσο η θεία μουσική από το εκκλησιαστικό όργανο και η μελωδία των ψαλμών από τις χορωδίες όσο και η κατάνυξη των πιστών, που οι περισσότεροι γονατιστοί στα υποπόδια των πάγκων προφανώς προσεύχονταν, ήταν μια μοναδική εμπειρία που παρά τα χρόνια που πέρασαν δεν ξέχασε ποτέ. Έδωσε στον εαυτό του την υπόσχεση να έρχεται κάθε χρόνο. Του χρόνου, όμως, οι «Panzer Divisionen» των Γερμανών βρισκόταν προ των πυλών της Αθήνας, οι πολεμικοί ανταποκριταί φωτογράφιζαν τα στούκας να υπερίπτανται του Παρθενώνος και στις εκκλησίες έκαναν στην Παναγιά δεήσεις, ψέλνοντας «εν χορώ» ευλαβικά το «Υπερμάχω!»

Εκείνο το αξέχαστο Μεγάλο Σάββατο, για τον μικρό μαθητή, δεν ήρθε ποτέ ξανά…

 "ΤΟ ΠΑΡΟΝ"



Καθολικός Ναός Αγίου Διονυσίου


Περιοχή: οδός Πανεπιστημίου & Ομήρου 9
Έτος: 1853-1891

Περιγραφή:
Η ανέγερση του καθολικού ναού του Αγίου Διονυσίου, στη διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου, έχει μια μακρά και περιπετειώδη ιστορία. Η αγορά του οικοπέδου πραγματοποιήθηκε το 1847 και, κατόπιν επιθυμίας του τότε βασιλιά Όθωνα, η μελέτη ανατέθηκε στον φημισμένο Γερμανό αρχιτέκτονα Leo von Klenze, ο οποίος σχεδίασε μια μεγαλοπρεπή τρίκλιτη βασιλική νεο-αναγεννησιακού ρυθμού (με πρότυπο το ναό του Αγίου Βονιφατίου στο Μόναχο). Η οικοδόμηση ξεκίνησε το 1853, αλλά αμέσως μετά τη θεμελίωση διακόπηκε, λόγω έλλειψης χρημάτων. Τότε ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αρχιτέκτονες του 19ου αιώνα, ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο οποίος το 1858 πρότεινε μια παραλλαγή του αρχικού σχεδίου, με κύρια χαρακτηριστικά τις μικρότερες διαστάσεις, την κατάργηση του κωδωνοστασίου και τον λιτότερο διάκοσμο, προσδίδοντας στο έργο, κατά τον Κ. Μπίρη, αντί της πομπώδους, "ήρεμον και αξιοπρεπή εμφάνισιν, ενηρμονισμένην εις το αρχιτεκτονικόν ύφος του Αθηναϊκού κλασσικισμού". Αν και μη ολοκληρωμένος, ο ναός λειτούργησε για πρώτη φορά το 1865 (τρία χρόνια μετά την ανατροπή του Όθωνα). Μεταξύ των ετών 1875-1891 συμπληρώθηκαν το Ιερό Βήμα, τα προπύλαια, το πρόστωο και άλλα στοιχεία, ενώ κτίστηκε και το παρακείμενο αρχιεπισκοπικό μέγαρο. Τα vitraux κατασκευάστηκαν στο Μόναχο τη δεκαετία του 1890 και οι προσθήκες συνεχίστηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ενώ το 1960 επιχειρήθηκε μια πρώτη ανακαίνιση. Μεταξύ των ετών 1992-1998, πραγματοποιήθηκε μια πλήρης εξωτερική και εσωτερική αποκατάσταση (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Γιάννη Κίζη).

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Ευγ. Δαλέζιος, Ο εν Αθήναις Καθεδρικός Ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου (1865-1965) μετά συντόμου ιστορίας των Καθολικών Ενοριών της Ηπειρωτικής Ελλάδος (1830-1965), Αθήναι 1965* Γ. Κίζης (επιμ.), Αποκατάσταση μνημείων-Αναβίωση ιστορικών κτιρίων στην Αττική, τόμος 1ος, Αθήνα 2004* Δ. Φιλιππίδης, Η ζωή και το έργο του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου (1811-1885), Αθήνα 1995. 

http://www.eie.gr/archaeologia/gr/arxeio_more.aspx?id=181

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου