Σάββατο 12 Απριλίου 2014

ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ : Οικογένειες μιας άλλης εποχής




Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Οικογένειες μιας άλλης εποχής
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Είχε ξεκινήσει ο παππούς για την αγορά με το δίχτυ στο χέρι, όταν βγήκε η γιαγιά στο μπαλκόνι και ολόιδια με τη διαφήμιση όπου ο καλόγερος φώναζε στον Ακάκιο να πάρει συγκεκριμένα μακαρόνια, υπενθύμισε φωνάζοντας στον παππού, που τελευταία ρετάριζε, να μην ξεχάσει το ταχίνι...
Είχε γίνει συνήθεια της γιαγιάς κάθε που ξεκίναγε ο παππούς για ψώνια να βγαίνει στο μπαλκόνι και να του φωνάζει σαν υστερόγραφο ή και σαν υπογράμμιση στις παραγγελίες της, τι δεν έπρεπε να ξεχάσει. Πολλές γειτόνισσες κουτσομπόλευαν πως (δεν ήταν η ξεχασιά του παππού που την ανάγκαζε να γίνεται τελάλης με τις αγορές τους, αλλά για να επιδείξουν τα μπερικέτια τους. Πάντως, είτε στο έτσι είτε στο αλλιώς, όλοι ήξεραν «τι θα φάνε σήμερα».
Δεν είχε απομακρυνθεί ο παππούς, όταν βγήκε στο αντικρινό μπαλκόνι η κυρία Ρουμπίνη, εκ Πύργου Ηλεία προερχομένη, που προφανώς κρυφάκουγε, και γεμάτη γλύκα ζήτησε από τη γιαγιά τη συνταγή της ταχινόσουπας. Στο άκουσμα της λέξης ταχίνι τα πιτσιρίκια ανατρίχιασαν, πάθανε ταράκουλο, καθώς ήξεραν πως αυτό το γκριζωπό παχύρρευστο υγρό προοριζόταν να το υποστούν για φαί το μεσημέρι. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μήπως εμπνευστούν κάποιο τρόπο ν' αντιδράσουν, θυμήθηκαν όμως το βλοσυρό βλέμμα του πατέρα τους στο τραπέζι, που δεν σήκωνε επαναστάσεις και άλλες τέτοιες αηδίες, και υπέκυψαν στη μοίρα τους. Πάντα η γιαγιά, που έφερε την ευθύνη σίτισης της οικογένεια έτσι και μπαίναμε στη μεγάλη σαρακοστή, τους τάιζε κάποιο αποκρουστικό σαρακοστιανό, που μονάχα που το έβαζες στο στόμα σου συχωριόταν όλες σου οι αμαρτίες. Αλλά και εκτός νηστείας είχε κάτι παράξενες γαστριμαργικές εμπνεύσεις που τιε υλοποιούσε ανάλογα με την εποχή, λες και την κυρίευε μια εκδικητική μανία. Έτσι στα καλά καθούμενα και άνευ αποχρώντος λόγου, παρουσίαζε ξαφνικά στο τραπέζι πότε κάστανα με κρέας γιαχνί ή μοσχαράκι ψητό με κυδώνια. Δυσανασχετούσαν και μουρμούριζαν μέσα τους οι δικοί της εμπρός σ' ένα αποκρουστικό πιάτο που άχνιζε, πιστοί όμως στο μυτιληναίικο δόγμα «αφρίζεις-ξαφρίζεις θα σε φάω», το ντερλικώνανε και λέγανε κι ένα τραγούδι.
Ήταν πολυμελείς οι αστικές αθηναϊκές οικογένειες τα χρόνια εκείνα. Αποτελούνταν, με μικρές παραλλαγές μεταξύ τους, από ένα τσούρμο άτομα που διαβιούσαν υπό την αυτήν στέγη και  έτρωγαν πέριξ της αυτής τραπέζης.
Ρίχνοντας επιτροχάδην μιαν αδιάκριτή ματιά πίσω από τα κλειστά παράθυρα μιας κλασικής μονοκατοικίας, βλέπουμε πως εκτός από τα βασικά μέλη της οικογένειας (παππούς, γιαγιά, μπαμπάς, μαμά με τα μυξιάρικα κουτσούβελά τους) κοντά τους συμβιούσαν και... «παρακλάδια» του οικογενειακού τους δένδρου. Με δυο λόγια στο μικρό γραφικό    σπιτάκι της γειτονιάς, με τα γεράνια και τους κατιφέδες στον κηπάκο, τις  κοτούλες που κακάριζαν περήφανες  όταν γεννούσαν, και την καρδερίνα που τραγούδαγε σαν μοιρολόι στο κλουβί της, ζούσαν έξι μεγάλοι, συν η δούλα και τα παιδιά, δηλαδή σύνολον ψυχές εννέα.
Ανώτατος ανεύθυνος άρχων του «κοινοβίου» ήταν ο παππούς, που έχαιρε αμέριστου σεβασμού και ήταν κάτι αντίστοιχο με τη βασιλομήτορα της Αγγλίας. Η μόνη διαφορά ανάμεσα τους ήταν πως η βασιλομήτωρ δεν πήγαινε για ψώνια στη λαχαναγορά, ενώ ο παππούς ήταν επιφορτισμένος με την προμήθεια φαγώσιμων για το σπίτι. Ήταν την εποχή που ο θεσμός του σούπερ μάρκετ ήταν άγνωστος στην Ελλάδα και τα τρόφιμα πουλιόνταν από μπακάλικα που έγραφε η προμετωπίδα τους «Εδώδιμα και αποικιακά». Μερικά ήσαν εξειδικευμένα σε ένα μόνον προϊόν, π.χ. «γαλακτοκομικά», τα περισσότερα όμως ήσαν γενικού εμπορίου. Βασίλειο τους, διαχρονικά, η οδός Σοφοκλέους, η Ευριπίδου, η Αθηνάς. Έτσι ο παππούς, όταν ελάμβανε τιε δέουσες εντολές απ' τη γιαγιά, γεμάτος με αίσθημα ευθύνης έβαζε το δίχτυ στην τσέπη και τράβαγε για την κεντρική αγορά της Αθήνας. Είχε γίνει εξπέρ σε όλα τα είδη. Ήξερε ποιος πουλά την πιο καλή βαρελίσια φέτα, από πού θα προμηθευθεί πικάντικο τουλουμοτύρι και ποιος έχει το πιο εύγευστο κασέρι. Με «κλειστά μάτια» πήγαινε στον γνωστό του τον ψαρά να αγοράσει μια καλή σκορπίνα για ψαρόσουπα και πρόσεχε τη λακέρδα να μην είναι βαμμένη για να δείχνει κόκκινη. Πασπάτευε τα κρεμασμένα σφάγια στα τσιγκέλια της κρεαταγοράς και περνούσε από διπλό έλεγχο τουρσιά και αλλαντικά. Ύστερα φορτωμένος επέστρεφε στη βάση του και παρέδιδε τα ψώνια στη γιαγιά, που τα επιθεωρούσε ένα ένα με δόση συγκατάβασης και ύφος που είχε την έννοια «πάλι σε πιάσανε κότσο».
Ήτανε κωλοπετσωμένη ή γιαγιά. Έκανε τη μισοκακόμοιρη, αλλά ήθελε να έχει σε όλα το γενικό πρόσταγμα. Πολύ καχύποπτη με όλους και ιδιαίτερα με το δουλικό, μια στρουμπουλή έφηβη ελαφρώς καθυστερημένη πνευματικά, που κατηγορούσε πως «είχε το διάολο μέσα της...». Την κατσάδιαζε συνέχεια, την αποκαλούσε όρνιο και μια φορά της τράβηξε την κοτσίδα μέχρι που ούρλιαξε η μικρή από τον πόνο, επειδή την έπιασε να έχει σούξου-μούξου στην εξώπορτα με τον Γιώργη τον γαλατά. Η μόνη καλή κουβέντα που είχε για δαύτη ήταν  πως «θα διέπρεπε στα Σόδομα και τα Γόμορρα».
Στις «παραφυάδες» του οικογενειακού δένδρου ανήκε η κουνιάδα της νοικοκυράς, η «θεία», ένα μαραμένο θηλυκό που γερνούσε με το άγχος  πως θα πεθάνει στο ράφι, διότι νυμφίος δεν εμφανιζότανε ούτε στο κουπάκι του καφέ. Και έπαθε έλκος η κακομοίρα από τους πολλούς καφέδες που κατέβαζε, ρίχνοντας συγχρόνως «τα χαρτιά». Ακολουθώντας το «συν Αθηνά και χείρα κίνει», μαζί με τα τάματα, τα λιβάνια και τα αγιοκέρια, έκανε για σιγουριά και μάγια με απήγανο και τσουκνίδα, μπας και σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και ξεστραβωθεί κανένας και τη ζητήσει. Πασαλειβόταν με κρέμες ημέρας και νυκτός, τύλιγε τα μαλλιά της με εφημερίδες και έβγαζε με το τσιμπιδάκι κάτι προδότρες άσπρες τρίχες που ξεφύτρωναν στο κεφάλι της, αλλά ματαίως. Κάποτε παραλίγο να ξεσπάσει σκάνδαλο στην οικογένεια, διότι δυο-τρία βράδια εξαφανιζότανε μυστηριωδώς. Φοβήθηκαν μήπως της έπεσε κανένας μασκαράς και «με λόγια πλάνα» ατίμαζε την υπόληψη τους. Άρχισε την ανάκριση ο «πάτερ φαμίλιας», απείλησε  πως θα τη διώξει γιατί δεν θέλει πόρνες σπίτι του, οπότε κλαίγοντας ομολόγησε  πως πήγαινε στις πνευματιστικές συγκεντρώσεις της κυρίας Βαρβάρας της χήρας, για να δει αν προβλεπότανε νυμφίος. Σε πέντε «σεάνς» που παραβρέθηκε, παρέλασαν τα πνεύματα όλων των αποθαμένων του Νομού Αττικοβοιωτίας, ζωντανός όμως κανείς. Απογοητεύτηκε και δεν ξαναπήγε...
Μαζί τους συγκατοικούσε ο άγαμος μεσήλιξ θείος, ένας τεμπέλαρος του κερατά που τον παρομοίαζαν με άνδρα της Δημοτικής Αστυνομίας που ανακατεύεται σε όλα, χωρίς να κάνει το παραμικρό. Τραβιότανε με «μυρωδάτες», ακλουθώντας κατά γράμμα το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή» του Ρήγα Φεραίου. Έτρεμε και λαχταρούσε η μάνα του, μη βρεθεί καμιά ξεβράκωτη και την κουκουλωθεί. Είχε όμως ένα τάμα η γιαγιά και το απομεσήμερο της Καθαράς Δευτέρας, που άρχιζε ο Εσπερινός της Μεγάλης Σαρακοστής, όταν είχαν ξετινάξει τα νηστίσιμα και ξάπλαρε ο καθένας όπου εύρισκε για να χωνέψει, κλεινόταν στην καμαρούλα της και με τη σύνοψη στο χέρι έψελνε ψιθυριστά «Κύριε των δυνάμεων μεθ' ημών γενού...». Ευχαριστήριο για τότε που στη Σμύρνη είδε τους βασιβουζούκους να ξεχύνονται σαν θεριά, να σφάζουν, να βιάζουν, να λεηλατούν... Και γλίτωσε σαν από θαύμα....
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου