Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Δ. Πιστικού : Το Αγρίνιο, ο Καπράλος και ο Ελύτης


ΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ, Ο ΚΑΠΡΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΥΤΗΣ


Το «Μνημείο της Πίνδου» και «Το Άξιον Εστί»

Καμιά φορά οι τόποι και, ειδικότερα, κάποιες άσημες πόλεις παίζουν ένα σπουδαίο ρόλο στη ζωή τοτν ανθρώπων και μάλιστα των ποιητών, άμεσα (ως τόποι) και έμμεσα (μέσω των ανθρώπων τους). Αυτές οι πόλεις, άλλοτε επιλέγονται από τους ίδιους και άλλοτε υπεισέρχονται αναπάντεχα και καθοδηγούν τη μοίρα τους. Ερευνώντας τις γραφές, διαπίστωσα ότι το Αγρίνιο, που είναι γνωστό, ευρύτερα, κυρίους ως καπνούπολη, γέννησε ποιητές όπως ο Κώστας Χατζόπουλος, ενέπνευσε άλλους όπως ο Γεώργιος Ζαλοκώστας και ο Κωστής Παλαμάς και, μοιραίως, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Οδυσσέα Ελύτη. Πιστεύοντας πως λίγοι θα θυμούνται και πολλοί θα αγνοούν το θέμα που ήδη άγγιξα, θα προσπαθήσω να το φέρω στην επιφάνεια, ελπίζοντας ότι όεν είναι ανάξιο ενδιαφέροντος για τους φιλομαθείς αναγνώστες.

Ο Οδυσσέας Ελύτης γνώρισε το Αγρίνιο (πιθανόν για πρώτη φορά) τον Απρίλιο του 1941 με την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου. Είχαν προηγηθεί, η επιστράτευση του ως εφέδρου ανθυπολοχαγού, η προσβολή του από τύφο, η ταλαιπωρία και η διακομιδή του στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, το σφιχταγκάλιασμα του με το θάνατο, η άρνηση του να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει, οι βομβαρδισμοί, η μοναξιά και οι πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και όταν, επιτέλους, φάνηκε ότι ο ποιητής νίκησε τον τύφο και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, διατάχτηκε να εκκενωθεί το Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Ο ίδιος, σε συνέντευξη του που δημοσιεύτηκε στην «Πανσπουδαστική» (τεύχος 41 Οκτώβρης 1962) μαζί με το πρώτο μέ­ρος από το μετέπειτα αποκηρυγμένο ποίημα του «Αλβανιάδα», αφηγείται χαρακτηριστικά : «Με βάλανε όπως-όπως σ' ένα φορείο, πον το χώσανε ο' ένα φορτηγό αυτοκίνητο, Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα "στούκας". Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες». Και συνεχίζει: «Κοιτάξτε: βλέπετε αυτή τη γλάστρα με τα μεγάλα γυαλιστερά φύλλα; μου την έστειλε, προχθές μόλις, η ίδια εκείνη Νοσοκόμα που σας έλεγα πριν ότι με έσωσε στην υποχώρηση. Περάσανε εικοσιδύο σχεδόν χρόνια και  με θυμάται πάντα. Με τέτοια σώζεται η τιμή ενός λαού και όχι με τις αποφάσεις τον Επιτελείων». Στο τεύχος αυτό δημοσιεύονται, εκτός από τα παραπάνω, φωτογραφία του ποιητή στο Αλβανικό Μέτωπο και σχέοια του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, που θυμίζουν κάποιες φιγούρες του φίλου και προπολεμικού συμφοιτητή του, γλύπτη Καπράλου, από το περί­φημο ανάγλυφο «Μνημείο της Πίνδου».

Από τη μεγάλη του εκείνη περιπέτεια στις καπναποθήκες-νοσοκομείο του Αγρινίου ο ποιητής θυμάται με ευγνωμοσύνη αυτή τη μη κατονομαζόμενη νοσοκόμα. Σημειώνω εδώ ότι το στρατιωτικό νοσοκομείο του Αγρινίου «Αντωνοπούλειο» βρισκόταν στην οδό Δημοτσελίου, ενώ το εν θέματι παράρτημα του λειτουργούσε, για την περίσταση, στις καπναποθήκες Παπαστράτου. Δεν ξέρω εάν η κοπέλα αυτή ήταν Αγρινιώτισσα ή όχι και ούτε βρήκα άλλα στοιχεία που να πιστοποιούν τη νοσηλεία του Ελύτη. Από προφορικές μαρτυρίες επιζώντων, που θα μπορούσαν να είναι γνώστες του θέματος, πληροφορήθηκα ότι οι εθελόντριες νοσοκόμες ήσαν ντόπιες δεσποινίδες και κυρίες της πόλης «καλών οικογενειών». Κατά συνέπεια, και ώσπου να αποδειχθεί κάτι διαφορετικό, τείνω να πιστέψω ότι θα πρέπει η εθελόντρια που μας ενδιαφέρει να ήταν κάτοικος της πόλης. Η ίδια, ίσως, ήταν η αιτία να γράψει ο ποιητής το 1943 στη συλλογή του «Ήλιος ο πρώτος» και τον περίφημο στίχο «έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη», αφού δεν προκύπτει, εξ όσων γνωρίζω, από τη μέχρι τούδε δημοσιευμένη βιογραφία του άλλη σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους του, εξόν από αυτή που ανέφερα, καθώς και εκείνη που είχε (σε μεταγενέστερο πάντως χρόνο) με τον Αγρινιώτη γλύπτη Χρήστο Καπράλο. Γεγονός πάντως είναι πως η νοσοκόμα αυτή παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη και φοβούμαι ότι έτσι θα παραμείνει, εκτός και αν υπάρχει στα κατάλοιπα του Ελύτη σχετική αναφορά και φυσικά θέληση δημοσίευσης των σχετικών στοιχείων. Από τη συνέντευξη αυτή μπορεί βασίμως να υποθέσει κανείς ότι η αναφορά του ποιητή παραπέμπει σε ένα τρυφερό ειδύλλιο, σύνηθες τις παλαιότερες εποχές, ανάμεσα στον ασθενή φαντάρο και τη νοσοκόμα του. Την ίδια ακριβώς εποχή, στο Παναιτώλιο, που απέχει από το Αγρίνιο έξι μόνο χιλιόμετρα, ο Καπράλος φιλοτεχνούσε ήδη σε σχέδια και γύψο το ανάγλυφο «Μνημείο της Πίνδου». Πρόκειται για ένα μεγάλο και απλό σε σύλληψη ανάγλυφο επικό έργο, με σαφή όμως λυρικά και δραματικά στοιχεία, στέρεο στη δομή του, λιτό στις εκφράσεις του, αντι-ρητορικό, αληθινό, βαθύτατα ελληνικό και συνάμα οικουμενικό και πανανθρώπινο. Ο Καπράλος, παραμένοντας στο χωριό του, συνέχισε το έργο του κατά τη διάρκεια της εχθρικής Κατοχής, το ολοκλήρωσε μετά τη λήξη της και εν συνεχεία το εξέθεσε μαζί με άλλα έργα του (ζωγραφικά και γλυπτά) το έτος 1946 στον Παρνασσό. Για την έκθεση και το συνολικό έργο του θα γράψει ο Ελύτης διφορούμενη και μάλλον επιφυλακτική κριτική στην εφημερίδα «Καθημερινή». Το ανάγλυφο, ως γνωστό, αναπτύσσεται σε επτά ενότητες (και ξέρουμε όλοι πόσο σημαντικός ήταν ο αριθμός αυτός στον Ελύτη) : Ειρήνη και φυσική αγροτική ζωή, Κήρυξη του Πολέμου και πορεία προς το Μέτωπο, Πόλεμος, Επιστροφή από τον Πόλεμο, Κατοχή και Πείνα, Αντίσταση, Δοξαστική απελευθέρωση και συμφιλίωση. Το ίδιο έργο αργότερα θα αποτυπωθεί, θα αναπτυχθεί και θα λάβει τη σημερινή έκταση και μορφή του, (μήκος 40 μέτρα, ύψος 110 εκατοστά) σε πωρόλιθο της Αίγινας, αφού εκτεθεί και πάλι το έτος 1957 στην αίθουσα της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών-Πειραιώς. Αυτού, λοιπόν, του έργου και όχι μόνο τις επτά ενότητες και τη στερεή δομή, αλλά και πολλά άλλα στοιχεία «δανείστηκε» ο Ελύτης για να αρμολογήσει, μέσω κυρίως των Αναγνωσμάτων, το μείζον ποιητικό έργο του «Το Αξιον Εστί», πράγματα που ξέφυγαν εντελώς, μέχρι σήμερα, από τις περισπούδαστες και βαρύγδουπες (ενίοτε) αλλά και πρόχειρες και φλύαρες (εν πολλοίς) κριτικές που το συνοδεύουν (οξυδερκών καθηγητάδων και θύραθεν μελετητών) με την ανοχή, τη βοήθεια και τις ευλογίες (περιέργως) του ποιητή.

Θα ήθελα τέλος να πληροφορήσω τους αναγνώστες ότι ως προς το θέμα δη­μοσίευσα δύο κείμενα (τα οποία αποτελούν μέρος ευρύτερης μελέτης μου) για την καταλυτική, κατά τη γνώμη μου, επίδραση που άσκησε το γνωστό ανάγλυφο του Χρήστου Καπράλου «Μνημείο της Πίνδου» (σήμερα βρίσκεται στο περιστύλιο της Βουλής των Ελλήνων) στο συνθετικό ποίημα «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη. (Βλ. προχείρως, [Χρήστος Καπράλος και Οδυσσέας Ελύτης: από το «Μνημείο της Πίνδου» στο «Αξιον Εστί»], «Δικηγορική Επικαιρότητα» φύλ. 67. Ιούλιος-Αύγουστος 2003 και 68, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2003 και αναδημοσίευση του πρώτου μέρους στο πε­ριοδικό της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας «Αιτωλικά» τεύχ. 2, Ιαν-Ιουν. 2004, σελ. 39 επ.). Στα αναφερόμενα κείμενα γίνεται απόπειρα τεκμηρίωσης της άποψης μου με την παράθεση στοιχείων και συλλογισμών. Δεν ξέρω μέχρι πού συμβαδίζει η εμμονή μου με την πραγματικότητα, όμως μου αρέσει η ρομαντική ιδέα να πιστεύω πως μια Αγρινιώτισσα νοσοκόμα βοήθησε να κρατηθεί στη ζωή ο ποιητής και, ακόμα, ότι ένας σπουδαίος Αγρινιώτης γλύπτης δάνεισε τη στερεή δομή ενός μεγάλου, μνημειώδους και αναγλύφου σ' ένα μεγάλο, επίσης, ποιητικό έπος.

*Σημείωση:  Το παραπάνω  κείμενο  του  Δ. Πιστικού  πρωτοδημοσιεύτηκε  στο  περιοδικό  "Οδός  Πανός" 

http://www.epoxi.gr/Scriptum00/scriptum07.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου