Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Έλενας Ακρίτα : Είδε κανείς το Πάσχα μου;

Πάσχα 1953 στο Μεσσολόγγι



Είδε κανείς το Πάσχα μου;
της Έλενας Ακρίτα
Είδε κανείς το Πάσχα μου; Τον κόσμο έχω φάει, πουθενά. Δεν μπορώ να το βρω. Ο Χριστός και η Παναγία! Μπρος στα μάτια μου ήταν τώρα δα. Άνοιξε η γη και το κατάπιε;
Είδε κανείς το Πάσχα μου; Το πήρε κάνα μάτι;
Όχι. Όχι αυτό το συνθετικό. Το άλλο. Το κανονικό. Που το φύλαγα κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος. Και στο ίδιο μέρος κάθε χρόνο το έβρισκα ξανά. Πότε χάθηκε; Σε ποια μετακόμιση παράπεσε; Πού;
Δεν μπορώ να το αντικαταστήσω. Λυπάμαι, με σφίγγει, αυτό δεν είναι στο νούμερό μου. Δεν με εξυπηρετεί, βρε αδελφέ, ελληνικά μιλάω, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε; Δεν μου κάνει…
Δεν μου κάνει. Λαμπάδες παιδικές με πάουερ ρέιντζερς και η Μπάρμπι ντυμένη σούργελο. Φαναράκια με στρας και παγιέτα. Αυγά, το όνειρο του γκέι στυλίστα: κίτρινα, πράσινα, βεραμάν, σικλαμέν, σάπιο μήλο. Τσουρέκι «πολίτικο», παραδοσιακό συσκευασμένο στην πλαστικούρα. Κι οι Επιτάφιοι σκέτο ξύλο σκαλιστό. Σκέτο ολόσκετο. Μίνιμαλ η μόδα φέτος. Πού να βρεις πασχαλιες; Και χωρίς πασχαλιές με τι να τους στολίσεις τους έρμους; Με δισκέτες του κομπιούτερ;
Κι ύστερα η Μεγάλη Έξοδος. Αλαλιασμένα και αλαλάζοντα πάσης φύσεως εισοδήματα κι οχήματα. Μες στην Εθνική, μες στο καυσαέριο, μες στο διόδιο. Με αερόσακους. Χωρίς αερόσακους. Με ABS. Χωρίς ABS. Με παιδιά. Χωρίς παιδιά. Με συναινετικά. Χωρίς συναινετικά. Με νερά εμφιαλωμένα. Με Λε-Πα στο κασετόφωνο. «Φιλάκια μου-μου-μου». Με χιλιάδες άχρηστες σακούλες στα πόδια, έτσι για να πας διπλωμένος στα τέσσερα Αθήνα-Λάρισα, που έχει πιο γούστο. Με Λεξοτανίλ. Χωρίς Λεξοτανίλ. Με… με… με… Χωρίς… χωρίς… χωρίς…
Είδε κανείς το Πάσχα μου;
Διαλύαμε το κόκκινο χρώμα στην τεράστια κατσαρόλα. Βουτούσαμε μέσα τα αυγά, με την ψυχή στο στόμα. Μη σπάσουν, μη χαλάσει το χρώμα. Έπειτα, τα λαδώναμε. Τα γυαλίζαμε. Τα στεγνώναμε. Τα μετράγαμε. Τόσα τα σπασμένα, τόσα τα διασωθέντα της Μικρασιατικής. Νηστεία. Μη φας! Μην απλώσεις χέρι – ο Θεούλης βλέπει! Ο Θεούλης, μια ζωή, βλέπει. Άλλη δουλειά δεν είχε ο Θεούλης, να μετράει μην και δεν βγουν πενήντα τ’ αυγά τα δικά μας!
Είδε κανείς το Πάσχα μου;
Κλαίγαμε μαύρο δάκρυ για την Κασσιανή. Ούτε που μας πέρναγε από το μυαλό ότι η εν πολλαίς αμαρτίαις τη γλέντησε τουλάχιστον τη ζωούλα της. Της έδωσε και κατάλαβε η περιπεσούσα. Αλί από μας. Που ζούμε όπως ζούμε. Όπου ζούμε. Αν ζούμε.
Είδε κανείς το Πάσχα μου; Τα πασχαλινά μου παπούτσια από του ΜΟΥΓΕΡ τα είδε κανείς;
Στο βούρτσισμα των μαλλιών, μανάδες με βλέμμα φανατικού μας τραβολογούσαν του θανάτου, μετατρέποντας απείθαρχες μπούκλες σε κόσμια κοτσιδάκια.
«Έτσι θα πας στην εκκλησία; Να σε δει κι ο κόσμος…»
Διότι τότε ο κόσμος σε έβλεπε. Και τον έβλεπες. Σε ήξερε. Και τον ήξερες. Σου μιλούσε. Και του μίλαγες. Του κόσμου.
Ήταν η γειτονιά ακόμα «στα πράγματα». Οι πάντες γνώριζαν τους πάντες. Οι γυναίκες δανείζανε μια κούπα ρύζι η μια στην άλλη. Ρίχνανε τα πλεκτά ζακετάκια – αχ, εκείνα τα πλεκτά ζακετάκια της πρώτης μου αθωότητας! Ποτέ φορεμένα! Πάντα στους ώμους. Άπειρα πλεκτά ζακετάκια καθισμένα σε βεράντες με καφεδάκι και τσιγάρο. Οι άντρες κλάδευαν τριανταφυλλιές. Οι πεθερές –ακόμα οικόσιτες σαν στρουμπουλές γάτες κι όχι σε Οίκο Ευγηρίας− σπάγανε τα νεύρα στις νύφες. Θα κρυώσει το παιδί. Θα κρυώσει το φαΐ. Όλο κάτι θα κρύωνε, ασχέτως αν έξω το θερμόμετρο βάραγε εικοσιεξάρια.
Και η φύση τη Μεγάλη Παρασκευή έβγαζε το φόρεμα του πάρτι που φορούσε. Κι έβρεχε. «Δάκρυζε» λέγανε οι γριές που ήταν μανούλες στα καλά στασίδια.
Και όντως, ρε παιδί μου. Όντως έβρεχε. Πώς κάθε Μεγάλη Παρασκευή άρχιζε αυτό το τσουρ-τσουρ; Πώς γινότανε; Γιατί γινότανε; Όχι, δεν είμαι τρελή, ή τουλάχιστον δεν είμαι τόσο τρελή. Η φύση το ήξερε, πάω και στοίχημα. Και δάκρυζε…
Είδε κανείς το Πάσχα μου;
Το βράδυ της Ανάστασης μας κοίμιζαν από νωρίς. Έντεκα και μισή μας ξύπναγαν. Και κλαίγαμε. Γιατί ήμασταν κι εμείς τρελά. Κάθε τρελό παιδί έχει στο χέρι –κι από χέρι− μια αντίφαση. Όλη τη βδομάδα τους γανώναμε το κέρατο, «να με ξυπνήσεις στην Ανάσταση» κι εκείνη την ώρα, «άσε τώρα, κουτουλάω, ξύπνα με του χρόνου».
Κι ύστερα φιλιά, βαρελότα, μαγειρίτσα. Και την Κυριακή, την πέφτανε πάνω στο αρνί, κι άλλα φιλιά και…
Σαχλαμάρες γράφω. Τώρα το συνειδητοποιώ. Τώρα, ξαφνικά, όπως πάτησα το κουμπί στο κομπιούτερ, να ξαναδιαβάσω το κείμενο. Σαχλαμάρες. Αηδίες και γκρίνιες, γιατί έχασα εγώ το Πάσχα μου. Λες κι άλλος κανένας δεν το ’χασε. Λες κι όλοι οι άλλοι το έχουν στο τσεπάκι τους. Κι όσοι δεν το ’χουν, θα τους το φέρει ο κούριερ εντός πενταλέπτου.
Προ πενταλέπτου, καλέ, ήταν εδώ. Μπρος στα μάτια μου. Δεκαετίες του εξήντα, του εβδομήντα, άντε του ογδόντα…
Προ πενταλέπτου, σου λέω. Ήταν όλες εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου