Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Ιζαμπέλ Αλιέντε: Συγγραφέας


Ιζαμπέλ Αλιέντε: Μια ζωή μυθιστόρημα

Η Ιζαμπέλ Αλιέντε, η Χιλιανή συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων αλλά και παιδικών βιβλίων έχει γνωρίσει διεθνή αναγνώριση ως συγγραφέας αποτελώντας σήμερα ένα ζωντανό μύθο της λογοτεχνίας.

Η Ιζαμπέλ Αλιέντε γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1942 στη Λίμα του Περού. Ο πατέρας της Tomas ήταν εκπρόσωπος της Χιλιανής κυβέρνησης. Στα 1945, όταν η συγγραφέας ήταν μόλις τριών ετών, ο πατέρας της χώρισε με την μητέρα της Francisca . Μετά το διαζύγιο, η Αλιέντε μαζί με την μητέρα της μετακόμισαν στο σπίτι των παππούδων της στο Santiago όπου και πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Η γιαγιά της που αγαπούσε την αστρολογία αλλά ασχολιόταν και με το να διαβάζει τη μοίρα επηρέασε βαθύτατα την παιδική ακόμα φαντασία της, ενώ παράλληλα τα πολλά βιβλία που κατέκλυζαν το σπίτι άνοιξαν τους δρόμους της συγγραφής καθώς ήταν ελεύθερη να διαβάζει χωρίς έλεγχο ότι και αν έπεφτε στα χέρια της.

Σε ηλικία 16 ετών θα αποφοιτήσει από το ιδιωτικό γυμνάσιο που πήγαινε ενώ τρία χρόνια αργότερα το 1962 παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, μηχανικό Miguel Frias. Την ίδια περίπου περίοδο άρχισε να εργάζεται στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών στο Σαντιάγο, όπου υπήρξε γραμματέας για πολλά χρόνια. Αργότερα έγινε δημοσιογράφος, συντάκτης και σύμβουλος για το περιοδικό Paula, ενώ εργάστηκε και στην τηλεόραση ως ρεπόρτερ και παρουσιάστρια ειδήσεων.




Η Αλιέντε προερχόταν από πολιτική οικογένεια και δεν θα μπορούσε να μην αποκτήσει από μικρή ηλικία έντονη πολιτική συνείδηση. Όταν ο θείος της και πρόεδρος της Χιλής Salvador Allente δολοφονήθηκε το 1973 από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσετ, η ζωή της άλλαξε άρδην. Αν και η ίδια δεν πίστευε ότι η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών θα κατάφερνε να παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο διάστημα γρήγορα κατάλαβε ότι η παραμονή της ίδιας και την οικογένειάς της στην Χιλή ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ίδια, τα δύο παιδιά της και ο σύζυγός της να διαφύγουν στην Βενεζουέλα όπου όμως, παρά την μεγάλη επιτυχία που είχε σαν δημοσιογράφος στη Χιλή, δυσκολεύτηκε πάρα πολύ  να βρει μια αντίστοιχη θέση.

Κατά τη διάρκεια της εξορίας της στη Βενεζουέλα, η Αλίεντε εμπνεύστηκε καέγραψε  το πρώτο της μυθιστόρημα το 1982, The House of the Spirits, το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία, και έγινε μπεστ σέλερ στην Ισπανία και την Δυτική Γερμανία, ενώ έχει μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε περισσότερες από 20 γλώσσες.

Με βάση τις μνήμες της από την οικογένειά της και την πολιτική αλλαγή στην πατρίδα της, το βιβλίο περιέγραφε τις προσωπικές και πολιτικές συγκρούσεις στις ζωές πολλών γενεών μίας οικογένειας που κατοικούσε στην Λατινοαμερικανική ύπαιθρο. Το βιβλίο απέσπασε το Quality Paperback Book Club New Voice Award, ενώ προσαρμόστηκε από τον Δανό συγγραφέα και σκηνοθέτη Bille August για να γίνει ένα από τα πιο γνωστά φιλμ του 1994 στις Ηνωμένες Πολιτείες με πρωταγωνιστές τον Τζέρεμι Άιρονς, την Μέρυλ Στρίπ, την Γκλέν Γκλόουζ, τον Αντόνιο Μπαντέρας και την Γουινόνα Ράιντερ.


Το The House of Spirits ακολούθησε το βιβλίο Of Love and Shadows που είχε να κάνει με την ιστορία δύο κοριτσιών που αλλάχθηκαν την ημέρα που γεννήθηκαν. Το μυθιστόρημα έλαβε υποψηφιότητα για το Los Angeles Times Book Prize κάνοντας την Αλιέντε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πένες της εποχής.

Ενώ βρισκόταν σε περιοδεία στο San Jose της Καλιφόρνιας για την προώθηση του βιβλίου της στις ΗΠΑ, η Αλιέντε θα γνωρίσει τον δικηγόρο William Gordon, ο οποίος γνώριζε και θαύμαζε την δουλειά της και τα βιβλία της και σύντομα θα ερωτευθούν. Έχοντας ήδη χωρίσει ένα χρόνο περίπου από τον σύζυγό της, το ζευγάρι θα παντρευτεί το 1988 και θα μείνει μόνιμα πλέον στο Marin της Καλιφόρνιας.

Η αναγνώριση του συγγραφικού της ταλέντου από κοινό και κριτικούς θα κάνει την Αλιέντε να αφοσιωθεί πλήρως στην γραφή και να παραιτηθεί από την εργασία της ως επόπτης σχολείων. Το επόμενο συγγραφικό της βήμα αποτέλεσε το βιβλίο της Eva Luna το 1988, όπου ασχολείτο με την σχέση της Eva, ενός παιδιού εκτός γάμου και ενός Αυστριακού σκηνοθέτη που τον στοιχειώνει το εγκληματικό παρελθόν του πατέρα του. Το βιβλίο έλαβε καλές κριτικές και το 1991 ακολούθησε το The Stories of Eva Luna και το 1993 το Infinite Plan το οποίο διέφερε από τα άλλα της βιβλία έχοντας για ήρωα έναν άντρα που εγκαθίσταται στη Βόρεια Αμερική.


Το επόμενο έργο της Αλιέντε, Paula κυκλοφόρησε το 1995 και ήταν μια σπαρακτική ιστορία για τις καταστάσεις που εξελίχτηκαν στη διάρκεια της αρρώστιας και του θανάτου της κόρης της το 1991. Το 1999 κυκλοφόρησε το Daughter of Fortunes για την ιστορία ενός κοριτσιού από τη Χιλή που σπάει τις παραδόσεις του 19ου αιώνα στην πατρίδα της και ακολουθεί τον έρωτα της ζωής της στην Καλιφόρνια.

Τον Σεπτέμβριο του 1996 η Ιζαμπέλ Αλιέντε τιμήθηκε από τα Hispanic Heritage Awards για την συνεισφορά της στην Ισπανόφωνη αμερικανική κοινότητα, ενώ το 1998 τιμήθηκε με το Dorothy and Lillian Gish Prize.

Το 2001 κυκλοφόρησε ακόμα ένα μυθιστόρημά της με τίτλο Portrait in Sepia, ενώ το 2003 βγήκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων το βιβλίο My Invented Country: A Nostalgic Journey Through Chile.

Τελευταία της δουλειά είναι το βιβλίο El Cuaderno De Maya που κυκλοφόρησε το 2011 ενώ μαζί με τα μυθιστορήματά της, μετά την προτροπή των εγγονιών της έγραψε και βιβλία για νεαρούς αναγνώστες ανάμεσα στα οποία το City of the Beasts το 2002, Kingdom of the Golden Dragon το 2003 και Forest of the Pygmies το 2005.

Παρά τις κριτικές για τα βιβλία της που δέχτηκε κατά καιρούς, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι η Αλιέντε έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία ανά τον κόσμο, με τα βιβλία της να μεταφράζονται σε περισσότερες από 30 γλώσσες σήμερα, ενώ έχει λάβει αναρίθμητες τιμητικές διακρίσεις και βραβεία που την κρατάνε στην κορυφή των προτιμήσεων των αναγνωστών όλα αυτά τα χρόνια και κάνοντάς της έναν ζωντανό συγγραφικό μύθο.


Πηγή:www.capital.gr


Πηγή:www.capital.gr


«Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι ταξίδι χωρίς χάρτη»

Το αγαπημένο της παραμύθι ήταν «Ο αυλητής του Χάμελιν». Από τον πατέρα της δεν θυμάται σχεδόν τίποτα, το γράψιμο υπήρξε για κείνη «μια άσκηση στοχασμού και μνήμης». Γεννήθηκε στο Περού αλλά είναι Χιλιανή. 

Εγινε συγγραφέας γιατί δεν μπορούσε να παραμείνει δημοσιογράφος στην καινούργια πατρίδα.Εγραψε «Το σπίτι των πνευμάτων» για να μη σταματήσει από τότε ποτέ. Η Ιζαμπέλ Αλιέντε, ανιψιά του Σαλβατόρ Αλιέντε, εμβληματική συγγραφέας, παθιασμένη με τη γραφή και τη ζωή, από αυτήν εδώ την Κυριακή στο «Εθνος της Κυριακής». Η Ιζαμπέλ Αλιέντε μιλά στο «Εθνος της Κυριακής» για την κρίση στη ζωή της, τη δημοσιογραφία και την αυτοεξορία, την έμπνευση και τη διαδικασία γραφής, τον έρωτα και τη ζωή αυτή καθαυτή.

Για τη λογοτεχνία και τις κρίσεις:
«Οι κρίσεις που άρχισαν στην παιδική μου ηλικία με έκαναν να δημιουργήσω έναν κόσμο φανταστικό, όπου καταφεύγω. Αλλοι άνθρωποι που κάνουν το ίδιο καταλήγουν στο τρελοκομείο, αλλά εγώ ήμουν τυχερή που μετέτρεψα αυτό τον ιδιωτικό κόσμο σε καταναλωτικό αγαθό, που μου προσφέρει εκτίμηση αντί να με στέλνει για ηλεκτροσόκ. Ζω στην πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος από τις ώρες μου, αλλά μόλις τα πράγματα μαυρίζουν, μπορώ να κλείνομαι στον δικό μου κόσμο, όπου είμαι μάγισσα και βασίλισσα. Εκεί εγώ ορίζω τους κανόνες και τους αλλάζω όπως και όταν μου αρέσει».

Για τη μαγεία της γραφής:
«Υπάρχουν φορές, όπως έγινε με την τραγωδία της Πάουλα, που δεν υπάρχει διαφυγή. Πρέπει να βυθιστείς στο σκοτάδι και να υποφέρεις χωρίς κανένα βάλσαμο. Αλλά ακόμα και σ' αυτές τις περιπτώσεις εγώ είχα το ξαλάφρωμα της συγγραφής. Γράφοντας κάθε μέρα, ο άρρωστος μπορεί να ελέγχει τον πανικό του και να βάζει όρια στον πόνο. Οταν τους δίνεις όνομα, τα γεγονότα αποκτούν ξεκάθαρο περίγραμμα και είναι ευκολότερο να τα αντιμετωπίσεις. Για παράδειγμα, αν πεις ''η κόρη μου υποφέρει'', το πρόβλημα προσδιορίζεται. Αυτό σου επιτρέπει να πεις αμέσως ''έχω κι άλλο παιδί, εγγόνια, σύζυγο και μητέρα, που με αγαπούν''. Το πρόβλημα περιχαρακώνεται και η αγωνία δεν μολύνει όλη σου τη ζωή».

Για τη δημοσιογραφία (η Αλιέντε υπήρξε δημοσιογράφος):
«Η δημοσιογραφία μού πρόσφερε όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιώ στα μυθιστορήματά μου. Το πρώτο καθήκον του δημοσιογράφου είναι να παγιδεύσει τον αναγνώστη. Ο δημοσιογράφος ανταγωνίζεται άλλα μέσα του Τύπου, άλλα άρθρα μέσα στην ίδια την εφημερίδα: πρέπει να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη από τις πρώτες έξι γραμμές και να τη διατηρήσει ως το τέλος.
Ρυθμός, αγωνία, ταχύτητα, τονισμός, πληροφορία. Και επιπλέον πρέπει να γράφει σε μικρό χώρο και σε λίγο χρόνο, τρέχοντας ενάντια στο ρολόι. Είναι μια καταπληκτική εκπαίδευση, και αυτή η αμεσότητα και η ταχύτητα μου χρησιμεύουν στη λογοτεχνία. Οι συγγραφείς που δεν έχουν περάσει απ' αυτό, έχουν την τάση να ξεχνάνε ότι η συγγραφή δεν είναι αυτοσκοπός, είναι μόνο μέσο επικοινωνίας. Αν δεν σε διαβάζουν, τι σημασία έχει η δουλειά σου; Με ενθουσιάζει να γράφω, απολαμβάνω τη διαδικασία, αλλά δεν ξεχνάω ότι υπάρχει κάποιος συνδιαλεγόμενος. Ως αναγνώστης, αν το βιβλίο δεν μου τραβάει το ενδιαφέρον από τις πρώτες σελίδες, το εγκαταλείπω γρήγορα».

Για τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς που έχουν υπάρξει και δημοσιογράφοι (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Μάριο Βάργκας Λιόσα, Τομάς Ελόι Μαρτίνες):
«Η δημοσιογραφία μού έδωσε πολύ χρήσιμες τεχνικές: για παράδειγμα, πώς παίρνεις μια συνέντευξη. Οταν γράφω τα μυθιστορήματά μου, συνήθως ψάχνω πρότυπα για τους ήρωές μου και, αφού τους βρω, τους αναγγέλλω τις προθέσεις μου και προχωρώ παίρνοντάς τους συνεντεύξεις. Γενικά οι άνθρωποι είναι πολύ γενναιόδωροι σ' αυτές τις περιπτώσεις: σε όλο τον κόσμο αρέσει να διηγείται τη ζωή του. Κι έμαθα από καιρό να κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις. Εχω μεγάλη ικανότητα να μπαίνω στην ιδιωτική ζωή των άλλων. Αναζητώντας την αντικειμενικότητα, κάθε καλός δημοσιογράφος εξετάζει και τις δύο όψεις του νομίσματος, δεν ικανοποιείται με την πρώτη παραλλαγή, και ψάχνει στο σκοτάδι μέχρι που να βρει τη λιγότερο φανερή.
Στο μυθιστόρημα υπάρχει χώρος γι' αυτό, μπορείς να διηγηθείς ένα μοναδικό γεγονός όπως φαίνεται από πολλές πλευρές. Η χρήση όμως της γλώσσας στη δημοσιογραφία αποβλέπει στην αποτελεσματικότητα. Οι συγγραφείς ερωτευόμαστε την ομορφιά μιας φράσης και χάνουμε από μπροστά μας το αποτέλεσμα που παράγει. Σ' αυτό είμαι αμείλικτη: κόβω και ξανακόβω χωρίς έλεος. Αλλο βασικό είναι να μην υποτιμάς τον αναγνώστη, να του δίνεις την πληροφορία χωρίς να υπερβάλλεις. Η δημοσιογραφία σε κάνει ταπεινό. Αυτό που γράφεις με τόση προσοχή στην εφημερίδα, χρησιμοποιείται από τον χασάπη την άλλη μέρα για να τυλίξει το κρέας. Δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας αυτή την ταπεινοφροσύνη: η λογοτεχνία είναι σαν να φτιάχνουμε ψωμί, η γραπτή λέξη είναι το αλεύρι μου. Και τίποτε άλλο. Ολα ξεπερνιούνται, τίποτα δεν γλιτώνει».

Για την έμπνευση:
«Είναι κάτι θαυμάσιο, που μερικές φορές συμβαίνει σαν θαύμα, σαν να ερωτεύεσαι για πρώτη φορά ή να σου πέφτει το λαχείο. Η έμπνευση σου δίνει εξαιρετική ενέργεια, που σου επιτρέπει να φτάσεις στα σύννεφα καμιά φορά. Αλλά στη λογοτεχνία δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από δουλειά. Οταν με κάλεσαν να διδάξω σε κάποιο πανεπιστήμιο, είπα στους φοιτητές ότι το γράψιμο είναι σαν τον αθλητισμό. Πρέπει να ασκείσαι κάθε μέρα, με επιμονή και ταπεινοφροσύνη. Ο αθλητής ξέρει ότι αυτές οι ώρες της άσκησης, που κανείς δεν τις βλέπει και δεν τις εκτιμάει, θα του χρησιμεύουν μόνο για να παίρνει μέρος στους αγώνες, χωρίς αυτές όμως δεν θα κερδίζει ποτέ. Κάθε σβήσιμο που κάνει ο συγγραφέας, κάθε σελίδα που πετιέται στο καλάθι, όλα είναι απαραίτητα για να φτάσει στην παράγραφο που θα δημοσιευτεί».

Για τις συνθήκες γραφής:
«Καταφέρνω να γράφω με οποιονδήποτε τρόπο, ανάλογα με την ανάγκη. Είναι όπως ο ερωτικός πόθος: αν δεν υπάρχει άλλη λύση, κάνεις έρωτα πίσω από τις πόρτες. Μεγάλο μέρος της ''Πάουλα'' είναι γραμμένο στο χέρι, στο νοσοκομείο ή στο ξενοδοχείο. Τις ''Ιστορίες της Εύα Λούνα'' τις έγραψα σε ριγωτό χαρτί, πότε στο δωμάτιο και πότε στο γραφείο του Γουίλι, γιατί δεν είχα δικό μου δωμάτιο, όπως λέει η Βιρτζίνια Γουλφ. ''Το σπίτι των πνευμάτων'' το έγραψα από νύχτα σε νύχτα στο τραπέζι της κουζίνας. Το ιδεώδες είναι να γράφω στο μικρό μου δωματιάκι, τριγυρισμένη από τις φωτογραφίες των ανθρώπων που αγαπώ και από τα καλοκάγαθα πνεύματα που πάντα με συντροφεύουν, μ' ένα αναμμένο κερί για να καλώ το φως, με φρέσκα λουλούδια από τον κήπο μου, σε απόλυτη σιωπή και μοναξιά. Μπορούσα όμως να κάνω και χωρίς όλ' αυτά. Το πιο σημαντικό είναι η σιωπή».

Για την τελετουργία της 8ης Ιανουαρίου κάθε που ξεκινά καινούργιο βιβλίο:
«Καθαρίζω και τακτοποιώ τον χώρο όπου θα γράψω. Πετάω όλα τα χαρτιά που αναφέρονται στο προηγούμενο βιβλίο και τακτοποιώ γύρω μου αυτά που θα χρειαστώ για το νέο. Μ' ενοχλεί πολύ η ακαταστασία. Ξανακοιτάζω τα συρτάρια, τα αρχεία, τα ντουλάπια, τα ράφια με τα βιβλία, κι όταν τα έχω όλα έτοιμα, δεν υπάρχουν άλλες δικαιολογίες και δεν απομένει άλλο παρά να καθίσω να γράψω. Γι' αυτό έχω βάλει ημερομηνία: 8 Ιανουαρίου. Ετσι δεν μπορώ να το αναβάλλω για πάντα. Οταν αρχίζεις τη συγγραφή ενός βιβλίου, πάντα φοβάσαι γιατί είναι ένα ταξίδι χωρίς χάρτη».

Γιατί γράφει:
«Υποθέτω ότι γράφοντας προσπαθούμε να καταλάβουμε την τρικυμία της ζωής, να κάνουμε τον κόσμο πιο ανεκτό και, αν είναι δυνατό, να τον αλλάξουμε. Γιατί γράφω; Γιατί είμαι γεμάτη από ιστορίες που απαιτούν από μένα να τις διηγηθώ, γιατί τα λόγια με πνίγουν, γιατί μου αρέσει και το χρειάζομαι, γιατί αν δεν γράψω, θα ξεραθεί η ψυχή μου και θα πεθάνω».

Για τη ζωή:
«Ζωή θα πει να υποφέρεις. Εχουμε έρθει σ' αυτόν τον κόσμο για να τα χάσουμε όλα, ακόμα και τη συνείδηση, την ίδια μας τη ζωή. Ετσι μεγαλώνουμε, έτσι ωριμάζει η ψυχή κι έτσι μαθαίνουμε επίσης για τη χαρά. Ναι, το δράμα της πραγματικότητας τροφοδοτεί τα βιβλία μου, αλλά τα βιβλία είναι επίσης ο ιερός τόπος όπου το καθημερινό δράμα ανυψώνεται σε επική κατηγορία και παύει να είναι προσωπική υπόθεση, για να μετατραπεί σε κάτι που μοιράζομαι με όλη την ανθρωπότητα. Στον κόσμο της φαντασίας οι κανόνες είναι ξεκάθαροι: υπάρχει δυστυχία, βία και τρόμος, αλλά πάντα επικρατούν η αγάπη και η αλληλεγγύη. Αυτός είναι ο λογοτεχνικός μου χώρος, ο κόσμος που έχω δημιουργήσει στα βιβλία μου».

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
elgika@pegasus.gr

http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22808&subid=2&pubid=64036137  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου