Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Ακυβέρνητες Πολιτείες : Η πολιτική ιστορία ενός μυθιστορήματος





Ακυβέρνητες Πολιτείες
Η τριλογία "Ακυβέρνητες Πολιτείες" (1960-1965)  είναι το σημαντικότερο από τα έργα του συγγραφέα Στρατή Τσίρκα και απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη "Λέσχη", την "Αριάγνη" και τη "Νυχτερίδα". Ειδικότερα με την έκδοση της "Λέσχης" η ηγεσία του ΚΚΕ του οποίου ήταν μέλος, του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Αρνήθηκε λέγοντας: "Κατέγραψα τα γεγονότα όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ΄ το ένα καρφί και να την κρεμάσω στο άλλο". Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944 κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και υποταγής του από τα Μεταξικά στοιχεία και την Αγγλική διοίκηση.



 ΤΟ ΘΩΡΗΚΤΟ ΑΒΕΡΩΦ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Πολιτική ιστορία ενός μυθιστορήματος
 Πώς η τριλογία του Στρατή Τσίρκα πυροδότησε συγκρούσεις ανάμεσα σε κριτικούς και κομματικούς τη δεκαετία του ’60
Της Ολγας Σελλα
Ήταν και είναι το εμβληματικό μυθιστόρημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Η τριλογία του Στρατή Τσίρκα, «Ακυβέρνητες Πολιτείες», έφερε τον μοντερνισμό στη νεοελληνική πεζογραφία μεταπολεμικά, και τις σφοδρές ιδεολογικές συγκρούσεις στο χώρο της αριστερής κριτικής, με αποκορύφωμα τη διαγραφή του Τσίρκα από το κομμουνιστικό κόμμα. Σαράντα οκτώ χρόνια μετά την έκδοση της Λέσχης, ο Μίλτος Πεχλιβάνος, επίκουρος καθηγητής Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο ΑΠΘ, επιχειρεί με τεκμήρια, τα περισσότερα από τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά, να ερευνήσει και να δείξει «πώς ο δημόσιος λόγος της κριτικής και ο ιδιωτικός των επιστολών έφτιαξαν τον ορίζοντα εντός του οποίου συνεχίστηκε η συγγραφή της τριλογίας». Πώς, δηλαδή, ένα αρχικά αυτοτελές μυθιστόρημα (Λέσχη) οδήγησε στην πιο δημοφιλή τριλογία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Κομμάτι της επικοινωνίας
Πρόκειται για ένα ερώτημα που αφορά μόνο τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας και της κριτικής; Κάθε άλλο. Ο Μίλτος Πεχλιβάνος κατέφυγε σε αρχεία (ΕΛΙΑ, ΑΣΚΙ) και κατάφερε να ανασυστήσει επιστολογραφίες, να φέρει στο φως κομματικά ντοκουμέντα και να αποδείξει ότι πριν από λίγα χρόνια ήταν άλλος ο ρόλος της λογοτεχνίας στην κοινωνία και διαφορετικός ο τρόπος της γραφής, της σημασίας που έδιναν οι επώνυμοι στις γνώμες των φίλων και ομοτέχνων τους, της συλλογικότητας, της αλληλεπίδρασης, αφού «στην Ελλάδα του '60 η λογοτεχνία ήταν κεντρικό κομμάτι της δημόσιας επικοινωνίας και αντιπαράθεσης». Πόσο μάλλον όταν αυτή η αντιπαράθεση εμπεριέχει και τα πρώτα ψήγματα αντίδρασης σ' έναν ασφυκτικό κομματικό φορέα, τις πρώτες αναζητήσεις ελεύθερης έκφρασης στην πολιτική, την τέχνη, τη ζωή.
Ο Μίλτος Πεχλιβάνος βάζει σε πρώτο πλάνο τα «αντηχεία» που διαμόρφωσαν την εξέλιξη της γραφής των «Ακυβέρνητων Πολιτειών» (ελληνική παροικία στην Αίγυπτο, κομμουνιστές/λογοτέχνες της υπερορίας, φίλοι στην Αθήνα, ομότεχνοι) και συγκροτεί, με ντοκουμέντα, τη βιογραφία της τριλογίας, παρουσιάζοντας γλαφυρά «το αλισβερίσι που προηγήθηκε του τυπογραφείου». Μαζί με τις κριτικές της τριλογίας (που συγκέντρωσε και σχολίασε η Χρύσα Προκοπάκη και το «Ημερολόγιο» του Τσίρκα, εκδ. Κέδρος), προστίθεται τώρα το σώμα της ιδιωτικής επιρροής, συγκροτώντας, τελικά, το γενετικό υλικό της τριλογίας.
Σημείο αναφοράς
Οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» είναι το βιβλίο που ολοκλήρωσε ο Τσίρκας υπό την επίδραση των άλλων• είναι το βιβλίο που αφορά την ιστορία και επιχειρεί να αποτιμήσει μελανές περιόδους της• είναι το βιβλίο που αποτέλεσε το ίδιο ιστορία και βρέθηκε (όπως και ο συγγραφέας του) στο επίκεντρο μιας σφοδρής και βίαιης αντιπαράθεσης. Είναι το βιβλίο που αποσκοπούσε και απέβλεπε «σε προβλήματα που υπερέβαιναν το μυθιστόρημα και τον συγγραφέα του, όσο κι αν ο τελευταίος αυτός, με τη στάση του και τις σιωπές του, έγινε, για μια μακρά και ταραγμένη εποχή, το συμβολικό σημείο αναφοράς σε μια διαπάλη που είχε άλλους ορίζοντες και άλλες στοχεύσεις», έλεγε ο Φίλιππος Ηλιού. Ο Μίλτος Πεχλιβάνος διηγείται με τεκμήρια με ποιον τρόπο ένα βιβλίο και ο συγγραφέας του απασχόλησαν τον κόσμο της λογοτεχνίας, της διανόησης και της πολιτικής. Ο κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Ραυτόπουλος, από τους πρωταγωνιστές της κριτικής τότε, γράφει σήμερα, ειδικά για την «Κ», ένα κείμενο για το βιβλίο του Μίλτου Πεχλιβάνου αλλά και για όσα διαμόρφωσαν τη γραφή του Στρατή Τσίρκα, δίνοντας το κλίμα της εποχής και τη διάρκεια του βιβλίου.
Ιnfo
-Μίλτος Πεχλιβάνος «Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες - Η στίξη της ανάγνωσης», σελ. 514, εκδ. Πόλις. Επίμετρα, από κοινού με τους Παναγιώτη Παντζαρέλα και Κωστή Καρπόζηλο.





Κυβερνημένες και ακυβέρνητες πολιτείες
Του Δημήτρη Ραυτόπουλου
Υπάρχει αίνιγμα Τσίρκα-Ακυβέρνητων Πολιτειών; Μετά τη «βιογραφία» αυτής της τριλογίας από τον Μίλτο Πεχλιβάνο τα πιθανά αινίγματα φωτίζονται από κάθε πλευρά, ενώ παραμένει το μυστήριο: ποιος κυβερνάει τη λογοτεχνική γραφή.
Μια όψη αινίγματος είχε η σχέση της «Λέσχης» (Λ), πρώτου μυθιστορήματος του Στρατή Τσίρκα (Σ.Τ.), με τα επόμενα δύο: «Αριάγνη» (Α) και «Νυχτερίδα» (Ν). Υπήρχε σχέδιο τριλογίας εξαρχής ή επινοήθηκε με την έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματος (Α), οπότε εμφανίστηκε ο κοινός τίτλος της τριλογίας «Ακυβέρνητες Πολιτείες» (ΑΠ);
Θέμα ενδιαφέρον φιλολογικώς, αλλά με ελάχιστο έως μηδαμινό ενδιαφέρον επί της ουσίας, γίνεται κρίσιμο και συναρπαστικό, καθώς συνεξετάζεται με τις διαφοροποιήσεις, αισθητικές και ιδεολογικές μεταξύ «Λ» και συνέχειας. Συγκεκριμένα, οι διαφοροποιήσεις αυτές –προς συντηρητική κατεύθυνση, υποστηρίζεται– αποδίδονται στην υποδοχή του πρώτου μυθιστορήματος (Λ) από την αναγνωστική κοινότητα της αριστεράς κατά κύριο λόγο, με προεξάρχουσα την κριτική. Ως προς τη δική μου μερίδα αυτής της κριτικής έχω ήδη εξηγηθεί διά μακρόν. Θα περιοριστώ να επαναλάβω ότι θεωρώ την κριτική μου για τη «Λ» στην «Επιθεώρηση Τέχνης» λίαν θετική, με επιφυλάξεις και αρνητικές παρατηρήσεις στις οποίες επιμένω, εκτός από μία, που ζητούσε μεγαλύτερη «σαφήνεια». Και, πολύ περισσότερο επιμένω στην κριτική για τα δύο επόμενα μυθιστορήματα και σε όσα έγραψα για τον Τσίρκα και το έργο του μετά το 1974.
Χαρακτηρίζοντας τη γραμματολογική μελέτη του «βιογραφία», ο συγγραφέας εμψυχώνει ένα κείμενο πυκνότατο γνωστικά και υφικά, κείμενο ερευνητικά άρτιο, και με συστηματική θεωρητική στήριξη. Γιατί αν αυτές είναι επιστημονικές αρετές, υπάρχει και το επιπλέον, το χάρισμα. Εκείνο που πνέει, διατρέχοντας εκατοντάδες σελίδες γεμάτες πληροφορίες και γνώμες, διασταυρώσεις, κάθε είδους αναφορές σε συγκείμενα, παρακείμενα και προ-κείμενα, είναι το πάθος και το ήθος του ερευνητή της νέας γενιάς, που αντικαθιστά την πίστη και τις αναστολές του ιδεολόγου. Ο Μίλτος Πεχλιβάνος (Μ.Π.) συμμετέχει από το 1995 με μεταφράσεις και πρωτότυπες εργασίες στη γερμανική κυρίως έρευνα της «πρόσληψης» και της εξέλιξής της σε θεωρία της λογοτεχνικής επικοινωνίας.
Σε επικουρία της επικοινωνιακής λειτουργίας της λογοτεχνίας, ο Μ.Π. χειρίζεται εργαλεία της γενετικής κριτικής και συνδυάζει τα δεδομένα της σύνθεσης της τριλογίας με το «ζωντανό αντηχείο» των πρώτων αναγνώσεων• αλλά και υπερβαίνει αυτή την αρχαιολογία της επικαιρότητας με τη διαπραγμάτευση της ερμηνείας σε εξέλιξη του νοήματος και την ανανεούμενη κατανόησή του.
Η πρόσληψη/επίδραση της «Λ» μόνο τεχνητά (αυθαίρετα) μπορεί να απομονωθεί από τα πριν και τα μετά έργα και τις αισθητικές απόψεις του συγγραφέα. Αυτός ο γραπτός Τσίρκας έχει συνδιαμορφώσει τον ορίζοντα προσδοκιών της αναγνωστικής κοινότητας στην οποία απευθύνεται ιδιαίτερα και της οποίας η όλη αισθητική παιδεία είναι μάλιστα κανονιστική.
«Παραμορφωτικές απηχήσεις»
Στην αφήγηση της γένεσης-πρόσληψης της τριλογίας, ο Μ.Π. αξιοποιεί, ως όφειλε, και την αλληλογραφία του συγγραφέα, χωρίς να παραλείψει να υποσημειώσει ότι αυτή «συνιστά όχι σπάνια μιαν ακόμη εκδοχή (αυτο)σκηνοθεσίας». Παρ’ όλα αυτά, το βασικό ντοκουμέντο που προσκομίζει, υποστηρίζοντας την άποψη περί «παραμορφωτικών απηχήσεων» της «Λ» είναι η πολυδημοσιευμένη επιστολή Τσίρκα προς Μ.Μ. Παπαϊωάννου, όπου αναιρεί ορισμένες αρνητικές παρατηρήσεις, στη δική μου κριτική του έργου. Σημειώνω ότι αυτή η απολογία και αυτο-ανάλυση του Σ.Τ. αποτελεί οιονεί ντιρεκτίβα εν όψει της κριτικής που θα έγραφε τάχα ο Παπαϊωάννου για τη «Λ».
Τι συνέβη και δεν γράφτηκε η κριτική; Δεν είναι δα και μυστήριο... Συνέβη η διαγραφή του Σ.Τ. από το κόμμα του (Ιούλιος 1961) επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει τη «Λ» και να φιμωθεί και η γνωστή επιστολή Μιχ. Παπαλέξη προς τους κριτικούς της αριστεράς (15 Ιουνίου 1961). Όχι μόνο ο Παπαϊωάννου (εκ των παραληπτών της επιστολής) αλλά και οι πλείστοι των κριτικών της αριστεράς –και τινες της δεξιάς: τι θέλεις, τι γυρεύεις;– συμμορφώθηκαν όλοι και σιώπησαν. Με αξιέπαινη αυτοσυγκράτηση ανέβαλαν την υπεράσπισή τους ώς τη μεταπολίτευση. Πώς προσλαμβάνεται άραγε η σιωπή στο «αντηχείο»; Δεν το πραγματεύεται το παρόν βιβλίο.
Ας αφήσουμε όμως τη βροντερή σιωπή. Διαβάζοντας τις επιστολές, μου δημιουργείται η απορία: Γιατί ο συγγραφέας επηρεάζεται από τις γνώμες με τις οποίες διαφωνεί ρητά και όχι από εκείνες με τις οποίες συμφωνεί; Ενας εστέτ επιστολογράφος, προνομιούχος συνομιλητής του Σ.Τ., τον ανακηρύσσει σε μέγιστο των λυρικών μας και συγκρίνει σταθερά τα έργα του με τις υψηλότερες μουσικές συνθέσεις.
Αλλά και από τους προνομιούχους ανταποκριτές του, οι περισσότεροι εκφράζουν επιφυλάξεις για τη «Λ», σύστοιχες με τις δικές μου παρατηρήσεις. Π.χ. ο Μιχ. Σαντορινιός βρίσκει σε μερικά κεφάλαια «φόρμα λίγο τραβηγμένη. Μόνο που δε με συγκλόνισες, δε με συγκίνησες. Μ’ έκανες να σκεφτώ. Οσο για τη μορφή σε κάθε φράση είμαι υποχρεωμένος να σκέφτομαι. Η περιγραφή σου, τα πράγματα σκέφτονται. Κι ίσως γι’ αυτό να ’σαι κουραστικός».
Κι όμως, στην επιστολή προς Παπαϊωάννου, ο Σ.Τ. συγκαταλέγει τον Σαντορινιό ανάμεσα σ’ αυτούς που «εξοικειωμένοι από τα μοντέρνα γαλλικά ρομάντσα -όχι μόνο μπήκαν αμέσως αλλά και ενθουσιάστηκαν» (σ 149).
Μια άλλη πλευρά του «ζωντανού αντηχείου» με αφήνει εμβρόντητο: η θετική! Αν ο Παπαϊωάννου προέκρινε την κομματικότητα έναντι της φιλίας/εντιμότητας, άλλοι υπηρέτησαν και τα δύο αυτά, χωριστά το ένα από το άλλο: παινέματα ιδιωτικώς στον συγγραφέα - καταγγελία και καταδίκη στο κόμμα. Ο «νέος άνθρωπος» είχε ανατείλει...
«Εύκολη επιτυχία»
Ετσι, ο Θεόδ. Πιερίδης, στέλεχος ανώτερο στη Μ. Ανατολή, στιχουργός ύμνου για τον Ζαχαριάδη τον οποίο πετροβολάει μετά την πτώση του, γράφει και στον φίλο του Σ.Τ. ύμνο για τη «Λ», συνοδευόμενο από ύβρεις και ειρωνείες κατά των κριτικών που δεν συμφωνούν μαζί του• αλλά και στο λογοτεχνικό τμήμα της «Διαφώτισης» του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι (Λογοτεχνικός κύκλος) τον ίδιο καιρό, καταγγέλλει τον συγγραφέα για «ιδεολογική παραζάλη και κυνήγι της εύκολης επιτυχίας» και μυκτηρίζει τους ελλαδικούς κριτικούς για την «ενθουσιώδη υποδοχή της Λ», που «αν μη τι άλλο είναι ένα αποτυχημένο λογοτεχνικό έργο» και ζητάει την αξιοποίηση του Μιχ. Παπαλέξη!
Αλλά και ο έτερος των Μεσανατολιτών συντρόφων και φίλων του Σ.Τ., σοβαρότερος του Πιερίδη, ο Λάμπης Ράππας δεν φείσθηκε κοσμητικών επιθέτων για τον Σ.Τ. και την τριλογία του, εισηγούμενος να μην (ανα)δημοσιευθεί ο λίβελος Αυγέρη κατά Τσίρκα στο κομματικό περιοδικό της υπερορίας «Νέος Κόσμος», ο Λ. Ράππας, αμφισβητούσε τη λογοτεχνική αξία της «Λ» και της «Α» και χαρακτήριζε τον Σ.Τ. «συγγραφέα συνηθισμένου μεγέθους (που ο ντόρος που ξεσηκώσαμε τον έκανε... μεγάλο). Και πώς να μη φουσκώνει ο Τσίρκας και να βλέπει το κίνημα αφ’ υψηλού!! Γιατί να γίνει μεγάλος συγγραφέας ο Τσίρκας; Γιατί αυτό μόνο πετύχαμε!!» (1). Από το πολλαπλώς ενδιαφέρον κείμενο του Ράππα, ο Μ.Π. παραλείπει όλα τα παραπάνω και παραθέτει αποκλειστικά τη μακράν υπερασπιστική επιχειρηματολογία του Ράππα περί του ποιος είναι ή δεν είναι το Ανθρωπάκι της τριλογίας, φορτώνοντάς το σ’ ένα διεστραμμένο! Αντίθετα, ο Μ.Π. αναφέρεται δι’ ολίγον σε κάρτα του Ράππα προς τον Σ.Τ. όπου του λέει ότι είχε στείλει άλλο, μεγάλο γράμμα με παινέματα για την τριλογία, το οποίο –φευ!– χάθηκε... Ετσι όμως παρουσιάζεται ο Λ. Ράππας ως κομματικός φύλακας-άγγελος του αποσυνάγωγου και του αιρετικού έργου του.
Τα θυμίζω αυτά γιατί αποτελούν διάσταση –βασικότατη κατά τη γνώμη μου– στη θεσμική και μη πρόσληψη του έργου, σ’ έναν κόσμο όπου ο Σ.Τ. –«λογιστής ψυχών» πάντα– απευθύνεται, απολογείται, εκχωρεί ζωή και ταλέντο. Θα έλεγα μάλιστα ότι εκχωρεί και την ευθυκρισία του όταν, για να «δικαιώσει» το Κίνημα της Μ. Ανατολής, συμφωνεί με την ηγεσία του –ακόμα και με το Ανθρωπάκι (βλ. το Επίμετρο και το υπόμνημα του Φ. Πάγκαλου)– ότι η εξέγερση και η σύγκρουση στις ελληνικές ταξιαρχίες και στο Ναυτικό ήταν «αναπόφευκτη», ότι υπήρξε «ορθή γραμμή» και «σκοτάδι» σ’ αυτή την πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας. Φτάνει ο ευφυέστατος Τσίρκας να σιγοντάρει λογοτεχνικά ευήθειες του είδους: «Μα ήττες είναι αυτές;» (Φάνης).
Επιμένω λοιπόν ότι η λογοτεχνική εξέλιξη του Σ.Τ. θα έδει να εξετάζεται σφαιρικά, βάζοντας απέναντι στον (στρατευμένο) διανοούμενο του 1937-1976 το αντηχείο των «ιστορικών αναγνωστών» αλλά και την ίδια την ιστορία, τουλάχιστον των ιδεών. Παράλληλη, φερ’ ειπείν, με τη γραφή της τριλογίας είναι η υποχώρηση της ιδεολογικής ανανέωσης και της κριτικής από το 20ό στο 21ο και 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Και ας πάρουμε, στο αντίστοιχο λογοτεχνικό παράδειγμα, την αντανάκλαση... Αραγκόν. Τον καιρό του Σ.Τ., ο πάπας της στράτευσης μπαινοβγαίνει στην Ακαδημία Γκονκούρ (του ρεαλισμού), μετά εξέρχεται –αλλά «ακροποδητί»– από το σοσιαλιστικό ρεαλισμό με τη «Μεγαλοβδομάδα» (1958) –που προσέχει ο Σ.Τ.–, από ζντανοφικός κήρυκας γίνεται μοντερνιστής: «Ο τρελλός της Ελσας» (1963): ο αιώνιος πρώιμος ανθρωπιστής, μεταξύ σκεπτικισμού και ουτοπίας, μεταξύ πολιτισμών και κρίσεων, απέναντι στον πόλεμο/θάνατο, στην ήττα/δικαίωση και στον έρωτα/αθανασία.
1. Βλ. «Ενα πολιτικό ντοκουμέντο για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Απάντηση του Λ. Ράππα στην “κριτική” του Μ. Αυγέρη», με παρουσίαση από τον Αλ. Αργυρίου, Γράμματα και Τέχνες, περ. 80, Μάρτιος-Μάιος 1997.

http://www.kathimerini.gr/321869/article/politismos/arxeio-politismoy/politikh-istoria-enos-my8istorhmatos
http://www.kathimerini.gr/321846/article/politismos/arxeio-politismoy/kyvernhmenes-kai-akyvernhtes-politeies

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου