Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Τόσα χρόνια μετά, τί έμεινε να λέμε και να παραμυθιαζόμαστε ;


Ξέρω ότι σήμερα είστε αφιερωμένοι στα φεγγάρια κι ίσως είναι περιττό να ρίξετε μια ματιά σε κείμενό μου στις αρχές του 2008 που νομίζω θα σας αγγίξει. (Το βρήκα φυλαγμένο στις σημειώσεις της συναδέλφου μου Alexandra Kassimis και την ευχαριστώ για το φύλαγμα).Ρ.Μ.


Τόσα χρόνια μετά, τί έμεινε να λέμε και να παραμυθιαζόμαστε ;


Της ριτσας μασουρα

Τριάντα χρόνια είναι, άραγε, αρκετά για να ανατρέψουν τις δομές μιας κοινωνίας; Φτάνουν για να διαβρώσουν μέχρι εκεί που δεν παίρνει, τους νευραλγικούς τομείς ενός καθ’ όλα ζωντανού κυττάρου, όπως είναι το ελληνικό κύτταρο; Είναι αρκετά για να αναδείξουν στην επιφάνεια των πραγμάτων τα ευτελή χαρακτηριστικά μιας φυλής που μπορεί να μη φημίζεται για την αρτιότητά της, αλλά εν πάση περιπτώσει κάποιες περγαμηνές τις έχει καλά φυλαγμένες στο συρτάρι; Κάθε μέρα που περνάει αποστασιοποιούμαι περισσότερο. Ανακαλύπτω ξανά τις κούρμπες του εαυτού μου, κρύβομαι μέσα τους και αρνούμαι να δω έξω απ’ αυτές τι υπάρχει και σε ποια κατάσταση.

Κι εκεί, αφημένη στον ατομισμό μου -ένα είδος αλλοιωμένου ναρκισσισμού- επιστρέφω στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Κατεβάζω από το πατάρι τον ενθουσιασμό της εποχής, του επιτρέπω να κυκλοφορήσει ελεύθερος στο αποπνικτικό δωμάτιο και κουβεντιάζω εν θερμώ μαζί του. Θυμάσαι πώς κατακλύζαμε τους δρόμους, του λέω. Θυμάσαι που στήναμε σαν οδοφράγματα τα ονείρατα για το αύριο στη μέση της παρέας; Τι οξύμωρη ιδέα κι αυτή! Μπαίνουν στα ονείρατα οδοφράγματα; Οχι, αλλά έτσι οριοθετούσαμε τον χώρο μας: από τα οδοφράγματα και δώθε ήμασταν εμείς που θέλαμε μια Ελλάδα δημοκρατική, ελεύθερη, βασισμένη στις αξίες του Διαφωτισμού, αλλά με τις δικές μας προδιαγραφές. Θέλαμε μια πατρίδα, ναό της δημιουργίας, όπου ο αλληλοσεβασμός πολίτη – κράτους θα ξέφευγε από τα θεωρητικά βιβλία και θα γινόταν πράξη. Αυτή η εξαιρετική αμοιβαιότητα στις σχέσεις, που για κάποιους ακόμη και σήμερα παραμένει ζητούμενο.

Ξεπεταρούδια τότε, θέλαμε να ανοίξουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια για όλους, να επεκταθεί η εκπαίδευση στις εσχατιές της πατρίδας, να μην υπάρχει ανάμεσά μας ούτε ένας αγράμματος άνθρωπος, ώστε τη δεδομένη στιγμή να μπορεί να κρίνει τα γεγονότα και να δίνει την ψήφο του με γνώμονα τη γνώση που στο μεταξύ θα αποκτούσε. Σκεπτόμαστε ότι ο καθένας από μας είχε δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή δουλειά, δικαίωμα στην ευημερία, ακόμη κι αν ευημερία σήμαινε ένα αυτοκίνητο, ένα σπίτι στο τάδε χωράφι ή ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Τότε στις παρέες, ένας μίλαγε, δέκα άκουγαν. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι. Ενας έριχνε το σύνθημα, πενήντα απαντούσαν, θα το θυμάσαι. Οπως θα θυμάσαι ότι απλώναμε τα χέρια στο κέντρο του κύκλου και ορκιζόμαστε, σαν τα παιδιά που ορκίζονται επιπόλαια κάθε φορά και σε κάτι διαφορετικό.

Κοίτα να δεις! Λες και δεν είχαμε ποτέ ξεφυλλίσει την ελληνική ιστορία. Δεν είχαμε πάρει τα μαθήματά μας. Σαν τους αδαείς πέφταμε στην παγίδα της ελπίδας που έλεγε ότι από τα σπλάγχνα μας θα μπορούσαν να αναδειχθούν σπουδαίοι ηγέτες. Με ιδέες, με κύρος και αποφασιστικότητα. Οχι ατελείς πολιτικοί, αλλά ένας συνδυασμός… Γκαίτε και Ναπολέοντος, όπως είχε πει κάποτε ο Νίτσε. Αστείες σκέψεις, θα πεις. Ιδεατοί ηγέτες δεν υπήρξαν, όπως δεν υπήρξαν ηγέτες-λυτρωτές. Ακόμη και αυτοί που κατάφεραν να ξεπεράσουν σκοπέλους και τεράστια προβλήματα επωφελήθηκαν των καιρών, των συγκυριών και της ευκολίας του μύθου. Μην το ξεχνάς.

Κι ύστερα ήρθε η ισοπέδωση προς τα κάτω. Ετσι αποκαλέσαμε την ορμή και την τάση κοινωνικών ομάδων να επιβάλουν σχεδόν βιαίως στους πολλούς πρότυπα χαμηλής συμπεριφοράς και αγωγής. Μπήκαν άλλοι κανόνες, αν θυμάσαι. Χάθηκε η συνέχεια της γλώσσας, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια άρχισαν να γίνονται φυτώριο αμόρφωτων πολιτών (εντάξει, δεν το γενικεύω), το αδυσώπητο κυνήγι του χρήματος άλλαξε τις δομές της οικογένειας, της φιλίας, της αλληλοεκτίμησης των ανθρώπων. Οσο πιο πολύ σμικρύνονταν τα κομμάτια της πίτας, τόσο πιο κραυγαλέα ήταν η ισοπέδωση. Οσοι αποκτούσαν (με διάφορους τρόπους) μερίδιο στην εξουσία -την όποια εξουσία- φρόντιζαν να βάζουν τρικλοποδιά στον μπροστινό τους. Το κομματικό κράτος πήρε για τα καλά τα ηνία της χώρας, η μη τήρηση της νομιμότητας έγινε ο κανόνας, η ατιμωρησία της παραβατικότητας επίσης (πώς άραγε, διαρρέει ανακριτικό υλικό, ατιμωρητί;) και το «φύγε εσύ, να ’ρθω εγώ» έγινε με τον καιρό προσβάσιμο σύνθημα και αν θυμάσαι, υπήρξε η αφορμή για να ξεκινήσει η διαδικασία της εισδοχής μας στις ατομιστικές κοινωνίες.

Τριάντα χρόνια μετά, όλοι πιστεύουν ότι έχει συντελεστεί το τέλος της μεταπολίτευσης… με την κακή έννοια. Ο Ελληνας στο μεταξύ έχει κερδίσει εκατοντάδες μικρές και μεγάλες μάχες. Ούτε ο Πάτον να ήταν. Ευημερεί και με τη βούλα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παρότι πίσω του υπάρχει ακόμη πεζουριά. Η μεγάλη πλειοψηφία διαθέτει σπίτια, αυτοκίνητα, πηγαίνει για σκι, ταξιδεύει, κάνει συμπαθητικές διακοπές, πότε πότε τα σπάει στα ξενυχτάδικα, γεμίζει τα κέντρα και τις ταβέρνες, έχει άποψη για τα πάντα, κρίνει τους πάντες, χωρίς να δέχεται να κριθεί, φοροδιαφεύγει και μάλιστα με καμάρι, δεν πληρώνει τον ΦΠΑ, αφού το κράτος… δεν τα παίρνει από τους πλούσιους, δανείζεται μέχρι τελικής πτώσεως, πληρώνει γρηγορόσημα, «γιατί έτσι κάνουν όλοι», ασελγεί πάνω στη γλώσσα… αλλά, δυστυχώς πάει καιρός που δεν νιώθει πια καλά.

Ο Ελληνας, λένε οι δημοσκοπήσεις, κατακλύζεται από απαισιοδοξία και φόβο. Τις στιγμές της περισυλλογής -γιατί υπάρχουν και τέτοιες- προσπαθεί να απαντήσει στα φαινόμενα της πολιτικής απαξίας. Αναζητεί ενόχους και ύποπτους λογαριασμούς πίσω από κάθε πολιτική κίνηση, θεωρεί δεδομένο ότι ο ευρύτερος χώρος του Δημοσίου είναι ένα μεγάλο λουκούλειο γεύμα σε καθημερινή βάση, από την άλλη όμως ο ιδιωτικός είναι ξεπουλημένος στην παγκοσμιοποίηση και τους ξένους επενδυτές! Απαξιώνει συχνά τη δικαστική εξουσία, θεωρώντας την όχι διακριτή εξουσία, αλλά το alter ego της εκτελεστικής. Αναλαμβάνει ρόλο εισαγγελέα ο ίδιος κι όταν αποκαμωμένος πια από την προσπάθεια φτάνει σπίτι του, επιλέγει να… διασκεδάσει με τα βραδινά δελτία ειδήσεων. Θα το πίστευες ποτέ εσύ αυτό;

Χρειάστηκαν τριάντα τρία χρόνια για να εξαφανιστεί σχεδόν ολοσχερώς η έννοια της αριστοτελικής πολιτικής κοινότητας των ανθρώπων, έτσι όπως τη διδαχτήκαμε στα σχολεία. Η πάλαι ποτέ στεντόρεια φωνή έχει χαμηλώσει κι αν τυχόν από κεκτημένη ταχύτητα ακουστεί, κάποιος υπομειδιών θα πει: «Βρε, για ακούστε τον τρελό τι λέει». Και ο τρελός δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει από το να αποστασιοποιηθεί, να συναντηθεί ξανά και ξανά με τον εαυτό του στο αποπνικτικό δωμάτιο. Εξω, στη δημοσιά πρωτοστατεί ο εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η σκληρή, βρώμικη συναλλαγή και ο δεσποτισμός των μέσων. Θανατηφόρος τριάδα, τι λες κι εσύ;

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή 20-1-2008

Facebook/Ritsa Masoura

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου