Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Νίκου Αμμανίτη : "Dolce vita" αλλά ελληνικά


Μια Φορά Και Έναν Καιρό
  "Dolce vita" αλλά ελληνικά
 Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ

Ήταν περί τα τέλη του '50 και αρχές της δεκαετίας του '60 όταν ο Έλληνας και ειδικότερα ο Αθηναίος άρχισε να μαθαίνει τι σημαίνει ακριβώς «γλυκιά ζωή». Πολλά συνέτειναν να τον βγάλουν από το καβούκι του, όπου χρόνια και χρόνια ήταν κλεισμένος, για να αρχίσει «να απολαμβάνει μικρές χαρές».

Και το πρώτο που του ομόρφυνε τη ζωή ήταν το «αυτοκίνητο», καθώς έπαψε να αποτελεί ένα όνειρο άπιαστο και «όνειρο για τους λίγους», αλλά άρχισε να γίνεται ένα «καταναλωτικό αγαθό» όλο και για περισσότερους… μικρομεσαίους, που μέρα με τη μέρα γέμιζε η τσέπη τους. Κάτι τα στρατιωτικά τζιπ των συμμάχων αλλά και τα… εχθρικά φολκσβάγκεν των Γερμανών, που παρέμειναν στη χώρα μας από τα χρόνια του πολέμου, τα οποία διάφοροι μερακλήδες μαστόροι -με περίσσια φιλοκαλία- τα μεταποίησαν σε επιβατικά, στολίζοντάς τα με «χρωμέ» τάσια και προφυλακτήρες και μπόλικα άλλα μπιχλιμπίδια. Ήταν και αρκετοί παραλήδες κάτοχοι αυτοκινήτων από προπολεμικά, που «βάλανε για σκότωμα» τα ντεμοντέ αμάξια τους προκειμένου να αγοράσουν καινούριο. Έτσι πέσανε οι τιμές και τονώθηκε η αγορά του μεταχειρισμένου. Τη μεγάλη όμως έκρηξη στην αγορά την προκάλεσαν οι αντιπροσωπείες, που σε πολυτελείς εκθέσεις παρουσίαζαν γυαλιστερά «κουρσάκια», θηρία σε αντοχή, οικονομικά στα καύσιμα, που αποκτούσες με μικρή προκαταβολή και πολλές δόσεις. 

Ως η άμμος της θαλάσσης ήσαν οι μάρκες των αυτοκινήτων -όλες ευρωπαϊκές-, που δεν υπάρχουν πια. Προβάλλονταν οι θέσεις που γίνονταν και κρεβάτι, προβάλλονταν επίσης ως προσόν εάν ήταν τετράθυρο, αν ο «λεβιές των ταχυτήτων» ήταν τοποθετημένος πλάι στο τιμόνι και το κυριότερο ότι «καίει το δοχείο στα 300…». Για τους νεωτέρους, το δοχείο που αποτελούσε, τρόπον τινά, μετρητή… καταναλώσεως, είχε 4,5 γαλόνια βενζίνης, το δε γαλόνι, με το οποίο πωλούντο τα καύσιμα μέχρι τη χούντα, είχε περίπου 4 λίτρα. Τους «πειρασμούς» ενίσχυαν καταχωρήσεις στον Τύπο, με φωτορεπορτάζ του Ράλι Ακρόπολις ή φωτογραφίες διασημοτήτων με το κουρσάκι τους σε μακρινές εκδρομές, π.χ., στη Βάρκιζα ή τη Λούτσα και σε άλλες εξωτικές τοποθεσίες, που γαργάλιζαν τις επιθυμίες και κατέληγαν στο… δόγμα: «Τέσσερις ρόδες να 'χει και να τσουλάει...». Οι «σχολές οδηγών» φύτρωναν καθημερινά, πλήθαιναν επίσης συνεχώς και τα γραφεία «ενοικιάσεως αυτοκινήτων», όπου με κανένα κατοστάρικο νοίκιαζες αυτοκίνητο και σου έφευγε ο νταλκάς. 

Ήταν κατόπιν οι δύο αυτοκινητόδρομοι, Αθήνα-Χαλκίδα και Αθήνα-Μέγαρα, που έβγαλαν τους προνομιούχους εκτός των τειχών. Φόρτωνες την οικογένεια, την παρέα ή την γκόμενα, ενίοτε και αντιστρόφως, και πεταγόσουν στα Μέγαρα, στην Πάχη να φας λιαστό χταπόδι στου Γεράσιμου ή να πιείς το καφεδάκι σου στο ολοκαίνουργιο πολυτελές ξενοδοχείο «Λούση» στη Χαλκίδα, η οποία με τον «καινούργιο δρόμο» έγινε προάστιο της Αθήνας. Έλεγες πως «πετάχτηκες ως τη Χαλκίδα και γύρισες» και σε θεωρούσαν τερατολόγο, διότι χρειαζόταν άλλοτε να περάσεις βουνά και άγρια ρουμάνια, με αφάνταστη ταλαιπωρία, σε μια διαδρομή διαρκείας δύο ωρών για να φτάσεις.



Άλλο κομμάτι που ανέβασε ποιοτικά τη ζωή μας, ήσαν τα «ταξίδια στο εξωτερικό», που γίνονταν -λόγω αυτοκινήτου- πιο οικονομικά και πιο εύκολα. Το φέρι μποτ «Εγνατία», που εγκαινίασε δρομολόγια διαρκείας ολίγων μόνο ωρών ανάμεσα στην Ηγουμενίτσα και το Μπρίντεζι, με φθηνό εισιτήριο, άνοιξε τις πύλες της Ευρώπης και ο «έλληνας τουρίστας» γνώρισε ιδίοις όμμασι μέρη που ως τότε είχε μόνο ακουστά. Με το γιωταχί του και με την ένδειξη GR, δηλαδή Greece, πλάι στην πινακίδα, τριγύρισε την καρδιά της Ευρώπης, απ' όπου έστελνε σε φίλους και συγγενείς καρτ ποστάλ «Με αγάπη» από τα ωραία μέρη που επισκεπτόταν. Έριξε κέρμα στη Fontana di Trevi, για να ξαναρθεί στη Ρώμη, ήπιε «μπύρα ποτήρι» στις μπυραρίες του Μονάχου, σερβιρισμένη από ξανθές «κελνερίνες» κοπελάρες -να τις πιείς στο ποτήρι-, με μικρή ποδιά στη μέση και… μεγάλο ντεκολτέ στο στήθος, και επιστρέφοντας, είχε ατέλειωτες εντυπώσεις να διηγείται στην παρέα τα βράδια.

Ο μεγάλος δάσκαλος όμως, που δίδαξε το Know how της γλυκιάς ζωής στους Αθηναίους, ήταν ο Φεντερίκο Φελίνι, με την ομώνυμη ταινία του «Dolce Vita», όπου με ντεκόρ την πολυσύχναστη Via Vittorio Veneto, τη γεμάτη φώτα και λαμπρότητα, όπου συνωστίζονταν τη νύχτα στα καφέ με τα κομψά τραπεζάκια και τις πολύχρωμες ομπρέλες κάθε καρυδιάς καρύδι, όπου εκτυλίσσονταν πρωτόγνωρες σκηνές για την Ελλάδα με τους… «Celebrities», ενώ αδίστακτοι «παπαράτσι» και δημοσιογράφοι κυνηγούσαν την «είδηση» και την «αποκλειστικότητα» χωρίς κανέναν φραγμό.

Καθώς η Αθήνα προόδευε, έγιναν σύντονες προσπάθειες να αναβιώσει μια ανάλογη Βιτόριο Βένετο made in Greece, πολύ πιο αθώα και χωρίς πολλές… ξεδιαντροπιές. Πολλά πολυσύχναστα σημεία της Αθήνας, με νυκτερινή ζωή, κοινώς με ξενυχτάδικα, όπου κυριαρχούσε αφόρητο βαρετό κουβεντολόι, διεκδίκησαν την τιμή να ανταγωνισθούν τη Βένετο, τη Ρώμη και τον… Φελίνι. Ο κλήρος έπεσε τελικά στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου με πυρήνα τα διάσημα στέκια «Σελέκτ» και «Φλόκα» γινόταν, ειδικά τα καλοκαιρινά βράδια, πανδαιμόνιο. Απ’ όλα είχε ο μπαξές, που λένε. Και διανοούμενους και στάρλετ και κομπάρσους και δημοσιογράφους και εμπόρους που θα χρηματοδοτούσανε ταινίες και ταλαντούχους σκηνοθέτες που θα έκλειναν τον Φίνο και ένα μάτσο «χορευτές» με τους μουστακαλήδες θαυμαστές τους. Και ανάμεσά τους γέμιζε ασφυκτικά την περιοχή το ανώνυμο πλήθος, που έκανε χάζι και είχε την ψευδαίσθηση πως συμμετείχε στην «Ντόλτσε Βίτα». 



Δεν έκλειναν μάτι από τον θόρυβο και τις εξατμίσεις οι περίοικοι των πανάκριβων διαμερισμάτων της τότε «αριστοκρατικής Κυψέλης». Σπορτίβικα αμάξια με ένα τεράστιο νούμερο στην πόρτα, ένδειξη πως μετέχει τάχα σε ράλι, μαρσάρανε τις μηχανές τους και μοστραρίζονταν στον κόσμο. Αυτοκίνητα με αγωνιστική αξιοπρέπεια ήταν τα Saab, τα Μίνι, εφόσον ήταν Cooper, και η Volvo 544 με την καμπούρα, που λες πως έπασχε από ραχίτιδα. Όλα τα άλλα ήσαν απλώς… αυτοκίνητα.

Αργά τη νύχτα, καταφθάνανε θορυβωδώς, για να «χτυπήσουν καμιά γκόμενα», οι «γιαλαντζί ραλιτζήδες», που ο Νίκος Μαστοράκης αποκαλούσε «ασπρολαστιχάδες», διότι υποδύονταν τους αγωνιστές με άσπρα λάστιχα στα αυτοκίνητα. Σμόκιν με τσαρούχια, να πούμε.

Και μια και ο λόγος περί αμφιέσεως, καθώς η υψηλή κοινωνία έσκαγε κατακαλόκαιρο από την «ευπρεπή αμφίεση», ο βασιλεύς Παύλος, αναζητώντας λίγη δροσιά, επινόησε και λανσάρισε το «ιματίδιον», ένα πετσοκομμένο σακάκι δηλαδή, που έμοιαζε με… γιλέκο. Φυσικά, λόγω πρωτοκόλλου, σε κάθε επίσημη τελετή, όλοι φορούσαν υποχρεωτικά το αντιπαθές ιματίδιο, που η «Εστία» το βάφτισε «Εμετίδιο…».  

"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου