Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Περί αλητείας και άλλων δαιμονίων





ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΗΤΗ, ΣΤΟΝ HOBO, ΣΤΟΝ FLANEUR
Περί αλητείας και άλλων δαιμονίων
ΑΛΗΤΗΣ: «Όστις, στερούμενος των μέσων συντήρησης εκ φυγοπονίας ή ένεκα ροπής προς άτακτον βίον, περιπλανάται εις την χώραν χωρίς να έχει μόνιμον κατάλυμα, τιμωρείται διό φυλακίσεως μέχρι τριών μηνών» Ελληνικός Ποινικός Κώδικας, άρθρο 408 «Περί Αλητείας και επαιτείας» (καταργήθηκε με άρθρο νόμου του 1994)
ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΟΓΕΝΗ ΤΟΝ ΚΥΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΩΣ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑ ΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ, ΚΑΙ ΑΠΌ ΤΙΣ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΕΣ ΓΚΡΑΒΟΥΡΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΗΤΕΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΩΣ ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΝΟΜΑΔΕΣ, Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ-ΑΛΗΤΗ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΕΠΟΧΕΣ, ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ: ΩΣ FLANEUR - ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΤΟΥ ΜΠΟΝΤΛΕΡ, ΩΣ ΗΟΒΟ - ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ ΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΤΟΥ ΚΡΑΧ, ΩΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, ΩΣ BEATNIK ΣΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΠΑΡΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ. ΚΑΙ ΙΣΩΣ, ΩΣ ΑΦΡΑΓΚΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ.

ΚΕΙΜΕΝΟ | ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΠΟΛΙΤΗ (politi@enet.gr)

Ήταν βράδυ στο γραφείο όταν έλαβα την ηλεκτρονική πρόσκληση για μια βραδιά «Περί αλητείας» σε μπαρ του ιστορικού κέντρου. Δύο αξιόλογοι επιστήμονες θα παρουσίαζαν το ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Κακουλίδη, μιλώντας για την αλητεία - αυτή για την οποία τραγουδάνε τα ρεμπέτικα και η ροκ, γράφουν ποιήματα οι καταραμένοι ποιητές, γυρίζουν ταινίες δρόμου οι σκηνοθέτες.
Στο μπαρ δεν πήγα ποτέ, αλλά η περί αλητείας πρόσκληση δεν έφευγε από το μυαλό μου. Έψαξα, περιπλανήθηκα, αλήτεψα, ξαναδιάβασα την «Ιστορία της αλητείας» του Λεωνίδα Χρηστάκη, μίλησα με το συγγραφέα Γιώργο Κακουλίδη, αλλά και με τον Νικόλαο Χρηστάκη, γιο του Λεωνίδα, πάντα με την ίδια απορία στο νου: τι μορφή έχει η αλητεία σήμερα, στο χτυπημένο από την κρίση αστικό κέντρο; Πόσο γοητεύει η αλητεία, όταν η ανεργία και η ανέχεια απειλεί να μας κάνει αλήτες και πλάνητες με το ζόρι; Ευτυχώς, οι συνομιλητές μου ήταν πιο αισιόδοξοι από μένα! Τώρα είναι ο καιρός για εμπνευσμένη αλητεία, απαντά ο Γιώργος Κακουλίδης. «Αφού έτσι κι αλλιώς θα μας κάνουν τη ζωή κεραμιδαριό, τι έχουμε να χάσουμε;»

 Άνω ο Ρεμπό, ένας από τους «καταραμένους» ποιητές, που έζησε και έγραψε ως πλάνης. Κάτω, ο Μπάστερ Κίτον σε στιγμιότυπο μιας από τις ταινίες του όπου υποδύεται έναν hobo - έναν από τους περιπλανώμε­νους εργάτες γης στις ΗΠΑ του '29
 Αλήθεια, υπάρχουν ακόμα οι ωραίοι, λογοτεχνικοί αλήτες, σαν κι αυτούς που περιγράφετε στο βιβλίο σας; ρωτάω, με την καχυποψία του πεσιμιστή. «Φυσικά και υπάρχουν. Πρόσφατα (σ.σ.: το πρόσφατα για έναν ποιητή είναι το πριν από μια 5ετία) χάσαμε τον καλύτερο από αυτούς, τον ποιητή Ηλία Λάγιο.
»Με τον Ηλία μας ένωνε ο δεσμός της αλητείας, είναι κάτι διαφορετικό από το δεσμό της φιλίας. Αλητεύαμε, περιπλανιόμασταν μαζί στους δρόμους της Αθήνας, κάθε μέρα που ξεκίναγε δεν ξέραμε πώς θα τελειώσει».
Χωρίς να θεωρητικολογεί, ο Γιώργος Κακουλίδης δίνει έναν βιωματικό ορισμό της αλητείας, πολύ κοντά στην καταστασιακή περιπλάνηση (derive) και την ψυχο-γεωγραφία των πόλεων. Τα ονόματα των δρόμων και η αρίθμηση τους, που παραπέμπουν σε σημεία συνάντησης με άλλους συντρόφους στην αλητεία, οι συνοικίες, οι χρονολογίες, η διαρκής αναφορά ονομάτων, ποιητών, καλλιτεχνών, εκκεντρικών, συνιστούν μια χειμαρρώδη αφήγηση, που από μόνη της είναι μια περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο της Αθήνας. Η Καισαριανή, η Σκουφά, η Καλλιδρομίου, το Κουκάκι, η Κυψέλη μπλέκονται στο λόγο του συγγραφέα, μαζί με τα ονόματα των «δασκάλων» και φίλων του, των «δικών του νεκρών» που τον σημάδεψαν και τον σημαδεύουν ακόμα, και τους κουβαλάει σαν να μην έχουν φύγει ποτέ: ο «δάσκαλος» Νίκος Καρούζος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Κωστής Μοσκώφ, με εξέχουσα μορφή το φάσμα του πατέρα του, ζωγράφου Δημήτρη Κακουλίδη.
«Παραμυθιάζομαι με τη ζωή» μου λέει ο Γ. Κακουλίδης, που αλήτεψε από μικρός στη ζωή του, αφού μπάρκαρε μόλις δεκάξι χρονών στα καράβια, γυρίζοντας όλο τον κόσμο για πέντε χρόνια. «Θα σου ταίριαζε να γίνεις ναυτικός» με συμβουλεύει. «Πρέπει να δεις τον ήλιο να ανατέλλει στον Παναμά από την πλώρη του καταστρώματος, αλλά όχι ως τουρίστας».
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ
 Ενδιαφέρουσα ακούγεται η αλητεία στα λόγια. Τι γίνεται, όμως, στην πράξη; Και πώς βλέπει την αλητεία το ψύχραιμο βλέμμα ενός ακαδημαϊκού ερευνητή;
«Αλητεία δεν θα πει "αντικοινωνικότητα". Ο αλήτης είναι το κοινωνικά ουδέτερο άτομο - εκείνο του οποίου η κοινωνική φόρτιση είναι ίση με το μηδέν». Η απάντηση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όταν έρχεται από τον Νικόλα Χρηστάκη, καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας στο τμήμα Μ Μ Ε του Πανεπιστημίου Αθηνών και γιο του συγγραφέα και εκδότη Λεωνίδα Χρηστάκη. Για όσους ξέρουν έστω και λίγο την ιστορία των ανεξάρτητων εκδόσεων, το όνομα είναι ταυτόσημο με αυτές - από τον πρωτοποριακό «Κούρο» και το «Pandemia» ώς το «Ιδεοδρόμιο», το πιο μακρόβιο αντεργκράουντ περιοδικό της Μεταπολίτευσης.
Ασυμβίβαστη και απροσκύνητη μορφή, ο Λ. Χρηστάκης έζησε όπως έγραφε και έγραφε όπως ζούσε. Έχοντας αφήσει πίσω του ένα ογκώδες έργο (βιβλία, περιοδικά, μπροσούρες, θησαυρό για τον ερευνητή της σύγχρονης κουλτούρας), ήταν ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς διανοούμενους αλήτες.
Από τα γνωστότερα έργα του «Η ιστορία της Αλητείας» πρωτοεκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1990 και έκτοτε δεν έπαψε να επανεκδίδεται, είναι μια πινακοθήκη «Ελλήνων που αλήτεψαν» από τον Διογένη τον Κυνικό ως τον Νικόλα Ασιμο και από τον Επίκτητο ώς τους Ελληνες «καταραμένους» Δημοσθένη Βουτυρά, Θέμο Κορνάρο, Γιώργη Ζάρκο κ.ά.
Ο Νικόλας Χρηστάκης, που υπογράφει τον πρόλογο στο βιβλίο του πατέρα του, ομολογεί ότι ο ίδιος δεν έχει ιδιαίτερους δεσμούς με την αλητεία: «Η λέξη "αλητεία" στο βιβλίο του Χρηστάκη είναι μάλλον καταχρηστική» μας λέει. «Οι τύποι αλητών που περιγράφει είναι πολύ κοντά σ' αυτό που ήταν ο ίδιος. Δεν ήθελε να εντάσσεται κοινωνικά, οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο, να μη δεσμεύεται από κανένα συμβόλαιο, φόρους, ενοίκια, γι΄ αυτό και άλλαζε συνέχεια σπίτια. Ο Χρηστάκης δεν ήταν κλοσάρ κυριολεκτικά, αλλά ήταν κλοσάρ κοινωνικά. Ήταν τελείως αυτόνομος στο πώς ζούσε, πώς εξέδιδε τα βιβλία του, πώς οργάνωνε στοιχειωδώς την έκφραση του. Όλες οι ιδέες που του έρχονται για τους αλήτες, για πρόσωπα που γνώρισε ή διάβασε, εκτίθενται συνειρμικά, χωρίς επεξεργασία, χωρίς να συστηματοποιεί τα κριτήρια επιστημονικά».
Ο επιστήμονας γιος έχει διαφορετικό τρόπο σκέψης από τον αλήτη-διανούμενο πατέρα. Ο ένας ταξινομεί και αναλύει σύμφωνα με επιστημονικά κριτήρια, ο άλλος γράφει σαν σε ένα παραλήρημα, συλλαμβάνοντας όμως την ουσία των πραγμάτων: «Στην επιστημονική έρευνα λέμε ότι έχουμε ένα φαινόμενο, την αλητεία, και αναζητάμε το τι το χαρακτηρίζει... Π.χ. η έλλειψη στέγης, εργασίας, η περιπλάνηση κ.λπ. Τον Χρηστάκη δεν τον ενδιέφερε να πληρούνται τα κριτήρια αυτά, προσπαθούσε να συλλάβει το βίωμα της αλητείας με εμπειρικό, εσωτερικό τρόπο».
Οι αλήτες, όμως, που φτάνουν ως εμάς είναι άνθρωποι που έγραψαν στον καμβά της κοινωνίας ακόμα και όταν κινήθηκαν έξω από αυτήν: «Ο αλήτης για να μας απασχολήσει σημαίνει ότι έχει παραγάγει κάποιες ιδέες, κάποιο έργο ή κάποια κοινωνική προσωπικότητα. Στο δρόμο μπορεί να συναντήσεις έναν ενδιαφέροντα τύπο, έναν αλήτη, να τον προσπεράσεις και να μην ξέρεις ποιος είναι. Ο Χρηστάκης ασχολείται με τύπους που είχαν  γράψει ποιήματα, συνθέσεις, τραγούδια. Ζούσαν σ' αυτό το περίεργο μείγμα απόρριψης του συστήματος, που δεν έχει συστηματοποιηθεί ιδεολογικά, ώστε να μπουν κάτω από μια στέγη κομματική ή μιας οργάνωσης. Ήθελαν όμως να εκφραστούν, ήθελαν να έρθουν σε επαφή με τους άλλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το έργο "Αναζητώντας Κροκανθρώπους" του Νικόλα Άσιμου».
Ανθρώπους σαν τον Άσιμο δεν θα τους έλεγες «ουδέτερους»... τείνω να διαφωνήσω με τον καθηγητή. «Όχι, οι στίχοι του δεν ήταν ουδέτεροι. Άλλο, όμως, τι λες με τους στίχους και άλλο το πόσο μακριά πας στη συστηματοποίηση αυτής της έκφρασης. Εννοείται πως τους αλήτες-καλλιτέχνες δεν τους ενδιαφέρει να βγάλουν χρήματα ούτε και να τύχουν ευρύτερης αναγνώρισης. Η έκφραση τους είναι μάλλον μια κραυγή, παρά η συγκρότηση ενός χώρου επικοινωνίας με τους άλλους. Δεν έχει σημασία αν τραγουδάω ότι το σύστημα είναι σάπιο, "κάτω ο καπιταλισμός", ή αν λέω κάτι τελείως ψυχεδελικό και σουρεάλ . Σημασία έχει αν θέλω να ανοίξω ένα μόνιμο σύστημα επικοινωνίας, υιοθετώντας την ταυτότητα του διαφωτιστή και αποδίδοντας στον άλλο την ταυτότητα του κοινού-καταναλωτή. Η ουσία της αλητείας είναι ότι η δράση μου δεν συνεπάγεται να μείνω, να οργανώσω, να συνεχίσω».
Μπορούμε να μιλάμε για την αλητεία ως επιλογή, σε μια εποχή οικονομικής κρίσης σαν τη σημερινή; «Η βασική ιδέα για την αλητεία σήμερα δεν είναι η αντικειμενικότητα. Αυτοί που θα γίνουν αλήτες για λόγους συγκυριακούς, θα το εκλάβουν ως κοινωνική απόρριψη, θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν πέρα, χωρίς να αλλάξει η ιδεολογία τους. Όσοι αλλάξουν ιδεολογία θα κατευθυνθούν σε αντικειμενικούς δρόμους, θα νιώσουν θυμό, οργή, πικρία, συναισθήματα που δεν αναγνωρίζω στον αλήτη. Ο αλήτης είναι αυτός του οποίου το ιδεολογικό φορτίο είναι μηδέν. Είναι αφόρτιστος. Δεν είναι υπέρ, δεν είναι κατά, δεν αντιτίθεται σε κάτι. Το ότι είναι εκτός συστήματος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι ενάντια στο σύστημα. Δεν συμμετέχει, αλλά δεν δομεί τη μη συμμετοχή του. Το φαινόμενο της αλητείας γίνεται αντιληπτό από εμάς σαν κάτι το ωραίο, το ζηλεύουμε, γιατί δεν φέρει καμία βαρύτητα, είναι ελεύθερο. Συνήθως όμως αυτός που αλητεύει έχει και μία καβάντζα. Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τα ζευγάρια φίλων, που ο ένας είναι ασυμβίβαστος και ο άλλος συμβιβασμένος».
  Η Κέιτ Μος φωτογραφίζεται για ένα εντιτόριαλ μόδας με ύφος αλήτικο

 Ο Γιώργης Χριστοδούλου είναι ένας νέος τραγουδοποιός που εμπνέεται από τον Flaneur, εκείνον που περιδιαβαίνει άσκοπα στους δρόμους των μεγαλουπόλεων. Σε ένα δίσκο του με τίτλο «Flaneur» τραγουδά στα γαλλικά και στα ισπανικά για την περιπλάνηση, εμπνευσμένος από τα ταξίδια του στην Ευρώπη. «Έχω εμπνευστεί από τον Μποντλέρ και τον Μπένγιαμιν» μου λέει. «Ζούσα για πολύ καιρό σε έναν κακόφημο δρόμο της Βαρκελώνης όπου έζησαν ο Χέμινγουεϊ, ο Ζενέ. Στο δίσκο έχω βάλει ήχους από τους δρόμους και τα στενά της συνοικίας αυτής».
Ωραία και ρομαντικά ακούγονται όλα αυτά, αλλά η Αθήνα του μνημονίου προσφέρεται για εκλεπτυσμένους flaneurs; τον ρωτάω: «Είναι μια καλή ευκαιρία να κατακτήσει ο κόσμος τους δρόμους. Ανήκω σε μια γενιά που πρωτοξεπήδησαν τα mall. Μετά όμως πηγαίναμε και μια βόλτα στου Φιλοπάππου, στην Πλάκα. Τώρα τα μικρά παιδιά περνούν όλη την ημέρα στα mall. Έχεις παρατηρήσει ότι μέσα στα mall δεν υπάρχει ούτε ένα παγκάκι; Είναι μια καλή ευκαιρία να γίνει ακριβώς το αντίθετο. Να βγαίνει ο κόσμος στους δρόμους, να αρχίσει και να περπατάει, και να κατακτάει την πόλη». Και ποια σημεία προτείνει για περιπλάνηση; «Τα Άνω Πετράλωα, τα Προσφυγικά της Καισαριανής, το λόφο του Φιλοπάππου, τα Αναφιώτικα... η Αθήνα έχει πολλά όμορφα μέρη. θέλει, όμως, ψάξιμο».
"Ε"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου