Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Νίκου Αμμανίτη : Εμείς οι άθλιοι...


Όσοι είχαν την τεράστια εύνοια της τύχης «να ζήσουν» εκείνο το θεϊκό και ανεπανάληπτο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, τότε που η Ελλάδα ανέβηκε στα ουράνια, τότε που οι ελεύθεροι άνθρωποι όλης της γης, με κομμένη την ανάσα, την έβλεπαν να ορθώνει το καχεκτικό της ανάστημα στο «σαρκοβόρο θηρίο» και να γονατίζει μπροστά της το θηρίο σφαδάζοντας, νιώθουνε σήμερα ανείπωτη ντροπή και θλίψη, καθώς αισθάνονται να κατρακυλάει το έθνος στου «κακού τη σκάλα» και να γινόμαστε λαός δακτυλοδεικτούμενος, φορτωμένος με τη ρετσινιά κάθε παλιανθρωπιάς.

Εμείς οι άθλιοι...

Ένας λαός που «βρωμά και ζέχνει», φορτωμένος ανομήματα, όπως γράφουν και λένε για τους Έλληνες τα εγκυρότερα ΜΜΕ και των πέντε ηπείρων. Αυτά που μας κουνάνε το δάκτυλο και μας πετούνε κατάμουτρα πως δεν έπρεπε να υπάρχουμε επί της γης ή έστω ότι πρέπει να τιμωρούμεθα αενάως, διότι με τα φερσίματα μας μπορεί να διαφθείρουμε τους άλλους λαούς, τους ηθικούς και έντιμους, που αγνοούνε τι θα πει «λαμογιά» και που από κάθε τους συμπεριφορά -πολιτική, οικονομική, και κοινωνική- αναβλύζει… ροδόστομο. Φυσικά, λάθη κάναμε μπόλικα. Εγκλήματα, όμως, δεν κάναμε. Ούτε ένα. Σε αυτά διαπρέπουν οι κατήγοροί μας! Με το παρόν σημείωμα δεν πρόκειται να αποδείξουμε ποιοι είμαστε, ούτε «να αναμασήσουμε» τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Δεν πρόκειται να επαναλάβουμε τους ηρωισμούς του Στρατού μας στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, όταν προχωρούσε ακάθεκτος και μέσα σε είκοσι μόλις μέρες έμπαινε νικητής στην Κορυτσά χαρίζοντας την πρώτη νίκη στον «ελεύθερο κόσμο», που έτρεμε μπροστά στον Άξονα.

Δεν θα γράψουμε ούτε πώς μια χούφτα πολεμιστές, στη γραμμή προκαλύψεως, διαλύσανε τους αλπινιστές της περίφημης μεραρχίας «Τζούλια», ούτε πώς το βάλανε στο φευγιό οι «Κένταυροι» του Μουσολίνι. Θα αγνοήσουμε επίσης τις Ηπειρώτισσες που ζαλώθηκαν στην πλάτη ασήκωτα κιβώτια με πυρομαχικά και «πετώντας» πάνω από κακοτράχαλα και απάτητα μονοπάτια, τα κουβάλησαν στο πεδίο της μάχης για να κεράσουν θανατικό τον ιταλό μουσαφίρη. Θα κλείσουμε επίσης τα αυτιά μας σε όποια κακοήθεια λέγεται και γράφεται από τους «τερμίτες», που εργολαβικά υποσκάπτουν και μειώνουν καθετί ελληνικό, αλλά, αγύριστα κεφάλια εμείς, θα επιμένουμε πως η Ελλάδα δεν αντιμετώπισε τους ολιγάριθμους ιταλούς «φασίστες», αλλά ότι πολέμησε και νίκησε ένα βασίλειο, μια αυτοκρατορία 45 εκατομμυρίων ψυχών και ότι δεν ήταν μια ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά πως ήταν «ο δικός μας μεγάλος πατριωτικός μας πόλεμος», μεγαλύτερος απ' όσο αποκάλεσαν οι Σοβιετικοί τον δικό τους με τον πρώην συνεταίρο τους.

Θα κακίσουμε, επιπλέον, εκείνον τον έλληνα πρωθυπουργό που υποβάθμισε την εθνική εορτή του «ΟΧΙ» και τη μετέφερε στη Θεσσαλονίκη «στη ζούλα», για να περνά απαρατήρητη. Ενώ στην Αθήνα θα παρίσταντο στις τελετές ντροπιασμένοι οι πρεσβευτές τόσο των εχθρών που νικήσαμε όσο και των ριψάσπιδων σημερινών μας «φίλων».

Η μεταφορά όμως ήταν και εκ του πονηρού και αποτελούσε ηθελημένη πράξη του ενδοτικού εκείνου πρωθυπουργού. Διότι εάν πράγματι ήθελε να μην είναι μια «αθηνοκεντρική» επέτειος, όπως ισχυρίστηκε, θα τη μετέφερε, «τιμής ένεκεν», εκεί που γράφτηκε η εποποιία: Στην Ήπειρο, στα Γιάννινα, στο Καλπάκι… Ας είναι. Η στήλη, τιμώντας εκείνη την ημέρα, θα αρκεστεί να περιγράψει μερικά στιγμιότυπα, που τα θυμάται όπως τα έζησε στην πρωτεύουσα: -Οι εφημερίδες, πρωινές και απογευματινές, σε απανωτές εκδόσεις δημοσίευαν το πρώτο λακωνικό πολεμικό ανακοινωθέν του Στρατηγείου: «Ο Στρατός μας αμύνεται του πατρίου εδάφους…» και ταυτόχρονα ενημέρωναν τους στρατεύσιμους για τις κλάσεις που «καλούνταν υπό τα όπλα» και τα κέντρα επιστρατεύσεως όπου όφειλαν να παρουσιαστούν. Και οι έφεδροι, αποχαιρετώντας βιαστικά τους δικούς τους, έτρεχαν να καταταγούν νωρίτερα από τον χρόνο που όριζε η διαταγή. Φάλαγγες με οπλίτες, πραγματικά «με το χαμόγελο στα χείλη», ξεκινούσαν για το μέτωπο, ενώ απλοί πολίτες από τον άμαχο πληθυσμό συγκρότησαν αυθόρμητα τεράστιες διαδηλώσεις με μικροεπιθέσεις στις ιταλικές Casa d' Italia στην Πατησίων, στην εταιρεία Ala Littoria στην οδό Σταδίου, αλλά και σε άλλες.

Κανένας δεν πήγε στη δουλειά του εκείνο το πρωί, λες και ήταν αργία. Όλοι συνωστίζονταν στα χαρτοπωλεία και στα ψιλικατζίδικα και αγόραζαν κόλλες μπλε για τη συσκότιση και κολλούσανε ταινίες στα τζάμια των παραθύρων, ώστε αν έσπαγαν σε κάποιον βομβαρδισμό, να μην τραυματίζονταν από τα θρύψαλα που θα πετάγονταν. Εφοδιάζονταν επίσης με «φακούς τσέπης», για να βλέπουν περπατώντας τη νύχτα στους σκοτεινούς δρόμους, ενώ οι πιο προνοητικοί έτρεξαν στα «εδώδιμα και αποικιακά» -τα μπακάλικα της εποχής- και αγόραζαν «γαλέτες» για να σχηματίσουν αποθέματα τροφίμων. Κανένα χάος και καμιά αρρυθμία δεν σημειώθηκε στη ζωή της πόλεως. Οι «αστυνομικές διατάξεις» διαδέχονταν η μία την άλλη, καθορίζοντας τις υποχρεώσεις του πληθυσμού στα μετόπισθεν. Μεταξύ άλλων, σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο ορίστηκε ένας από τους κατοίκους ως «υπεύθυνος παθητικής αεραμύνης», με καθήκον την επιβολή της πιστής εφαρμογής των διατάξεων σε περίπτωση εχθρικής αεροπορικής επιδρομής.

Όπως, π.χ., η υποχρεωτική μετάβαση των πολιτών στα καταφύγια. Αλλά, όταν κατά τις 11 εκείνο το πρωινό οι σειρήνες «ούρλιαξαν» και πάλι, σημαίνοντας πραγματική αεροπορική επιδρομή, ο κόσμος, αντί να τρέξει πανικόβλητος να κρυφτεί στα καταφύγια για να σώσει το «σαρκίο» του, παρέμεινε καταμεσής του δρόμου και με ορθάνοιχτες τις παλάμες φασκέλωνε τα ιταλικά αεροπλάνα που πετούσαν πάνω από τα κεφάλια του. Καθήκον του επίσης ήταν και η έγκαιρη ειδοποίηση των αρμοδίων σε περίπτωση πυρκαγιάς ή άλλων καταστροφών, ενώ παράλληλα όφειλε να επιβλέπει την απόλυτη συσκότιση κατά τις νυκτερινές ώρες. 

Και έτσι η ζωή μας άρχισε να προσαρμόζεται στην καινούρια περπατησιά…
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου