Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Ηλία Μαγκλίνη : Το μυστήριο της ανδρείας

Το βρετανικό ιππικό στη μάχη του Βατερλόώ ήξερε πολύ καλά - και φοβόταν - την δύναμη του Ναπολέοντα. Κάτι που καθιστά το πάθος με το οποίο ρίχτηκε στη μάχη ένδειξη ακόμη μεγαλύτερης γενναιότητας




Το μυστήριο της ανδρείας
Η γενναιότητα η τόλμη, το θάρρος, μια αρετή σε πολύ μεγάλο βαθμό «ανδρική», διχάζει ακόμη τους ιστορικούς και τους επιστήμονες. Είναι θέμα στιγμής, ψυχολογίας, γονιδίων; Αυτό που σίγουρα δεν αμφισβητείται είναι ότι πάει μαζί με το φόβο. Αλλιώς, μιλάμε απλώς για τρέλα...
Από τον Ηλία Μαγκλίνη
Οι γενναίοι
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Μισέλ Νεΐ, δούκας του Ελχινγκεν, πρίγκιπας του Μόσκοβα και στρατάρχης του Ναπολέοντα, πριν από μια κρίσιμη μάχη κατά των Ρώσων (την οποία κέρδισε, υποχρεώνοντας τον Βοναπάρτη να τον χαρακτηρίσει «Γενναίο των γενναίων» - Le Brave des braves), κοντοστάθηκε έφιππος μπροστά στο πεδίο της μάχης και μονολόγησε: «Τρέμε σαρκίον, τρέμε, γιατί, αν ήξερες που σε οδηγώ, θα έτρεμες ακόμα περισσότερο».
Συμβαίνει λοιπόν και στους «γενναίους των γενναίων». Ισόβιος σύντροφος του ανθρώπου, ο φόβος φέρνει τρέμουλο, το αίμα «παγώνει», σε λούζει κρύος ιδρώτας, το στόμα σου στεγνώνει, σου «κόβονται» τα γόνατα. Απ' όλες αυτές τις σωματικές αντιδράσεις απέναντι στο φόβο, όμως, η κυρίαρχη μας είναι γνωστή ως παλιά λαϊκή έκφραση: «Τα έκανε πάνω του». Στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Οι γυμνοί και οι νεκροί», ο Νόρμαν Μέιλερ αφηγείται πώς ένας στρατιώτης, κατά τα πρώτα λεπτά της απόβασης στο κατεχόμενο από τους Ιάπωνες τροπικό νησί, νιώθει να ρέει κάτι υγρό και ζεστό χαμηλά πίσω του και ανάμεσα στα πόδια του, γι' αυτό και φοβάται ότι έχει χτυπηθεί. Πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι απλώς έχασε παντελώς τον έλεγχο των μυών του σφιγκτήρα του. Μια και μιλήσαμε για Ιάπωνες, όμως, οι πρακτικοί αυτοί Ασιάτες είχαν από νωρίς εντοπίσει το φόβο στην κοιλιακή χώρα. Ως εκ τούτου, με το σεπούκου (γνωστό στη Δύση ως χάρακίρι), το εκούσιο αυτοξεκοίλιασμα αποκαθιστούσε τη χαμένη του αξιοπρέπεια ένας ντροπιασμένος πολεμιστής.

Ο Μισέλ Νεί, ο στρατάρχης του Ναπολέοντα που δεν δίσταζε να παραδεχθεί το τρέμουλο που επέφερε ο φόβος στο σώμα του πριν από κάθε αναμέτρηση με τον εχθρό - για να ριχτεί μετά, μαζί με τον στρατό του με λύσσα στο πεδίο της μάχης.


«Φοράει παντελόνια»
«Καταδότης της δειλίας», λοιπόν, τα έντερα - εξ ου και ένας γενναίος άντρας μπορεί να είναι «χαλκέντερος» ή, αντίθετα, ένας δειλός «δεν έχει τα έντερα». Έτσι δεν λέμε προκειμένου να υπενθυμίσουμε σε κάποιον (συνηθέστερα όμως στον εαυτό μας) ότι δεν διαθέτει την εσωτερική δύναμη να προχωρήσει σε μια πράξη υπέρβασης του εαυτού του, από την πιο γελοία ως την πιο ριψοκίνδυνη; Διότι το θάρρος είναι μυστήριο: μπορεί κάποιος να έχει πέσει με αλεξίπτωτο πίσω από τις γραμμές του εχθρού ή να μην έχει λυγίσει κάτω από βασανιστήρια, αλλά να τρέμει τη γυναίκα του ή τη μητέρα του. Το θάρρος είναι μια ρευστή έννοια που παραδοσιακά αφορά πρωτίστως τον άντρα. Άλλη διόλου τυχαία έκφραση, όταν θέλουμε να πούμε ότι μια γυναίκα είναι θαρραλέα: «Φοράει παντελόνια», ενώ ο δειλός άντρας υποβιβάζεται σε «γυναικούλα» ή «κότα». Επίσης, το θάρρος μπορεί να πάρει πολλές μορφές: θάρρος απέναντι σε μια επιδημία, σε μια σοβαρή ασθένεια ή φυσική καταστροφή, θάρρος απέναντι στον άμεσο κίνδυνο, θάρρος απέναντι στο βέβαιο του θανάτου.
Ωστόσο, η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της μάλλον αινιγματικής, πολύπτυχης ανθρώπινης ιδιότητας είναι το θάρρος που μπορεί κανείς να επιδείξει απέναντι σε έναν άλλο άνθρωπο: στον εχθρό ή τον αντίπαλο, τον προϊστάμενο, το αφεντικό, τον τραμπούκο, τον γονιό, τη γυναίκα που ποθείς ή που δεν θέλεις να χάσεις. Είναι ο τρόπος με τον οποίο καθιστάς αδιαπραγμάτευτα τα όρια σου, το πώς διεκδικείς αυτό που θεωρείς ότι δικαιούσαι, πώς στέκεσαι με συνέπεια και αλήθεια απέναντι στον εαυτό σου: διότι, σε πολλές περιπτώσεις, ανομολόγητες οι περισσότερες, μπορεί έστω και την τελευταία στιγμή να λάκισες και να αισθάνεσαι ασφαλής, ανακουφισμένος· το αγκάθι της συνείδησης όμως έρχεται και σε κεντρίζει τις ώρες της μόνωσης: δεν στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων και το γνωρίζεις καλύτερα απ' οποιονδήποτε άλλο. Και ο πόνος, το τσούξιμο από αυτό το κέντρισμα γίνεται ακόμα πιο οδυνηρός όταν δεν στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων έχοντας απέναντι σου όχι μια αγέλη λύκων, αλλά έναν άνθρωπο - και όχι απαραίτητα τον εχθρό στο πεδίο της μάχης.
Πεδία μάχης μπορούν να δημιουργηθούν ανά πάσα στιγμή οπουδήποτε, από την πατρική εστία και τη συζυγική κλίνη ως το χώρο εργασίας και τη δημόσια υπηρεσία. Πάντα ήταν μια δύσκολη υπόθεση το πρόσωπο με πρόσωπο, να τον κοιτάς τον άλλο στα μάτια όταν τον χτυπάς λεκτικά ή σωματικά, ωστόσο στην εποχή της τρυφηλής ζωής και της τεχνολογικής βολής, στην εποχή των απολύσεων ή λύσεων συνεργασίας ή χωρισμών μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, με κινητό ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία στο Διαδίκτυο, το θάρρος έχει γίνει μια πολυτέλεια.

Ο Μέγας Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού τα έβαλε με έναν πολλαπλάσιο του δικού του στρατό.
 

Θάρρος και δειλία
Στη σειρά δοκιμίων του «Η μάγισσα τέχνη» (εκδ. Καστανιώτη), ο Μέιλερ σημειώνει ότι «από τις ανδρικές αρετές, η πιο εξουθενωτική είναι το θάρρος». Κάτι ήξερε (πέρα από το ότι ως συγγραφέας και δημόσιος άντρας «έριχνε κάθε τόσο γροθιά στο μαχαίρι», είχε πολεμήσει ως πεζός τυφεκιοφόρος στις Φιλιππίνες το 1944), γι' αυτό και διέκρινε σε δύο ειδών τους θαρραλέους άντρες: «τους θαρραλέους εκ φύσεως και τους θαρραλέους εκ πεποιθήσεως». Με άλλα λόγια, κάποιοι το έχουν, κάποιοι προσπαθούν να το αποκτήσουν.
Μπορεί άραγε να δοθεί ένας ορισμός του θάρρους; Ο καθηγητής Ουίλιαμίαν Μίλερ, στη μελέτη του «Το μυστήριο του θάρρους» (The Mystery of Courage, Harvard University Press), διερευνά ακριβώς αυτό το ζήτημα και ως σημείο αφετηρίας του τοποθετεί τον αντίθετο πόλο: τη δειλία. Όπως όμως συμβαίνει και με το θάρρος, ο Μίλερ σημειώνει ότι «οι δειλοί εμφανίζονται σε τόσο πολλές παραλλαγές και με τόσο ποικίλα ηθικά αναστήματα, που είναι σχεδόν αδύνατον να υπάρχει μια έννοια που να τα περιέχει όλα... Ίσως ο απόλυτος ορισμός του δειλού να είναι αυτός που το βάζει στα πόδια πριν από τη μάχη, σε μια στιγμή που δεν υπήρχε κανένας λόγος να το βάλει στα πόδια».
Ο Μίλερ όμως θεωρεί ότι το δίπολο θάρρους και δειλίας είναι προβληματικό, πολλές φορές τα βλέπει να συμβαδίζουν, άλλες όχι. Υπάρχει και η άποψη ότι στην ουσία το θάρρος δεν έχει δική του ψυχολογία. Σύμφωνα με μια θεωρία, πρόκειται για καθαρά «ιδιωτική» κατάσταση την οποία χαρακτηρίζει η απουσία συγκεκριμένου κινήτρου. Ο δειλός ωθείται από ένα συγκεκριμένο κίνητρο, το φόβο. Ο θαρραλέος άνθρωπος απλώς παίρνει την απόφαση και προχωράει.

Οι Σπαρτιάτες δεν έμειναν στις Θερμοπύλες για να θυσιαστούν. Ήξεραν πως η αποστολή τους είχε τεράστιες πιθανότητες αποτυχίας και ότι ρίσκαραν τη ζωή τους, αλλά πίστευαν ότι μπορούν. Δεν ήταν τρελοί κι αυτό αποδείχτηκε από τον τρόπο που τελικά έχασαν.

Οι γενναίοι
Το παράδειγμα του Αριστόδημου
Αν υπήρχε μια αρχαία κοινωνία που κάτι ήξερε περί θάρρους, αυτή ήταν η σπαρτιάτικη. Παράδειγμα: Δυο Σπαρτιάτες οπλίτες απείχαν από την ιστορική μάχη των Θερμοπυλών. Γράφει ο Ηρόδοτος στην ωραία μετάφραση του Αγγέλου Σ. Βλάχου («Ιστορίαι», εκδ. Ωκεανίδα): «Ο Λεωνίδας τους είχε αφήσει να φύγουν από το στρατόπεδο και κείτονταν άρρωστοι από βαριά οφθαλμία στο χωριό Αλπηνοί... Όταν ο Εύρυτος πληροφορήθηκε πως είχαν κυκλωθεί από τους Πέρσες, ζήτησε τα όπλα του, τα φόρεσε, ρίχτηκε στη μάχη και σκοτώθηκε. Ο Αριστόδημος λιποψύχησε κι έφυγε». Ο Ηρόδοτος εκφράζει την άποψη ότι «αν μόνο ο Αριστόδημος ήταν άρρωστος και είχε επιστρέφει στη Σπάρτη ή αν είχαν επιστρέψει και οι δυο, τότε οι Σπαρτιάτες δεν θα οργίζονταν εναντίον του· τώρα όμως, καθώς ο ένας τους είχε σκοτωθεί και ο άλλος, ενώ βρισκόταν στην ίδια θέση, δεν θέλησε να πεθάνει, οι Λακεδαιμόνιοι οργίστηκαν πολύ με τον Αριστόδημο». Αποτέλεσμα; «Όταν ο Αριστόδημος γύρισε στη Λακεδαίμονα, ζούσε ντροπιασμένος και ατιμασμένος. Κανένας Σπαρτιάτης δεν του έδινε φωτιά ούτε του μιλούσε και τον φώναζαν περιφρονητικά 'Ό άνανδρος Αριστόδημος"». Το εκπληκτικό εδώ δεν είναι ότι ο Αριστόδημος απλώς δεν συγχωρείται ή δεν παραβλέπεται το παράπτωμα του, αλλά ότι κανένας δεν τον σκοτώνει ούτε στέλνεται σε εξορία. Οι Σπαρτιάτες προτιμούν το όνειδος της πόλης τους να κυκλοφορεί ανάμεσα τους. Σα να θέλουν να έχουν το παράδειγμα προς αποφυγήν συνεχώς μπροστά τους.
Φυσικά, ο Αριστόδημος βασανίζεται από τρομακτικές ενοχές και ο Ηρόδοτος αναφέρει για τη μετέπειτα μαχητών Πλαταιών: «Κατά τη δική μου γνώμη, απ' όλους γενναιότερος φάνηκε ο Αριστόδημος». Και προσθέτει: «Οι Σπαρτιάτες που ήσαν παρόντες στη μάχη αναγνώρισαν πως ο Αριστόδημος ήθελε φανερά να σκοτωθεί επειδή τον περιφρονούσαν, και ότι σαν λυσσασμένος προχώρησε πέρα από την παράταξη και έκανε σπουδαία ανδραγαθήματα». Δυστυχώς, για τον Αριστόδημο, δεν τιμήθηκε όπως οι άλλοι τρεις πιο γενναίοι Σπαρτιάτες της μάχης «επειδή επεδίωκε να σκοτωθεί για το λόγο που ανέφερα πριν». Συνεπώς, άλλη κουβέντα είναι το να ρισκάρεις τη ζωή σου και άλλη το να επιζητείς το θάνατο.


Οι καμικάζι δεν είναι γενναίοι
Στην αρχαία Σπάρτη, λοιπόν, ο Μοχάμεντ Ατα και η συντροφιά του που εκπαιδεύτηκαν σκληρά για να ρίξουν τα αεροπλάνα στους Δίδυμους Πύργους δεν θα θεωρούνταν γενναίοι. Όπως δεν θα θεωρούσαν γενναίους τους βομβιστές αυτοκτονίας ή τους Ιάπωνες καμικάζι του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το να κατανοείς την έννοια του φόβου είναι μια παράμετρος ζωτικής σημασίας για την οδό προς το βασίλειο των γενναίων. Ο Μίλερ γράφει ότι «αυτοί που πιθανόν δεν αισθάνονται φόβο ούτε τον κατανοούν είναι είτε πολύ ηλίθιοι είτε πολύ τρελοί για να ονομαστούν θαρραλέοι».
Κάποτε η απόδειξη του θάρρους ήταν τελετουργία ενηλικίωσης για τους νεαρούς άντρες. Ο Μίλερ σημειώνει ότι, όταν συζητάς περί θάρρους, αναπόφευκτα συζητάς περί ανδρισμού. Σε πολλές κουλτούρες, ό,τι ήταν η αγνότητα για τις γυναίκες (και αυτό όμως δεν προϋποθέτει ένα κάποιο θάρρος απέναντι στον πειρασμό;) ήταν το θάρρος για τους άντρες. Ηταν το διαπιστευτήριο του ανδρισμού, το διαβατήριο για τη χώρα των αληθινών αντρών, και πολύ συχνά η απόκτηση αυτού του νοητού διαβατηρίου σήμαινε έναν πολύ βίαιο και πρόωρο θάνατο. Προτού ο νεαρός αποδείξει ότι ήταν αληθινός άντρας, αποδείκνυε ότι ήταν ένας πολύ αληθινός νεκρός. Το παράσημο του ανδρισμού το έπαιρνε μετά θάνατον.
Η αποσωματοποίηση του θάρρους
Το θάρρος επικύρωνε τον άντρα, η δειλία τον ακύρωνε. Αυτές οι αντιλήψεις έχουν ξεφλουδιστεί σαν κρεμμύδια εδώ και δεκαετίες, κυρίως μετά τη δεκαετία του '60, μετά τη σεξουαλική επανάσταση, την έκρηξη του φεμινισμού, του φιλειρηνισμού και της αντίληψης ότι το φύλο δεν είναι ένα κλειστό βιολογικό σύστημα, αλλά μια κοινωνική σύμβαση που θα έπρεπε να αμφισβητηθεί. Η σύγχρονη πολιτική του φύλου, της σεξουαλικής, της εθνοτικής ταυτότητας κ.ο.κ. δεν βλέπει τη θέση αδυναμίας ως ένδειξη δειλίας. Ισα-ίσα, το να είσαι αποκλεισμένος από την ηγεμονική ιδεολογία απαιτεί γερές δόσεις θάρρους προκειμένου να αντέξεις, να αντισταθείς. Η σύγχρονη πολιτική της ταυτότητας, λοιπόν, συμμετέχει σε μια αρχαία μάχη ως προς το αν το θάρρος προκύπτει μέσα από την επιθετικότητα ή μέσα από την υπόσταση που έχει κανείς όταν βιώνει ακραίες συνθήκες και υφίσταται πίεση. «Grace under pressure», έλεγε ο Χέμινγουεϊ με αφορμή τον ταυρομάχο απέναντι στον μαινόμενο ταύρο.
Αλλά σήμερα το θάρρος έχει «αποσωματοποιηθεί». Πολλοί θεωρούν θαρραλέο οποιονδήποτε έχει μπει σε μια διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού του, συνειδητοποίησης ή αφύπνισης της συνείδησης. Για παράδειγμα, δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι όποιος ξεκινάει ψυχανάλυση πρέπει να είναι και λίγο θαρραλέος. Ενδεχομένως, κρίνοντας κατά περίσταση, να υπάρχουν ψήγματα γενναιότητας σε κάποιες από αυτές τις κατά βάση εσωτερικές διαδρομές, όμως και πάλι αυτό μάλλον θα κριθεί από το βαθμό του πραγματικού πόνου και των κινδύνων που έχει να αντιμετωπίσει. Είναι άλλο πράγμα να δουλεύεις σκληρά με τον εαυτό σου για να τον βελτιώσεις και άλλο το να επιδεικνύεις θάρρος μπροστά σε μια κρίσιμη κατάσταση, ένα δύσκολο δίλημμα, όταν πρέπει να πάρεις απόφαση ζωτικής σημασίας μέσα σε δευτερόλεπτα ή να πάρεις μια απόφαση που σου είναι δυσάρεστη, αλλά σηματοδοτεί μια συνέπεια απέναντι στον εαυτό σου - αυτό που είχε πει σε μια συνέντευξη ο Τζον Γουέιν: «Ένας άντρας πρέπει να κάνει αυτό που ένας άντρας πρέπει να κάνει».


Δεν υπάρχει πια Βαλχάλα
Σήμερα, πολύ συχνά το θάρρος ταυτίζεται με την αφέλεια ή την ανοησία. Δεν είναι μόνο η αναπόφευκτη αποκαθήλωση της έννοιας της πατρίδας ή του έθνους, η δυσκολία να πιστέψει κανείς σε μια μετά θάνατον ζωή, σε μια Βαλχάλα, που οι ήρωες και οι πεσόντες εν πολέμω απολαμβάνουν, αλλά και η παράλογη ενοχοποίηση και παρεξήγηση εννοιών όπως η ανδρεία και ο ανδρισμός. Κάτι που δεν θα απασχολούσε τον στρατιώτη την ώρα της μάχης. Διότι, πέρα από το πανίσχυρο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, συμβαίνει συχνά να είναι πιο σημαντική η διάσωση της αξιοπρέπειας σου, παρά της ζωής σου (ο φόβος της ντροπής και του αίσχους, κατά τον Πλούταρχο). Αν αυτό μας φαίνεται κουτό και ανόητο, ίσως να οφείλεται και στο ότι η πολεμική εμπειρία δεν μεταδίδεται. Όπως μου εξομολογήθηκε κάποτε ένας βετεράνος δύο πολέμων, «εκείνη τη στιγμή δεν είσαι ο εαυτός σου, είσαι έξω από τον εαυτό σου, είσαι κάτι άλλο. Μετά επανέρχεσαι σιγά-σιγά».
Ο ομηρικός ήρωας, ο Ιάπωνας σαμουράι, οι Γαλάτες και οι Σπαρτιάτες αποτελούν συναρπαστικές αφηγήσεις, αλλά πλέον αποτελούν κλειστά συστήματα που δεν έχουν θέση σε μια σύγχρονη σκέψη. Υπάρχει ένα στοιχείο όμως που είναι κοινό σε όλους και αυτό έχει να κάνει με εκείνο που θα ορίζαμε ως «μηχανισμό κατάφασης απώλειας »: για να κάνεις την υπέρβαση, θα πρέπει κάτι να χάσεις, και στη σημερινή εποχή, την εποχή όπου τα πάντα συζητιούνται και μετατρέπονται σε ανερμάτιστες θεωρητικολογίες, κανένας δεν πρόκειται να σε στηρίξει σε μια τέτοια απόφαση - θα σε θεωρήσει κουτό. Γι' αυτό και ένα από τα τιμήματα της γενναιότητας είναι η μοναξιά. Στις μυθολογίες πολλών πολιτισμών εξάλλου, ο άνθρωπος του θάρρους, ο ήρωας, στέκει ξέχωρα, η πορεία του είναι μοναχική. Φυσικά, όποιος είναι μοναχικός δεν σημαίνει ότι είναι και γενναίος (το αντίθετο μάλιστα: η επιλεκτική μόνωση είναι συχνότατα προϊόν διάφορων φοβιών), όμως ο θαρραλέος βιώνει ένα είδος υπαρξιακής μοναξιάς καθώς οι επιλογές και οι αποφάσεις που παίρνει είναι αυτές που κανένας άλλος δεν προτιμά. Είναι τυχαίο ότι συχνά-πυκνά οι πρωτοβουλίες για παράτολμα ταξίδια, ριψοκίνδυνες περιπλανήσεις και εξερευνήσεις  γίνονται από ανθρώπους οι οποίοι μέσα από μια κατ' εξοχήν μοναχική διαδρομή βάζουν μερικά πολύ δύσκολα στοιχήματα με τον εαυτό τους; Και βέβαια, καμία από αυτές τις διαδρομές δεν είναι χωρίς τα απρόοπτα και τα δυσάρεστα της. Όμως η υπέρβαση εγκυμονεί πάντα δυσάρεστες καταστάσεις, κόστος και τίμημα. «Όσο περισσότερο το νερό, τόσο ψηλότερα πάει η βάρκα». Αλλά αυτό απαιτεί έντερα._
GK

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου