Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Ηλία Μαγκλίνη : Η μυρωδιά του χριστουγεννιάτικου δέντρου




Η μυρωδιά του χριστουγεννιάτικου δέντρου
Κρυμμένο σ' ένα χαρτόκουτο μαζί με παιδικές αναμνήσεις, το σύμβολο των εορτών, ένα ψεύτικο αλλά αληθοφανές έλατο, έρχεται κάθε τόσο να στοιχειώσει το όνειρο αυτού που ενηλικιώθηκε απότομα και με απώλειες.
Από τον Ηλία Μαγκλίνη
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο οι γονείς μας το έκρυβαν στο πατάρι, πάνω από το μπάνιο. Ήταν ένα ψεύτικο αλλά εξαιρετικά αληθοφανές έλατο - αφού όταν το συναρμολογούσες, έφτανε σχεδόν ως το ταβάνι. Η μαμά το έβαζε μέσα σε ένα χαρτόκουτο, μαζί με τις ασημί γιρλάντες και τα γκι. Ύστερα, ακολουθούσαν τα πιο μικρά κουτιά με τα στολίδια: τα ασημί κουκουνάρια με την πασπαλισμένη λευκή σκόνη, πανάρχαια στολίδια από την εποχή των τροπικών Χριστουγέννων πλάι στον ποταμό Κόνγκο. Κάθε χρόνο είχαμε και μια- δυο απώλειες, κάτι γινόταν και ένα από αυτά τα ψεύτικα κουκουνάρια ή οι ολοστρόγγυλες μπάλες («μπούλες», όπως τις έλεγε η μαμά) ξεκόλλαγαν σαν ώριμο φρούτο από κάποιο κλαδί κι έσκαγαν με ένα μικρό πάταγο στο πάτωμα, πλάι στη φάτνη.
Ο πατέρας δεν συμμετείχε πάντα στη διαδικασία. Προτιμούσε να συνεισφέρει στη φάση με τα φωτάκια. Ποτέ δεν έπιαναν τα χέρια του, αλλά εκεί ήταν που αισθανόταν ότι έπρεπε να συμβάλει με τη σοφία του και την πρακτική του. Πονοκεφάλιαζε όταν κάποιο από τα φωτάκια δεν άναβε, αλλά εμείς δεν δίναμε σημασία. Δεν ήταν παρά μία ακόμη αφορμή για να διαφωνήσουν μεταξύ τους και ο ένας να αμφισβητήσει σοβαρά τις ικανότητες του άλλου. Συνήθως νικούσε η μαμά. Αλλά ακόμα και στις σπάνιες εκείνες περίπτώσεις που νικητής έβγαινε ο μπαμπάς, ήταν μια νίκη τακτικής. Στρατηγικά, είχε για μία ακόμη φορά ηττηθεί.
Μου άρεσε που βάζαμε το δέντρο στο σαλόνι. Ποτέ δεν χρησιμοποιούσαμε το σαλόνι ως οικογένεια. Άνοιγε μόνο σε περιπτώσεις τραπεζιών και φιλικών συγκεντρώσεων. Διαφορετικά, οικογενειακώς τη βγάζαμε στο καθιστικό, πλάι στην κουζίνα. Εκεί ήταν η τηλεόραση, εξάλλου. Αλλά εμένα μου άρεσε που το δέντρο ήταν μονάχο του, αγέρωχο και λαμπερό, στο σαλόνι, πλάι στη μεγάλη βιβλιοθήκη με την «Ιστορίατης Γαλλίας» του Μορουά, την «Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου» του Καρτιέ, εκείνους τους δεμένους τόμους με τα αρχικά του πατέρα μου χαραγμένα επάνω, αλλά και τα «Φοβερά Ντοκουμέντα» -έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω, ξεφυλλίζοντας τη «Δίκη των Εξ», ποιοι ήταν οι «Εξ» και αν όντως ήταν «έξι» και για κάποιο λόγο κάποιος είχε φάει το γιώτα. Το πιο τρομερό ήταν ότι επρόκειτο για τη δίκη των οκτώ, απλώς αθωώθηκαν δύο και εκτελέστηκαν οι υπόλοιποι-, τον Κουστό (διάβαζα και ξαναδιάβαζα τον τόμο για τον καρχαρία) και μια πανάρχαιη σεξουαλική εγκυκλοπαίδεια που με βύθιζε σε ακόμα μεγαλύτερα ερωτηματικά και τρόμους ανομολόγητους.
Κάθε Χριστούγεννα που το δέντρο στηνόταν στο σαλόνι, ο χώρος έπαιρνε κάτι από τη μυρωδιά του: άθλια μυρωδιά στην πραγματικότητα, που όμως εμένα μου προκαλούσε αισθήματα καθησυχαστικά, μιαν οικειότητα που μύριζε πατρίδα, φωλιά. Ειδικά εκείνες οι δεκαπέντε ημέρες των σχολικών διακοπών, έτσι όπως τις ζούσα μέσα στο σαλόνι, πλάι στα βιβλία και στο δέντρο, έμοιαζαν με ένα ατελείωτο παρόν. Και ήταν. Ζούσα ακόμα την ηλικία όπου δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μόνον ένα αέναο, αφασικό παρόν. Παρελθόν δεν είχα (πού να το βρω;) και το μέλλον ήταν κάτι πολύ μακρινό, άπιαστο, ανύπαρκτο. Η δεξαμενή της κάθε στιγμής ήταν αχανής, απέραντη, πλημμυρισμένη από τους πολύτιμους χυμούς της. Σήμερα, εδώ και κάμποσα χρόνια δηλαδή, συμπιέζεται συνεχώς, ασφυκτιά, ραγίζει από τις συμπληγάδες πέτρες και η στάθμη των χυμών της μειώνεται: το παρελθόν υψώνεται πίσω μου σαν τσουνάμι του ηφαιστείου Κρακατόα και το μέλλον με περιμένει στη γωνία, «σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα».                       
Τότε όμως ήταν αλλιώς. Και μέσα σ' εκείνο το σαλόνι με τα λαμπιόνια και τις «μπούλες » ήταν αλλιώς για έναν επιπρόσθετο λόγο: στο σαλόνι υπήρχε το στερεοφωνικό του σπιτιού. Κανένας άλλος δεν το χρησιμοποιούσε παρά μόνον εγώ. Κάποια Χριστούγεννα είναι σφραγισμένα από τις μουσικές της εποχής εκείνης: το «The killing moon», για παράδειγμα, Χριστούγεννα του 1984 πρέπει να ήταν, και κάθε τόσο σηκωνόμουν απ' το χαλί και έβαζα τη βελόνα του πικάπ από την αρχή. Εκείνο το τριαντατριάρι των Echo and the Bunny-men το είχα λιώσει. Ηταν όμως και πολλά σαρανταπεντάρια: «The flight of Icarus» των Iron Maiden, «Scary Monster» του Ντέιβιντ Μπάουι, «Suchashame», «Wrapped around your finger», «Private Investigations», «Shout» - όλα με ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο πλάι μου και κάτι φθαρμένους τόμους από την «Άνοδο και την πτώση του Γ' Ράιχ» του Ουίλιαμ Σίρερ (σε άπταιστη καθαρεύουσα), πατρική κληρονομιά που συνδυαζόταν με τις δικές μου γυμνασιακές, μουσικές ανησυχίες. Τι καλύτερο από το να αναβοσβήνουν τα φωτάκια από πίσω σου κι εσύ να διαβάζεις για τη δολοφονία του Ράινχαρντ Χάιντριχ, ακούγοντας το «Eye in the sky» και σκεπτόμενος τη Ζωή- αλλά όχι και τη «ζωή», όχι ακόμα τουλάχιστον. Τη ζωή απλώς τη ζούσα, σαν ναρκωμένος, υπνωτισμένος, ερωτευμένος με μια πληθωρική, χυμώδη Ζωή που πότε με ήθελε και πότε όχι.
Δεν ξέρω τι απέγινε εκείνο το δέντρο. Η μαμά πρέπει να το χάρισε κάπου. Αφού μεγάλωσαν αρκετά και εμείς φύγαμε από την πατρική εστία, μετά τις ασθένειες, τα νοσοκομεία και τις πρώτες απώλειες, δεν υπήρχε διάθεση για στολισμούς. Το οικογενειακό χριστουγεννιάτικο δέντρο συρρικνώθηκε. Η μαμά, μαιτρ στους στολισμούς πλαστικών ανθέων, έβγαζε όλο της το ταλέντο και την τέχνη σε μικρά δέντρα που τα τοποθετούσε πάνω στο τραπέζι ή πάνω στην τηλεόραση. Είχαν και λαμπιόνια - και ομολογουμένως ήταν πολύ όμορφα. Όπως κόνταινε η ζωή όλων μας, κυρίως όμως η δική τους, έτσι κόντυνε και το δέντρο των Χριστουγέννων.
Ένα τέτοιο λιλιπούτειο δέντρο απέκτησα στο σπίτι που νοίκιασα, αφού για πρώτη φορά εγκατέλειψα τα απεχθή νότια προάστια και μετακόμισα στο κέντρο. Εύκολο και γρήγορο στην τοποθέτηση του, έτοιμο με τα στολίδια και τα φώτα του, ούτε καν το σκεφτόσουν όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα - και είχε ένα σημαντικό πλεονέκτημα: το ξεστόλισμα δεν ήταν τόσο βασανιστικό και σπαραξικάρδιο.
Το παλιό σπίτι των παιδικών χρόνων πουλήθηκε. Στο σαλόνι εκείνων των Χριστουγέννων επιστρέφω μόνο στα νυχτερινά μου όνειρα και χωρίς να το πολυθέλω. Αλλά επιστρέφω. Κι έχει μια σιωπή πλέον. Στο όνειρο δεν θυμάμαι ποτέ ότι και η μαμά και ο μπαμπάς έχουν «φύγει», το θυμάμαι όμως όταν ξυπνάω. Οπότε, σηκώνομαι και ξεκινάω τη μέρα μου. Αδράχνω τη μέρα μου, όσο μπορώ, ακόμα και τις μέρες των Χριστουγέννων, κοντά στο πιο πολύτιμο χριστουγεννιάτικο δέντρο της ενήλικης ζωής μου: κοντά σε φίλους. Διότι η ζωή είναι γλυκιά._
GK

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου