Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Η Αναφορά στον Γκρέκο όπως την έζησε η Ελένη Καζαντζάκη

ΤΟ ΕΡΓΟ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ

Η Αναφορά στον Γκρέκο όπως την έζησε η Ελένη Καζαντζάκη 

Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται· μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη, παρά ο αγώνας για την Νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο, το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη· η αξία του ανθρώπου είναι μονάχα, ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή».


Το αυτοβιογραφικό ευαγγέλιο του Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο», η εξομολόγησή του στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, η ζωή του, η πιο βαθιά πληγή του κόσμου και η πιο βαθιά κραυγή, αποτελεί το κλειδί για το έργο του, τη ζωή του, την εποχή του.

Εμπεριέχοντας όλους τους αρμούς που ενώνουν τον λαό και την ιστορία με την παράδοση, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Τη δική του ζωή με τη Ζωή. Την ιστορία του ανθρώπου με την Ιστορία την πανανθρώπινη θα πει. «Αν ανοίξεις την καρδιά μου, θα βρεις ένα κακοτράχαλο βουνό κι έναν ολομόναχο άνθρωπο ν' ανηφορίζει. Επειδή Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυρανούσε και με μαστίγωνε· η λέξη "Ανήφορος"· τον ανήφορο αυτόν θα 'θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω· και τις κόκκινες πατημασιές που αφήκε το ανηφόρισμά μου», θα πει ο ίδιος ο Καζαντζάκη. Εξηγώντας και τις προθέσεις: «Φωνάζω τη μνήμη να θυμηθεί, περμαζώνω από τον αέρα τη ζωή μου, στέκουμε σαν στρατιώτης μπροστά στο στρατηγό και κάνω την Αναφορά μου στον Γκρέκο· γιατί αυτός είναι ζυμωμένος από το ίδιο κρητικό χώμα με μένα, και καλύτερα απ' όλους τους αγωνιστές που ζουν ή που έχουν ζήσει μπορεί να με νιώσει. Δεν αφήκε κι αυτός την ίδια κόκκινη γραμμή απάνω στις πέτρες;»

«Η Αναφορά στον Γκρέκο», την οποία σχεδίαζε, όπως πληροφορούμαστε από τι επιστολές του στον Πρεβελάκη από το 1929, ανήγγειλε στον Γιάννη Κακριδή ότι ξεκινά να τη γράφει στις 12 Σεπτεμβρίου 1955, για να επιστρέψει στις 4 Απριλίου 1956 «δουλέβω, ξανακοιτάζω τον Γκρέκο, είναι τελειωμένο, μα θέλει ακόμα δούλεμα "θέλει καιρό" σαν το μούστο για να γίνει κρασί», έχει μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, περσικά, τουρκικά, φινλανδικά, τσέχικα, ρουμανικά, ολλανδικά, κινέζικα, σλοβένικα κ.ά.). Κι έχει χαρακτηριστεί «απόγειον ψυχής». «Το πνεύμα του Ομήρου αναβίωσε μέσα από το έργο του» ο νομπελίστας Τόμας Μαν θα πει: «Στον Καζαντζάκη όλη η φύση, μέχρι το ταπεινότερο φυτό του λόφου, καθαγιάζεται». Τα βιβλιοπωλεία του Κόσμου, όπως επισημαίνει ο Πάτροκλος Σταύρου, θα τον εντάξουν στα ίδια ράφια με τον Ομηρο, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Θουκυδίδη και τον Σοφοκλή.
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη σύντροφό του Ελένη, η οποία πολλές φορές πήρε μολύβι και χαρτί για να καταγράψει τις σκέψεις του.

Η «Αναφορά στον Γκρέκο», «ο βίος και η Πολιτεία του Νίκου Καζαντζάκη», αυτοβιογραφία, φιλοσοφικό ντουκουμέντο, εξομολόγηση, συνομιλία με τον Θεοτοκόπουλο, η βίβλος της δικής του ζωής και ψυχής. Δέκα χρόνια ζητούσε ο Καζαντζάκης από το Θεό του διορία, δέκα ακόμα χρόνια, να τελέψει το Εργο του, να πει ό,τι είχε να πει, «ν' αδειάσει». Να 'ρθει ο Χάρος να πάρει μονάχα ένα τσουβάλι κόκαλα. Δέκα χρόνια του έφταναν - έτσι νόμιζε.
Ο Νίκος και η Ελένη Καζαντζάκη (όρθια δεξιά) στο σπίτι του Γκρέκο στο Τολέδο.

Μα ο Καζαντζάκης δεν ήταν από εκείνους που «αδειάζουν». Εβδομήντα τεσσάρων χρονών, όχι μονάχα δεν ένιωθε γέρος και κουρασμένος, παρά ακόμα κι ύστερα από την τελευταία τραγική περιπέτεια, το μπόλι, είχε, όπως μας έλεγε, ξανανιώσει. Και το 'λεγαν μαζί του κι οι δυο μεγάλοι επιστήμονες του Φριβούργου, ο Χάιλμαγιερ ο αιματολόγος κι ο Κράους ο χειρούργος. «Τούτος ο άνθρωπος είναι γερός! εγώ σας το λέω!» φώναζε θριαμβευτικά όλο τον τελευταίο μήνα ο Καθηγητής Χάιλμαγιερ μετά την επίσκεψη. «Το αίμα του τώρα είναι σαν το δικό μου!»

- Τι τρέχετε έτσι;! τον μάλωνα φοβισμένη μην τύχει και γλιστρήσει πάνω στις πλάκες και σπάσει κανένα κόκαλο.

«Διαβάστε, παιδί μου, ν’ ακούσω!» της έλεγε συχνά.

- Μη φοβάστε, Λένοτσκα, κι έχω φτερά! απαντούσε, κι ένιωθες πως είχε εμπιστοσύνη στον οργανισμό και στην ψυχή του, που δεν το 'βαζαν κάτω.

- Αχ, να 'ταν μόνο να μπόρουν να σας υπαγορέψω! αναστέναζε κάποτε κι έπιανε το μολύβι και προσπαθούσε να γράψει με το ζερβό του το χέρι.

- Τι βιάζεστε; ποιος σας κυνηγάει; Πάει πια, φάγαμε το γάιδαρο... Σε λίγες μέρες θα μπορείτε να γράφετε όσο σας κάνει κέφι!

Εστρεφε το κεφάλι, με κοίταζε λίγη ώρα αμίλητος. Αναστέναζε.

- Εχω πολλά να πω. Να, τρία μεγάλα θέματα πάλι με βασανίζουν. Τρία καινούρια μυθιστορήματα. Μα πρέπει πρώτα να τελειώσω τον Γκρέκο.

Την Αναφορά, ο οικουμενικός λογοτέχνης ξεκίνησε να τη γράφει το φθινόπωρο του 1956, μετά από ένα ταξίδι στη Βιέννη.

- Θα τον τελειώσετε.

- Θα τον αλλάξω. Για πάρετε μολύβι και χαρτί να δούμε, θα τα καταφέρω;

Δεν κράτησε μήτε πέντε λεφτά η συνεργασία μας.

- Αδύνατο! δεν ξέρω να υπαγορεύω. Μόνο σαν πιάσω το μολύβι μπορώ να σκεφτώ...

«Πρόγονοι, γονιοί, Κρήτη, παιδική ηλικία... Αθήνα, Κρήτη, Ταξίδια... Σικελιανός, Βιέννη, Βερολίνο, Πρεβελάκης, Μόσχα...

Θυμάμαι τώρα μιαν άλλη κρίσιμη στιγμή στη ζωή μας. Μιαν άλλη κλινική, στο Παρίσι. Κι ο Νίκος πάλι βαριά άρρωστος, 40 πυρετός, οι γιατροί αναστατωμένοι. Ολοι απελπισμένοι, και μοναχά ο ίδιος ατάραχος:

Ο πρώτος τόμος της «Αναφοράς στον Γκρέκο» από το «Εθνος της Κυριακής».

- Για πιάστε το μολύβι, Λένοτσκα...

Και με σπασμένη φωνή, ακόμα βυθισμένος στο όραμα, να μου υπαγορεύει τα φραγκισκανικά χαϊκάι που έβαλε στο στόμα του Αγίου:

- «Είπα στη μυγδαλιά: ''Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό''. Κι η μυγδαλιά άνθισε.»

Τώρα, πριν φύγουμε για την Κίνα, την είχε αφήσει την Αναφορά στα χέρια ενός νέου ζωγράφου, της «μαμής του», όπως τον έλεγε, γιατί ερχόταν αξημέρωτα, ανέβαινε στο γραφείο του κι άρχιζε τα ατέλειωτα: Από πού; Κι ως πού; Κι ως πότε; για όλα τα μεγάλα προβλήματα, το Θεό, τον άνθρωπο, την τέχνη... Κι ο Νίκος γελούσε, καμάρωνε το πάθος και το σφοδρό έρωτα του νέου για την τέχνη του και... «ξεγεννούσε». Κατέβαζε ιδέες, κι αλάφρωνε...

- Μπορεί να πάρει φωτιά το σπίτι, του είπε. Προτιμώ να κρατάς εσύ το χερόγραφο τούτο· αν καεί, δε θα μπορέσω ποτέ πια να το ξαναγράψω... Κρίμα μονάχα πως δεν το τέλειωσα...

Μα πώς να το τελειώσει! Τι και τι δεν είχε κάμει τους τελευταίους μήνες πριν απ' το ταξίδι! Την Αναφορά την άρχισε το χινόπωρο του '56, όταν γυρίσαμε από τη Βιέννη. Οταν ξεκουράζουνταν από την Αναφορά, έπιανε τη μετάφραση της Οδύσσειας του Ομήρου, που τη δούλευε μαζί με τον Κακριδή.

- Να προφτάσουμε να την τελειώσουμε, να μην κατεβώ κουτσοπόδαρος στον Αδη! έλεγε με ειρωνεία μαζί και φόβο.

Και ταυτόχρονα έρχουνταν κάθε τόσο κομμάτια από την αγγλική μετάφραση της δικής του Οδύσσειας. Και σελίδες ολόκληρες λέξες δύσκολες να μεταφραστούν. Τι καιρό, τι κόπο δεν του 'φαγε κι αυτή η Οδύσσεια! Κι ακόμα όλες οι άλλες εκδόσεις του έργου του στα ελληνικά. Κείμενα που έπρεπε να διορθωθούν ή να συμπληρωθούν. Η Ρουσία, που χάθηκε το χερόγραφο... Κι ο Πιέρ Σιπριό από το γαλλικό ραδιόφωνο, που τον βασάνιζε με τις «Ομιλίες»... Και το φιλμ... Κι ένα ταξίδι στην Ινδία, καλεσμένοι από τον Παντίτ Νεχρού, που ετοιμάσαμε μα δεν κάναμε, γιατί φοβηθήκαμε τα πολλά μπόλια... Ναι, δεν πρόλαβε να κάνει τη «δεύτερη γραφή» της Αναφοράς στον Γκρέκο, όπως το συνηθούσε. Πρόλαβε όμως και ξανάγραψε ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο και ένα από τα τελευταία: «Οταν ο σπόρος της Οδύσσειας έδενε μέσα μου», αυτό που έστειλε όσο ζούσε να δημοσιευτεί στη Νέα Εστία. Πρόλαβε ακόμα να διαβάσει το χερόγραφό του και να διορθώσει ή να προστέσει εδώ κι εκεί με το μολύβι.

Ξαναζώ τώρα στη μοναξιά μου το χινοπωριάτικο σούρουπο που κατέβηκε αλαφρύς αλαφρύς, σαν παιδάκι, με το πρώτο κεφάλαιο.

Διαβάστε, παιδί μου, διαβάστε ν' ακούσω! «Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Οχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε...»

Δεν μπόρεσα να πάω πιο πέρα το λαρύγγι μου έφραξε. Για πρώτη φορά ο Νίκος μιλούσε για θάνατο.

- Γιατί γράφετε σαν να 'ταν να πεθάνετε; φώναξα, αληθινά απελπισμένη. Κι από μέσα μου: «Γιατί παραδέχεται σήμερα το Χάρο;»

- Οχι, δε θα πεθάνω, συντρόφισσα, και μη στενοχωριέστε. Θα ζήσω ακόμα δέκα χρόνια, δεν είπαμε; μου αποκρίθηκε χωρίς κανένα δισταγμό. Χρειάζομαι δέκα χρόνια ακόμα! ξανάπε με πιο χαμηλή φωνή κι άπλωσε το χέρι και μου άγγιξε το γόνατο. Ελάτε τώρα, διαβάστε να δούμε τι έγραψα!

Σε μένα αρνιόταν, μα ίσως μέσα του να ήξερε. Γιατί το ίδιο εκείνο βράδυ έκλεινε στο φάκελο το κεφάλαιο τούτο του Γκρέκο κι ένα γράμμα στο φίλο του τον Παντελή Πρεβελάκη: «Η Ελένη δεν ήθελε να τον αντιγράψει, την έπιαναν τα κλάματα, γιατί μιλώ για το θάνατό μου. Μα πρέπει να τον συνηθίσει..  θα τον συνηθίσω κι εγώ...»

Ο μέσα του δαίμονας, φαίνεται, τον έσπρωξε να παρατήσει τον Τρίτο Φάουστ, που τόσο πεθυμούσε να τον γράψει, και να βάλει στα σκαριά την Αυτοβιογραφία του. Αλήθεια και μύθος ανακατωμένα. Πολλή αλήθεια, ελάχιστη φαντασία. Μερικές ημερομηνίες παραλλαγμένες. Οταν μιλάει για άλλους, πάντοτε η αλήθεια, ατόφια, ίσια ίσια ό,τι είδε κι άκουσε. Οταν μιλάει για ατομικές του περιπέτειες, κάτι μικρές παραλλαγές...

Μα ένα είναι βέβαιο. Την Αναφορά, αν ήταν να την ξαναγράψει, θα την άλλαζε. Πώς θα την έκανε ακριβώς, δεν ξέρουμε. Θα την πλούτιζε. Κάθε μέρα θυμόταν καινούρια περιστατικά, που τα 'χε ξεχάσει. Και θα την έβαζε -έτσι πιστεύω- στα καλούπια της πραγματικότητας. Γιατί η πραγματική ζωή του ήταν γεμάτη ουσία, ανθρώπινη αγωνία, χαρά και πόνο -«ανθρωπιά», ας πούμε με μια λέξη. Γιατί να την αλλάξει; Οχι πως έλειπαν οι δύσκολες στιγμές της αδυναμίας, της φυγής και του πόνου. Μα ίσια ίσια αυτές οι δύσκολες στιγμές στάθηκαν πάντα στον Καζαντζάκη από ένα καινούριο σκαλοπάτι για ν' ανεβεί πιο ψηλά, να φτάσει στην κορφή, εκεί που είχε τάξει στον εαυτό του ν' ανέβει, πριν παρατήσει τα σύνεργα της δουλειάς γιατί πήρε να βραδιάζει...

«Μη με κρίνετε σαν άνθρωπος», με είχε κάποτε παρακαλέσει ένας άλλος αγωνιστής. «Μη με κρίνετε από τις πράξες μου. Κρίνετέ με σαν Θεός, από τον κρυφό σκοπό που έχουν οι πράξες μου!»

Ετσι, λέω, θα 'πρεπε κι εμείς να κρίνουμε τον Καζαντζάκη. Οχι από το τι έκαμε, κι αν αυτό που έκαμε έχει ή δεν έχει ανώτατη αξία. Παρά τι ήταν αυτό που ήθελε να κάμει, κι αν αυτό που ήθελε να κάμει είχε ανώτατη αξία για κείνον και για μας τους άλλους. Εγώ νομίζω πως είχε. Τριάντα τρία χρόνια δίπλα του δε θυμάμαι να ντράπηκα ποτέ μου για μια κακή του πράξη. Ηταν τίμιος, άδολος, αθώος, γλυκύτατος για τους άλλους, άγριος μονάχα για τον εαυτό του. Αποτραβιόταν στην ερημιά, γιατί ένιωθε πως ο άθλος ήταν βαρύς κι οι ώρες μετρημένες.

- Ετσι μου 'ρχεται να κάμω ό,τι λέει ο Μπέρενσον: να κατέβω στο σταυροδρόμι, ν' απλώσω το χέρι και ν' αρχίσω να ζητιανεύω από τους διαβάτες: «Ελεημοσύνη, αδερφοί! Ενα τέταρτο της ώρας ο καθένας!» μου 'λεγε, και τα ολοστρόγγυλα, κατάμαυρα στο μισοσκόταδο ματάκια του βούρκωναν. Αχ, λίγο καιρό, να προλάβω, να τελειώσω το Εργο! Υστερα, καλώς να ορίσει ο Χάρος!

Ανάθεμά τον! Ηρθε και τον θέρισε απάνω στον πρωτανθό της νιότης! Ω, ναι, και μη γελάσεις, αγαπημένε αναγνώστη, γιατί τώρα ήταν που ό,τι είχε αρχίσει ν' ανθίζει και να καρπίζει αυτός που τόσο αγάπησες, αυτός που τόσο σε αγάπησε, ο Νίκος σου ο Καζαντζάκης!

ΕΛΕΝΗ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Γενεύη, 15 Ιουνίου 1961

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
elgika@pegasus.gr
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22802&subid=2&pubid=64125776

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου