Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Η Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945)


Αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, στο υπουργείο Εξωτερικών: Διακρίνονται στην πρώτη σειρά, από αριστερά προς τα δεξιά, ο Στ. Σαράφης, ο Γ. Σιάντος, ο Ηλ. Τσιριμώκος, ο Ι. Σοφιανόπουλος, ο Ν. Ασκούτης και ο Μ. Παρτσαλίδης



Η Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), με την οποία τερματίστηκε και τυπικά η δεκεμβριανή σύγκρουση, επικύρωσε τη στρατιωτική ήττα του ΕΑΜ και διαμόρφωσε το βασικό νομικό και πολιτικό πλαίσιο για την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η συμφωνία απέκτησε μάλιστα και τυπικά αυξημένη ισχύ με την επικύρωση της από τη συντακτική πράξη 23/23.3.1945, αποτέλεσε δηλαδή, ένα είδος «προσυντάγματος», με άξονα το οποίο θα έπρεπε να προχωρήσει η συγκρότηση και νομιμοποίηση του μετακατοχικού καθεστώτος. Η υλοποίηση των σχετικών ρυθμίσεων αποδείχθηκε όμως ιδιαίτερα προβληματική, ακριβώς επειδή συνιστούσε κρίσιμο και καθοριστικό διακύβευμα για το υπό διαμόρφωση νέο πλέγμα εξουσίας. Για την επίσημη κρατική εξουσία, άμεση προτεραιότητα ήταν η επιβολή της στο σύνολο της χώρας, με τη βοήθεια και των βρετανικών στρατευμάτων, και η διάλυση της παράλληλης ΕΑΜικής εξουσίας, που είχε διαμορφωθεί από το τέλος της Κατοχής στις περισσότερες περιοχές. Άλλωστε η δραστική «απο-ΕΑΜοποίηση» του πληθυσμού αποτελούσε συνθήκη «έκτων ων ουκ άνευ» για τη σταθεροποίηση του μετακατοχικού καθεστώτος και κατ' επέκταση για την απρόσκοπτη διατήρηση της Ελλάδας στο βρετανική σφαίρα επιρροής. Αντίθετα, για την ηττημένη ΕΑΜική παράταξη και πρωτίστως για το ΚΚΕ, άμεση προτεραιότητα αποτελούσε η ανασυγκρότηση των δυνάμεων της, ώστε να μπορέσει να επιβάλει την ευνοϊκότερη εφαρμογή των όρων της συμφωνίας και, ει δυνατόν, να πετύχει την αναθεώρηση της.
Τρία ήταν τα κρίσιμα ζητήματα τα οποία επιχειρούσε να ρυθμίσει, με αρκετή ασάφεια όπως αποδείχθηκε, η Συμφωνία της Βάρκιζας. Το πρώτο αφορούσε τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, καθώς και την παράλληλη συγκρότηση Εθνικού Στρατού (άρθρα 5 και 6). Το δεύτερο αναφερόταν στην εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών και των σωμάτων ασφαλείας (άρθρα 7 και 8), κυρίως από τους συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων, αλλά εν μέρει και από όσους είχαν συμμετάσχει, από την πλευρά του ΕΑΜ, στη Δεκεμβριανή σύγκρουση. Το τρίτο, τέλος, προσδιόριζε τη διαδικασία εκλογικής νομιμοποίησης του μετακατοχικού καθεστώτος με τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το «πολιτειακό» και τη διεξαγωγή εκλογών για την ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης (άρθρο 9). Ταυτόχρονα, με ένα ακόμα ασαφέστερο άρθρο, η Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε ότι «αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος», εξαιρώντας όμως «τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος» (άρθρο 3).
Παραδοθείς οπλισμός του ΕΛΑΣ μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας
 
Ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ υλοποιήθηκε ταχύτατα, έως τις 28 Φεβρουαρίου, και συνιστούσε την πρώτη και πλέον άμεση συνέπεια της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Βέβαια, και στο ζήτημα αυτό υπήρξαν αμφιλεγόμενα σημεία. Ο οπλισμός που τελικά παραδόθηκε, με βάση το στρατιωτικό πρωτόκολλο που συνόδευε τη συμφωνία, δεν αντιπροσώπευε το σύνολο του οπλισμού που διέθετε ο ΕΛΑΣ. Ένα σημαντικό τμήμα, το οποίο επαρκούσε για να εξοπλιστούν έως και 20.000 άτομα, σύμφωνα με μαρτυρίες, αποκρύφτηκε από τα κατά τόπους στελέχη του ΚΚΕ και η εκ των υστέρων ανακάλυψη ορισμένων από αυτά τα όπλα, τροφοδότησε τις καταγγελίες για διπλή πολιτική του ΚΚΕ.
Κατά το αμέσως επόμενο διάστημα, ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ επέτρεψε στην ανασυγκροτούμενη Εθνοφυλακή και στα βρετανικά στρατεύματα να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της χώρας, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για να αρχίσει ένα εκτεταμένο κύμα διώξεων και επιθέσεων εναντίον των οπαδών του ΕΑΜ. Το κρισιμότερο όμως ζήτημα αφορούσε την παράλληλη εξάπλωση της «Λευκής τρομοκρατίας», που ασκούσαν, με την ανοχή -και συχνά τη σύμπραξη -της Εθνοφυλακής, διάφορες παραστρατιωτικές φιλοβασιλικές ομάδες.
Η πιο θλιβερά διάσημη από τις ομάδες αυτές, με υπερτοπικές διασυνδέσεις, ήταν η οργάνωση «Χ», με επικεφαλής το συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα, ενώ οι υπόλοιπες δρούσαν κυρίως σε τοπικό επίπεδο, με ιδιαίτερα δυναμική παρουσία στην Πελοπόννησο και τη Θεσσαλία. Σημαντική έκταση προσέλαβε επίσης η «λευκή τρομοκρατία» στην Ήπειρο, όπου κυριάρχησαν πλήρως οι ένοπλες ομάδες οι οποίες προήλθαν από τις τάξεις του ΕΔΕΣ, καθώς και στη Δυτική Μακεδονία, όπου οι εμφύλιες συγκρούσεις της Κατοχής είχαν έντονη διαπλοκή με εθνοτικές και πολιτισμικές διαιρέσεις της περιοχής. Η ανεξέλεγκτη δράση των παραστρατιωτικών αυτών ομάδων (βιαιοπραγίας, βιασμοί, φόνοι κ.λπ.), οι οποίες εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τον Μάρτιο 1945, σε πολλές περιοχές της χώρας, καθιστούσε απαγορευτική όχι μόνο την πολιτική παρουσία αλλά την ίδια την ύπαρξη των οπαδών του ΕΑΜ, κυρίως στον αγροτικό χώρο, επιβάλλοντας διά της τρομοκρατίας μια παράλληλη, παρακρατική και φιλοβασιλική, εξουσία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε το ΕΑΜ, στο διάστημα που μεσολάβησε από τη Συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 σημειώθηκαν 1.289 φόνοι, 6.671 τραυματισμοί, πάνω από 30.000 βασανισμοί και σχεδόν 20.000 καταστροφές και λεηλασίες γραφείων ή κατοικιών.
Εκτός από τη «λευκή τρομοκρατία», οι αποστρατευμένοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, αλλά και πλήθος στελεχών ή απλών μελών του ΕΑΜ, βρέθηκαν επίσης αντιμέτωποι με δικαστικές διώξεις, οι οποίες βασίζονταν στην ασάφεια των ρυθμίσεων που περιείχε η Συμφωνία της Βάρκιζας ως προς την έκταση και το περιεχόμενο της αμνηστίας. Έτσι, ήδη από το Μάρτιο του 1945, άρχισε ένα μεγάλο κύμα συλλήψεων, που έφθασαν τις 10.000 τον Ιούλιο και τις 15.000 στα τέλη Σεπτεμβρίου, με προσχηματικές κατά κανόνα καταγγελίες. Ενδεικτικό είναι ότι μέχρι το Δεκέμβριο είχαν σχηματιστεί περίπου 80.000 δικογραφίες εναντίον μελών του ΕΑΜ, κυρίως για υποτιθέμενα κατοχικά αδικήματα. Οι διώξεις αυτές σε συνδυασμό με τη «λευκή τρομοκρατία» είχαν ως συνέπεια ένας σημαντικός αριθμός πρώην ανταρτών του ΕΛΑΣ να καταφύγει και πάλι στα βουνά, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, συγκροτώντας «Ομάδες Καταδιωκόμενων Δημοκρατικών Αγωνιστών», ενώ πολλά στρατιωτικά στελέχη του ΕΛΑΣ -περίπου 6.000- διέφυγαν με εντολή του ΚΚΕ στην Αλβανία και ιδίως στη Γιουγκοσλαβία, όπου ήδη από το καλοκαίρι του 1945 δημιουργήθηκε ειδικό στρατόπεδο στο πρώην γερμανόφωνο χωριό Μπούλκες της Βοϊβοδίνας.

Οι διώξεις εναντίον της Αριστεράς συνδυάστηκαν επίσης με την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών και των σωμάτων ασφαλείας από όσους είχαν συμμετάσχει ενεργά στην ΕΑΜική Αντίσταση, οι οποίοι απολύθηκαν ή τέθηκαν σε διαθεσιμότητα. Κορυφαίο συμβολικά παράδειγμα η απόλυση των ελάχιστων καθηγητών του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου που εντάχθηκαν ή συνεργάστηκαν με το ΕΑΜ (Αλ. Σβώλος, Αγγ. Αγγελόπουλος, Π. Κόκκαλης, Γ. Γεωργαλάς, Ν. Κιτσίκης), αλλά και η καθαίρεση, από την Ιερά Σύνοδο, των δύο μητροπολιτών που είχαν συμμετάσχει στην ΠΕΕΑ (Ιωακείμ Κοζάνης και Ηλείας Αντώνιος). Αντίστοιχες επιλογές πρυτάνευσαν επίσης και για την ανασυγκρότηση του στρατού με αποκλεισμό των αξιωματικών που είχαν προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ, ενώ αντίθετα επανεντάχθηκαν οι περισσότεροι αξιωματικοί που είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν εξάλλου η επιρροή που είχε ήδη αρχίσει να αποκτά στο πλαίσιο του στρατεύματος η συνωμοτική οργάνωση ΣΑΝ (Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων), η οποία σύντομα μετεξελίχθηκε στον ισχυρότατο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Με την καθοριστική συμβολή τού -πρώην βενιζελικού και τώρα φιλοβασιλικού- Κ. Βεντήρη, ο οποίος είχε αναλάβει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο ανασυγκροτούμενος Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) έτεινε να αυτονομηθεί από την πολιτική εξουσία και να μετατραπεί σε προνομιούχο εκφραστή όχι μόνο της ευρύτερης αντιΕΑΜικής συμμαχίας αλλά και ειδικότερα των ακραιφνώς φιλοβασιλικών δυνάμεων.
Η μονόπλευρη εφαρμογή -στην ουσία παραβίαση- της Συμφωνίας της Βάρκιζας, με στόχο την εξουθένωση της ΕΑΜικής Αριστεράς, εντάθηκε και γενικεύθηκε από τις αρχές Απριλίου, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Πλαστήρα, η οποία, ήδη από τα μέσα Μαρτίου, είχε να αντιμετωπίσει τη δυσμένεια και την υπονόμευση της από τη βρετανική πρεσβεία. Τελικά, στις αρχές Απριλίου, η δημοσίευση από την κατ' εξοχήν φιλοβασιλική εφημερίδα Ελληνικό Αίμα, μιας αμφιλεγόμενης επιστολής που είχε στείλει ο Ν. Πλαστήρας, τον Ιούλιο του 1941, στον Έλληνα πρεσβευτή στο Βισύ, οδήγησε σε παραίτηση την κυβέρνηση του, την οποία διαδέχθηκε, στις 8 Απριλίου 1945, μια άχρωμη «υπηρεσιακή» κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον βενιζελικής προέλευσης αλλά φιλικά διακείμενο προς τη βασιλεία, ναύαρχο Πέτρο Βούλγαρη, ο οποίος, ως αρχηγός του στόλου, είχε, ένα χρόνο νωρίτερα, καταστείλει το κίνημα της Μέσης Ανατολής.
Επιπλέον, η αντιμετώπιση της ΕΑΜικής Αντίστασης από την κυβερνητική εξουσία και τις βρετανικές δυνάμεις ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με την ευνοϊκή μεταχείριση που επιφυλάχθηκε σε όσους είχαν συνεργαστεί με τις δυνάμεις κατοχής, μετατρέποντας την τιμωρία των δοσιλόγων σε διαδικασία οιονεί εξαγνισμού τους. «Η ιδιότητα του μέλους του ΕΑΜ τείνει να θεωρηθεί μεγαλύτερο έγκλημα, από ό,τι η συνεργασία με τους Γερμανούς» σημείωνε, ήδη από τις 19 Απριλίου, το Φόρεϊν Όφις διαπιστώνοντας ταυτόχρονα ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας είχε καταστεί σε μεγάλο βαθμό «νεκρό γράμμα».
Το μετέωρο βήμα προς την ομαλότητα!/Φεβρουάριος 1945 -Μάρτιος 1941
—Ηλίας Νικολακόπουλος


Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 στην παραθαλάσσια τοποθεσία της Αττικής μεταξύ Κυβέρνησης και ΕΑΜ και επιχείρησε να τερματίσει θεσμικά τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις, που έμειναν στην ιστορία ως «Δεκεμβριανά».

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 από την τότε κυβέρνηση Πλαστήρα και αντιπροσώπους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) μετά την ανακωχή των Δεκεμβριανών στις 11 Ιανουαρίου 1945 ανάμεσα στους Άγγλους και τον ΕΛΑΣ, βάσει της οποίας οι δυνάμεις του υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την Αττική και τη Θεσσαλονίκη.
Την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ κατά την υπογραφή της συμφωνίας αποτελούσαν ο επικεφαλής Γεώργιος Σιάντος [γ.γ. ΚΚΕ], Ηλίας Τσιριμώκος [γ.γ. Ε.Λ.Δ.], Δημήτρης Παρτσαλίδης [γ. Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ] και ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης ως στρατιωτικός σύμβουλος, ενώ η κυβερνητική αντιπροσωπεία απαρτιζόταν από τον επικεφαλής Ιωάννη Σοφιανόπουλου, υπουργό Εξωτερικών, Περικλή Ράλλη (υπουργό Εσωτερικών), Ιωάννη Μακρόπουλο (υπουργό Γεωργίας) και Παυσανία Κατσώτα ως στρατιωτικό σύμβουλο.




Το περιεχόμενο της Συμφωνίας
Τη Συμφωνία αποτελούσαν εννέα άρθρα.
1.Tην δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις πολιτικές ελευθερίες.
2.Την άρση του στρατιωτικού νόμου.
3.Την αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων (αλλά με την εξαίρεση των κοινών αδικημάτων), που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944.
4.Την πλήρη απελευθέρωση των συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ.
5.Τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού.
6.Την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τον πλήρη αφοπλισμό του.
7.Την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών.
8.Την αντίστοιχη εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας, και
9.Τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα και εκλογών με συμμετοχή διεθνών παρατηρητών.

Τα αποτελέσματα της Συμφωνίας της Βάρκιζας ήταν:
  • Στις 28 Φεβρουαρίου ολοκληρώθηκε ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, ο οποίος παρέδωσε 100 πυροβόλα διαφόρων τύπων, 81 ομαδικούς και 138 ατομικούς όλμους, 419 πυροβόλα, 1412 οπλοπολυβόλα, 713 αυτόματα τουφέκια, 48.953 τουφέκια και πιστόλια, 57 αντιαρματικά τουφέκια και 17 συσκευές ασυρμάτου.
  • Μερικές μονάδες του ΕΛΑΣ, όπως και ο ηγέτης του Άρης Βελουχιώτης αρνήθηκαν να δεχτούν τη Συμφωνία και κατέφυγαν και πάλι στα βουνά, παρότι ο τελευταίος την ειχε υπογράψει. Το Κ.Κ.Ε. τους αποκήρυξε αμέσως, αν και πλέον έχει παραδεχθεί ότι η απόφαση του Βελουχιώτη ήταν σωστή και τον έχει αποκαταστήσει πολιτικά.
  • Οι εκατέρωθεν παραβιάσεις των όρων της οδήγησαν σε νέα πολιτική πόλωση και στα δραματικά γεγονότα του εμφυλίου 1946-1949.
Ωστόσο, η Συμφωνία της Βάρκιζας περιείχε ουσιαστικές αδυναμίες και νομικά κενά, τα οποία σε συνδυασμό με την έλλειψη συνεννόησης ανάμεσα στις δύο πλευρές, τελικά οδήγησαν στην ουσιαστική ακύρωσή της. Υπήρχε, χαρακτηριστικά, η πιο κάτω σημαντική παράλειψη: Ενώ με τη συμφωνία της Βάρκιζας παραχωρούνταν αμνηστία στους αντάρτες του ΕΛΑΣ, δε λαμβάνετο πρόνοια για τα ποινικά αδικήματα που διαπράχθηκαν στην περίοδο των Δεκεμβριανών. Αυτή η παράλειψη θα έχει μοιραίες επιπτώσεις στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης ξέσπασε η λεγόμενη Λευκή Τρομοκρατία και κύμα αντεκδικήσεων όχι μόνο εναντίον των κομμουνιστών, αλλά και πολιτών που είχαν ενταχθεί ή συμπαθούσαν το ΕΑΜ. Λόγω της συνθήκης το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας παρέμεινε τυπικά νόμιμο κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου έως τις 27/12/1947, όταν με τον Α.Ν. 509/1947 (Ιδιώνυμο) τέθηκε εκτός νόμου. Νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1946, με το Γ' Ψήφισμα, είχε αρχίσει η δίωξη, από το επίσημο κράτος, των αριστερών και φιλοαριστερών πολιτών με έκτακτα στρατοδικεία και εκτελέσεις.
el.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου