Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Περί όρκου


 Περί όρκου

Από τους πανάρχαιους χρόνους ο όρκος αποτελεί έναν κοινωνικό θεσμό. Όταν οι θεοί φιλονικούσαν, ο Δίας, για να εξακριβώσει ποιος έλεγε την αλήθεια, έστελνε την Ίριδα να φέρει από τον Άδη το τρομερό νερό από τη λίμνη Στύγα (εκεί που η Θέτιδα βούτηξε τον γιο της Αχιλλέα για να τον κάνει αθάνατο), πάνω από το οποίο ορκίζονταν οι θεοί. Οι επίορκοι έμεναν άφωνοι και για εννέα χρόνια έχαναν τα προνόμιά τους. Και οι ομηρικοί Έλληνες πίστευαν στη δύναμη του όρκου, η δε επιορκία και η ψευδορκία εθεωρούντο πολύ βαριά εγκλήματα.

Έντονη συζήτηση περί όρκου έγινε την περασμένη εβδομάδα, με αφορμή την τελετή της ορκωμοσίας της νέας ελληνικής κυβέρνησης στο Προεδρικό Μέγαρο. Η ορκωμοσία έγινε σε δύο φάσεις. Πρώτα ορκίστηκαν τα μέλη της κυβέρνησης που έδωσαν θρησκευτικό όρκο και ακολούθησαν τα υπόλοιπα που προτίμησαν να δώσουν πολιτικό όρκο. Τα τελευταία διαβεβαίωσαν, στην τιμή και τη συνείδησή τους, ότι θα τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και πως θα υπηρετούν το γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού.

Επειδή πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν περί όρκου, νομίζουμε ότι είναι χρήσιμο να δούμε ποιες είναι οι σχετικές προβλέψεις, από θρησκευτικής και νομικής άποψης.

Κατά τον παλαιό δικονομολόγο καθηγητή Γ. Ράμμο, «θρησκευτικός όρκος είναι η με την επίκληση του θείου διαβεβαίωση για την αλήθεια ή μη γεγονότος ή πράξης ή την τήρηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς». Η νομοθεσία μας επιβάλλει την υποχρεωτική ορκωμοσία στα πρόσωπα που αναλαμβάνουν δημόσιες θέσεις ή αξιώματα, καθώς και στους μάρτυρες, τους ενόρκους, διαδίκους κ.λπ.

Γενικά μπορούμε να πούμε ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων ακολουθείται ο θρησκευτικός όρκος. Σε περίπτωση όμως που κάποιος, λόγω θρησκευτικών του πεποιθήσεων, δεν θέλει να δώσει θρησκευτικό όρκο, μπορεί να δώσει διαφορετικό ή πολιτικό όρκο.

Πολύς λόγος έχει γίνει για το κατά πόσον είναι υποχρεωτικός ο θρησκευτικός όρκος. Την απάντηση δίνει η Καινή Διαθήκη. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (ε', 34), αναγράφεται ρητώς: «Εγώ δε λέγω υμίν, μη ομάσαι όλως, μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεού μήτε εν τη γη…». Δηλαδή όχι απλώς τον απαγορεύει, αλλά τον κηρύσσει και ως ασυμβίβαστο προς τον νόμο του Κυρίου. Την ίδια άποψη έχουν και οι τρεις Ιεράρχες, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο πρώτος μάλιστα λέγει: «Καθ' άπαξ (σημ. δηλαδή μια για πάντα) μεν όρκος απαγορεύεται», ενώ ο τρίτος σαφώς συνιστά: «Απαλλάγητε της των όρκων συνηθείας».

Τα παραπάνω δέχονται πολλοί ιερωμένοι, αλλά υπάρχει βέβαια και η αντίθετη άποψη που υποστηρίζει μερίδα αυτών.

Νομικοί κύκλοι, βλέποντας το θέμα από τη δική τους σκοπιά, θεωρούν ότι η επιβολή του θρησκευτικού τύπου του όρκου μπορεί να δημιουργήσει και προβλήματα συνείδησης, αφού σύμφωνα με την παραπάνω ευαγγελική ρήση «μη ομάσαι όλως», εξαναγκάζονται οι χριστιανοί να πράξουν κάτι που είναι εναντίον της ελευθερίας της συνείδησής τους, ελευθερία που προστατεύεται από το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 13 προβλέπει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη και η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.

Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δικαίωσε δύο μέλη του Κοινοβουλίου του Αγίου Μαρίνου που είχαν προσφύγει σε αυτό, επειδή ο όρκος που έδωσαν ως βουλευτές το 1993 ήταν γραπτός και δεν αναφέρθηκαν στα Ευαγγέλια, όπως σχετικά προβλεπόταν από τη σχετική νομοθεσία της χώρας τους, με αποτέλεσμα η ορκωμοσία τους να θεωρηθεί άκυρη. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι παραβιάστηκε η θρησκευτική ελευθερία των δύο βουλευτών.

Όσον αφορά τους έλληνες βουλευτές, το άρθρο 59 του Συντάγματος ορίζει ότι οι βουλευτές, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δίνουν σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο θρησκευτικό όρκο: «Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να είμαι πιστός στην πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου». Στην περίπτωση όμως που είναι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι, δίνουν τον όρκο σύμφωνα με τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγματος.

Ένα όμως λεπτό ζήτημα αποτελεί η ορκοδοσία του Ανωτάτου Άρχοντος στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, δεν προκύπτει, όπως προβλεπόταν από το προηγούμενο Σύνταγμα, ότι ο αρχηγός του κράτους πρέπει να πρεσβεύει τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Προβλέπει όμως ότι ο Πρόεδρος δίνει τον θρησκευτικό όρκο του Χριστιανικού Ορθοδόξου δόγματος. Άρα, κατά μια άποψη, συνάγεται ότι ο Πρόεδρος πρέπει απαραιτήτως να είναι χριστιανός ορθόδοξος. Ο όρκος του Προέδρου είναι:

«Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του Ελληνικού λαού».

Εναπόκειται λοιπόν στην Πολιτεία να ορίζει με νόμο τον επιβαλλόμενο όρκο καθώς και τον τύπο του. Νομίζουμε όμως ότι η γενίκευση του πολιτικού όρκου για όλους δεν βρίσκει αντίθετους τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Ανώτεροι μάλιστα ιερωμένοι έχουν αναφέρει ότι η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία.

Ένας δημόσιος και εμπεριστατωμένος διάλογος μεταξύ όλων των αρμοδίων φορέων θα οδηγούσε, νομίζουμε, στην ανάδειξη των παραπάνω λεχθέντων και θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος. 

"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου