Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Πεπρωμένο του να εκδοθεί...



 

Πεπρωμένο του να εκδοθεί...


Κάθε βιβλίο έχει τη δική του ιστορία, αλλά η ιστορία που συνοδεύει το «Ζωή και Πεπρωμένο» είναι πραγματικά ξεχωριστή. Επί μισό αιώνα, τα χειρόγραφα του Βασίλι Γκρόσμαν βρίσκονταν καταχωνιασμένα στα αρχεία των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και μόλις τον Ιούλιο του 2013 παραδόθηκαν στα Λογοτεχνικά Αρχεία της χώρας, όπου πανεπιστημιακοί και ερευνητές μπορούν επιτέλους να τα συμβουλευθούν ελεύθερα.
Όταν ο Γκρόσμαν επιχείρησε να δημοσιεύσει αυτό το επικών διαστάσεων μυθιστόρημα που έγραφε από το 1948, αρδεύοντας κι από την εμπειρία του ως πολεμικού ανταποκριτή της επίσημης εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού, ο κομματικός μηχανισμός της πρώην ΕΣΣΔ δεν του το επέτρεψε.
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1961 δύο κρατικοί πράκτορες μπήκαν στο σπίτι του συγγραφέα, που στα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα είχε συμμάχους τον Γκόργκι και τον Μπουλγκάκοφ, και του πήραν από το χειρόγραφο μέχρι το καρμπόν και τη μελανοταινία της γραφομηχανής, προκειμένου ν' αποκλειστεί η δυνατότητα αναπαραγωγής έστω και μιας πρότασης από το «Ζωή και Πεπρωμένο». Μετά το θάνατο του Γκρόσμαν, το 1964, δύο αντίγραφα προσωρινών μορφών του μυθιστορήματος φυγαδεύθηκαν στη Δύση με τη μορφή μικροφίλμ και μολονότι οι αναπαραγωγές τους δεν ήταν καθόλου ευκρινείς, οδήγησαν αντίστοιχα σε δύο εκδόσεις του έργου: μία το 1980 στη Λοζάνη κι άλλη μία στη Μόσχα, την εποχή της Γκλάσνοστ, το 1990, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε και η ελληνική απόδοσή του. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε από τους Δυτικούς διανοουμένους ήταν ενθουσιώδης. Δεν το είδαν όμως ως ακόμη ένα «ντοκουμέντο» της αντικομμουνιστικής φιλολογίας. Υποκλίθηκαν και στη μεγάλη λογοτεχνική του αξία.


Μεγαλειώδες πανόραμα της σοβιετικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τα έργα και τις ημέρες -ήδη από την προεπαναστατική εποχή- μιας πολυπλόκαμης οικογένειας, το «Ζωή και Πεπρωμένο» εκθέτει τις αδυναμίες και τα λάθη του σοβιετικού καθεστώτος, εστιάζει στις εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων και τις συνθήκες καταπίεσης στα γκουλάγκ, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει τους κομμουνιστές ως απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, όχι σαν προβλέψιμες ενσαρκώσεις του κακού, κι απέναντι στην αποκτήνωση που επιβάλλει ο ολοκληρωτισμός, αντιπαραβάλλει τη δύναμη της καλοσύνης. 
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=387095 
  
Αγκαλιασμένοι στους θαλάμους αερίων

Ο Δαβίδ πέρασε το χέρι του πάνω από το ατσάλινο πλαίσιο της πόρτας. Ηταν ψυχρό και γλιστερό. Ενα θαμπό πρόσωπο τον κοιτούσε. Ηταν το είδωλό του. Κάνοντας μικρά, αργά βήματα, μπήκε σ' ένα τσιμεντένιο κουτί με χαμηλό ταβάνι. Δεν έβλεπε πουθενά λάμπες, αλλά υπήρχε ένα γκρίζο φως, σαν να έλαμπε ο ήλιος σ' έναν τσιμεντένιο ουρανό. 

Η φρίκη φωτογραφημένη από τους ίδιους τους ναζί . Εκατομμμύρια εβραίοι θανατώθηκαν στα κρεματόρια Η φρίκη φωτογραφημένη από τους ίδιους τους ναζί . Εκατομμμύρια εβραίοι θανατώθηκαν στα κρεματόρια  

Ανθρωποι που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν αχώριστοι, τώρα περιφέρονταν, γυρεύοντας ο ένας τον άλλον. Το βλέμμα του Δαβίδ συνάντησε το πρόσωπο της Λούσια Στέρενταλ. Οταν την πρωτοείδε στο τρένο, ένιωσε εκείνη τη γλυκιά θλίψη που γεμίζει τους ερωτευμένους. Μια στιγμή αργότερα, η αγαπημένη του είχε χαθεί. Στη θέση της βρισκόταν μια κοντή γυναίκα, μετά ένας γέρος με γαλάζια μάτια και ύστερα ένας νεαρός με απλανές βλέμμα.

Ολοι κινούνταν συνεχώς, αλλά όχι σαν άνθρωποι, ούτε καν σαν έντομα. Ηταν μια κίνηση χωρίς αίσθηση ή σκοπό, χωρίς ίχνος ζωντανής βούλησης πίσω της. Και το ανθρώπινο ποτάμι συνέχιζε να χύνεται μέσα στο θάλαμο. Οι απ' έξω έσπρωχναν τους από μέσα κι εκείνοι τους διπλανούς τους με τους αγκώνες, τους ώμους, τις κοιλιές τους. Ο Δαβίδ είχε την εντύπωση πως κάποιος τον κατηύθυνε. Εφτασε στον τοίχο. Πρώτα το ένα γόνατο, ύστερα το στέρνο του, ακούμπησαν στο παγωμένο τσιμέντο. Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Η Σοφία Λέβιντον ήταν ήδη εκεί.

Οι θάλαμοι αερίων υπάρχουν ακόμα, για να μην ξεχνάμε Οι θάλαμοι αερίων υπάρχουν ακόμα, για να μην ξεχνάμε  

Αρχισαν να κοιτάζουν προς την πόρτα, που τρεμόσβηνε στο βάθος εκείνου του τεράστιου χώρου. Ο Δαβίδ μπορούσε επιτέλους να διακρίνει τα πρόσωπα των ανθρώπων. Από το πρωί που τους άφησε το τρένο έβλεπε μόνο πλάτες. Η Σοφία Λέβιντον είχε αλλάξει ξαφνικά. Η φωνή της ακουγόταν διαφορετική σ' αυτόν το χαμηλό τσιμεντένιο κόσμο. Κάτι πολύ παράξενο της συνέβη από τη στιγμή που μπήκαν εκεί μέσα. Οταν είπε: «Κρατήσου από το χέρι μου, γιε μου», εκείνος κατάλαβε πως φοβόταν να τον αφήσει να φύγει, φοβόταν να μείνει μόνη. Το χέρι της κρατούσε σφιχτά το δικό του, αλλά κάποια δύναμη που μεγάλωνε ανεπαίσθητα τον έσπρωχνε μακριά της. Το κράτημα της Σοφίας άρχισε να χαλαρώνει.

Το πλήθος πύκνωνε σταθερά. Οι άνθρωποι άρχισαν να κινούνται όλο και πιο αργά. Τα βήματά τους γίνονταν όλο και μικρότερα. Κανένας δεν ρύθμιζε την κίνησή τους μέσα σε κείνο το τσιμεντένιο κουτί. Το γυμνό αγόρι συνέχισε να κινείται άσκοπα. Τα μικρά ελαφριά βήματά του δεν ακολουθούσαν πια την ίδια πορεία με τα βαριά βήματα της Σοφίας Λέβιντον. Τους είχαν χωρίσει; Δεν ήταν δίπλα του; Γιατί δεν τον είχε ήδη αγκαλιάσει, όπως αγκάλιαζε λίγο πιο πέρα εκείνη η γυναίκα την κόρη της, σπασμωδικά με όλο το μελαγχολικό πείσμα της αγάπης, γιατί δεν ακουμπούσε το μάγουλό της στο δικό του, γιατί δεν είχαν γίνει ήδη ένα σώμα;

Η ανθρώπινη μάζα όλο και πύκνωνε. Το αγόρι ούρλιαξε, συνειδητοποιώντας πως η Σοφία Λέβιντον δεν τον κρατούσε πια. Αλλά το ξέχασε αμέσως. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά του χάθηκαν κάπου ανάμεσα στα σώματα που συνωστίζονταν γύρω του και τον τραβούσαν προς την πόρτα. Ξεχώρισε τρεις ανθρώπους αγκαλιασμένους. Ηταν δύο άντρες και μία γερόντισσα. Αυτή προσπαθούσε να προφυλάξει τους γιους της κι εκείνοι την υποβάσταζαν.

Ξαφνικά, μια καινούργια κίνηση παρουσιάστηκε δίπλα στον Δαβίδ. Ο θόρυβος ήταν καινούργιος, εντελώς ξεχωριστός από το γενικό σύρσιμο και το μουρμουρητό. «Αφήστε με να περάσω!». Ενας άνδρας με μυώδη χέρια είχε γείρει μπροστά το κεφάλι και τρυπούσε τη συμπαγή μάζα των κορμιών. Ηθελε να ξεφύγει από τον υπνωτικό τσιμεντένιο ρυθμό. Το σώμα του επαναστατούσε, τυφλά, ασυλλόγιστα, σαν το ψάρι που σπαρταρά στον αέρα, νομίζοντας πως έτσι θα ξαναβρεθεί στο νερό. Σε λίγο ησύχασε κι άρχισε να σέρνει πάλι τα πόδια, ανασαίνοντας με δυσκολία.

Αυτή η αναστάτωση άλλαξε την τροχιά του πλήθους. Ο Δαβίδ ξαναβρέθηκε πλάι στη Σοφία Λέβιντον. Εκείνη έσφιξε το αγόρι επάνω της με κείνη την παράξενη δύναμη, που γνώριζαν καλά οι Γερμανοί. Οταν άδειαζαν το θάλαμο, δεν επιχειρούσαν ποτέ να χωρίσουν τα αγκαλιασμένα πτώματα.

Στη μάχη του Στάλινγκραντ, εκεί όπου ο Κόκκινος Στρατός σταμάτησε την επέλαση των Γερμανών, συμμετείχε και ο Βασίλι Γκρόσμαν και τη μεταφέρει με εικόνες που συγκλονίζουν στο βιβλίο του Στη μάχη του Στάλινγκραντ, εκεί όπου ο Κόκκινος Στρατός σταμάτησε την επέλαση των Γερμανών, συμμετείχε και ο Βασίλι Γκρόσμαν και τη μεταφέρει με εικόνες που συγκλονίζουν στο βιβλίο του 

 Κραυγές ήρθαν από το μέρος της εισόδου. Βλέποντας την πυκνή ανθρώπινη μάζα, όσοι δεν είχαν μπει ακόμα μέσα αρνούνταν να προχωρήσουν. Ο Δαβίδ παρακολούθησε την πόρτα να κλείνει απαλά. Πλησίαζε το ατσάλινο πλαίσιό της, σαν να την τραβούσε κάποιος αθέατος μαγνήτης, ώσπου ενώθηκαν. Επάνω ψηλά, πίσω από μια ορθογώνια μεταλλική σχάρα στον τοίχο, είδε κάτι να σαλεύει. Εμοιαζε με αρουραίο, αλλά την ίδια στιγμή κατάλαβε πως ήταν η φτερωτή ενός εξαεριστήρα που άρχιζε να γυρίζει. Μύρισε ένα λεπτό, μάλλον γλυκό άρωμα.

Το σύρσιμο των ποδιών καταλάγιασε. Μόνο να συγκεντρωνόσουν ίσως κατάφερνες να ξεχωρίσεις κάπου κάπου πνιχτές κραυγές, υπόκωφα βογγητά και μπερδεμένους ψιθύρους. Η γλώσσα δεν ωφελούσε πια τους ανθρώπους. Ούτε και η δράση. Η δράση κατευθύνεται προς το μέλλον κι εδώ δεν υπήρχε πια κανένα μέλλον. Τώρα, όταν ο Δαβίδ γύριζε το κεφάλι, η Σοφία Λέβιντον δεν ακολουθούσε το βλέμμα του παιδιού. Τα μάτια της, που είχαν διαβάσει από Ομηρο και Χέγκελ μέχρι Μαρκ Τουέιν και από πολιτικά άρθρα μέχρι ιστορικές περιπέτειες, τα μάτια που είχαν δει καλούς και κακούς ανθρώπους, τις χήνες στα καταπράσινα λιβάδια του Κουρσκ, τ' αστέρια πάνω από την Πετρούπολη, τη λάμψη του χειρουργικού ατσαλιού, τη Μόνα Λίζα στο Λούβρο, ντομάτες και γογγύλια στην αγορά, το γαλάζιο νερό της λίμνης Ισίκ Κουλ... αυτά τα μάτια δεν της χρησίμευαν πια σε τίποτα. Αν κάποιος την τύφλωνε, δεν θα ένιωθε καμιά αίσθηση απώλειας.

Ανάσαινε ακόμα, αλλά το ν' αναπνέει ήταν δύσκολη δουλειά και οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Οι καμπάνες που ηχούσαν στο κεφάλι της έγιναν εκκωφαντικές. Ηθελε να συγκεντρωθεί σε μια τελευταία σκέψη, αλλά ήταν ανίκανη να τη διατυπώσει με σαφήνεια. Στεκόταν εκεί, βουβή, τυφλή, με τα μάτια ακόμα ανοιχτά.

Οι κινήσεις του αγοριού τη γέμιζαν οίκτο. Τα αισθήματά της απέναντί του ήταν τόσο απλά που δεν χρειαζόταν στόμα και μάτια. Το μισοπεθαμένο αγόρι ανάσαινε ακόμα, αλλά αυτός ο ίδιος αέρας ήταν που του έκλεβε αργά αργά τη ζωή. Το κεφάλι του γύριζε αριστερά-δεξιά. Ηθελε ακόμα να βλέπει. Κι έβλεπε ανθρώπους να γέρνουν προς το πάτωμα. Εβλεπε στόματα χωρίς δόντια και στόματα με λευκά δόντια και χρυσά δόντια. Εβλεπε ένα λεπτό ρυάκι αίματος που κυλούσε από ένα ρουθούνι. Εβλεπε μάτια να περιεργάζονται το μοναδικό παράθυρο.

 

Το αδιάκριτο βλέμμα του Ρόζε συνάντησε το βλέμμα του Δαβίδ. Το αγόρι χρειαζόταν ακόμα τη φωνή του. Θα ρωτούσε τη θεία Σόνια, εκείνα τα μάτια, πίσω από το τζάμι, ήταν σαν του λύκου στο βιβλίο. Και τη σκέψη χρειαζόταν. Δεν είχε προλάβει ακόμα να γνωρίσει τον κόσμο. Ηξερε πως όταν πατάς την καυτή, σκονισμένη γη, οι πατούσες σου αφήνουν το σχήμα τους, πως η μητέρα του ζούσε στη Μόσχα, πως το φεγγάρι κοίταζε κάτω και πως οι άνθρωποι σήκωναν προς τα πάνω το κεφάλι τους για να το κοιτάξουν, πως η τσαγιέρα έβραζε όταν την έβαζες στη στόφα. Αυτός ο κόσμος, όπου ένα κοτόπουλο μπορούσε να τρέχει χωρίς κεφάλι και το γάλα ερχόταν από κάπου μόνο το πρωί και τα βατράχια χόρευαν όταν τους έπιανες τα μπροστινά πόδια, αυτός ο κόσμος ακόμα τον απασχολούσε.
Ολη αυτή την ώρα τον έσφιγγαν δυνατά ζεστά χέρια. Δεν πρόλαβε να καταλάβει πως το βλέμμα του σκοτείνιασε, πως δεν έβλεπε πια τίποτα. Απλά η καρδιά του άδειασε και η σκέψη του σώπασε. Τον είχαν σκοτώσει. Δεν υπήρχε πια. 

Η Σοφία Λέβιντον ένιωσε το σώμα του αγοριού να υποχωρεί από τα χέρια της. Αλλη μία φορά εκείνη έμεινε πίσω του. Στις περιοχές των ορυχείων, όταν δηλητηριάζεται ο αέρας, τα μικρά πλάσματα πεθαίνουν πρώτα. Το αγόρι, με το λεπτοκαμωμένο σώμα, έφυγε πριν απ' αυτήν σαν πουλάκι. «Εγινα μητέρα», σκέφτηκε. Αυτή ήταν η τελευταία της σκέψη. Η καρδιά της, ωστόσο, είχε ακόμα ζωή μέσα της. Ακόμα χτυπούσε, ακόμα πονούσε, ακόμα ένιωθε οίκτο για τους νεκρούς και τους ζωντανούς. Η Σοφία Λέβιντον ένιωσε ένα κύμα ναυτίας. Κρατούσε στην αγκαλιά της τον Δαβίδ σαν κούκλα. Τώρα ήταν κι αυτή νεκρή, ήταν κι αυτή μια κούκλα. 

Οταν ένα ανθρώπινο πλάσμα πεθαίνει, περνάει από τον κόσμο της ελευθερίας στον κόσμο της σκλαβιάς. Η ζωή είναι ελευθερία και ο θάνατος σταδιακή άρνηση της ελευθερίας. Η συνείδηση πρώτα θαμπώνει και ύστερα χάνεται. Οι λειτουργίες της ζωής, η αναπνοή, ο μεταβολισμός, η κυκλοφορία του αίματος, συνεχίζουν για λίγη ώρα, αλλά η αμετάκλητη κίνηση προς τη σκλαβιά έχει γίνει. Η συνείδηση, η φλόγα της ελευθερίας, έχει σβήσει. 

 

Τ' αστέρια χάνονται από το νυχτερινό ουρανό. Ο ήλιος σβήνει. Η Αφροδίτη, ο Αρης και ο Δίας σβήνουν κι αυτοί. Εκατομμύρια φύλλα πεθαίνουν. Οι άνεμοι και οι ωκεανοί εξαφανίζονται. Τα άνθη χάνουν το χρώμα και το άρωμά τους. Το ψωμί χάνεται. Το νερό χάνεται. Ακόμα και ο ίδιος ο αέρας, ο άλλοτε δροσερός κι άλλοτε πνιγηρός αέρας χάνεται. Ο κόσμος που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο παύει να υπάρχει. Και είναι ο αυτός εσωτερικός κόσμος τόσο όμοιος, τόσο εκπληκτικά όμοιος, με τον εξωτερικό.

Ναι, υπάρχει μέσα στο νου κάθε ανθρώπου κάτι που ξεχωρίζει τον ήχο του ωκεανού, τη μυρωδιά των λουλουδιών, το θρόισμα των φύλλων, τις αποχρώσεις του γρανίτη και τη μελαγχολία των φθινοπωρινών αγρών, όπως υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν αιώνια. Αυτό που συνιστά την ελευθερία ενός ατόμου είναι η μοναδική ικανότητα της συνείδησής του να καθρεφτίζει τον κόσμο. Αλλά η ζωή του αποκτά πραγματικό νόημα μόνον όταν η συνείδησή του καθρεφτίζει τις συνειδήσεις των άλλων, τον κόσμο όπως τον καθρέφτιζαν οι δικές τους συνειδήσεις. Τότε η ελευθερία γίνεται καλοσύνη. 

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=387096

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου