ΑΠΟ
ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΗΣ ΓΡΙΠΗΣ
Από
τις γαργάρες και τις βδέλλες του 1918 στις θερμικές κάμερες των αεροδρομίων.
(Όταν εμφανίστηκε ο Η1Ν1)
(Όταν εμφανίστηκε ο Η1Ν1)
Του Κώστα Δεληγιάννη
Θερμικές κάμερες οι οποίες
εντοπίζουν τους εμπύρετους ταξιδιώτες στα αεροδρόμια. Εξετάσεις που μεσα σε
λίγες ώρες μπορούν να ανακαλύψουν ποιοι έχουν προσβληθεί από τον ιό. Διεθνή
δίκτυα εργαστηρίων τα οποία, υπό την καθοδήγηση του Παγκόσμιου Οργανισμού
Υγείας, μπορούν να αναλύουν ύποπτα δείγματα στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη,
ανταλλάσσοντας κρίσιμα δεδομένα και πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο. Φάρμακα
νέας γενιάς τα οποία λειτουργούν ως « βιοχημικές ασπίδες» ακόμη και για όσους
έχουν ήδη νοσήσει. Και όμως· ο φόβος μιας νέας πανδημίας δεν είναι απλώς
εφεύρημα των ΜΜΕ. Ο ΠΟΥ έθεσε σε κόκκινο συναγερμό τις υγειονομικές Αρχές όλου
του πλανήτη, μιλώντας για το ενδεχόμενο εκατομμυρίων κρουσμάτων από τον νέο
φονικό ιό, ενώ, κατά το Associated Press, οι ομοσπονδιακές Αρχές των ΗΠΑ
εκτιμούν πως, σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο, μια πανδημία θα μπορούσε να
προκαλέσει στη χώρα 2 εκατομμύρια θύματα.
Αυτός ο κίνδυνος ξυπνά μνήμες
από το παρελθόν. Η «ισπανική γρίπη », η οποία εκδηλώθηκε τη διετία 1918-1920,
στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 40 εκατομμύρια ανθρώπους, ποσοστό που,
σύμφωνα με εκτιμήσεις, αντιστοιχούσε στο 2 % του τότε παγκόσμιου πληθυσμού. Η
νόσος μέσα σε λίγους μήνες είχε εξαπλωθεί από την περιοχή της Αρκτικής μέχρι τα
νησιά του Ειρηνικού και περιγράφηκε ως το «μεγαλύτερο ιατρικό ολοκαύτωμα στην
ανθρώπινη ιστορία». Ολοκαύτωμα το οποίο δεν οφειλόταν μόνο στη φονική δράση του
ιού, αλλά και στην τραγική ένδεια των όπλων που διέθεταν οι επιστήμονες εκείνης
της εποχής για να τον αντιμετωπίσουν. « Οι γιατροί δοκίμαζαν τα πάντα, ακόμη
και γιατροσόφια: από την πανάρχαια μέθοδο της αφαίμαξης με βδέλλες μέχρι τη
χορήγηση οξυγόνου», γράφει στο βιβλίο του «Η μεγάλη γρίπη» ο John M. Barry,
«διαπιστώνοντας ότι το μόνο μέτρο που είχε κάποια σχετική επιτυχία ήταν η
μετάγγιση στα νέα θύματα αίματος από ασθενείς που ιάθηκαν». Άλλωστε, το ιατρικό
προσωπικό μαχόταν απέναντι σε έναν άγνωστο εχθρό, καθώς μέχρι τότε η αιτία της
νόσου δεν είχε ανακαλυφθεί. Ο πρώτος ιός γρίπης απομονώθηκε μόλις το 1931, ενώ
τα μόνα εμβόλια που υπήρχαν το 1918 ήταν αναποτελεσματικά - αφού καταπολεμούσαν
μόνο τα βακτήρια.
Από εκεί και πέρα, τα
υπόλοιπα μέτρα ήταν μέθοδοι γενικής προφύλαξης όσων δεν είχαν
ακόμη προσβληθεί: ψεκασμοί των δρόμων και των κοινόχρηστων χώρων, διαλύματα για
γαργάρες και μάσκες φτιαγμένες από γάζες, που συχνά κάλυπταν μόνο τη μύτη ή το
στόμα και βέβαια είχαν «αμφίβολη αποτελεσματικότητα», σημειώνει ο Barry.
Εξάλλου,
οι γιατροί το μόνο που είχαν να προτείνουν στους τρομοκρατημένους πολίτες ως
πρώτες βοήθειες ήταν να αποφεύγουν τις συναθροίσεις, να κοιμούνται με ανοικτά
παράθυρα και να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες υγρών. Επίσης, όσοι δεν
αρκούνταν στις επίσημες ιατρικές συμβουλές μπορούσαν να καταφύγουν σε παράδοξα
μηχανήματα «καθαρισμού του αέρα» ή ακόμη και σε τελετουργίες για τους λοιμούς,
οι οποίες ανάγονταν στο Μεσαίωνα. Όπως ήταν, για παράδειγμα, η καύση
αυτοσχέδιων σκευασμάτων από μπαχαρικά και ξίδι ή θείου στην εστία του σπιτιού,
οι αναθυμιάσεις των οποίων υποτίθεται ότι προστάτευαν όσους έρχονταν σε επαφή
με κάποιον άρρωστο.
Είναι και θέμα τύχης
Βέβαια,
οι πολίτες είχαν κάθε λόγο να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στους αρμοδίους, οι
οποίοι εξαιτίας του Α' Παγκόσμιου Πολέμου στις περισσότερες χώρες αποσιώπησαν
τα πρώτα κρούσματα. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι η γρίπη ονομάστηκε
«ισπανική», παρόλο που δεν ξεκίνησε από τη χώρα της Ιβηρικής, επειδή απλώς οι
πρώτες αναφορές για την επιδημία έγιναν στην Ισπανία η οποία δεν συμμετείχε
στον πόλεμο. Και βέβαια, η Ιατρική δεν είχε πει την τελευταία της λέξη: το 1945
παρασκευάστηκε το πρώτο αντιγριπικό εμβόλιο, γεγονός που σήμανε ότι το φονικό
μένος της «ασιατικής γρίπης» του 1957 και της «γρίπης του Χονγκ Κονγκ» το 1968
ήταν συγκριτικά μετριασμένο - με θύματα τα οποία ανήλθαν στα 2 εκατομμύρια και
1 εκατομμύριο αντίστοιχα. Στον περιορισμό των θυμάτων, άλλωστε, συνέβαλε και
στις δύο περιπτώσεις το γεγονός ότι οι επιστήμονες πια μπορούσαν να ταυτοποιήσουν
σχετικά σύντομα το στέλεχος του ιού που κρυβόταν πίσω από την πανδημία.
Ίσως,
όμως, μερικές φορές η εξέλιξη μιας μεταδοτικής ασθένειας να είναι και θέμα
τύχης: η μη εξάπλωση της γρίπης του Χονγκ Κονγκ στην Αμερική αποδίδεται εν
μέρει και στο γεγονός ότι το «δεύτερο κύμα» της επιδημίας συνέπεσε με τις
γιορτές των Χριστουγέννων, όταν τα σχολεία ήταν κλειστά και η νόσος δεν
μπορούσε να μεταδοθεί μεταξύ των μαθητών και, από αυτούς, στους γονείς τους.
Αντίθετα, όμως, ένας πόλεμος δεν έχει... αργίες: αν το 1918 η ισπανική γρίπη
μεταδόθηκε τόσο ραγδαία, είναι γιατί η πρώτη ήπια μορφή του ιού δεν προκάλεσε
ιδιαίτερη επιβάρυνση στην υγεία των στρατιωτών, με συνέπεια αυτοί να μην
μεταφερθούν στα μετόπισθεν. Έτσι, ο ιός άρχισε να προσβάλλει τον ένα στρατιώτη
μετά τον άλλον, εξελισσόμενος στη φονικότερη μορφή γρίπης όλων των εποχών.
Οι ιοί επιβεβαιώνουν τον Δαρβίνο
Η
εξέλιξη, όμως, μιας επιδημίας εναπόκειται ακόμη και σήμερα στην τύχη; Σε κάποιο
βαθμό ναι, αν αναλογιστεί κανείς πως η ιολόγος Wendy Barclay από το Imperial
College του Λονδίνου δήλωσε πρόσφατα στο New Scientist ότι ένας λόγος που ίσως
αποφύγουμε την πρώτη πανδημία του 21ου αιώνα είναι πως για τις χώρες του
βόρειου ημισφαιρίου έχουν παρέλθει οι μήνες εποχικής έξαρσης της γρίπης - οι
μήνες κατά τους οποίους βρισκόμαστε περισσότερο σε εσωτερικούς χώρους, όπου
είναι ευκολότερη η μετάδοση μικροβίων.
Άλλωστε,
και η σημερινή απειλή (το στέλεχος Η1Ν1) είναι αποτέλεσμα συγκυριακών
παραγόντων - ή, πιο σωστά, της βιολογικής εξέλιξης. «Οποιος δεν πιστεύει στη
θεωρία του Δαρβίνου ας μελετήσει προσεκτικά την περίπτωση των ιών της γρίπης »,
έγραφε πρόσφατα στους Times του Λονδίνου ο καθηγητής Colin Blakemore από το
Ιατρικό Συμβούλιο Ερευνας, εξηγώντας πώς ένας τέτοιος μικροοργανισμός μπορεί να
ανταλλάσσει γονίδια ακόμη και από διαφορετικά είδη -τον άνθρωπο, το χοίρο, τα
πτηνά ή τα άλογα- στην προσπάθεια του να γίνει πιο ανθεκτικός. Αυτός είναι ο
λόγος που οι επιστήμονες υποθέτουν ότι ο Η1Ν1 προήλθε από τη μόλυνση ενός
χοίρου με δύο άλλα στελέχη ανθρώπινης γρίπης και γρίπης των πτηνών,
δημιουργώντας ένα νέο φονικό «γονιδιακό κοκτέιλ». Έτσι, παρά τα σύγχρονα
υπερόπλα της επιστήμης, «μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι και στο μέλλον θα
υπάρξουν πανδημίες», προβλέπει ο Colin Blakemore στο ίδιο άρθρο, αφού οι
συνεχείς μεταλλάξεις επιτρέπουν στους ιούς να βρίσκονται πάντα ένα βήμα πιο ο
μπροστά ακόμη και από τα καλύτερα εμβόλια που μπορούν οι γιατροί να χρησιμοποιήσουν
εναντίον τους.
Οι
μεγάλες επιδημίες του 20ού και του 21ου αιώνα
Ισπανική
γρίπη (1918-20): Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι οποίες
βασίστηκαν στη μελέτη ιστών από θύματα που βρέθηκαν παγωμένα στην Αλάσκα, ο ιός
μεταπήδησε απευθείας από τα πτηνά στον άνθρωπο.
Ασιατική
γρίπη (1957 - 58): Η πρώτη πανδημία στην οποία ο ιός
εντοπίστηκε σχετικά σύντομα, δίνοντας τη δυνατότητα παρασκευής εμβολίου. Παρ'
όλα αυτά, οι νεκροί έφτασαν τα 2 εκατομμύρια, κυρίως παιδιά στο «πρώτο κύμα»
εξάπλωσης της γρίπης και ηλικιωμένοι στο «δεύτερο κύμα».
Γρίπη
του Χονγκ Κονγκ (1968 - 69): Πρωτοεμφανίστηκε στην
ασιατική πόλη προσβάλλοντας 500.000 κατοίκους, ενώ με την εξάπλωση του τα
θύματα έφτασαν το 1 εκατομμύριο. Ο ιός έμοιαζε γενετικά με τον μικροοργανισμό
που πριν από μία δεκαετία είχε προκαλέσει την ασιατική γρίπη. Ειδικοί αποδίδουν
τον μειωμένο αριθμό θυμάτων στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι είχαν αποκτήσει
φυσική ανοσία.
Οξύ
Αναπνευστικό Σύνδρομο - SARS (2003): Ξεκίνησε από την Κίνα και
κινδύνευσε να εξελιχθεί στην πρώτη μεγάλη πανδημία του 21ου αιώνα. Ο ιός
μεταφέρθηκε σε περισσότερες από είκοσι χώρες, προκαλώντας περίπου 8.000
κρούσματα. Τελικά, τα θύματα δεν ξεπέρασαν τα 800.
Γρίπη
των πτηνών (1997 - 2009): Παρόλο που το ποσοστό θνησιμότητας
από τον ιό φτάνει έως και το 60%, μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 800 θύματα από
τη γρίπη των πτηνών - κυρίως χάρη στις μαζικές θανατώσεις μολυσμένων πουλερικών
σε πτηνοτροφικές μονάδες όλου του κόσμου.
Η
άνοδος του βιοτικού επιπέδου δεν μας θωρακίζει απόλυτα
Αν και στην προσπάθεια αντιμετώπισης
των φονικών των η έκβαση του πολέμου παραμένει ακόμη αβέβαιη, η επιστήμη
φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να κερδίσει πολλές μάχες: παρά
τις απαισιόδοξες προβλέψεις, ούτε το
Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο (SARS) το 2003, αλλά ούτε και η πρόσφατη γρίπη των
πτηνών εξελίχθηκαν σε εφιάλτες, όπως πολλοί εκτιμούσαν. Έτσι, τη στιγμή που τα
ιστορικά στοιχεία δείχνουν πως οι πανδημίες εμφανίζονταν με συχνότητα
εικοσαετίας, σήμερα ολοκληρώνονται περίπου 40 χρόνια από την τελευταία μαζική
εξάπλωση ενός ιού, της γρίπης του Χονγκ Κονγκ το 1968. Εξάλλου, «οι ιοί της
γρίπης δεν προκαλούν από μόνοι τους θανάτους», επισημαίνει ο Γιώργος Κοπτόπουλος,
καθηγητής Μικροβιολογίας, Ανοσολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων στην Κτηνιατρική
Σχολή του ΑΠΘ. «Προετοιμάζουν, όμως, το έδαφος ώστε να αναπτυχθούν στον
οργανισμό επικίνδυνες βακτηριακές λοιμώξεις». Όπως επισημαίνει ο κ. Κοπτόπουλος,
η άνοδος του βιοτικού επιπέδου έχει λειτουργήσει τα τελευταία χρόνια επίσης ως
ανάχωμα στην εκδήλωση μιας νέας πανδημίας: «η καλύτερη διατροφή και η βελτίωση
των συνθηκών υγιεινής -τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε σχέση με το
περιβάλλον- συμβάλλουν στον περιορισμό της εξάπλωσης ιών στους οποίους
παλαιότερα θα ήμασταν πιο ευάλωτοι», λέει χαρακτηριστικά. «Δεν είναι τυχαίο,
άλλωστε, το γεγονός ότι οι εστίες εκδήλωσης μιας νέας επιδημίας βρίσκονται σε
περιοχές όπου το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού υπολείπεται». Ωστόσο, συμπληρώνει
ο καθηγητής, είναι λάθος να νομίζουμε ότι ο δυτικός τρόπος ζωής μάς θωρακίζει
απόλυτα από τους ιούς.
Επίσης, η υπερκατανάλωση
τροφών δεν διασφαλίζει. ανοσία: «τα παχύσαρκα παιδιά της Δύσης δεν έχουν πάντα
καλύτερη άμυνα από τα υποσιτιζόμενα παιδιά της Αφρικής». Και βέβαια,
δευτερογενείς παράγοντες, όπως το στρες, συμβάλλουν στην εξασθένηση του
ανοσοποιητικού συστήματος στον ίδιο βαθμό όπως και η έλλειψη τροφής. Άλλωστε,
συχνά ένα φάρμακο εναντίον των ιώσεων μπορεί στον αναπτυγμένο κόσμο να μετατραπεί
από όπλο σε αχίλλειο πτέρνα: «η πολυφαρμακία έχει ως συνέπεια τα αντιβιοτικά να
καθίστανται συχνά αναποτελεσματικά όταν πραγματικά θα χρειαστούμε αντιβίωση για
τις βακτηριακές επιπλοκές της γρίπης», σημειώνει ο κ. Κοπτόπουλος. Κι αυτό
διότι τα βακτήρια αποκτούν ανθεκτικότητα στη δράση των φαρμάκων.
"Κ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου