Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Το γεφύρι της Άρτας στην ιστορία, στον θρύλο και στην ποίηση




Το γεφύρι της Άρτας
στην ιστορία, στον θρύλο και στην ποίηση
του Σαράντου Αντωνάκου
Ένα χιλιόμετρο έξω από την  Άρτα, την όμορφη καταπράσινη πολιτεία της Ηπείρου, σώζεται, ατόφιο από τον χρόνο, το θρυλικό γεφύρι, το «Γεφύρι της Άρτας», γνωστό σε ολόκληρη την Ελλάδα από τα τραγούδια και τις ιστορίες πού συνδέθηκαν μαζί του. Είναι ένα μνημείο πού, εκτός από την δημώδη, το τραγούδησε και η λογία ποίηση και η πεζογραφία. Ακόμη, στον θρύλο του γεφυριού βασίσθηκαν πολλά θεατρικά έργα, ανάμεσα στα όποια ξεχωρίζει ο γνωστός «Πρωτομάστορας» του Καζαντζάκη, τον όποιο με τόση επιτυχία μελοποίησε ο μοναδικός Μανώλης Καλομοίρης.
Το κτίσιμο του Γεφυριού της  Άρτας άλλοι τοποθετούν στα 1606 και άλλοι στα 1602. "Αξιόλογη είναι εν προκειμένω η μαρτυρία του  Άρτης Σεραφείμ Ξενόπουλου, ό όποιος αναφέρει, ότι οι εντόπιοι «κηρύσσουν και πιστεύουν» πώς η γέφυρα «ανηγέρθη υπό τίνος ορθοδόξου Αρταίου, παντοπώλου τό επάγγελμα, τούνομα Θιακογιάννη Γατοφάγου, άνευ της συμπράξεως τινός άλλου κατοίκου, καίτοι απαιτησάντων πολλών προς τούτο πλουσίων Οθωμανών. Ούτος ο περί ου ο λόγος Γιάννης, αγοράσας παρά των εξ Αλγερίας πειρατών αιχμαλωτισάντων και φονευσάντων έμπορον τίνα, πίθους τινάς (καπάσας) περιέχοντας μικράν μεν εν όψει ποσότητα ελαίου, πλήθος δε άπειρον χρυσίου, εθεμελίωσε, διά τε ψυχικήν του σωτηρίαν και ευχερή διάβασιν των επαρχιωτών και συγκοινωνίαν, επί των δύο όχθων του ποταμού, δι' αρίστων τεχνητών ταύτην, μετά τεσσάρων αψίδων (καμαρών), έκτος της εν τω μέσω υψηλής, δια της οποίας διέρχεται πάντοτε μεν, μάλλον δε εν νηνεμία και καλοκαιρία ο Ίναχος, των λοιπών αψίδων διατελουσών τότε άχρηστων».
Εντελώς διαφορετική είναι ή άποψη του χρονογράφου της Ηπείρου, σύμφωνα με τον όποιον η γέφυρα κτίσθηκε στα αμέσως προηγούμενα της Γεννήσεως του Χριστού ρωμαϊκά χρόνια.
Πιο σωστή φαίνεται ή εκδοχή του Σεραφείμ, ό όποιος τοποθετεί την κατασκευή του γεφυριού στα χρόνια της Δεσποτοκρατίας, και μάλλον την θεωρεί έργο του Δεσπότη Μιχαήλ, του Β'.
«Αλλά», συμπληρώνει ο Σεραφείμ, «και το αδόμενον του παντοπώλου ίσως έν μέρει αληθεύη, γενομένης ανανεώσεως τίνος ή έπιδιορθώσεως της γέφυρας επί Τουρκοκρατίας»,
Μια προσεκτική παρατήρηση στην δομή του έργου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τα διάφορα στάδια της ανοικοδομήσεως του. Τα βάθρα πρέπει να τοποθετήσουμε στην ρωμαϊκή περίοδο, ενώ το τμήμα από τα βάθρα και πάνω, με τις τέσσερες μεγάλες καμάρες και τις ψηλές στενόμακρες θυρίδες ανήκει στην Α' περίοδο του Δεσποτάτου της Άρτας.
Μια νέα προσθήκη φαίνεται να έγινε στο τέλος της ίδιας περιόδου, προς το μέρος που βρίσκεται ο υπεραιωνόβισς πλάτανος. Τελευταία, και κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κτίσθηκε η μεσαία καμάρα, ίσως γιατί η παλαιότερη είχε γκρεμιστεί. Στην εποχή αυτή ανήκει και το πολυθρύλητο τραγούδι «της  Αρτης τό Γεφύρι», του όποιου η υπόθεση έχει εν συντομία ως έξης:
Σαράντα πέντε κτίστες και εξήντα μαθητές τους άρχισαν να κτίζουν το γεφύρι, εργαζόμενοι χωρίς διακοπή, από το πρωί ως το βράδυ. Ενώ όμως έφευγαν ήσυχοι, για να συνεχίσουν την επομένη ημέρα, έβρισκαν τα θεμέλια γκρεμισμένα.
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, γιοφύρι έθεμέλιωναν στης "Αρτας τό ποτάμι.

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
"Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."

Το δράμα των κτιστών και των μαθητών συνεχίσθηκε για πολλές ήμερες, Όταν ένα πρωί είδαν στα θεμέλια καθισμένο ένα πουλί να τραγουδά με λαλιά ανθρώπινη και να λέει:

"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."

Φοβισμένος και έκπληκτος άκουσε ο πρωτομάστορη  το πουλί πού μιλούσε, το οποίο θεώρησε άγγελο του Θεού και την παραγγελία Θεία προσταγή. Για τον λόγο αυτό παράγγειλε στην γυναίκα του με το ίδιο το πουλί να έλθει. Φθάνοντας το πετούμενο στο σπίτι του πρωτομάστορα μίλησε στην γυναίκα του και της είπε:

"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι."

Η γυναίκα υπάκουσε πράγματι στην παραγγελία του συζύγου της και ανύποπτη έφθασε στο γιοφύρι, όπου και στοιχειώθηκε από τον ίδιο τον άνδρα της.
Απλά, άλλα με έξοχη δραματικότητα, περιγράφεται η σκηνή αυτή στο τραγούδι:

Να τηνε κι εξαναφανεν από την άσπρην στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;
"Το δαχτυλίδι το 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει, και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα."
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.



Μετά από την θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα, τα θεμέλια στερεώθηκαν και το έργο τελείωσε τρία χρόνια αργότερα. Λένε, πώς αν τύχη και περάσουν από τό γεφύρι άνθρωποι που παίζουν μουσικά όργανα, τρέμει ολόκληρο και κινείται, γιατί η Ελένη, η γυναίκα του πρωτομάστορα, αρχίζει τον χορό.
Μια άλλη λαϊκή δοξασία αναφέρει, ότι τις σκοτεινές νύχτες, που ο Άραχθος πλημμυρίζει και οι αστραπές αυλακώνουν τον ουρανό, ακούγεται μέσα από την γέφυρα μια απόκοσμη, γοερή κραυγή.
Η παράδοση, από την οποία γεννήθηκε το τραγούδι του «Γεφυριού της Άρτας» έχει την αρχή της στην εποχή των ανθρωποθυσιών και ανήκει σε ένα κύκλο, κατά τον οποίο, για να στεριώσουν πολλά μεγάλα κτίρια, ήταν ανάγκη να εντειχιστεί άνθρωπος στα θεμέλια τους.
Στο ίδιο τραγούδι, η γυναίκα τού πρωτομάστορα,   μετά  τον   θάνατο της,  μοιρολογά με  το στόμα του λαϊκού ποιητή:

"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.

Παραλλαγές του τραγουδιού συναντάμε και σε άλλα μέρη. Η ουσία του θρύλου είναι η ασταμάτητη και αγωνιώδης προσπάθεια του άνθρωπου να καθυποτάξει τα στοιχεία της φύσης. Αυτό το επιτυγχάνει με ένα συνεχή και άνισο αγώνα. Παλεύει χωρίς ποτέ να αποθαρρύνεται. Το γεφύρι γκρεμίζεται, άλλα ό πρωτομάστορας επιμένει και νικά με το στοίχειωμα της γυναίκας του, πού δεν είναι τίποτε άλλο από τον ανθρώπινο μόχθο, τον ίδρωτα και ίσως και το αίμα, πού πολλές φορές απαιτείται, για να επιτευχθεί ένα μεγάλο έργο.
Άλλα και μια άλλη, πολύ παραστατική αλληγορία δίνεται από τους ειδικούς στον θρύλο του γεφυριού της Άρτας. Συμβολίζει τις σχέσεις του άνδρα και της γυναίκας και την επίδραση της δεύτερης στην εργασία του πρώτου. Όσο η γυναίκα επηρέαζε τον πρωτομάστορα, εκείνος δεν μπορούσε να επιδοθεί απερίσπαστος στην δουλειά του, με αποτέλεσμα οι εργασίες της θεμελίωσης να είναι ελαττωματικές και την νύκτα να πέφτουν τα θεμέλια. Μόλις η γυναίκα κτίστηκε στην γέφυρα, ο πρωτομάστορας έκανε φτερά στα χέρια και το έργο τελείωσε. Μόνο πού ή άτυχη Ελένη καταταράσθηκε από τον κάτω κόσμο το γιοφύρι.

Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.

Κι όταν της παρατήρησαν, ότι πρέπει να πάρει πίσω την κατάρα, γιατί έχει μονάκριβο αδελφό «μή λάχη καί περάση», η γυναίκα «τον λόγον άλλαξε και άλλη κατάρα δίνει:

Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει..


ΙΕ


Γεφύρι της Άρτας
To Γεφύρι της Άρτας (στην λαϊκή παράδοση γιοφύρι της Άρτας) είναι λιθόκτιστη γέφυρα του ποταμού Αράχθου, του 17ου αιώνα μΧ, στην πόλη της Άρτας, που έγινε πασίγνωστη από το ομώνυμο θρυλικό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην "εξ ανθρωποθυσίας" θεμελίωσή του. Ο ίδιος όρος αποτελεί επίσης σύγχρονη μεταφορική έκφραση όταν αναφέρονται έργα τα οποία αργούν να ολοκληρωθούν όπως και στο θρύλο του τραγουδιού ("Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν").
Η Ιστορία του Γεφυριού της Άρτας
Το πέτρινο γεφύρι της Άρτας, είναι το πιο ξακουστό στην Ελλάδα και αυτό βέβαια το χρωστάει στο θρύλο για τη "θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα", που η λαϊκή μούσα τον έκανε τραγούδι. Η αρχική κατασκευή του γεφυριού τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας επί βασιλέως Πύρρου Α. Αυτό είναι φυσικό, δεδομένου ότι σε αυτά τα μέρη αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός από τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια. Συνεπώς, οι αρχαίοι Αμβρακιώτες είχαν ανάγκη να κατασκευάσουν στο σημείο αυτό κάποιο πέρασμα, γεφύρι, έργο που ασφαλώς θα βελτιώθηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, όταν ο βασιλιάς Πύρρος Α' έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του κράτους του, κι ακόμη αργότερα - στα ρωμαϊκά χρόνια - με την άνθηση της διπλανής Νικόπολης και την αύξηση της εμπορικής κίνησης.  Τη σημερινή του μορφή, το Γεφύρι της Άρτας απέκτησε το έτος 1602-1606 μΧ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τη χρηματοδότηση της κατασκευής του Γεφυριού της ‘Αρτας έγινε από έναν Αρτινό παντοπώλη, τον Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγο, ο οποίος προφανώς είχε εμπορικές δραστηριότητες και είχε ενδιαφέρον για τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τα μουλάρια με τα φορτία του.  Δυστυχώς τα στοιχεία που μας παρέχουν οι αρχαίες πηγές είναι ελάχιστα και γι' αυτό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχθούμε για τη μελέτη του στο ίδιο το κτίσμα.


Περιγραφή του γεφυριού της Άρτας
Το σημερινό μήκος του πέτρινου γεφυριού της Άρτας φτάνει στα 145 m, και το πλάτος του είναι 3,75 m. Οι τέσσερις ημικυκλικές καμάρες δεν έχουν καμία συμμετρία μεταξύ τους. Τα βάθρα του είναι κτισμένα με μεγάλους κανονικούς λίθους κατά το ισοδομικό σύστημα, με επίστεψη, έτσι που θυμίζουν τοιχοποιία ελληνιστικών μεγάρων. Αυτή λοιπόν η δομή των βάθρων μαρτυρεί ότι το γεφύρι θεμελιώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, και - κατά την άποψη του μελετητή Γιάννη Τσούτσινου - πιθανότατα είναι έργο του Πύρρου Α (3ος π.χ. αιώνας). Σύμφωνα με διαπιστώσεις του Φ. Πέτσα, αρχαιολόγου που παρακολούθησε τις εκσκαφές για τη στήριξη σιδερένιας γέφυρας πλάι στην παλιά στα χρόνια της κατοχής, το ίδιο χτίσιμο συνεχίζεται μέχρι τα κατώτατα θεμέλια του γεφυριού. Πάνω σ' αυτά τα βάθρα, κατά την άποψη ορισμένων μελετητών, χτίστηκαν κατά τη Βυζαντινή εποχή (πρώτη περίοδος του Δεσποτάτου της Ηπείρου) ή κατά την άποψη άλλων στην πρώτη μεταβυζαντινή περίοδο, τέσσερις μεγάλες καμάρες, μεταξύ των οποίων παρεμβλήθηκαν στα ποδαρικά τους καθώς και στα ακρινά σκέλη του γεφυριού οκτώ συνολικά μικρά τοξωτά ανοίγματα, για να διοχετεύονται τα νερά σε περίπτωση πλημμύρας.Η τοιχοποιία της πολύ ωραία είναι ομοιόμορφη με μικρούς κανονικούς λίθους. Φαίνεται ότι η μεγαλύτερη καμάρα, που λόγω του ανοίγματός της ήταν περισσότερο επισφαλής, από άγνωστη αιτία γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε στην τουρκοκρατία, και είναι ακριβώς αυτή η ανακατασκευή της ψηλής καμάρας που γέννησε το θρύλο της στοίχειωσης της γυναίκας του πρωτομάστορα και το αντίστοιχο δημοτικό τραγούδι. Σύμφωνα με σωσμένες γραπτές μαρτυρίες η κατασκευή αυτή έγινε το έτος 1612 μΧ, οι εργασίες κράτησαν τρία χρόνια, μέχρι το 1615 μΧ και η νέα καμάρα έγινε ακόμη ψηλότερη.


Το Λαογραφικό Μουσείο Άρτας που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στη γέφυρα ήταν το παλιό Οθωμανικό Τελωνείο και χτίστηκε με σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ. Οι κάτοικοι διέρχονταν από την ανατολική Ελληνική πλευρά στήν δυτική Οθωμανική με χρήση διαβατηρίου, μέχρι τό έτος 1912.
Το γεφύρι της Άρτας μετά την απελευθέρωση
Συντήρηση – Στήριξη Γεφυριού Άρτας, 1982

Το έτος 1881, όταν απελευθερώθηκε de jure (με συμφωνία) η Άρτα, το γεφύρι ήταν το σύνορο της ελεύθερης Ελλάδας με την τουρκοκρατημένη Ελλάδα. Το διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο δυτικό άκρο του γεφυριού, που χτίστηκε το έτος 1864 μΧ από αυστριακό αρχιτέκτονα και σήμερα στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο Άρτας, αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως Οθωμανικό φυλάκιο της Γέφυρας και αργότερα, μετά το έτος 1881 μΧ, ως μεθοριακός σταθμός, Τελωνείο των Τούρκων. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930 πλάϊ στα αρχαία βάθρα προστέθηκαν και τσιμεντένια - αισθητικά εκτρώματα - για τη στήριξη ξύλινης αρχικά γέφυρας, την οποία οι Γερμανοί κατακτητές, ενίσχυσαν με σιδηροδοκούς για τη διέλευση των οχημάτων τους. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1944 όταν οι Γερμανοί ναζί αποχώρησαν, διέταξαν να ανατιναχθεί το πέτρινο Γεφύρι της Άρτας, αλλά ο γερμανός σαμποτέρ προφανώς εκτίμησε το μέγεθος του εγκλήματος, δεν υπάκουσε στη διαταγή και το γεφύρι σώθηκε. Άλλη άποψη αναφέρει ότι κάποιος Γερμανός στρατιώτης Λούντβιχ, μάλλον αρχαιολόγος, γύρισε κρυφά πίσω και απενεργοποίησε τον εκρηκτικό μηχανισμό. Το έτος 1945 κατασκευάσθηκε κανονική σιδηρογέφυρα η οποία σε συνδυασμό με τις χονδροειδείς τσιμεντοβάσεις της κατέστρεψε τη βόρεια όψη του παλιού γεφυριού. Μόλις πριν λίγα χρόνια, την δεκαετία του 80, επί εποχής υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, απαλλάχτηκε το μνημείο απ' αυτούς τους «κακοήθεις όγκους» του και με τις εργασίες στερέωσης ξαναβρήκε την αρχική του λάμψη. Έγιναν σημαντικές στερεωτικές εργασίες και πολλές τσιμεντενέσεις. Μετά την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος της ΔΕΗ στο Πουρνάρι του Πέτα, από Σοβιετική Εταιρεία κατά τα έτη 1976-1981 δεν υπάρχει πλέον συνεχής ροή στο ποτάμι του Αράχθου. Έτσι «το μνημείο έπαψε να δροσίζει τα πόδια του, κατάντησε εκκλησιά χωρίς εικόνες, βρύση χωρίς νερό» όπως έχει γραφεί γλαφυρά. Το έτος 1983 για τον ίδιο λόγο της ακανόνιστης ροής υδάτων το γεφύρι διέτρεξε θανάσιμο κίνδυνο και τότε τοποθετήθηκαν σειρές από ενσύρματες κροκάλες στον πυθμένα της κοίτης.


Ο Γέρικος Πλάτανος του Αλή Πασά Τεπελενλή
Στην ανατολική όχθη του Αράχθου, κοντά στην αρχή της γέφυρας, μπροστά στην ταβέρνα-καφετέρια «Πρωτομάστορας» σώζεται ο μεγάλος πλάτανος του Αλή Πασά. Λέγεται ότι στον ίσκιο του καθόταν ο Αλή Πασάς Τεπελενλής και απολάμβανε κρεμασμένους απ' τα κλαδιά του όσους είχε καταδικάσει σε θάνατο με απαγχονισμό. Σ' αυτό το μακάβριο θέαμα μας μεταφέρει το δημοτικό τραγούδι: «Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τις ριζούλες στο νερό; Αλή πασάς επέρασε και δεν μπορώ να πιώ».
Το Γεφύρι της Άρτας και ο σχετικός Θρύλος
Η γέφυρα αυτή, κατά τον Χρονογράφο της Ηπείρου, είναι κτίσμα των προ Χριστού Ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα όμως με μερικές παραδόσεις, κτίσθηκε όταν η Άρτα έγινε πρωτεύουσα πόλη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, ίσως και επί Δεσπότη Μιχαήλ Β' Δούκα. Ως χρονολογία οικοδόμησης φέρονται κατ' άλλους το 1602 και κατ' άλλους το 1606. Ο Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος έχει σημειώσει ότι αυτή κτίσθηκε κατά μία παράδοση από κάποιον Αρταίο ορθόδοξο παντοπώλη. Κατά το δημοτικό τραγούδι που ανήκει στα άσματα του ακριτικού κύκλου, 1300 κτίστες, 60 μαθητές, 45 μάστοροι (μηχανικοί) υπό τον Αρχιμάστορα, προσπαθούσαν να κτίσουν τη γέφυρα της οποίας τα θεμέλια κάθε πρωί ήταν κατεστραμμένα. Τελικώς -σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση- ένα πτηνό με ανθρώπινη φωνή γνωστοποίησε πως για να στεριώσει η γέφυρα απαιτείται η ανθρωποθυσία της συζύγου του Πρωτομάστορα. Το οποίο και έγινε με κατάρες που καταλήγουν σε ευχές.

Το Γεφύρι της Άρτας τη νύχτα

Το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο (πολιτικό στίχο). Η ιστορική έρευνα διατυπώνει ότι ο θρύλος αυτός έκρυβε πολλά χρόνια μια ιστορική αλήθεια για την περιοχή της Άρτας και γενικότερα της Ηπείρου. Όταν χρειάστηκε να περάσει από τη περιοχή μεγάλη δύναμη τουρκικού στρατού ζητήθηκε η βοήθεια των κατοίκων για τη δημιουργία μιας γέφυρας. Τότε προστρέξανε πάρα πολλοί δηλώνοντας ότι γνωρίζουν να κτίζουν, προκειμένου να κερδίσουν κάποια εύνοια. Όταν όμως έμαθαν οι κάτοικοι το σκοπό για τον οποίο θα πέρναγε το τουρκικό ασκέρι πήγαιναν τη νύκτα και γκρέμιζαν ότι την προηγούμενη οι ίδιοι είχαν φτιάξει. Όταν οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν γιατί αργεί τόσο πολύ το έργο εκείνοι απάντησαν ότι τελικά είναι στοιχειωμένο το μέρος πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι ή δεν θα περνούσαν ή ότι θα επέστρεφαν. Τότε ο τούρκος διοικητής (πουλάκι) διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της γυναίκας του και τη θανάτωσή τους. Τότε φοβούμενοι όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι στο έργο της ανέγερσης Έλληνες για τη τύχη που θα τους περίμενε έσπευσαν και ολοκλήρωσαν το γεφύρι συνοδεύοντας με κατάρες το τουρκικό ασκέρι αναπολώντας την αλλοτινή δόξα της φυλής που επί Μ. Αλεξάνδου έφθασαν από Δούναβη μέχρι Ευφράτη. Μετά όμως την εθνεγερσία του 1821 και αναμένοντας την απελευθέρωσή τους από τον ελληνικό στρατό (αδελφό στη ξενιτιά) οι προηγούμενες κατάρες έγιναν ευχές.

Το δημοτικό ποίημα: Της Άρτας το Γιοφύρι
«Παρά πλείστοις λαοίς επικρατεί η δοξασία, ότι προς στερέωσιν και προφύλαξιν από οιουδήποτε κινδύνου παντός κτίσματος, απαιτείται να προσηλωθή εις αυτό ζώον, κατορρυτόμενον εις τα θεμέλια ή εντειχιζόμενον· όσον δε ευγενέστερον είναι το ζώον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρείται ότι έχει δύναμιν προς προστασίαν του Κτίσματος».
Σε τέτοια παράδοση στηρίζεται και το πανελλήνια γνωστό δημοτικό τραγούδι του γιοφυριού της Άρτας.
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
"Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χηλιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι."

Να τηνε κι εξαναφανεν από την άσπρην στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;
"Το δαχτυλίδι το 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει, και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα."

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."

"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πο 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

Σημειώσεις
Μια άλλη παραλλαγή, πιο ήπια, στο επίμαχο σημείο της «βίαιης» ανθρωποθυσίας του θρύλου λέει πως μόλις έφθασε στο γεφύρι η γυναίκα του Πρωτομάστορα εκείνος:
«Ευθύς τον ίσκιο άρπαξε και παίρν΄ και τη στοιχειώνει»
Και αφού πήρε το ανάστημά της από τον ίσκιο, της λέγει:
«Σύρε, Κυρά μου, στο καλό και στη καλή την ώρα
κι όσο να πά΄ στο σπίτι της πέφτει και αποθαίνει»
(Δηλαδή το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα αφού η γυναίκα του μένει σαν οπτασία, χωρίς πλέον ίσκιο, δεν ακούγεται όμως τόσο μακάβριο)
Ο συγκινησιακός φόρτος του ποιήματος με τα ανάμικτα συναισθήματα της υποταγής αλλά και της ελπίδας της ανεξαρτησίας όχι μόνο είχε ξεπεράσει τον ελλαδικό χώρο αλλά ακριβώς μέσα από τα μεγάλα «έργα» της εποχής πέρναγε και ως μήνυμα. Έτσι παραλλαγές του πέρασαν και σε άλλους βαλκανικούς λαούς ακόμη και σε ποντιακή διάλεκτο σε ανάλογες παραδόσεις. Την ελληνικότητα όμως του ποιήματος απέδειξε ο Κ. Ντίντεριχ (ή Ντίντρηχ) από τα στοιχεία που παρέχει αυτό το ίδιο το ποίημα.
 Αξιοπρόσεκτα ακόμη λαογραφικά σημεία στο δημοτικό αυτό τραγούδι είναι η αξία του δακτυλιδιού, της βέρας, ως πετυχημένο εύρημα του ποιητή που εκτός από τα στέφανα του γάμου, δίπλα στα εικονίσματα, κανένα άλλο σύμβολο δεν θα μπορούσε να σημειώσει μεγαλύτερη επιρροή στη τότε εποχή. Επίσης το στοιχείο της πιστής συζυγικής αγάπης, αλλά και η σημασία του ξενιτεμένου και μονάκριβου αδελφού που αποτελεί πανηγυρική επανάληψη της βεβαίωσης του Ευριπίδη "Στύλοι δε οίκων παίδες άρσενες" ή όπως η αρχαία Αντιγόνη ομολογεί "Άνδρα μπορεί να πάρω οποιονδήποτε, όμως αδελφό δεν μπορώ να ξανάβρω".


Σύγχρονη χρήση / Παρομοίωση
Στην καθομιλουμένη η φράση "Το γιοφύρι της Άρτας" χρησιμοποιείται για έργα τα οποία αργούν πολύ να τελειώσουν. Παραδείγματα: *σαν της Άρτας το γιοφύρι..., *ούτε της... Αρτας το γιοφύρι να ήταν!, *...κάτι σαν γιοφύρι της Αρτας, αν συλλογιστούμε πόσες φορές σχεδιάστηκε, κτίστηκε, γκρεμίστηκε, ξανασχεδιάστηκε..., *Σε σύγχρονο «γιοφύρι της Αρτας» εξελίσσεται το σχέδιο.... Επίσης έτσι είχαν χαρακτηριστεί, κατά καιρούς, από τον ελληνικό ημερήσιο τύπο διάφορα δημόσια έργα όπως οι διαμορφώσεις των πλατειών Ομόνοιας και Συντάγματος της Αθήνας, η έναρξη λειτουργίας δύο Νοσοκομείων (Θεσσαλονίκης και Ελευσίνας), το αεροδρόμιο των Σπάτων και ο σχεδιασμός του Μετρό της Αθήνας που κράτησε 30 χρόνια όσο δηλαδή η ανέγερση της μεγαλύτερης πυραμίδας της Αιγύπτου.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου