Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Μία συλλογή ποιημάτων για το Πάσχα από το "Αντίβαρο"


pasxa-keria-ekklhsia

 Μία συλλογή ποιημάτων για το Πάσχα

Ανάσταση (Στέλιος Σπεράντσας)
Η Ανάσταση. Και γέμισε χαρά,
λουλούδισε η ψυχή μου σαν το κρίνο.
Κι ανοίγω της λαχτάρας τα φτερά,
ψηλά μες στης αυγής τα φωτερά
γαλάζιο ένα αστροφώς κι εγώ να γίνω.
Ανάσταση. Τα σήμαντρα χτυπούν.
Κι όλα τα δένδρα ανθίζουν πέρα ως πέρα.
Στον κόσμο αυτό ας μάθουν ν᾿ αγαπούν
όσοι το μίσος έσπειραν κι ας πουν
“Χριστός Ανέστη ετούτη την ημέρα”.
Στέλιος Σπεράντσας (Σμύρνη 1888 – Αθήνα 1962)

Στέλιος Σπεράντσας – Ποιήματα

Η Λαμπρή

Νάτην η λαμπρή με τα λουλούδια.
κόψετε παιδιά την πασχαλιά
κι όλα με χαρές και με τραγούδια
τρέξετε ν᾿ αλλάξωμε φιλιά.
Σήμαντρα γλυκά βαρούν ακόμα
και μοσχοβολούν οι εκκλησιές,
μόσχος τα φιλιά στο κάθε στόμα,
τα φιλιά της άνοιξης δροσιές.
Πάμε να στρωθούμε στο χορτάρι
και τ᾿ αρνί μας ψήνεται σιγά.
Και με της Ανάστασης τη χάρη
φέρτε να τσουγκρίσουμε τ᾿ αυγά.

Άσμα μικρό (Νίκος Καρούζος)

Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.

Η ημέρα της Λαμπρής (Διονύσιος Σολωμός)

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Δημοτικά μοιρολόγια

Με γέλασαν τα πουλιά

Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
Με γέλασαν κι μου ‘πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο να ‘ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν’ μαύρα φορά, μαύρο κι τ’ άλογο του.
Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
– Ασε με χάρε μ’ άσε με, ακόμα για να ζήσω
Εχω γυναίκα κι πίδια, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
– Μένα μ’ έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
– Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ’ αφήνει να ‘ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη.

Του Λαζάρου

Εβγάτε σας παρακαλούμε
να σας διηγηθούμε
τι γίνεται σήμερον στη Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός
ο επουράνιος θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία
με κλάδους με βάϊα
κλαίει Μάρθα και Μαρία
Λάζαρον τον αδελφόν της
τον γλυκύ και καρδιακόν της.
Τον μοιρολογούν και λένε
τον μοιρολογούν και κλαίνε.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν
Και τη μέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει
Τότε εβγήκεν η Μαρία
έξω από τη Βηθανία
και εμπρός του γόνυ κλεί
και τους πόδας του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου
δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου
μα και πάλιν εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγω, πίστευε Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
Παρευθύς επήγασι
και τον τάφον του εδείξασι.
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει.
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο,
Λάζαρο θεν να σου πάρω!
-Δεύρο έξω Λάζαρέ μου
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς επελυτρώθη
ανεστήθη κι εσηκώθη
ζωντανός, σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Τότε Μάρθα και Μαρία,
τότε όλη η Βηθανία
μαθηταί και αποστόλοι
εκεί ευρεθήκαν όλοι.
Τότε τον Θεόν δοξάζουν
και τον Λάζαρο εξετάζουν.
-Πες μας, Λάζαρε, τι είδες
εις τον Άδην απού πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
Δώστε μου νερό λιγάκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μην μ’ ερωτάτε πλέον.
Του χρόνου πάλι να ‘ρθομε
με υγείαν να σας βρούμε το Λάζαρο να πούμε.

Κάλαντα του Λαζάρου

Ήρθ’ ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
Ήρθ’ ο Κυριακή που τρώνε ψάρια
Να κοπιάσουμε στην εκκλησία
Για ν΄ ακούσουμε χρυσά βιβλία.
Βγάτε σας παρακαλούμε
Για να σας διηγηθούμε
Για να μάθετε τι εγίνει
Σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερα έρχετ’ ο Χριστός
Ο επουράνιος θεός
Εις την πόλη Βηθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Λάζαρον τον αδελφόν τους
Και πολύ αγαπητόν τους
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
Κίνησ’ ο Χριστός για να ρθει
Και βγήκε η Μαρία
Έξω από τη Βηθανία.
Και μπρος Του γονυκλινεί
Και τους πόδας του φιλεί.
«Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαιν’ αδελφός μου.
Μα και τώρα γω πιστεύω
Και καλότατα ηξεύρω,
Ότι δύνασ’ αν θελήσεις
Και νεκρούς να αναστήσεις».
Λέγει : «Πίστευε Μαρία.
Άγωμεν εις τα μνημεία».
Τότε ο Χρηστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει.
«Άδη, Τάρταρο και Χάρο,
Λάζαρον θε να σου πάρω.
Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου,
Φίλε και αγαπητέ μου».
Λάζαρος απελυτρώθη
Ανεστήθη και σηκώθη,
Ζωντανός σαβανωμένος
Και με το κερί ζωμένος.
Πες μας, Λάζαρε τι είδες
Εις τον Άδη όπου πήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδιάς, των χειλέων
Και να μη ρωτάτε πλέον.

Κώστας Βάρναλης

Η Μάνα του Χριστού

Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν,
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου.
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη,
κι όσο ο γήλιος να πέση και νά ‘ρθη το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν κι’ οχτροί σου και φίλοι.
Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: “Ποιος ο Χριστός;” τί ‘πες “Νά ‘με”!
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Νίκος Καζαντζάκης

Μαγδαληνή

Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.


Επιτάφιος Θρήνος
ανώνυμος ποιητής, απόσπασμα

Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκότατόν μου τέκνον,
πού έδυσου το κάλλος;
Η δάμαλις τον μόσχον,
εν ξύλω κρεμασθέντα,
ηλάλαζεν ορώσα.
Ω φως των οφθαλμών μου,
γλυκύτατόν μουτέκνον,
πώς τάφω νυν καλύπτη;
Επιτάφιος

το τραγούδι του Χριστού

Καλό ΄ναι και άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι και ας το λέμε.
Όποιος το λέει σώζεται, όποιος το ακούει αγιάζει,
κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο
Εκεί δεντρί δε φύτρωνε, δεντρί ξεφανερώθει
Το δέντρο ήταν ο Χριστός, η ρίζα η Παναγία
Και τα περικοκλάδια του οι Δώδεκα Αποστόλοι
Τα φύλλα οπού πέφτανε ήταν οι Μαρτυράδες
Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του χριστού τα Πάθη.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ΄ουρανού και από αρχαγγέλου στόμα:
«Σώνει , Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες ,
Το γιο σου τον επιάσανε και στα καρφιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε
Και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε»
Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε πέφτει, λιποθυμάει,
Σταμνιά νερό της ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο,
τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Και μόλις εσυνέφερε,
Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει,
Ζητά μαχαίρι να σφαγεί για το Μονογενή της.
Πήρε τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι την έβγαλε στου ουρανού την πόρτα.
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανένα δε γνωρίζει,
Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ- Γιάννη:
«Αϊ- Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου,
μην είδες τον ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;»
«Βλέπεις εκείνον το φτωχό τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο ιόκας σου και ο διδάσκαλός μου.
«Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία σπιρούνια…»
Κι εκείνος ο παράνομος πιάνει και φτιάχνει πέντε,
τα δυο να μπουν στα χέρια του και τα άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στην καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίαζε, γλυκά τον ερωτούσε:
«Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»
«Τι να σου πω, μανούλα μου, διάφορο δεν έχει.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.»
Καλά ΄ναι κι Άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι κι ας το λέμε.

Πασχαλινά κάλαντα από το Αγρίνιο

Τα Ρουσάλια

Καλώς σ’ έβραμε αφέντη, άρχοντά μου και λεβέντη
Να στα πούμε τα Ρουσάλια, πέστε τα ρε παλικάρια
Να στα πούμε σένα πρώτα, που σε βρήκαμε στην πόρτα
Και ξιστέρου της κυράς μας και της ρουσοπέρδικάς μας
Κάτω σ’ ένα περιβόλι, δάφνη και μηλιά μαλώνει
Δάφνης πήρα εγώ κλωνάρι, να με πάρει το ποτάμι
Να με πάει δύση-δύση, κάτω στη γιαλέρνια βρύση
Όπου πλένουν οβριοπούλες, καματίζουν τουρκοπούλες
Βάλε το δεξί σου χέρι, μες στην αργυρή σου τσέπη
Βγάλε το εικοσιπεντάρι, δος το του σαχανατάρη
Να σας πούμε Χριστός Ανέστη, που ετάφη και ανέστη.

Ο πόνος της Μητέρας

Οι πόνοι της Παναγίας

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάζεις.
Ξαίρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράζεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό,
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω, την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ,
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τα’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις,
θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’αλήθεια πιο χρυσή, σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Μοιρολόγι δημοτικό γύρω απ’ τα πάθη του Κυρίου

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις•
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,
κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.

Πάθη Ιησού, Μεγάλη Εβδομάδα

Η ζωή εν τάφω

Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Μέτρα γής ο στήσας,
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.
Ιησού Χριστέ μου,
Βασιλεύ του παντός,
τι ζητών τοις εν τω άδη ελήλυθας;
ή το γένος απολύσαι των βροτών.
Ο Δεσπότης πάντων
καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι καινώ κατατίθεται,
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.
Μετά των κακούργων
ως κακούργος, Χριστέ,
ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας,
κακουργίας του αρχαίου Πτερνιστού.
Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Άδης πως υποίσει
παρουσίαν την σήν,
και μη θάττον συντριβείη σκοτούμενος,
αστραπής φωτός σου αίγλη τυφλωθείς;
Ιησού, γλυκύ μοι
και σωτήριον φως,
τάφω πως εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;
ω αφάτου και αρρήτου ανοχής!
Απορεί και φύσις,
νοερά και πληθύς,
η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον
της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.
Ώ θαυμάτων ξένων!
ώ πραγμάτων καινών!
ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.
Και εν τάφω έδυς,
και των κόλπων, Χριστέ,
των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.
Αληθής και πόλου
και της γης Βασιλεύς,
ει και τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι,
επεγνώσθης πάση κτίσει, Ιησού.
Σου τεθέντος τάφω,
πλαστουργέτα Χριστέ,
τα του Άδου εσαλεύθη θεμέλια,
και μνημεία ηνεώχθη των βροτών.
Ο την γην κατέχων,
τη δρακί νεκρωθείς,
σαρκικώς υπό της γης νυν συνέχεται,
τους νεκρούς λυτρών της Άδου συνοχής.
Εκ φθοράς ανέβη
η ζωή μου ευθύς,
Σου θανέντος και τω Άδη φοιτήσαντος,
Ιησού μου, του θανάτου συντριβή.
Ως φωτός λυχνία
νυν η σάρξ του Θεού,
υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται,
και διώκει τον εν Άδη σκοτασμόν.
Νοερών συντρέχει
στρατιών η πληθύς,
Ιωσήφ και Νικοδήμω συστείλαί σε,
τον αχώρητον, εν μνήματι σμικρώ.
Νεκρωθείς βουλήσει
και τεθείς υπό γήν,
ζωοβρύτα Ιησού μου, εζώωσας
νεκρωθέντα παραβάσει με πικρά.
Ηλλοιούτο πάσα,
Ιησού, εν τω σώ
εκουσίω πάθει κτίσις, ως Λόγον Σε,
εγνωκυία εαυτής συνεκτικόν.
Της ζωής την πέτραν
ως βροτόν, Ιησου,
ο παμφάγος Σε φαγών Άδης ήμεσεν,
εξ αιώνος ους κατέπιε νεκρούς.
Εν καινώ μνημείω
κατετέθης, Χριστέ,
και την φύσιν των βροτών ανεκαίνισας,
αναστάς θεοπρεπώς εκ των νεκρών.
Επί γης κατήλθες
ίνα σώσης Αδάμ
και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,
μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών.
Συγκλονείται φόβω
πάσα, Λόγε, η γη
και Φωσφόρος τας ακτίνας απέκρυψε,
του μεγίστου γη κρυβέντος σου φωτός.
Ως βροτός μεν θνήσεις,
εκουσίως, Σωτήρ,
ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας,
εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών.
Δακρυρρόους θρήνους
επί σε η Αγνή
μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα,
ανεβόα πως κηδεύσω σε, Υιέ;
Ώσπερ σίτου κόκκος,
υποδύς κόλπους γης,
τον πολύχουν απεδέδωκας άσταχυν,
αναστήσας τους βροτούς τους εξ Αδάμ.
Υπό γην εκρύβης
ώσπερ Ήλιος νυν,
και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι
αλλ’ ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.
Ως ηλίου δίσκον
η σελήνη, Σωτήρ,
αποκρύπτει, και Σε τάφος νυν έκρυψεν,
εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς.
Η ζωή θανάτου
γευσαμένη, Χριστός,
εκ θανάτου τους βροτούς ηλευθέρωσε,
και δωρείται πάση κτίσει την ζωήν.
Νεκρωθέντα πάλαι
τον Αδάμ φθονερώς
επανάγεις προς ζωήν τη νεκρώσει Σου,
νέος, Σώτερ, εν σαρκί φανείς Αδάμ.
Νοεραί σε τάξεις,
ηπλωμένον νεκρόν
καθορώσαι δι’ ημάς εξεπλήττοντο,
καλυπτόμεναι ταις πτέρυξι, Σωτήρ.
Καθελών σε, Λόγε,
απο ξύλου νεκρόν,
εν μνημείω Ιωσήφ νυν κατέθετο.
Αλλ’ ανάστα σώζων πάντας ως Θεός.
Των αγγέλων, Σώτερ,
χαρμονή πεφυκώς
νυν και λύπης τούτοις γέγονας αίτιος,
καθορώμενος σαρκί άπνους νεκρός.
Υψωθείς εν ξύλω
και τους ζώντας βροτούς
συνοψοίς υπό την γήν δε γενόμενος,
τους κειμένους υπ’ αυτήν εξανιστάς.
Ώσπερ λέων, Σώτερ,
αφυπνώσας σαρκί,
ως τις σκύμνος ο νεκρός εξανίστασαι,
αποθέμενος το γήρας της σαρκός.
Την πλευράς ενύγης
ο πλευράν ειληφώς
του Αδάμ, εξ ής την Εύαν διέπλασας,
και εξέβλυσας κρουνούς καθαρτικούς.
Εν κρυπτώ μεν πάλαι
έθυον τον Αμνόν
σύ δ’ υπαίθριος τυθείς, Ανεξίκακε,
πάσαν κτίσιν απεκάθηρας, Σωτήρ.
Τις εξείποι τρόπον,
φρικτόν! όντως καινόν;
ο δεσπόζων γαρ της κτίσεως σήμερον,
πάθος δέχεται και θνήσκει δι’ ημάς.
Ο ζωής ταμίας
πως οράται νεκρός;
εκπληττόμενοι οι άγγελοι έκραζον
πως δ’ εν μνήματι συγκλείεται Θεός;
Λογχονύκτου, Σώτερ,
εκ πλευράς σου ζωήν
τη ζωή, την εκ ζωής εξωσάση με
επιστάζεις και ζωοίς με σύν αυτή.
Απλωθείς εν ξύλω
συνηγάγου βροτούς
την πλευράν σου δε νυγείς την ζωήρρυτον,
πάσιν άφεσιν πηγάζεις, Ιησού.
Ο ευσχήμων, Σώτερ,
σχηματίζει φρικτώς,
και κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως Σε,
και θαμβείταί σου το σχήμα το φρικτόν.
Υπό γην βουλήσει,
κατελθών ως θνητός,
επανάγεις απο γης προς ουράνια
τους εκείθεν πεπτωκότας, Ιησού.
Καν νεκρός ωράθης,
αλλά ζων ως Θεός,
νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας,
τον εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.
Ω χαράς εκείνης!
ω πολλής ηδονής!
Ιησού, ης τους εν Άδη πεπλήρωκας,
εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.
Προσκυνώ το πάθος,
ανυμνώ την ταφήν
μεγαλύνω σου το κράτος, φιλάνθρωπε,
δι’ ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.
Κατά σου ρομφαία
εστιλβούτο, Χριστέ,
και ρομφαία ισχυρού μεν αμβλύνεται,
η ρομφαία δε τροπούται της Εδέμ.
Η αμνάς τον άρνα,
καθορώσα νεκρόν,
ταις αικίσι βαλλομένη ωλόλυζε
συγκινούσα και το ποίμνιον βοάν.
Καν ενθάπτη τάφω
καν εις Άδου μολή,
αλλά, Σώτερ, και τους τάφους εκένωσας
και τον Άδην απεγύμνωσας, Χριστέ.
Εκουσίως, Σώτερ,
κατελθών υπό γήν,
νεκρωθέντας τους βρούς ανεζώωσας
και ανήγαγες εν δόξη πατρική
Της Τριάδος πάθος
υπομένει, ο Είς,
επονείδιστον, αμνός ιλαστήριος
φρίξον ήλιος, και τρόμαξον η γη.
Ως πικράς εκ κρήνης,
της Ιούδα φυλής,
οι απόγονοι εν λάκκω κατέθεντο,
τον τροφέα μανναδότην Ιησούν.
Ο Κριτής εις δίκην
προ αδίκου κριτού,
και παρίστατο και θάνατον άδικον
κατεκρίθη διά ξύλου σταυρικού.
Μιαιφόνον έθνος,
αλαζών Ισραήλ,
τι παθών τον Βαραββάν ηλευθέρωσας;
τον Σωτήρα δε παρέδωκας σταυρώ;
Ο χειρί σου πλάσας
τον Αδάμ εκ της γής,
δι’ αυτόν τη φύσει γέγονας άνθρωπος,
και εσταύρωσαι βουλήματι τω σω
Υπακούσας, Λόγε,
τω ιδίω Πατρί,
μέχρις Άδου του δεινού καταβέβηκας
και ανέστησας το γένος των βροτών.
Οίμοι, φώς του κόσμου!
οίμοι φως, το εμόν!
Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν,
η Παρθένος, θρηνωδούσα γοερώς.
Φθονερέ, ελάστορ,
φόνου πλήρης λαέ,
καν σινδόνας και αυτό το σουδάριον
ουκ αισχύνη, αναστάντος του Χριστού!
Δολοφόνε, δεύρο,
μιαρέ μαθητά,
και τον τρόπον της κακίας σου δείξον μοι,
δι’ όν γέγονας προδότης του Χριστού.
Ως φιλάνθρωπός τις
υποκρίνη, μωρέ
και τυφλέ, πανωλεθρότατε άσπονδε,
ο το μύρον πεπρακώς διά τιμής.
Ουρανίου μύρου
ποίαν έσχες τιμήν;
του τιμίου τι εδέξω αντάξιον
λύσσαν εύρες, καταρώτατε Σατάν.
Ει λυπή το μύρον
και φιλόπτωχος εί,
εις εξίλασμα ψυχής νυν χεόμενον,
πως χρυσώ απεμπολείς τον φωταυγή;
Ώ Θεέ και Λόγε,
ω χαρά η εμή
πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον;
νυν σπαράττομαι τα σπλάγχνα μητρικώς.
Τίς μοι δώσει ύδωρ
και δακρύων πηγάς,
η Θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,
ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;
Ώ βουνοί και νάπται
και ανθρώπων πληθύς,
οίμοι! κλαύσατε και πάντα θρηνήσατε
συν εμοί τη του Θεού ημών Μητρί.
Πότε ίδω, Σώτερ,
σε το άχρονον φως,
την χαράν και ηδονήν της καρδίας μου;
η Παρθένος ανεβόα γοερώς,
Καν ως πέτρα, Σώτερ,
η ακρότομος σύ,
κατεδέξω την τομήν, αλλ’ επήγασας,
ζων το ρείθρον, ως πηγή ων της ζωής.
Ως μιας εκ κρήνης,
τον διπλούν ποταμόν,
της πλευράς σου, προχεούσης αρδόμενοι,
την αθάνατον καρπούμεθα Ζωήν.
Θέλων ώφθης, Λόγε,
εν τω τάφω νεκρός,
αλλά ζής και τους βροτούς,ως προείρηται
τη εγέρσει σου, Σωτήρ μου, ανιστάς.
Ανυμνούμεν, Λόγε,
σε των πάντων Θεόν,
τω Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι,
και δοξάζομεν την θείαν σου ταφήν.
Μακαρίζομέν σε,
Θεοτόκε Αγνή,
και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον
του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.
Η ζωή εν τάφω,
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.

http://www.antibaro.gr/article/938

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου