Σάββατο 4 Απριλίου 2015

ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ : Η Ατραπός και η τέχνη της αθανασίας

Οι περιπλανήσεις της Ψυχής-πεταλούδας προς την Αθανασία



Η Ατραπός και η τέχνη της αθανασίας
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
Όσα ονόματα κι όσες μορφές έχει λάβει ο θάνατος στο πέρασμα των αιώνων, στο πέρασμα των ανθρώπων, άλλα τόσα, και περισσότερα ίσως, έχουν λάβει οι νικητές του θανάτου, εκείνοι που προορίστηκαν από τις μυθολογικές αναγνώσεις του κόσμου και από τα θρησκευτικά συστήματα να αναστηθούν, να επιβληθούν στο ακατανίκητο, να ξεγλιστρήσουν από το αναπόδραστο και να ξεγελάσουν τον Αγέλαστο. Και αναρίθμητες είναι οι (παρηγορητικές ή επιτιμητικές) εξηγήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς στο μέγα γεγονός, στην απώλεια της αθανασίας, στην «πτώση του ανθρωπίνου γένους», στον οβελισμό του από τον άφθαρτο παράδεισο και την καθυπόταξή του στα ανυπέρβατα όρια. Μπορεί και να φαντάζουν αφελείς ορισμένες από αυτές τις ερμηνευτικές δοκιμές (αλλά ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά στο αφελέστατο ερώτημα των παιδιών: «μα καλά, και γιατί η Θέτιδα δεν έπιασε κι από το άλλο πόδι τον Αχιλλέα ώστε να σιγουρέψει την αθανασία του;»), συνομολογούν ωστόσο την οικουμενικότητα ενός φόβου, του μέγιστου φόβου, αλλά και την οικουμενικότητα μιας προσδοκίας, της μέγιστης προσδοκίας: να μην κρατάει ο χρόνος (η Ατροπος πες) όλα τα νήματα στο δικό του χέρι.
Να ένας τέτοιος «αφελής» μύθος: Ο Λε-έγιο, γενάρχης της φυλής Μασάι της Τανζανίας, έλαβε την απόκρυφη γνώση πως όταν πεθαίνει ένα παιδί, μπορεί να το ξαναφέρνει στη ζωή λέγοντας: «Άνθρωπε, πέθανε και ξαναγυρνά. Σελήνη, πέθανε και μη γυρίσεις». Μα, τύχη κακή, πέθανε το δικό του παιδί, κι ο Λε-έγιο συγκλονισμένος, είπε λαθεμένα το ξόρκι: «Άνθρωπε, πέθανε και μη γυρίσεις. Σελήνη, πέθανε και ξαναγυρνά».
Κι έκτοτε η Σελήνη γεννιέται και ξαναγεννιέται, χάνεται και ξαναγυρνάει, αλλά στη  φυγή των ανθρώπων δεν υπάρχει γυρισμός. Ο άνθρωπος, εδώ, στο συγκεκριμένο μύθο, ηττάται ακριβώς επειδή είναι άνθρωπος, επειδή άνθρωπο (και όχι Θεό) τον ονομάζει η μετοχή του στον πόνο, επειδή η απώλεια του παιδιού του τον ταράσσει, σαλεύει το λογικό του και διαλύει τη μνήμη του. Αν ήταν θεϊκά αδιάφορος, θα μετείχε σε ένα παιγνίδι δίχως τέλος, αλλά πιθανότατα και δίχως ουσία: την ουσία της φθοράς.
Ένας άλλος μύθος, αφρικανικός κι αυτός, της φυλής Γκάλα της Αιθιοπίας, ενοχοποιεί για την πτώση του ανθρώπινου γένους το φίδι, το πλάσμα αυτό που, άλλοτε φέροντας τα γνωρίσματα του καλού και άλλοτε όντας ταυτόσημο με το κακό, στοιχειώνει σχεδόν όλες τις μυθολογίες και θεολογίες της οικουμένης, όλες τις κοσμογονίες της με τις οποίες δοκίμασε να τακτοποιήσει το φόβο της. Έστειλε, λοιπόν, ο θεός στους πρωτόπλαστους το θεϊκό πουλί Χολαουάκα, για να τους αναγγείλει πως, αν θέλουν να ζουν αθάνατοι, πρέπει στα γεράματα τους να βγάζουν το δέρμα τους, που θα αντικαθίσταται. Μα πείνασε το πουλί και ζήτησε να μοιραστεί το φαγητό ενός φιδιού. Και το φίδι, δολίως πρόθυμο, του έδωσε μερίδιο τροφής, μα πρώτα του απέσπασε το ιερό μυστικό. Και ξαναχάθηκε η αθανασία.
Δώρο-άπαξ η ζωή. Αλλά, δυστυχώς, δεν πεθαίνουμε άπαξ, και ακριβώς έτσι ανθρωπεύουμε. Όπως σωστά συλλάβισε το απτότατο ο Τζον Φάουλς, ο θάνατος δεν είναι ένα όριο αλλά το ταξίδι προς αυτό το όριο, προς το φράγμα. Ώσπου να μας καταφερθεί το τελευταίο πλήγμα έχουμε ηττηθεί από πολλούς μικρούς καθημερινούς θανάτους   Κι ίσως γι' αυτό, ίσως επειδή στα κατάβαθά μας ψελλίζουμε διαρκώς μιαν επωδή που ξέρει εκ των προτέρων την ανημπόρια της, πορευόμαστε με την πεποίθηση της αθανασίας μέσα μας, με τη βεβαιότητα ότι ο χρόνος δεν μας εμπεριέχει, ότι η φθορά αφορά κάποιους άλλους κι όχι εμάς, κάποιους άλλους στους οποίους δεν συναριθμούνται οι συγγενείς κι οι φίλοι, οι γκαρδιακοί και οι πιο μακρινοί φίλοι, όσοι συνιστούν τις σταθερές του βλέμματος μίας και της γλώσσας μας. Κι όταν ένας τέτοιος αγαπημένος αποχωρεί, παίρνοντας μαζί του την ανεξαγόραστα πολύτιμη φέτα της καθημερινότητας που από κοινού απαρτίζαμε και γευόμασταν, τότε ο θάνατος δεν αφορά μονάχα τον αποδημούντα. Αίφνης (κι είναι αλυσίδα ολάκερη κι άθραυστη αυτά τα «αίφνης»), οι ζώντες οι περιλειπόμενοι νιώθουν να λιγοστεύουν και να συρρικνώνονται όσο μια άσημη τελεία στιγμή. Κι έχουν τότε να παλέψουν με το βιαιότατο αίσθημα της ακυρότητας, της ανίατης ακυρότητας, ένα αίσθημα που συχνά απειλεί να μας μετακινήσει στην περιοχή εκείνου του άγριου κυνισμού που μειώνει τον εαυτό μας έως το επίπεδο του ενστίκτου, το οποίο καταβροχθίζει πανικόβλητο τα πάντα, με την ελπίδα πως έτσι καταβροχθίζει την ήττα του. Αλλά -και ευτυχώς-, παρά τη συντριβή και τη ματαίωση, κι ίσως για να επαληθευτεί η οξύτατα ανθρωπογνωστική σοφία της ρήσης «ας μη μου δώσει ο Θεός όσα μπορώ ν' αντέξω», το παιγνίδι συνήθως ξαναρχίζει, με μας, τα παίγνια, να νιώθουμε ξανά παίκτες, και ξανά αθάνατοι. Στον επιούσιο θάνατο, αντίδοτο η ακράδαντη αίσθηση της αθανασίας, μιας αθανασίας ατόφιας μάλιστα και πλήρους, η οποία δεν χρειάζεται να διαμεσολαβηθεί και να εκταθεί από τους γόνους μας, να προσωποποιηθεί σε αυτούς.
Στις πυκνοκατοικημένες από αισθήματα πασχαλινές ημέρες, η μνήμη τελεί το νόστο των κεκοιμημένων που μόνον εντός της υπάρχουν πια. Είναι αδύνατο, και ασφαλώς άδικο, να μη λάβουν φωνή όλοι τους μέσα στο εορταστικό καθεστώς, που συναρμόζει τεχνιότατα την οδύνη με τη γλυκύτητα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος ανάστασης, μπορεί κι ο μόνος. Οι Πόντιοι, που διαλέγουν ακριβώς την Πασχαλιά για να στήσουν τους χορούς τους δίπλα στα μνήματα των δικών τους, ρυθμίζονται από την αράγιστη βεβαιότητα πως έτσι, εγείροντας το σώμα τους πάνω στην εστία του θανάτου, «σκυλεύουν άτρωτοι τους θησαυρούς του Άδη». Με αυτό το ακραία ανθρώπινο τελετουργικό τους χλευάζουν το ληξιπρόθεσμο της ζωής που αλλιώς, δίχως αυτόν τον θεία ανθρώπινο χλευασμό, δύσκολα αντέχεται.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου