Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Ένα αγαπημένο απόσπασμα από την "Αιολική Γή"




Ένα βράδυ, θάμουνα δεν θάμουνα 12 χρονών άκουσα στη ραδιοφωνική βιβλιοθήκη αυτό το απόσπασμα από την "Αιολική Γή" του Ηλία Βενέζη. Την επομένη με χρήματα από τον κουμπαρά μου αγόρασα το βιβλίο και κυριολεκτικά το ρούφηξα. Αυτό το γεγονός έγινε αφορμή να γνωρίσω τον Βενέζη και να αγαπήσω τις Χαμένες Πατρίδες ... την Αιολική Γη



Πώς έγινε κ' ένα κορίτσι ψαράδων της Μύκονος βρέθηκε αρχόντισσα της Σκωτίας.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ του 1866. Ο νέος εκείνης της χειμωνιάτικης νύχτας της Σκωτίας κάθεται σ' ένα βράχο στη Μύκονο. Κοιτάζει μαγεμένος το βασίλεμα του ήλιου στις Κυκλάδες, αυτό που πριν από δεκάξι χρόνια του το περίγραψε με τόση διαύγεια ο πεθαμένος τώρα παράλυτος άρχοντας. Κατάντικρυ είναι η Δήλος.
Η Δήλος. Η Ήρα γεμάτη από οργή κυνηγούσε τη Λητώ που την είχε ερωτευθεί ο Δίας και που έμελλε να γίνει μητέρα απ' τον άνομο τούτον έρωτα. Τι να κάμει ο Βασιλέας των Θεών και των Ανθρώπων για να συντρέξει τη φίλη του να γεννήσει ήσυχα το παιδί τους; Σε ποια χώρα να την πάει; Η Ήρα είχε κατάσκοπους σ' όλη τη γη. Λοιπόν ο Δίας σκέφτηκε: «Αν έβρισκα ένα άγνωστο νησί, ένα νησάκι; Μονάχα γι' αυτό το σκοπό: για να γεννήσει εκεί η Λητώ, για να γεννιούνται εκεί άφοβα τα παράνομα παιδιά μου». Έτσι είπε και παρακάλεσε το φίλο του τον Ποσειδώνα να τον βοηθήσει. Ο Ποσειδώνας σκέφτηκε. Θυμήθηκε το μικρό νησί που κόπηκε απ' τη Σικελία και που από τότε έπλεε ταξιδεύοντας στα νερά. Παράγγειλε στα κύματα να σταματήσουν τον ταξιδιώτη. Τον σταμάτησαν. Και το νησί, από άδηλο που ήταν, έγινε δήλον, έγινε η Δήλος. Κ' η Λητώ πήγε και γέννησε εκεί τον Απόλλωνα, Θεό του φωτός.
Η Δήλος — ένα νησί για τον έρωτα του Θεού. Ο ξένος ακούει πίσω του βήματα. Από κει περνά ένα μικρό μονοπάτι που πάει στο κοντινό πηγάδι. Ο Ρόμπερτ γυρίζει και κοιτάζει. Μες στο χρυσό φως πορεύεται, κάνει παράξενους συνδυασμούς, ενώνει τα κύματα, αυτά που είναι μες στο Αιγαίο μ' αυτά που είναι έξω απ' το Αιγαίο, στον Ωκεανό — πορεύεται η μοίρα του. Ένα γερό, ηλιοκαμένο, νεανικό κορμί βαδίζει. Ένα κορίτσι του Αιγαίου είναι, ψημένο απ' την άρμη του πελάγου, με καστανά μάτια. Στον ώμο της σηκώνει κανάτι και πάει να το γεμίσει νερό.
Ο Ρόμπερτ κοιτάζει θαμπωμένος. Αυτό που έρχεται μες στο χρυσαφί φως είναι μια φιγούρα πανάρχαια τούτης της ιερής γης ξεσηκωμένη απ' τα παλιά αγγεία που τα διαφύλαξε μέσα του, χιλιάδες χρόνια, το χώμα. Και τώρα πορεύεται κ' έρχεται, τυλιγμένη απ' τη θάλασσα και απ' το γαλάζιο φως.
Έρχεται. Έφταξε. Γύρισε και κοίταξε τον ξένο. Βαθιά, δυνατά μες στα μάτια. Βέβαιη για το μακρινό παρελθόν της, για την ιστορία της, τον κοίταξε άφοβα. Κ' ύστερα του χαμογέλασε.
— Καλησπέρα, του είπε.
— Καλησπέρα.
Το κορίτσι χάθηκε τρέχοντας βιαστικά στο μονοπάτι του πηγαδιού.
Ο ξένος περιμένει να γυρίσει. Τι είναι αυτό που άξαφνα έρχεται σαν ανάλαφρο αγέρι, σαν τις σπιλιάδες που φυσούν στους κόρφους των νησιών του Αιγαίου κ' εκεί που είναι μπουνάτσα γίνουνται κύματα; Η Δήλος. Το μικρό νησί που ταξιδεύει. Ο Δίας, για να βοηθήσει τη Λητώ που αγαπούσε, σταμάτησε στο ταξίδι του το νησί, το έκαμε δήλον, εκεί αντίκρυ...
Οι σκιές ολοένα πυκνώνουν με το βράδυ που έρχεται. Ο ξένος περιμένει. Περιμένει. Όταν, ακούει την περπατησιά της. Δε γίνετει να 'ναι άλλη! Τώρα πια θα μπορούσε να τα ξεχωρίσει αυτά τα βήματα που έρχονται μες στα βήματα όλων των ανθρώπων.
— Καληνύχτα, του λέει.
Μα δεν μπορεί να διακρίνει πια αν του χαμογελά.
— Καληνύχτα.
Εκείνη τη νύχτα ο Ρόμπερτ κάθεται ξάγρυπνος και περιμένει την αυγή. Όταν η αυγή έρθει, βγαίνει έξω, τριγυρνά όλη τη μέρα ρωτώντας, και κατά το βράδυ βρίσκει ποιο είναι το σπίτι του κοριτσιού του Αιγαίου.
Πάει στον πατέρα της, τον ψαρά της Μύκονος. Τον βρήκε να λαντίζει τα παραγάδια του.
Του λέει:
— Είμαι ξένος. Είμαι απ' τα νησιά της Αγγλίας κ' έχω εκεί πλούτον πολύ. Θέλω να πάρω γυναίκα μου την κόρη σου.
Ο ψαράς της Μύκονος, σαστισμένος, αφήνει τα παραγάδια του και ρωτά:
— Που είδες εσύ την κόρη μου και που την ξέρεις;
— Την είδα χτες. Δεν πήγε χτες, κατά το βασίλεμα, στο μονοπάτι του πηγαδιού να φέρει νερό;
Ο ψαράς ξύνει το κεφάλι του. Όλες οι πονηριές κ' οι δυσπιστίες των θαλασσινών του προγόνων ξυπνούν μέσα του.
— Που έμαθες εσύ, ξένος καταπώς είσαι, να μιλάς τη γλώσσα μας; Και που ξέρω εγώ τι άνθρωπος είσαι; Πώς να σου δώσω την κόρη μου να την πάρεις σε μακρινό τόπο; Άφησε να το σκεφτώ.
— Θα την πάρω ό,τι και να γίνει! λέει ο Σκωτσέζος με το πείσμα της ράτσας του. Σκέψου το όμως, αφού το θέλεις. Θα 'ρθω αύριο.
Την άλλη μέρα το πρωί πάει πάλι ο Σκωτσέζος και βρίσκει τον ψαρά.
— Τι αποφάσισες; τον ρωτά, και τα μάτια του είναι κατακόκκινα απ' την ξαγρύπνια.
— Όχι ακόμα. Δεν ξέρω, λέει ο ψαράς προσπαθώντας να ξεφύγει μια καθαρή απόκριση.
— Που είναι το κορίτσι να το δω; λέει ο ξένος.
— Δεν είναι τώρα εδώ. Δεν μπορείς να το δεις. Έλα αύριο. Ο ξένος πηγαίνει αύριο. Όμως το καλύβι του ψαρά είναι κλειστό. Ψυχή δε βρίσκεται. Μια γειτόνισσα που τον βλέπει του λέει:
— Φύγανε για μακρινό ψάρεμα. Με την κόρη του.
— Φύγανε για μακρινό ψάρεμα; Έγινε κι άλλη φορά αυτό; —Βέβαια, έτσι γίνεται. Στα νησιά μας οι ψαράδες δεν κάθουνται ολοχρονίς στον τόπο τους. Ταξιδεύουν πότε δω, πότε κει, κατά την εποχή, κατά τα περάσματα του ψαριού, κατά τις πιάτσες. Κ' εμένα ο άντρας μου τώρα λείπει. Λέω πως θα ψαρεύει στα νερά της Κρήτης.
Η Μυκονιάτισσα λέει, λέει, κοιτάζοντας λοξά τον ξένο σα να τον περιπαίζει.
— Πες μου, καλή μου γυναίκα, την κόβει αυτός και αρπά τα δυο χέρια της παράφορα. Πες μου. Μήπως άκουσες ποιο είναι το πρώτο μέρος που θα πιάνανε ο ψαράς κ' η κόρη του; Να, πάρε τούτο δω — και της βάζει στο χέρι μια χρυσή λίρα.
  Παλικάρι μου, γιατί κάνεις έτσι; λέει η Μυκονιάτισσα, και το περιπαιχτικό της ύφος σβήνει μονομιάς. Γιατί κάνεις έτσι; λέει και κοιτάζει τώρα με τρόμο και με συμπόνια το πάθος που καίει στα μάτια του ξένου.
Κ' ύστερα από δισταγμό που βαστά μια στιγμή μονάχα:
— Άκουσα πως θα πηγαίνανε στη Σύρα, του λέει σε τόνο εμπιστευτικό. Πάρε πίσω τη λίρα σου. Άμε στο καλό!
Ο Ρόμπερτ αφήνει δυο λίρες στη Μυκονιάτισσα και κυνηγά τον ψαρά και το κορίτσι του από νησί σε νησί σ' όλες τις Κυκλάδες. Ο ψαράς δε στέκεται πουθενά, για να γλιτώσει την κόρη του απ' το κακό που θαρρεί πως την περιμένει. Δεν τον κυνηγά μοναχά ο ξένος. Τον κυνηγούν όλες οι μνήμες των αρχαίων ανθρώπων του Αιγαίου μεταφερμένες με το στόμα από γενιά σε γενιά. Μνήμες των κουρσάρων που ρήμαζαν τα νησιά τους, που σκότωναν τους άντρες και τους ρίχνανε στα κάτεργα, που παίρνανε τα κορίτσια, τα ταξίδευαν στα μέρη της Ανατολής, στα μέρη της Αραπιάς, και τα πουλούσανε σκλάβες. Μπερδεύουν οι αναμνήσεις, οι εποχές. Ένας ξένος, που δεν ξέρεις από που τραβά η σκούφια του, έρχεται ξαφνικά και σου λέει: «Θα πάρω το κορίτσι σου, το φως της ζωής σου. Θα το πάω στον Ωκεανό. Δε θα το ξαναδείς». Το ίδιο δεν είναι σαν τότες με τους κουρσάρους; Είναι, λέει, Εγγλέζος. Ακόμα χειρότερα! Πώς να τα βάλει ένας φτωχός ψαράς της Μύκονος με την Αγγλετέρα;
Κι ολοένα ο ψαράς φεύγει από λιμάνι σε λιμάνι, μπας και τον χάσει ο «πειρατής». Μα αυτός με πείσμα, με πυρωμένα μάτια, με αναστατωμένη καρδιά τρέχει ξοπίσω τους. Ο ψαράς βλέπει τα νησιά να τελειώνουν. Αποφασίζει να κάμει ένα πήδημα. Να περάσει στην αντικρινή χώρα, στην Ανατολή. Περνά τη θάλασσα και φτάνει στα Μοσχονήσια, την αρχαία Εκατόννησο της Αιολίδας. Εκεί τέλος τον βρίσκει ο «πειρατής». Ο ψαράς είναι μονάχος και σε ξένη χώρα. Δεν έχει πια δύναμη. Σ' ένα ξωκλήσι στα Μοσχονήσια έγινε ο γάμος. Ο Σκωτσέζος πήρε το κορίτσι και φύγανε στον τόπο του.
Από τότες έχουν να λένε για τη ζωή, την τρισόλβια, που πέρασαν οι δυο τους, ο ξένος απ' τη Σκωτία κ' η κοπελίτσα του Αιγαίου. Ζήσανε με μιαν αγάπη που έγινε θρύλος σ' όλη την περιοχή του Λοχ Λόμοντ. Εκείνος δεν την άφησε να χάσει τίποτα απ' τη γοητεία που έφερνε μαζί της απ' τη φωτεινή πατρίδα της. Δεν της έμαθε μήτε γράμματα, μήτε τίποτα άλλο του ξένου κόσμου. Έτσι, έμεινε απλή και φυσική καθώς ήρθε απ' το Αίγαίο. Όμως, καταπώς λένε, είχε μέσα της τόση αρχοντιά κ' ήταν τόσο εκπληχτικά όμορφη που επιβλήθηκε σ' όλους σα μαγεία. Τη δεχτήκανε σα θεότητα που ερχόταν απ' τη χώρα του Μύθου.
Έκαμε ένα γιο κ' ένα κορίτσι. Ο γιος της σα μεγάλωσε και παντρεύτηκε έκαμε μια κόρη. Αυτή η κόρη είχε ξανθά μαλλιά και καστανά μάτια, τα μάτια των παιδιών της Ελλάδας. Αγαπούσε πολύ τ' άλογα, κι όλη τη μέρα γύριζε καβάλα στο δάσος.
Μια μέρα πέρασε από κείνα τα μέρη του Λοχ Λόμοντ ένας ξένος. Είχε πάει στην Αγγλία να σπουδάσει, και τώρα που ήταν καλοκαίρι κυνηγούσε με τους φίλους του στα δάση της λίμνης.
Συναντά το κορίτσι με τ' άλογο.
— Καλημέρα, της λέει.
— Καλημέρα. Ξένος είστε; τον ρωτά βλέποντας τα μαύρα μαλλιά του και το μελαψό του πρόσωπο.
— Ξένος είμαι. Είμαι απ' την Ελλάδα. Με λένε Βηλαρά.
— Α, απ' την Ελλάδα! φωνάζει χαρούμενα το κορίτσι. Κ' εμένα, βλέπετε το καστανό χρώμα στα μάτια μου; Είναι απ' την Ελλάδα! Ξέρω να μιλώ ελληνικά! Με λένε Ντόρις.
……………………………………………………
Το Αιγαίο δεν είναι μονάχα φως και θάλασσα. Μπαίνει μες στην καρδιά των ανθρώπων, γίνεται πρώτα ένας χτύπος, ύστερα άλλος, ώσπου γίνεται όλοι οι χτύποι της καρδιάς. Μπαίνει μες στις φλέβες και γίνεται αίμα. Καίει το αίμα. Μπαίνει μες στη μνήμη, κι από τότε τίποτα πια δεν μπορεί να το σβήσει ως την ώρα του θανάτου. Το Αιγαίο σε φωνάζει πάντα και σε καλεί.
Έτσι έγινε, κ' εκείνο το κορίτσι των ψαράδων της Μύκονος, που είχε φύγει για τη Σκωτία, σαν πέρασαν τα χρόνια έστειλε πίσω στα νερά του Αιγαίου που τη φώναζαν, έστειλε στην Αιολική γη για να μην αφήσει τη θέση της αδειανή, ένα άλλο κορίτσι απ' το αίμα της: τη Ντόρις Βηλαρά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
σελ. 104-107
ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ "ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου