Ταξιδιώτης
ή παραθεριστής;
Το να διαμένει κανείς και
το να επισκέπτεται δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η ανθρωπολογία της αναψυχής, ενώ
μελετά τις ιστορικές και γεωγραφικές διακυμάνσεις αυτής της επιλογής έχει πολλά
να κερδίσει κρατώντας αυτή τη διάκριση ως έναν αναλυτή, δηλαδή ως ένα σημάδι
μέσω του οποίου μπορούν να μετρηθούν οι εναλλακτικές επιλογές, οι
προσανατολισμοί ή οι μεταλλάξεις των νοοτροπιών, ανάλογα με το εάν αυτές είναι εξερευνητικές
ή κρουσοειδείς. Το ότι τα διεθνή ταξίδια αναψυχής αυξάνονται δεν σημαίνει
αναγκαστικά ότι αυτός καθ' εαυτός ο διεθνής τουρισμός αναπτύσσεται. Μπορεί κανείς
να περάσει τα σύνορα για να κυκλοφορήσει στο αλλού ή να μεταφυτευθεί εκεί.
Μπορεί να πάει στη Σενεγάλη για να ανακαλύψει τη φύση και τις εξωτικές της παραδόσεις
ή, αντιθέτως, να αποτραβηχτεί στα παράλια, σ' ένα παραθεριστικό «κέλυφος» του
οποίου όλη η πραγματικότητα περιλαμβάνεται μεταξύ του ξενοδοχείου και της θάλασσας.
Δεν υπάρχει καμία
αμφιβολία ότι οι παραλλαγές της σχέσης τουρισμού - παραθερισμού αποτελούν έναν
πολύτιμο δείκτη που αξίζει ανάλυσης. Χωρίς
να υποτιμάμε την επιρροή των πολιτικών υποδοχής και υποδομής των χωρών
προορισμού πάνω στη συμπεριφορά των παραθεριστών, οι μεταμορφώσεις αυτής της εναλλακτικής
λύσης είναι επίσης, κατ' εικόνα των συλλογικών ευαισθησιών, ο καθρέφτης της εξέλιξης
τους. Μεταξύ του ανοίγματος προς το εξωτερικό και της αναδίπλωσης στον εαυτό μας
και στους δικούς μας, οι παραλλαγές ετούτες μεταφράζουν τον σχετικό χώρο που
καταλαμβάνει στο γενικό πεδίο των διακοπών η αναζήτηση του Άλλου ή η επιθυμία
του Ίδιου. Για παράδειγμα, πως να εξηγήσουμε ότι στην Ελλάδα, μετά από
δεκαπέντε χρόνια πολιτιστικού τουρισμού (από το 1950 έως το 1965), η βιομηχανία
των διακοπών στράφηκε σε έναν μαζικό παραθαλάσσιο παραθερισμό, εάν δεν
αποδεχθούμε την ύπαρξη μιας μεταμόρφωσης των νοοτροπιών των διακοπών, των
απαιτήσεων των παραθεριστών και, πέραν αυτών, του «πνεύματος της εποχής», που
χαρακτηρίζεται από απώλεια ενδιαφέροντος για την τοπική ζωή, την ταυτότητα της χώρας
και την αυθεντικότητα; Διότι, πράγματι, αυτό το «πνεύμα» με τις επιθυμίες, τους
φόβους και τις αποκηρύξεις του, είναι αυτό που δηλώνεται σε τελική ανάλυση ως
σύμπτωμα της κοινωνίας, μέσω των ταλαντεύσεων του τουρισμού και του
παραθερισμού.
Υποβόσκουσα σε αυτές τις παραλλαγές
είναι η διαλεκτική των ονειροπολήσεων της ανακάλυψης και της απομόνωσης που,
εάν μπορεί κανείς να το πει, σύρουν τον χορό των διακοπών. Μεταξύ απεραντοσύνης
και οικειότητας η έλξη για τον τεράστιο κόσμο ή -ανταγωνιστικά- η έλξη για τους
πολύ μικρούς, είναι εκείνη που διαμορφώνει αποφάσεις, τρόπους και στρατηγικές.
Εάν ο παραθερισμός, σε
αντίθεση με τον τουρισμό, ορίζεται και παίρνει όλη του την αξία στον χώρο των
διακοπών ως αναζήτηση ενός μικρόκοσμου, παραμένει γεγονός ότι η παραλία δεν
είναι και η ίδια παρά ένας μικρόκοσμος μεταξύ άλλων πιθανών. Η παραθαλάσσια
τοποφιλία, ο «γαλάζιος παραθερισμός», δεν είναι παρά μια μεταμόρφωση της ροβινσωνιάδας.
Αυτή μπορεί να μεταφερθεί σε άλλους τόπους: στην εξοχή, στο βουνό, το
καλοκαίρι, τον χειμώνα, στην έρημο ή ακόμη και στην πόλη, στο καυτό καταφύγιο μιας
όασης ή στο μυστικό μιας βίλλας των προαστίων. Το cocooning, στο σπίτι, για το οποίο
τόσο μιλούν σήμερα, διέπεται κατά βάθος από την ίδια επιθυμία νησιωτισμού.
Είναι κανείς σπίτι του, προφυλαγμένος από τις θύελλες, κι αυτό είναι το
σημαντικό.
Ωστόσο αυτή η μεταφορά της
αναψυχής της εγκατάστασης σε άλλες τοποθεσίες δεν συμβαίνει χωρίς συνέπειες.
Μεταβάλλει την ποιότητα της. Από τη στιγμή που αυτή η αναψυχή αναφέρεται, για
παράδειγμα, στον «πράσινο παραθερισμό» (παραμονή σε αγρόκτημα, διακοπές σε
δευτερεύουσα κατοικία και άλλα «καταφύγια» στην εξοχή), έχει να κάνει με τον
«επανατοπισμό». Συμβολικά είναι ως εάν ο Ροβινσώνας, γυρνώνταδ την πλάτη στη
θάλασσα, επέστρεφε και πάλι στο εσωτερικό του νησιού του, στις κατσίκες και τις
καλλιέργειες του, εκδηλώνοντας έτσι μια επιθυμία επιστροφής στην αδρότητα, στη
συγκεκριμένη γη, στο χώμα. Εάν η υιοθέτηση, η τόσο εξαγγελθείσα, αυτής της
μορφής του εσωτερικού παραθερισμού, του αγροτικού «επαναφυλετισμού», κατέληγε
να παγιωθεί τα επόμενα χρόνια, αποστρέφοντας τους παραθεριστές από την ακτή προς
νησιά-χωριά, θα ήταν τότε, χωρίς αμφιβολία, μια συμπτωματική αναστροφή σε ό,τι
αφορά τις παραθεριστικές πρακτικές της μόνιμης εγκατάστασης. Υπάρχει ωστόσο ένα
περιθώριο που απομένει προς ανάλυση, μεταξύ μιας απόσυρσης ενσωματωμένης σε ένα
νεοαγροτικό πνεύμα και εκείνης, της περίκλειστης, του Τεν-Τεν, για παράδειγμα,
στο Μουλενσάρ...
Αντιθέτως, φαίνεται ότι ο
«λευκός παραθερισμός» (η χειμερινή διαμονή σε χιονοδρομικά κέντρα) έχει πολλά
κοινά σε επίπεδο φαντασιακού με τον παραθαλάσσιο παραθερισμό. Είναι το χρονικό
και χωρικό της συμμετρικό, εποχιακό και σε υψόμετρο. Στη θέση του βάθους,
υπάρχει το ύψος· και στη θέση της άμμου και της θάλασσας υπάρχει το χιόνι, που
σβήνει τον κόσμο και προσκαλεί στη λήθη του. Καταπίνει τα σημάδια κάτω από την
επιφάνεια του και αποδιώχνει από τον τόπο πανίδα, χλωρίδα και ιθαγενείς. Σε
έναν κόσμο σκληρό και ακίνητο, το χιόνι επανεισάγει το μαλακό, το κινούμενο και
τις απολαύσεις του. Και αυτό προσφέρεται για παρορμήσεις ιλίγγου: γλίστρες, πτώσεις
ή άλματα. Χώνεται κανείς μέσα του. Αφήνεται να παρασυρθεί από αυτό. Κάνει σερφ
στην επιφάνεια του όπως και στη θάλασσα. Παίζει μαζί του όπως παίζει με την
άμμο και το νερό. Όσο για τον δάσκαλο του σκι, εκείνος το καλοκαίρι νοικιάζει ιστιοσανίδες
στην ακτή: ένα είδος εναλλασσόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας από τη
θάλασσα στο βουνό, η οποία καταδεικνύει πολλά.
Τα δελφίνια του
καλοκαιριού γίνονται συχνά αίγαγροι μόλις φτάσει ο χειμώνας. Διαγράφεται λοιπόν,
εδώ, ως αυτόνομο και ειδικό σύμπαν διακοπών, μία τυπολογία του παραθερισμού,
είτε αυτός είναι γαλάζιος είτε πράσινος ή λευκός, είτε είναι θερινός είτε χειμερινός.
Υπ' αυτή την οπτική, το σύμπαν ετούτο παραμένει προς εξερεύνηση. Χωρίς να
αμφισβητούμε την έννοια του, καλεί, είναι βέβαιο, εν όψει μιας πιο λεπτής ψυχοκοινωνιολογίας
της μόνιμης εγκατάστασης της αναψυχής, στην ανάπτυξη του ορισμού του, κυρίως
μέσω ειδικών μελετητών που διακρίνουν σημαίνουσες σταθερές και παραλλαγές κάτω
από τις ομοιότητες και τις ανομοιότητες των ειδών και των γενών του.
ΖΑΝΝΤΙΝΤΙΕ ΟΥΡΜΠΑΙΝ
«Στην ακροθαλασσιά»,
εκδόσεις Ποταμός
και για την αντιγραφή,
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΥΡΟΣ
Culture
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου