Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Όταν ο Ντασέν ερωτεύτηκε την Μελίνα





Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται
ή
Όταν  ο Ντασέν ερωτεύτηκε την Μελίνα
Πώς ο Ζυλ Ντασέν μετέτρεψε ένα εμβληματικό βιβλίο για τα πάθη του Χριστού σε μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και μάλιστα με τις «ευλογίες» τον ίδιου του Νίκου Καζαντζάκη, για χάρη του έρωτα της ζωής του.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΙΟ ΡΟΥΣΟΧΑΤΖΑΚΗ
Η ταινία είναι τόσο κακή όσο ακούγεται ότι είναι; «Όχι», απαντάει ο Ζυλ Ντασέν ξερά, «δεν αγαπώ τις συνεντεύξεις, δεν έχω τίποτα να πω...»
Καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να δώσει συνέντευξη ώστε να «προμοτάρει» την τελευταία του ταινία, μα αυτά που έχει να κρύψει είναι πιο πολλά από αυτά που μπορεί να φανερώσει. Το «Celui qui doit mourir» («Αυτός που πρέπει να πεθάνει») βασίζεται στο «απαγορευμένο» βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», που ξεσήκωσε θύελλα οργής στην Ελλάδα και ανάγκασε τον Καζαντζάκη να αυτοεξοριστεί στην Αντίμπ για να γλιτώσει το μένος και το κυνήγι της Εκκλησίας, η οποία τον κατηγόρησε ως βλάσφημο και άθεο και τον αφόρισε.
Ο ίδιος ο Ζυλ Ντασέν, μετά τη στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων στην Αμερική, ζούσε στη Γαλλία για να γλιτώσει από τη μαύρη λίστα της αντικομουνιστικής εκστρατείας του Χόλυγουντ, που του στέρησε τόσο τη δουλειά στα μεγάλα στούντιο όσο και την ελευθερία τού λόγου. Ο Μακαρθισμός δημιούργησε πρόβλημα σε αρκετούς ηθοποιούς, συγγραφείς και σεναριογράφους, ενώ με την κατηγορία του «προδότη-κομμουνιστή» κατάφερε για αρκετά χρόνια να αφανίσει πολλούς καλλιτέχνες από το χάρτη. Επιπλέον, ο Ντασέν που ζούσε στη Γαλλία από το 1952 με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, προσπαθεί σε κάθε συνέντευξη να κρατήσει τις φήμες μακριά: είναι ξετρελαμένος με την πρωταγωνίστρια της τελευταίας του ταινίας, Μελίνα Μερκούρη, που γνώρισε στις Κάννες το 1955. Τι να πρωτοομολογήσει λοιπόν στον Γάλλο δημοσιογράφο του περιοδικού «Cinema 57» που του ζητάει συνέντευξη, τη στιγμή που κάθε λέξη του μπορεί να γίνει πρωτοσέλιδο στη Γαλλία και η καριέρα του να βρεθεί ξανά πίσω στο μηδέν;


«Προσπάθησα να μείνω πιστός στο βιβλίο, απλώς αναγκάστηκα να παραλείψω κάποια "επεισόδια" και κάποιους χαρακτήρες γιατί διαφορετικά η ταινία θα κρατούσε 5 ώρες και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι θα ήταν τουλάχιστον 15. Κάναμε 10 μέρες γυρίσματα στο Παρίσι, σε στούντιο, και 71 μέρες εξωτερικά γυρίσματα σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης. Ήταν μια εμπειρία συγκλονιστική! Το χωριό βίωσε την ιστορία του φιλμ σαν πραγματική εμπειρία ζωής. Όλοι λατρεύουν τον Καζαντζάκη στην Κρήτη και τον θεωρούν εθνικό ήρωα. θα μπορούσαν να σκοτώσουν για πάρτη του...»
Όχι όλοι. Στην Κρήτη πολλοί, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα άλλοι τόσοι, θα ήθελαν ίσως να τον σκοτώσουν. Η γυναίκα του, Ελένη Καζαντζάκη, έγραφε στο βιβλίο της «Ο Διαφωνών», πως το να προφέρει κανείς το όνομα του Νίκου Καζαντζάκη ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο στην Ελλάδα. Η Ασφάλεια κυνηγούσε τον εκδότη του και τα βιβλία του κυκλοφορούσαν σχεδόν παράνομα.
Ο Ζυλ Ντασέν ήρθε σε επαφή με το βιβλίο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» το 1955. Αποφάσισε αυτόματα να το γυρίσει σε ταινία. Μοιράστηκε τις σκέψεις του με τον Μιχάλη Κακογιάννη (μεγάλο θαυμαστή του Ντασέν από τις ταινίες «Ο Δήμιος των Κολασμένων» και «Γυμνή Πόλη») όταν συναντήθηκαν τυχαία στις Κάννες τον Μάιο εκείνης της χρονιάς. Ο Κακογιάννης βρισκόταν στις Κάννες ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας με την ταινία «Στέλλα» και ο Ντασέν με το «Ριφιφί» - αντιπρόσωπος της Γαλλίας και μεγάλο φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα. Ο Κακογιάννης καλεί τον Ντασέν στην προβολή της «Στέλλας», ο Ντασέν αποδέχεται την πρόταση και κατά τη διάρκεια της ταινίας ανακαλύπτει πως στο πρόσωπο της Ελληνίδας πόρνης Στέλλας κρύβεται το πρόσωπο της δικής του Μαγδαληνής από το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Μέσα σε ένα μοναδικό φεστιβάλ έχει κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα για το «Ριφιφί», έχει ανακαλύψει την πρωταγωνίστρια της επόμενης ταινίας του και έχει συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του:

 Ο Νίκος Καζαντζάκης

«Είστε καταπληκτική. Γελάτε και περπατάτε υπέροχα, θα ήθελα να υποδυθείτε τη χήρα στην επόμενη ταινία που ετοιμάζω».
«Χήρα;» σκέφτηκε η Μελίνα, αλλά δαγκώθηκε και κατάφερε να τον ευχαριστήσει για την πρόταση που της έκανε. Εκείνη τη στιγμή, όμως, το μόνο που ήθελε ήταν το βραβείο Α' Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της. Ήταν πεπεισμένη και έτοιμη γι' αυτό το βραβείο και όλα τα προγνωστικά έμοιαζαν να ήταν με το μέρος της. Αλλά δεν το πήρε. Και στενοχωρήθηκε πολύ. Όπως δεν πήρε και στα σοβαρά, ίσως, τα λόγια του σκηνοθέτη για μελλοντική συνεργασία. «Αξίζεις πολύ περισσότερα από ένα βραβείο», κατάφερε να της ψιθυρίσει στο αυτί, μα εκείνη πικραμένη και μπαϊλντισμένη δεν ήταν έτοιμη για περισσότερες κουβέντες. Το «θα τα πούμε», που της είπε ο Ντασέν λίγο πριν τη φιλήσει στο μάγουλο, δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από μια θολή και χλωμή υπόσχεση. Ο Ντασέν όμως ήταν ερωτοχτυπημένος. Δεν μιλούσε Ελληνικά, αλλά αγαπούσε την Ελλάδα και τους Έλληνες. Δεν είχε λεφτά, αλλά σχεδίαζε την επόμενη ταινία με κάθε λεπτομέρεια. Είχε γυναίκα και παιδιά, αλλά το μυαλό του ήταν στην ξανθιά Ελληνίδα που του πήρε τα μυαλά. Όλα έμοιαζαν δύσκολα και απαγορευμένα, αλλά τον καλούσαν να ζήσει τη ζωή του στο φουλ.
Μακριά από την Αμερική μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Γιος ενός Ρωσοεβραίου κουρέα που μεγάλωσε στο Χάρλεμ και έμαθε από μικρός να ταξιδεύει σαν πολίτης του Κόσμου, ο Ντασέν, με τα μάτια ανοιχτά και την κάμερα στο χέρι έτοιμη να καταγράψει την τρέλα, την περιπέτεια, την αγωνία, το δράμα, τη μαγεία τού να τολμάς να πειραματίζεσαι και να πληρώνεις το αντίτιμο για να είσαι και να παραμένεις ο ίδιος σου ο εαυτός, έμοιαζε να είναι πάντα έτοιμος για μεγάλα ρίσκα. Αν και μελετούσε πολύ τα έργα του Βίκτωρος Ουγκώ κι είχε στο μυαλό του μια κινηματογραφική τριλογία βασισμένη σε αυτά, ήταν πια πεπεισμένος πως ο Καζαντζάκης και ο «Χριστός» είχαν πολλά να του διδάξουν και καινούργια μονοπάτια να του φωτίσουν σε έναν πολιτισμό που έμοιαζε να τον καλεί όλο και πιο κοντά. Τον ελληνικό πολιτισμό, που ξεκινά από το Νότο: Ταξίδι στην Κρήτη!
Στη γη του συγγραφέα
Η ιδέα για τα γυρίσματα της ταινίας στην Κρήτη ήταν του ίδιου του Νίκου Καζαντζάκη. Ο Ντασέν πήρε τη Μελίνα και πήγαν να τον επισκεφτούν στην Αντίμπ. Ο Καζαντζάκης γνώριζε πως ο Ντασέν είχε επιχειρήσει στο παρελθόν να γυρίσει σε ταινία τον «Αλέξη Ζορμπά» αλλά επειδή επέμενε να χρησιμοποιήσει στον πρωταγωνιστικό ρόλο τον Ρώσο ηθοποιό Τσερκάσοφ οι χρηματοδότες είπαν «όχι» και τα σχέδια ναυάγησαν πριν καν ξεκινήσει να γράφεται το σενάριο.
«Ε, τώρα θα μιλήσουμε οι άντρες. Οι γυναίκες να πάνε να ετοιμάσουν το τσάι», πρόσταξε ο Καζαντζάκης και η Μελίνα, που δεν ήταν συνηθισμένη να παίρνει διαταγές από κανέναν, αναγκάστηκε να υποχωρήσει από σεβασμό στον μεγάλο συγγραφέα και να συνοδεύσει την Ελένη Καζαντζάκη στην κουζίνα. Η Ελένη έκανε κήρυγμα στη Μελίνα συμβουλεύοντας την να αφήσει τον Ντασέν  ήσυχο στη γυναίκα του και τα παιδιά του και πως δεν είναι σωστό να κλέβει τον άντρα από την οικογένεια του. «Όχι, δεν το ν αφήνω... Ομολογώ ότι δεν έχω φερθεί καλά σ' όλους τους άντρες, αλλά τον Ντασέν τον αγαπώ αληθινά και δεν τον αφήνω...»
Ο Καζαντζάκης, παρ' όλο που ήταν σε προχωρημένο στάδιο λευχαιμίας, αρνιόταν να αφήσει την ασθένεια να τον καταβάλει και έλεγε πως πρώτα θα τελειώσει τις δουλειές που έχει αφήσει στη μέση, θα ταξιδέψει στην Κίνα και μετά θα ετοιμαστεί να συναντήσει τον Χάρο.
Έπειτα από πολλές συζητήσεις για βιβλία, ποιήματα, θρησκεία, πολιτική και ατελείωτες βόλτες, ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης με αμοιβαία εκτίμηση και συμπάθεια έσφιξαν τα χέρια και έκλεισαν τη συμφωνία: «Ντασενάκη, πρέπει να δοκιμάσεις την Κρήτη. Ίσως να μη σε ενοχλήσουν εκεί», ήταν η συμβουλή του Καζαντζάκη και ο Ντασέν την ακολούθησε, παρ' όλο που τα γυρίσματα στην κοντινή Γιουγκοσλαβία, στα υψώματα του Μαυροβουνίου, θα ήταν πολύ φθηνότερα στο κόστος της παραγωγής. Επελέγη το χωριό της Κριτσάς, 20 χιλιόμετρα από τον Άγιο Νικόλαο, το οποίο ο σκηνοθέτης θα ηλεκτροδοτούσε με γεννήτριες ρεύματος.
Η Μελίνα Μερκούρη θυμάται τα γυρίσματα της ταινίας στην αυτοβιογραφία της «Γεννήθηκα Ελληνίδα»: «Ολημέρα οι άνθρωποι της Κριτσάς δούλευαν στα χωράφια τους και στους ελαιώνες τους. Τα βράδια μαζεύονταν στην αυλή του σχολείου και τους έλεγα την ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Στάθηκα μπροστά σε πολλά ακροατήρια, αλλά κανένα δεν ήταν τόσο γοητευμένο, κανένα δεν μου δόθηκε τόσο ολοκληρωτικά. Στο φως του δειλινού, αυτά τα υπέροχα πρόσωπα! Γελούσαν. Έκλαιγαν. Βογκούσαν από φρίκη. Χειροκροτούσαν τον καλό παπά της ιστορίας, ειρωνεύονταν τον κακό παπά, καταριούνταν τον Τούρκο Αγά. Χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι όταν κάποιος τους ξεγελούσε...»
Το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη απαντάει στην ερώτηση: «Τι θα συνέβαινε εάν ο Χριστός επέστρεφε για δεύτερη φορά στη Γη;» θα σταυρωνόταν για δεύτερη φορά! Αυτό το μοντέρνο δράμα που ξετυλίγεται στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη «δένει» με επαναστατικό τρόπο τα δρώμενα της Καινής Διαθήκης με τα δρώμενα του μικρού χωριού της Λυκόβρυσης (υπό την τουρκική κυριαρχία) μέσα στο Πάσχα, από τη Μεγάλη Δευτέρα ως και την Ανάσταση. Ο παπά-Γρηγόρης (έχοντας πάρει ειδική άδεια από τον Τούρκο Αγά) αποφασίζει να στήσει την αναπαράσταση των Παθών και διαλέγει, ανάμεσα στους χωρικούς, πρωταγωνιστές και κομπάρσους με επικεφαλής τον Ιησού, τον Πέτρο, τον Ιωάννη, τη Μαγδαληνή και τον Ιούδα. Με το που δίνονται οι ρόλοι, πριν ξεκινήσουν οι πρόβες, την ηρεμία του χωριού ταράζει η επέλαση μιας φτωχής ομάδας ανθρώπων που φτάνει στο χωριό για να ζητήσει καταφύγιο και βοήθεια. Είναι οι επιζήσαντες κάποιου γειτονικού χωριού που έχασαν την περιουσία τους μετά τη λεηλασία των Τούρκων. Χωρίς τροφή, χωρίς νερό και χωρίς στέγη αντιπροσωπεύουν ένα μοντέρνο χριστιανικό δίλημμα: βοηθάμε τον συνάνθρωπο μας ή τον αφήνουμε στη μοίρα που επέλεξε γι' αυτόν η ζωή; Ο παπά-Γρηγόρης της Λυκόβρυσης διαλέγει το δεύτερο και αρνούμενος να χαλάσει την καλή του σχέση με τον Τούρκο Αγά αρνείται τη βοήθεια σε αυτούς που την έχουν ανάγκη. Το έργο του Καζαντζάκη δείχνει πως η χριστιανική θρησκεία δεν βασίζεται στους ρόλους και στα σύμβολα ή στην απλή αναπαράσταση των Παθών αλλά στην πραγματική βοήθεια και την Ηθική. Ο άνθρωπος μέσα από τις ίδιες του τις επιλογές είναι υπεύθυνος για την τύχη του, τη ζωή του και τους συνανθρώπους του.


Η Εκκλησία εξοργίστηκε ακόμα μια φορά. Τα βιβλία του Καζαντζάκη είχαν ήδη κατασχεθεί αρκετές φορές και το θέμα είχε φτάσει ως τη Βουλή των Ελλήνων. Κανείς δεν μπορούσε όμως να σταματήσει τους ξένους εκδότες αλλά και τους σκηνοθέτες που έδειχναν ενδιαφέρον για το έργο του. Το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» ήταν μια μικρή παραγωγή αλλά σίγουρα θα ταξίδευε σε όλο τον κόσμο.
Ποιος  θα τολμούσε όμως να πάει κόντρα στο λαό της Κρήτης που είχε τον Καζαντζάκη εικόνισμα δίπλα από το εικονοστάσι; Όπως σημειώνει η Μερκούρη στη βιογραφία της: «Οι εκκλησιαστικές αρχές, που βρήκαν φρονιμότερο να μην αντιταχθούν στο γύρισμα της ταινίας, εξέφρασαν την εχθρότητα τους για τον Καζαντζάκη όταν ζητήσαμε άδεια για γύρισμα στην εκκλησία του χωριού. Το "όχι" τους ήταν κατηγορηματικό. Ο Τζούλη, που πιεζόταν ήδη από προβλήματα προϋπολογισμού, αναγκάστηκε να φτιάξει ένα σκηνικό εκκλησίας. Η εκκλησία του χτίστηκε σε χρόνο ρεκόρ. Το σκηνικό ήταν τόσο αληθινό, τόσο εντυπωσιακό που οι χωρικοί σταυροκοπιούνταν κάθε φορά που περνούσαν. Έρχονταν στον Ζαν Σερβαί, που έπαιζε τον καλό παπά, και του φιλούσαν το χέρι. Η ταινία ήταν τόσο πραγματική για κείνου ς ώστε φιλούσαν και το χέρι του Φερνάν Λεντού που έπαιζε τον κακό παπά, αλλά απρόθυμα...».
Το σκηνικό της εκκλησίας αλλά και ολόκληρο το ντεκόρ που στήθηκε στην πλατεία του χωριού δεν χρειάστηκε να το μαζέψει κανείς μετά το τέλος των γυρισμάτων: οι κάτοικοι της Κριτσάς ήθελαν να το κρατήσουν «ζωντανό » για να τους θυμίζει την περιπέτεια που πέρασαν με τον Τζούλη, τη Μελίνα και τους Γάλλους ηθοποιούς. «Βάφτισαν» το σκηνικό «βωμό στον Καζαντζάκη» και όταν ο άνεμος και η βροχή κατέστρεψαν το ντεκόρ, βάφτισαν τη μικρή πλατεία του χωριού «Πλατεία Νίκου Καζαντζάκη». Πολλοί επισκέπτες απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας πέρασαν για να αποτίσουν φόρο τιμής στον εξόριστο -και σύντομα μετά την ταινία αποθανόντα- συγγραφέα.

Η αναγνώριση
Μετά τα εξωτερικά γυρίσματα στην Κρήτη ο Ντασέν, η Μερκούρη και οι Γάλλοι ηθοποιοί επέστρεφαν στο Παρίσι για τα εσωτερικά γυρίσματα σε στούντιο. Συγκατοικούσαν -παράνομα- σε ένα μικρό ξενοδοχείο (πριν μετακομίσουν στο δικό τους διαμέρισμα, στη λεωφόρο Πολ Ντιμέρ) αν και η Μελίνα περνούσε πολύ χρόνο μόνη της -μια που ο «Τζούλης της» περνούσε πολύ χρόνο με τα τρία παιδιά του. Ο γιος του Ντασέν, Τζο Ντασέν (αργότερα γνωστός ποπ τραγουδιστής με αμέτρητα χιτ στο ενεργητικό του), ήταν κομπάρσος στον «Χριστό» και παρ' όλο που ήξερε για τη σχέση του ζευγαριού ήταν διακριτικός και κρατούσε τη Μελίνα σε απόσταση.
Τα οικονομικά του ζευγαριού ήταν σε άθλια κατάσταση παρ' όλο που το «Celui qui doit mourir» υμνήθηκε από τους κριτικούς, βραβεύτηκε στις Κάννες και χάρισε στον Ντασέν ακόμη μία διάκριση στη μέχρι τότε φιλμογραφία του. Θετικές κριτικές αλλά και ύμνους δέχτηκε και το φιλμ στη Νέα Υόρκη. Ήταν άλλωστε και η μόνη πολιτεία της Αμερικής που η ταινία γνώρισε σχετική εμπορική επιτυχία. Ο Καρλ Κρουγκ, στην Pittsburgh Sun-Telegraph  έγραφε:
«Επίθετα όπως καθηλωτικό, δυνατό, εύγλωττο, δεν είναι αρκετά για να τιμήσουν ολοκληρωτικά το "Αυτός που Πρέπει να Πεθάνει". Υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πιο συμπαγές από εκείνο που βλέπει το μάτι σ' αυτό το απόλυτα μεγαλειώδες δράμα του Ζυλ Ντασέν. Φτάνει βαθιά μέσα στην καρδιά, τα συναισθήματα και το μυαλό. Είναι μια καταπληκτική αντιστοιχία των Παθών, γεμάτη συμβολισμούς για τις ανθρώπινες συγκρούσεις, τη θρησκεία, την Εκκλησία, την Πολιτεία...»

 «Never on Sunday»

Μετά την άρση της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του, ο Ντασέν ήταν ελεύθερος να επισκεφτεί τη χω ρα του ξανά, αυτή τη φορά με τη Μελίνα κοντά του. Η Μελίνα Μερκούρη, μαγεμένη τόσο από τη Νέα Υόρκη όσο και από το Χόλυγουντ, περνούσε τις μέρες της βολτάροντας στις μεγάλες λεωφόρους, παρατηρώντας και καταγράφοντας κάθε λεπτομέρεια ενός νέου τρόπου ζωής. Λάτρεψε τον κινηματογράφο, το θέατρο αλλά και το Παλμ Σπρινγκς της Καλιφόρνιας που «σου 'κοβε την ανάσα. Ακόμα και οι τεράστιες αφίσες που διαφήμιζαν μπίρες και οδοντόκρεμες δεν μπορούσαν να σκεπάσουν το μεγαλείο του!»
Τα παιδιά του Ντασέν, η Τζούλι, η Ρίκι και ο Τζο, είχαν αρχίσει να συνηθίζουν τη Μελίνα (που έτσι κι αλλιώς όταν αποφάσιζε να γοητεύσει κάποιον δεν άφηνε περιθώρια άλλα στον εαυτό της από το να «μαγέψει τον στόχο της») και η ζωή στο Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη ήταν συναρπαστική - παρ' όλο που τα οικονομικά τους ήταν πάντα σε μέτρια κατάσταση. Μέχρι που έφτασε «η Μεγάλη Έμπνευση» για να φέρει τα πάνω - κάτω στη ζωή τους: ένα κυριακάτικο πρωινό, πάνω στον καφέ, με τη Μελίνα και τη μητέρα της Ειρήνη, να παρακολουθούν τον Τζούλη να σιωπά και να αποτραβιέται, ξεδιπλώθηκε η αρχή ενός μεγάλου και τρανού σεναρίου που με τη μαεστρία του Ντασέν έγινε παγκόσμια επιτυχία και άλλαξε την ιστορία πολλών Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. «Ποτέ την Κυριακή». Μετά την Κρήτη, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη έφτασε η ώρα του Πειραιά. Ένα λιμάνι και ένα συρτάκι θα ταξίδευαν την Ελλάδα, τη Μυθολογία, τους αρχαίους φιλοσόφους και το μπουζούκι στα πέρατα του Κόσμου. «Never on Sunday». Τραγουδήθηκε και παίχτηκε παντού.
Αλλά   αυτό   είναι   μια   άλλη,   μεγάλη,   χαρούμενη   και σουξεδιάρικη ιστορία... _
GK/Ιούλιος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου