Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Πως ό εμφύλιος του '44 έσωσε τους δοσίλογους




Πως ό εμφύλιος του '44 έσωσε τους δοσίλογους

Κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους Δωσίλογους

Η στάση του ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση απέναντι στους δωσίλογους και πως τους αναβάπτισε λίγο πριν και -κυρίως- κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου

Του Στρατου Ν. Δορδανα*
«Υπεύθυνος Δήλωσις
Ο υπογεγραμμένος Μ. Θεόδωρος [], γεννηθείς εν Κυθήροις και κατοικών εν Θεσ/νίκη, ετών 30, επαγγέλματος Ναυπηγός και νυν κρατούμενος εν τοις Β΄ Επανορθωτικές Φυλακαίς Θεσ/νίκης, δηλώ υπευθύνως ότι ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής ή συνοδοιπόρος του ΚΚΕ. Πάντοτε ήμην, είμαι και θα είμαι πρόθυμος ν' αγωνισθώ διά τα Εθνικά συμφέροντα και το Μεγαλείον της φιλτάτης μας Ελληνικής Πατρίδος και δια την διασφάλισιν της ακεραιότητος και της τιμής της. Την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν κατακρίνω ως προδοτικήν και ανήθικον δια την εξόντωσιν της οποίας θέλω αγωνισθή μέχρι και της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου, δηλών μετά παρρησίας ότι πρέπει να εκλείψη από την Ελλάδα το κομμουνιστικό άγος, το οποίον κηλιδώνει την τρισχιλιετή ένδοξον ιστορίαν μας».
Διαβάζοντας κανείς την παραπάνω υπεύθυνη δήλωση, σχηματίζει την «ασφαλή» εντύπωση -αν όχι την βεβαιότητα- ότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για μια ακόμη πράξη αποκηρύξεως του κομμουνισμού, μια «δήλωση μετανοίας» από τις χιλιάδες που αναγκάστηκαν να υπογράψουν αργά ή γρήγορα όσοι διώχθηκαν στον Εμφύλιο Πόλεμο με βάση τα έκτακτα νομοθετήματα της περιόδου. Όμως στην προκειμένη περίπτωση ο δηλών δεν ήταν κάποιος διωκόμενος για τα πολιτικά του φρονήματα εξαιτίας της συμμετοχής του στο παράνομο ΚΚΕ ή στις άλλες οργανώσεις του, αλλά μια «κλασική» και «συνήθης» περίπτωση δωσιλόγου της Κατοχής που είχε σπεύσει να επωφεληθεί από τον έντονο αντικομμουνισμό της εποχής. Επομένως ο εν λόγω, όπως και εκατοντάδες άλλοι της ιδιαίτερης αυτής κατηγορίας των «πατριωτών», δεν χρειαζόταν να υπογράψει τη δήλωση αυτή, καθώς δεν είχε διωχθεί για παράνομη πολιτική δράση με βάση το Γ΄ Ψήφισμα, αλλά για συνεργασία με τους κατακτητές, αδίκημα που τιμωρούνταν από τις Συντακτικές Πράξεις περί δωσιλογισμού και τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων.
Το ανασυγκροτούμενο κράτος είχε διακηρύξει αμέσως μετά την Απελευθέρωση διά στόματος των πρωθυπουργών και των άλλων υπευθύνων πολιτικών ανδρών την πρόθεσή του να τιμωρήσει αμείλικτα αυτές τις ανακόλουθες πράξεις και να αποδώσει με προσεκτικό και ψύχραιμο τρόπο δικαιοσύνη, αφήνοντας την Θέμιδα «τυφλή» να πράξει το καθήκον της. Πριν καν άλλες κρατικές υπηρεσίες φτάσουν στην επαρχία, αλλά και σε μεγάλες πόλεις, τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν τις εργασίες τους, κληρονομώντας από τα έκτακτα στρατοδικεία του ΕΛΑΣ χιλιάδες υποθέσεις και αντίστοιχους αριθμούς κρατουμένων που θεωρούνταν συνεργάτες των κατακτητών· κάποιοι από τους τελευταίους είχαν συμπεριληφθεί ασφαλώς στην ευρύτερη κατηγορία των «εχθρών του λαού» σύμφωνα με τη λαοκρατική αντίληψη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και επομένως εκληφθεί συνεπακόλουθα ως συνεργάτες του εχθρού.


Η καμπή των Δεκεμβριανών
Τα Δεκεμβριανά και η δίκη των κατοχικών κυβερνήσεων πρόσφεραν από διαφορετικές σκοπιές κακές υπηρεσίες στη δικαστική εκκαθάριση των δωσιλογικών υποθέσεων, καθώς λειτούργησαν ως τροχοπέδη στην γενικότερη προσπάθεια απονομής της δικαιοσύνης, με τον ποινικό κολασμό των αποδεδειγμένα ενόχων και την ταυτόχρονη ηθική επούλωση των κοινωνικών τραυμάτων της κατοχικής περιόδου. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου στην Αθήνα έστρεψαν το ενδιαφέρον του πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης στο φλέγον ζήτημα του μελλοντικού πολιτικοκοινωνικού προσανατολισμού της χώρας και ενοχοποίησαν ένα ολόκληρο αντιστασιακό κίνημα, διευρύνοντας σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια την κοινωνική δεξαμενή των «προδοτών» και των «αντεθνικών στοιχείων». Από την άλλη, η πρώτη και μεγάλη δίκη των κατοχικών πρωθυπουργών και των υπουργών τους θεωρήθηκε από πολλούς -εντός και εκτός Ελλάδας- ως μια κλασική δίκη-παρωδία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κατηγορούμενοι μετατράπηκαν συχνά σε κατηγόρους και τα Τάγματα Ασφαλείας από δεκανίκια του γερμανικού «νόμου και τάξης» σε συνεχιστές της κρατικής νομιμότητας και προασπιστές της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Αν τα δύο αυτά γεγονότα πριμοδότησαν με τον τρόπο τους την ατιμωρησία, η έναρξη του Εμφυλίου έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα προς τη στρατηγική επιλογή της ενσωμάτωσης στους κόλπους του μαχόμενου έθνους -έναντι του «ξενοκίνητου» κομμουνισμού- και όσων είχαν νωρίτερα κηλιδώσει την τιμή του ίδιου αυτού έθνους, του οποίου ως προασπιστές παρουσιάζονταν τώρα. Διαφορετικά, η εμφυλιακή κολυμβήθρα του Σιλωάμ λύτρωσε πολλούς από το άγος του ένοχου κατοχικού τους βίου, παρέχοντάς τους την ευκαιρία να εξιλεωθούν μέσα από τη συμμετοχή τους στον πόλεμο εναντίον του ίδιου εχθρού, αυτή τη φορά όμως χωρίς την υποστήριξη των γερμανικών όπλων.
«Και σήμερον άπαντες είμεθα οι μετά του Εθνικού Στρατού και της Βασιλικής Χωροφυλακής συνεργαζόμενοι, άλλοι μεν εξ ημών εις την οργάνωσιν Μ.Α.Υ. και οι υπόλοιποι εις την πολιτοφυλακήν ως εθελονταί δια την περιφρούρησιν των συνόρων μας και του Πατρίου εν γένει εδάφους», σημείωνε μια ομάδα υποδίκων προς τον Ειδικό Ανακριτή Δωσιλόγων, θέλοντας να υπογραμμίσει τη συστράτευσή του στον πόλεμο εναντίον των κομμουνιστών. Κάποιος άλλος χωρίς περιστροφές ζητούσε να μην τιμωρηθεί από τη στιγμή που οι υπόλοιποι παλαιοί συμπολεμιστές του στα Τάγματα Ασφαλείας πρόσφεραν ήδη ανεκτίμητες υπηρεσίες στο κράτος λόγω της πολύτιμης πείρας στον αντικομμουνιστικό αγώνα που είχαν αποκομίσει την περίοδο της Κατοχής: «Δεδομένου ότι και το ίδιον το Κράτος σήμερον είναι υποχρεωμένον και χρησιμοποιεί τα στελέχη και τους συστρατιώτες μου, διότι αυτοί γνωρίζουν τι θα πη Κομμουνισμός, ας μη επιτραπή να πιστεύω ότι δεν πρέπει να τιμωρηθώ εγώ ο οποίος εις την περίπτωσιν αυτήν είμαι Προμηθεύς και όχι επιμηθεύς».
Στην περίπτωση δε που οι προσφερόμενες υπηρεσίες δεν ήταν αρκετές για να αποτρέψουν την προφυλάκιση, επιστρατεύτηκε ο όρος «εθνικόφρων δωσίλογος» για να δηλώσει αφενός ότι η συνεργασία με τον κατακτητή αποτελούσε συνειδητή πατριωτική επιλογή έναντι του κομμουνισμού και αφετέρου ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συνιστούσαν τις κατεξοχήν προδοτικές οργανώσεις που δεν είχαν διστάσει να συνεργαστούν με τους Σλάβους, απεργαζόμενες τον ακρωτηριασμό του εθνικού εδάφους: «Επειδή είμαι εθνικόφρων και επολέμησα κατά του κομμουνισμού τόσον κατά την διάρκειαν της Κατοχής εις τα Τάγματα Ασφαλείας, όσον και μετά την απελευθέρωσιν εις τον Εθνικόν Στρατόν και των ΜΑΥ [] θέλω να συγκρατούμαι μετά των άλλων εθνικοφρόνων δοσιλόγων», παραπονιόταν προς τον Ειδικό Ανακριτή ένας υπόδικος δωσίλογος για τον εγκλεισμό του με πολιτικούς κρατουμένους.


Κατέφευγαν στον στρατό
Παρά το γεγονός πως στα γραφεία των Ειδικών Επιτρόπων, όπως και σε αυτά των διωκτικών αρχών, υπήρχαν μακροσκελείς κατάλογοι φυγόδικων που στην Κατοχή είχαν συνεργαστεί «προδοτικώς μετά του εχθρού», ζημιώνοντας τον εθνικό ή συμμαχικό αγώνα, Έλληνες πολίτες ή πολίτες συμμάχου κράτους, δεν κατέστη τελικά δυνατόν να οδηγηθούν όλες αυτές οι υποθέσεις στις δικαστικές αίθουσες για να αποφασίσουν τα δικαστήρια, τα μόνα αρμόδια δηλαδή θεσμικά όργανα να αποφανθούν υπέρ της ενοχής ή της αθωότητάς τους. Στον αντίποδα η θητεία στον στρατό και στα σώματα ασφαλείας δεν παρείχαν μόνο την απαραίτητη κάλυψη, αλλά συνέστησαν τους κυματοθραύστες πάνω στους οποίους προσέκρουσαν αρκετά συχνά τα δικαστικά αιτήματα, ώστε να τεθεί ο φυγόδικος στη διάθεση της Δικαιοσύνης. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για την ικανοποίηση παρόμοιων αιτημάτων, ήταν η συνήθης στερεότυπη απάντηση που έδιναν τα επιτελεία των στρατιωτικών σχηματισμών στην προσπάθεια των δικαστών να ασκήσουν απρόσκοπτα το έργο τους. Το κράτος είχε ανάγκη και τον τελευταίο στρατιώτη και όχι λειτουργούς της Δικαιοσύνης που επιχειρούσαν μέσα σε συνθήκες ανωμαλίας να πράξουν στοιχειωδώς το καθήκον τους, ελέγχοντας ένα παρελθόν το οποίο είχε αφεθεί πλέον στο σκοτάδι.
Γρήγορα κάμφθηκαν και οι τελευταίες αντιστάσεις της Δικαιοσύνης κατά τις επιταγές των βασικών πολιτικών προσανατολισμών του εμφυλιακού κράτους, που ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο σε κάθε είδους εξωθεσμικές παρεμβάσεις. Οσοι είχαν δικαστεί ερήμην μπορούσαν πλέον να παρουσιαστούν «αυθορμήτως» και να δηλώσουν ότι διώκονταν για την «αντισυμμοριακή τους δράση», παρά το γεγονός πως η σχετική νομοθεσία του 1947 δεν περιλάμβανε απαλλακτικές πρόνοιες για εκείνους που είχαν εξοπλιστεί και συνεργαστεί με τους κατακτητές.
Η ανακοπή των επιβαλλόμενων ερήμην ποινών οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων στην επιβολή τουλάχιστον μικρότερων ποινών· μετά την ψήφιση του νόμου «περί μέτρων ειρηνεύσεως» το 1952 και τη συμβολή του Συμβουλίου Χαρίτων, καθώς και των βασιλικών διαταγμάτων εγκατέλειψαν τις φυλακές και οι τελευταίοι δωσίλογοι, παραμένοντας μέσα μόνο μερικές δεκάδες Σλαβοφώνων από περιοχές της Μακεδονίας.
Πάνω και σε αυτούς τους «ελεύθερους» πολίτες οικοδομήθηκε η μετεμφυλιακή κοινωνία των αποκλεισμών, την οποία συγκρότησαν μόνο τα «χρήσιμα σκεύη» της· παρά το γερμανικής προέλευσης «περιτύλιγμά» του αφέθηκε ελεύθερος το 1952 ένας κατάδικος, που στα χρόνια της Κατοχής είχε καταστεί με τους γερμανοντυμένους συμπολεμιστές του ο «φόβος και ο τρόμος» για τους αμάχους συμπατριώτες τους. Στις αποσκευές του είχε το σημείωμα του διευθυντή των φυλακών, όπου τον κατέτασσε στην πρώτη θέση των εθνικοφρόνων κρατουμένων «με γνήσια ελληνικά εθνικόφρονα αισθήματα» και μίσος για τον κομμουνισμό όσο κανείς άλλος. Παρείχε επομένως όλα τα εχέγγυα για να θεωρηθεί «χρήσιμο σκεύος εν τη ελευθέρα κοινωνία».

* Ο κ. Στράτος Δορδανάς είναι ιστορικός.

http://www.kathimerini.gr/351730/article/epikairothta/ellada/kolymvh8ra-toy-silwam-gia-toys-dwsilogoys

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου