Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Ο φωτογράφος Τάκης Διαμαντόπουλος





Ο φωτογράφος Τάκης Διαμαντόπουλος

Ο Τάκης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1949 και ζει στην Αθήνα. Ασχολείται επαγγελματικά με τη φωτογραφία επί σαράντα πέντε χρόνια. Προέρχεται από οικογένεια φωτογράφων, καθώς τόσο ο παππούς του όσο και ο πατέρας του ασχολήθηκαν με τον συγκεκριμένο επαγγελματικό χώρο. Από τον τελευταίο άλλωστε πήρε και τα πρώτα του μαθήματα, καθώς υπήρξε βοηθός του για δέκα χρόνια μέχρι το 1975.
Το 1968 αρχίζει να ασχολείται με τη φωτογραφία μόδας. Από είκοσι χρονών αρχίζει να φωτογραφίζει τις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου στην Επίδαυρο.
Το 1972, πραγματοποιεί την πρώτη του φωτογράφηση με το γαλλικό VOGUE. Από το 1975 μέχρι το 1980 διατηρεί studio με τον αδερφό του Ντίνο, επίσης φωτογράφο, ενώ για μία διετία από το 1979, εκδίδουν μαζί και το περιοδικό ‘COVER‘. Την περίοδο 1981-1983 ζει στο Παρίσι και στο Μιλάνο όπου συνεργάζεται με τον εκδοτικό οίκο Condé Nast.
Αρκετά ελληνικά και ξένα περιοδικά (Vogue, Stern, Marie Claire, Votre Beaute, Madame Figaro, Men, Klik, Status, Γυναίκα, Nitro, Diva, Πάνθεον, Cover, Cigar, Μονόπολη , Down Town, Bημαgazino, Πρόσωπα, Ταχυδρόμος) έχουν φιλοξενήσει τις φωτογραφίες του στα εξώφυλλα και στις σελίδες τους, που αφορούν κυρίως μόδα και πορτραίτα γυναικών προσωπικοτήτων της ελληνικής διανόησης, της τέχνης και του θεάματος, που με το έργο τους έχουν συμμετάσχει την πολιτιστική ζωή του τόπου μας.
Εξώφυλλα με φωτογραφίες του Τάκη Διαμαντόπουλου.
Έχει πραγματοποιήσει σειρά ατομικών εκθέσεων, εκ των οποίων δύο στη Θεσσαλονίκη και τρεις στην Αθήνα.
Εκδόσεις
    Τάκης Διαμαντόπουλος (1999). 33 χρόνια φωτογραφίας. Καστανιώτης. ISBN 9789600325645.
    Τάκης Διαμαντόπουλος (2004). 200+4 Σημαντικοί Έλληνες. Λυμπέρης. ISBN 9789608810105.
    Τάκης Διαμαντόπουλος (2008). Λευκό Βιβλίο. Καστανιώτης. ISBN 978-960-03-4688-6.
https://el.wikipedia.org/wiki/Τάκης_Διαμαντόπουλος


ΜΕ ΤΟΝ ΦΑΚΟ
ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΗΣ ΒΕΝΙΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
Μερικές μέρες μετά το τέλος της έκθεσης του στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο Τάκης Διαμαντόπουλος, ντυμένος στα μαύρα, κάθεται ήσυχα στον υπολογιστή του στο στούντιο της οδού Αρχελάου. Μπορεί η έκθεση με αφορμή το βιβλίο του Το λευκό βιβλίο να πήγε παραπάνω από καλά, όμως εκείνος μοιάζει ανήσυχος. Μιλάει στο κινητό, ψάχνει την ατζέντα του, σκαλίζει τα φωτογραφικά του αρχεία, κάνει τη συνέντευξη...Όλα αυτά μαζί ένας μόνο άνθρωπος. Είναι απόλυτος («Αυτό που έμαθα στο Παρίσι είναι να κάνω τη δουλειά μου όπως τη φαντάζομαι εγώ και όχι να κάνω αυτά που μου λένε»), αδιαπραγμάτευτος («Ναι, έχω πετάξει άνθρωπο έξω από το στούντιο την ώρα που τον φωτογράφιζα γιατί δεν με άφηνε να κάνω τη δουλειά μου. Όταν έχω να φωτογραφίσω κάποιον, ξέρω από πριν πώς θέλω να τον βγάλω. Γι' αυτό και αντιπαθώ όταν μου λένε να κάνω "και κάτι άλλο". Και πάντα το αρνούμαι. Αφού δεν το έχω σκεφτεί, πώς θα κάνω αυτό το κάτι άλλο;») και με μια εστέτ άποψη για τη φωτογραφία («Η φωτογραφία είναι μαυρόασπρη. Τα έγχρωμα δεν είναι παρά διαφήμιση»). Ο Τάκης, με το δικό του στυλ και ύφος, φωτογράφισε 53 Ελληνίδες γυμνές, γλυκές, σέξι, θυμωμένες, ανέμελες, μα πάνω από όλα εντυπωσιακές. «Δεν δυσκολεύτηκα να πείσω καμιά τους. Πρώτον γιατί μου είχαν εμπιστοσύνη. Καμία δεν ντράπηκε ή δεν μου είπε "Δεν θέλω να το κάνω". Άλλωστε δεν τους είπα τι θέλω να κάνουν. Τις άφησα να διαλέξουν εκείνες πώς θα ήθελαν να φωτογραφηθούν. Δεν τους ζήτησα δηλαδή να πάρουν κάποια πόζα. Αυτό δεν το ζητάω όταν κάνω ένα πορτρέτο, θα το ζητήσω σε ένα γυμνό που είναι κάτι πιο ευαίσθητο; Εκείνες απλά εκφράστηκαν όπως ήθελαν». Το γυναικείο γυμνό ήταν πάντα το αγαπημένο φετίχ του Τάκη, ακόμα και όταν ξεκινούσε να φωτογραφίζει: «Εννοείται ότι προτιμώ να φωτογραφίζω γυναίκες, τις βρίσκω πιο σεξουαλικές. Όχι ότι δεν μου αρέσει να δω αντρικά γυμνά, όπως τις φωτογραφίες του Μπρους Γουέμπερ, αλλά δεν με συγκινεί όσο το γυναικείο σώμα».


ΜΙΑ ΖΩΗ ΓΕΜΑΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο Τάκης μεγάλωσε στο Μαρούσι και ο πατέρας του ήταν από τους καλύτερους και πιο διάσημους φωτογράφους της δεκαετίας του '50. «Ο παππούς μου ήταν φωτογράφος κι ακόμα πιο παλιά είχα μια ξαδέλφη η οποία ζούσε στην Κρήτη και ήταν η φωτογράφος του Ελευθέριου Βενιζέλου» λέει ο ίδιος. «Έγινα κι εγώ φωτογράφος χωρίς να το καταλάβω. Από 15 χρόνων και εγώ και ο Ντίνος δουλεύαμε μαζί με τον πατέρα μας. Μπάλα δεν ξέραμε τι θα πει. Και ο πατέρας μου ήθελε να συνεχίσουμε το όνομα. Αλλά είχαμε πολλούς καβγάδες και πολλές αντιρρήσεις. Εγώ, ως νεότερος, δεν ήθελα να φωτογραφίζω όπως εκείνος, τον έβρισκα πολύ κλασικό. Έπειτα από χρόνια διαπίστωσα πως δεν ήταν καθόλου κλασικός, αλλά πιο μοντέρνος απ' ό,τι ήμουν εγώ και πιο μοντέρνος και από τους σημερινούς φωτογράφους. Δεν θα ξεχάσω ότι δουλεύαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ χωρίς διάλειμμα. Του πήγαινα φωτογραφίες και μου τις έσκιζε. "Θα το βρεις μόνος σου, γιατί δεν είναι καλά αυτά που κάνεις" μου έλεγε. Ποτέ δεν μας έδωσε συμβουλές για το πώς να τραβήξουμε. Και είχε δίκιο. Γιατί η φωτογραφία είναι θέμα ματιού, φαντασίας και αισθητικής. Αυτά δεν διδάσκονται. Μαζί με τον Ντίνο τραβάγαμε το λούκι γιατί ήταν πολύ αυστηρός. Αλλά ήταν και ο καλύτερος της εποχής του. Φωτογράφιζε πορτρέτα και θεατρικούς θιάσους. Σκέψου πως τότε οι φωτογράφοι είχαν μαγαζιά στους δρόμους και έκαναν μόνο γάμους και βαφτίσια, άντε να υπήρχαν και μερικοί φωτορεπόρτερ. Κανείς τους δεν είχε σχέση με τα στούντιο. Ο πατέρας μου ήταν ο μόνος που άνοιξε το στούντιό του πάνω σε όροφο. Και από εκεί πέρασαν όλοι. Ο Κατράκης, ο Χορν, ο Μινωτής, η Παξινού, η Λαμπέτη, όλοι. Δεν θα ξεχάσω τον Τσάτσο, τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που έλεγε στον πατέρα μου "Ο μικρός, ο Τάκης να μου βγάλει μια φωτογραφία". Τι να μας έλεγαν λοιπόν οι μελλοντικές στάρλετ;» Και από το φωτογραφικό του φακό πέρασαν ο Ντε Κίρικο, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Μαργαρίτα Μπρόγιερ, η Σάσα Ντάριο, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Ρομάν Πολάνσκι, η Παλόμα Πικάσο, η Ναστάζια Κίνσκι, η Ειρήνη Παπά κι αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους a list  επωνύμους που τον εμπιστεύονταν με κλειστά μάτια. «Οι πιο αξιόλογοι άνθρωποι δεν μου έφεραν ποτέ καμία δυσκολία. Όπως η Μελίνα Μερκούρη. Εμπαινε στο στούντιο και καθόταν ήσυχη μέχρι να της πω "Ευχαριστώ, τελειώσαμε"». Την πρώτη περίοδο ο Τάκης φωτογράφιζε και ο Ντίνος είχε το τεχνικό μέρος, μέχρι που πέθανε ο πατέρας τους και έκλεισε το στούντιο. «Όταν ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, εγώ έφυγα από την Ελλάδα και πήγα στο Παρίσι. Εκεί έμεινα δύο χρόνια και άλλο ένα στο Μιλάνο. Τότε ο Ντίνος ξανάνοιξε το στούντιο έπειτα από λίγο καιρό και άρχισε να δουλεύει μόνος του». 


Στο Παρίσι η ζωή δεν ήταν εύκολη. Μόνος μεταξύ αγνώστων νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα και άρχισε να ψάχνει δουλειά στα πρακτορεία. «Θυμάμαι στο Παρίσι, πήγαινα να πληρωθώ και μου έδιναν μερικές χιλιάδες γαλλικά φράγκα δέκα και είκοσι φορές περισσότερα από την αντίστοιχη αμοιβή στην Ελλάδα. Για να δουλέψεις στα περιοδικά μόδας έπρεπε να είσαι πολύ δυνατό όνομα από μεγάλη και πλούσια οικογένεια. Αυτοί κυρίως μπορούσαν να πάρουν όλα τα μεγάλα editorial μόδας. Οι υπόλοιποι περιοριζόμασταν σε πιο μικρές δουλειές. Εγώ βέβαια ήμουν τυχερός γιατί δούλεψα και σε περιοδικά μόδας. Αλλά δεν μου έφτανε. Ήθελα κάτι περισσότερο. Κι έτσι γύρισα στην Ελλάδα». Ήταν το 1983, την εποχή που μεσουρανούσε η Γυναίκα. «Τότε η Λάουρα Ντε Ίνγκρις ήταν ο απόλυτος άρχοντας. Έκανε ό,τι ήθελε. Και ήταν η γυναίκα που είπε ότι σε μια φωτογράφηση πρέπει να υπάρχει και στυλίστας και grooming, πράγματα άγνωστα μέχρι τότε για τα ελληνικά δεδομένα. Έκανε όμως κι άλλα πράγματα, πιο αντιδεοντολογικά για μένα. Μάζευε τους φωτογράφους και τους έλεγε "Εγώ θα σας πω τι θα κάνετε". Λάθος. Εγώ θυμάμαι πως, όταν είχα κάνει την πρώτη μου φωτογράφηση στη Vogue, η Γαλλίδα στυλίστρια μου είχε πει "Πες μου πώς θέλεις να φωτογραφίσεις τον Πύργο του Άιφελ να σου στήσω τις μηχανές. Κι αν δεν σου αρέσει η γωνία λήψης, θα πάρω τον Πύργο και θα του αλλάξω θέση". Το νόημα δηλαδή ήταν "σου δίνουμε τα πάντα για να κάνεις τη δουλειά σου όπως θέλεις εσύ"». Την περίοδο που ξεκινάει το ΚΛΙΚ, ο Τάκης Διαμαντόπουλος περνάει τη δεύτερη χρυσή περίοδο της ζωής του. Όλοι οι VIPS τον εμπιστεύονται με κλειστά μάτια και εκείνος κάνει τα περισσότερα editorial των περιοδικών. Και για πρώτη φορά ο Τάκης και ο Ντίνος άρχισαν να δουλεύουν παράλληλα και όχι μαζί. «Είχε φτιάξει ο Ντίνος τη ζωή του. Είχε την οικογένεια του, το δικό του στούντιο. Είχαμε έναν ανταγωνισμό, αλλά σε υγιές πλαίσιο. Άλλωστε ο Ντίνος δεν δούλευε τόσο πολύ στα περιοδικά, όπως εγώ, όσο στα πορτρέτα. Είναι όμως δύσκολο να σου μιλάω για τον Ντίνο. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια μιλούσαμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο, κάναμε μαζί διακοπές και όλες τις γιορτές τις περνούσαμε μαζί. Και ξαφνικά όλα αυτά χάθηκαν. Έτσι σε μια στιγμή. Είναι σκληρό να σου συμβαίνει αυτό. Για τους γονείς σου μπορείς να το σκεφτείς, να το κατανοήσεις όταν είναι και σε μεγαλύτερη ηλικία, αλλά για τον αδελφό σου, εκεί μπορείς να τρελαθείς». ·
ET  WEEKLY  

"Λευκό Βιβλίο": Ελληνίδες Full Frontal Nude
Γυμνές γυναίκες σε άσπρο μαύρο!
Όταν ο φωτογράφος Τάκης Διαμαντόπουλος έπεισε 53 γνωστές γυναίκες από το χώρο της τέχνης να μπουν στον ασπρόμαυρο κόσμο του, δημιουργήθηκε το "Λευκό Βιβλίο".
Στο άσπρο φόντο κάθε φωτογραφίας κυριαρχεί και μία ξεχωριστή γυναικεία προσωπικότητα: η Ναταλία Δραγούμη, η Λυδία Κονιόρδου, η Αλέκα Παΐζη, η Μαρία Σολωμού, η Αμαλία Μπενέτ, η Αθηνά Μαξίμου, η Μάρα Δεσπύρη, η Ιωάννα Παππά, η Κατερίνα Λέχου, είναι μερικές από τις γυναίκες του θεάτρου, του κινηματογράφου, του χορού και της μόδας που πόζαραν γυμνές.
Ωστόσο δεν πρόκειται για μία προκλητική φωτογράφιση, αλλά για έντονα πορτραίτα που ουσιαστικά αποκαλύπτουν όχι μόνο το σώμα άλλα το χαρακτήρα και το ταμπεραμέντο της κάθε γυναίκας.
Νέες ή πιό μεγάλες, χαμογελαστές ή μελαγχολικές, σε κίνηση ή ακίνητες οι φίλες του Τάκη Διαμαντόπουλου στάθηκαν απέναντι του και «συνομίλησαν» ώστε να αποτυπωθεί στο φωτογραφικό χαρτί το ξεχωριστό πορτραίτο τους.
Το λεύκωμα με τις φωτογραφίες των 53 γυναικών κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
69magazine.gr


ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
με τον Τάκη Διαμαντόπουλο
Ο Τάκης Διαμαντόπουλος μίλησε στον Ιωσήφ Χαλαβαζή για την τέχνη της φωτογραφίας, το lifestyle και για τη λογική των περιοδικών.
Είχα την τύχη αλλά και την τιμή να συναντήσω τον ίσως σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα φωτογράφο, τον Τάκη Διαμαντόπουλο. Ένα ζεστό μεσημέρι Μαΐου πήγα στο studio του που βρίσκεται στο Κολωνάκι.
Πριν ξεκινήσουμε να μιλάμε μου παρουσίασε κάποια από τα πολλά πορτρέτα που διακοσμούσαν τον χώρο ενώ μου εξομολογήθηκε πως προτιμά να δουλεύει ασπρόμαυρο.
Του εξήγησα πως η παρακάτω συνέντευξη ήθελα να ξεφύγει από παλιότερες γύρω από την ζωή του και τις προσωπικότητες που φωτογράφισε και να συνομιλήσω με τον φωτογράφο για την τέχνη του και την επίδραση της πάνω στην κουλτούρα μας.
-Τι «βάρος» έχει πλέον η φωτογραφική μηχανή σχεδόν μισό αιώνα μετά από το πρώτο άγγιγμα;
Για εμένα ποτέ δεν έπαιζε ρόλο η μηχανή. Ήταν ένα μέσο για να μπορώ να αποτυπώνω αυτό που έχω φανταστεί. Να πω όμως την αλήθεια, την πρώτη φορά που έπιασα φωτογραφική μηχανή δεν την θυμάμαι γιατί ήταν φωτογράφοι ο πατέρας μου και ο παππούς μου. Θυμάμαι έτσι αμυδρά κάποιες στιγμές στην αρχή που δούλευα μαζί με τον πατέρα μου. Βέβαια η όρεξη για την φωτογραφία παραμένει η ίδια.

 Φωτογράφιση των Ελλήνων αθλητών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες «Αθήνα 2004» σε όλα τα αθλήματα, στο Καλλιμάρμαρο επειδή ήταν το πρώτο στάδιο, που έγιναν οι πρώτοι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες.

-Η φωτογραφία πρέπει να είναι όμορφη ή άσχημη; Ρετούς ή ρεαλισμός;
Μπορείς να κάνεις ιδανικές καταστάσεις με ένα πολύ καλό φως. Το ρετούς είναι κάτι που χρησιμοποιούσαν αρκετά παλιά επάνω στα αρνητικά και στο φωτογραφικό χαρτί ενώ πλέον έχει αντικατασταθεί από διάφορα τεχνικά μέσα όπως το photoshop. Μπορεί όλες οι τεχνικές να έχουν κάποια εφέ αλλά, η φωτογραφία είναι η απόδοση του πραγματικού και μπορείς να τη βελτιώσεις μόνο με φως. Ας πούμε το photoshop έχει ως βασική φιλοσοφία ότι για να επεξεργαστείς μια φωτογραφία πρέπει αυτή να είναι τέλεια από την αρχή. Αυτό που κάνουν πολλοί και προσπαθούν να κάνουν τέλεια την φωτογραφία με το photoshop είναι λάθος.
-Ποιος είναι ο απότοκος του lifestyle που ζήσαμε στα 90s σήμερα;
Αυτά τα ζήσαμε αν και υπάρχουν από το 1920 στη Δύση. Ξεκινήσαμε αργά και όχι σωστά διότι υπήρχε μια οικονομική άνεση και γινόταν ένα χάος. Στην Ελλάδα από τα 90s μέχρι πρότινος ο κόσμος αγόραζε ακατάπαυστα. Αντιθέτως οι Άγγλοι έχουν μια παροιμία που λέει «δεν αγοράζω φτηνά γιατί δεν είμαι πλούσιος». Αυτό είναι πολύ σημαντικό, να μην προτιμάς την ποσότητα αλλά την ποιότητα σε μια αγορά. Αυτό δεν το μάθαμε βέβαια στην Ελλάδα γιατί από εκεί που δεν είχαμε να αγοράσουμε κάποια πράγματα μας βγήκε ξαφνικά η μανία να αγοράζουμε περισσότερα απ” όσα θα χρησιμοποιούσαμε. Αυτό ήταν το lifestyle της Ελλάδας, τα χρήματα μόνο. Όμως τα χρήματα δεν κάνουν το lifestyle αλλά οι γνώσεις. Αυτό που βλέπεις, το style, το γούστο, η παιδεία.

 Φωτογράφηση για την παράσταση του Νίκου Καραθάνου «8 γυναίκες», 2008

Για να μπορεί κάποιος να αποκτήσει κάποια προσωπικά αντικείμενα όπως ρούχα ας πούμε θα πρέπει πρώτα να έχει ένα γούστο. Και το γούστο το μαθαίνεις είτε από το σπίτι σου, είτε από το σχολείο είτε απ” ότι σε διαμορφώνει. Το να βλέπεις φωτογραφίες σε ένα ξένο περιοδικό και να λες θα πάρω αυτό δεν θα σε κάνει το ίδιο άτομο. Αυτό βέβαια είναι λίγο cartoon κατά κάποιο τρόπο καθώς ακόμα και τα ελληνικά περιοδικά προβάλανε γυναίκες με τα δυτικά πρότυπα ενώ οι Ελληνίδες δεν είχαν καμιά σχέση.
Αυτό είναι κάτι που έσβησε πιστεύω με την κρίση καθώς πλέον δεν κυνηγάμε τόσο πολύ την ποσότητα.
–Πιστεύετε ότι υπήρξαν κάποια περιοδικά αποτέλεσαν «συνένοχοι» της πολιτιστικής κρίσης που ζούμε σήμερα;
Τα περιοδικά στην Ελλάδα δεν ακολούθησαν ποτέ την γραμμή που είχαν τα ξένα. Βέβαια η γραμμή μπορεί να αμφισβητηθεί αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα. Οι ελληνικές εκδόσεις των ξένων περιοδικών αλλά και τα αμιγώς ελληνικά έκαναν μια αντιγραφή το τι γινόταν έξω χωρίς καμία προσαρμογή για το πώς ήταν ο Έλληνας. Υπήρχε μια φωτογραφία της Cindy Crawford στα 90s που έτρωγε ένα hamburger έξω από ένα supermarket. Aν θα θέλαμε να δούμε την προσαρμογή θα έπρεπε να είναι μια γυναίκα που τρώει ένα σουβλάκι έξω από ένα μπακάλικο γιατί αυτό ξέρει ουσιαστικά ο Έλληνας.

 Δημήτρης Παπαϊωάννου

Το λάθος μας ήταν πως δεν υπήρξε ποτέ καμία προσαρμογή. Μας έλεγαν από τα περιοδικά ότι θέλουμε να κάνουμε μια φωτογράφιση στον Βλάση Μπονάτσο και πρέπει να φορέσει αυτά που φόραγε και ο Kevin Costner. Το θέμα είναι πως δεν θα έβγαινε το ίδιο αποτέλεσμα γιατί ο Βλάσης ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος.
Και όλα αυτά δεν είχαν καμία απήχηση στον κόσμο τελικά. Απλά αγόραζαν 2-3 περιοδικά σε μια βόλτα στο περίπτερο, έτσι για να υπάρχουν και γιατί είχαμε λεφτά.
–Σήμερα η ψηφιακή επανάσταση μας έκανε όλους εν δυνάμει φωτογράφους. Κάποτε οι λήψεις ήταν περιορισμένες οι φωτογράφοι έπρεπε να μελετήσουν πριν τραβήξουν μια φωτογραφία. Πλέον βγάζουμε πολλές και κρατάμε την καλύτερη. Πως θα χαρακτηρίζατε αυτή την αλλαγή για την κουλτούρα της φωτογραφίας;
Αυτό είναι μία αλήθεια. Ακόμα και με τα 12αρια ή τα 36αρια φιλμ έπρεπε να τελειώσεις κάτι. Ακόμα και στη δεκαετία του 90 πριν βγουν τα ψηφιακά έκανα ένα πορτρέτο με 1-2 12αρια φιλμ και στη μόδα που ήταν 6 φωτογραφίες για την κάθε σελίδα με 2 36αρια. Η βοηθός μου κατά την επιλογή των λήψεων μου έλεγε: «Μα πάλι πρώτο δεύτερο αρνητικό;». Το είχα σκεφτεί από πριν. Όταν ήμουν πιτσιρικάς και δούλευα με τον πατέρα μου τα υλικά κόστιζαν πολύ ήξερα ότι έπρεπε να τραβήξω 2-3 φωτογραφίες και να τελειώσω την δουλειά γιατί δεν είχα την δυνατότητα για συνεχόμενες λήψεις όπως με τα ψηφιακά. Αυτό με έχει καθορίσει τόσο πολύ όπου ακόμα και σήμερα με τα ψηφιακά με τις πρώτες λήψεις έχω τελειώσει την φωτογράφιση. Ο επαγγελματίας πρώτα σκέφτεται και μετά τραβάει ενώ ο ερασιτέχνης πρώτα τραβάει και μετά σκέφτεται. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα τους.
–Οπότε θα λέγατε πως όλοι είμαστε ερασιτέχνες σήμερα;
Αν δεν σκεφτόμαστε με αυτή τη λογική ναι.

 Ρομάν Πολάνσκι, 1980

Selfie, η μόδα του σήμερα. Πως σας φαίνεται;
Το βρίσκω αρκετά συμπαθητικό και έχει πολύ πλάκα γιατί τραβάς τον εαυτό σου χωρίς να σκέφτεσαι κάτι συγκεκριμένο και μετά ανεβάζεις κάπου την φωτογραφία. Γενικά είναι πολύ ευχάριστο.
-Ποια είναι η αγαπημένη σας μηχανή.
Αυτό είναι κάτι δύσκολο. Λοιπόν σε ένα από τα πρώτα μου ταξίδια στην Αμερική είχα πάει σε μια αποθήκη όπου πουλούσαν back Polaroid. Εκεί μπορούσες να δόσεις ένα απλό καπάκι μηχανής και να βάλεις ένα αντίστοιχο τύπου polaroid και να τραβάς με την μηχανή σου φωτογραφίες Polaroid. Λοιπόν περιμένω όπως έγινε αυτό με την Polaroid να γίνει και με τα ψηφιακά να βγει μια ψηφιακή πλάτη και να την κολλήσω πίσω από την Rolleiflex που ήταν μια από τις πιο ωραίες μηχανές.

Συνέντευξη: Ιωσήφ Χαλαβαζής
http://www.thecitizen.gr/60089/takis-diamantopoulos-o-fotografos-tou-aspromavrou/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου