Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Ένας σκύλος στο φυλάκιο της Κούλας




Ο σκύλος των συνόρων μας

Κατά τα τελευταία χρόνια, πριν από την εθνική μας σκλαβιά, τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας τα φρουρούσε ο εθνικός μας στρατός. Σε όλη την έκταση των συνόρων υπήρχαν στρατιωτικά φυλάκια και διμοιρίες κ' οι φαντάροι φρουρούσαν νύχτα και μέρα μήπως από άλλη χώρα εισβάλει στον τόπο μας κανένας εχθρός ή μη τυχόν κανένας εγκληματίας δραπέτευε από τα μέρη μας και  έφευγε για να γλιτώσει σ' άλλον τόπο Επειδή τα φυλάκια αυτά δεν ήταν πολύ κοντά το ένα με το άλλο και θα ήταν δυνατό να ξεφύγει κανείς ύποπτος από τα αφρούρητα μέρη  πού βρίσκονταν  μεταξύ δύο γειτονικών φυλακίων, γι' αυτό κάθε φυλάκιο είχε 3-4 μεγάλα σκυλιά, πού την ήμερα τα έδεναν για να μη κατασπαράξουν κανέναν ήσυχο πεζοπόρο πού διάβαινε από εκεί και μετά το ηλιοβασίλεμα, πού δεν επιτρεπόταν πια σε κανένα να περάσει κοντά από τα φυλάκια, άφηναν ελεύθερα τα σκυλιά.
Αμέσως αυτά έτρεχαν γύρω στο φυλάκιο και σε όλη την έκταση, σχεδόν ίσαμε το γειτονικό φυλάκιο και  αλλοίμονο σε κείνον πού θα τύχαινε άοπλος και ανυπεράσπιστος να περιτριγυρίζει αυτήν   την   ώρα εκεί!   Μπορούσαν να τον ξεσχίσουν αμέσως. Οι χωρικοί των γειτονικών χωριών τα γνώριζαν αυτά και δεν πλησίαζαν καθόλου τη νύχτα προς τα 'κεί. Μόνον όσοι φορούσαν στρατιωτική στολή μπορούσαν ακίνδυνα να πλησιάσουν : Η νοημοσύνη των σκυλιών αυτών ήταν αφάνταστη: ποτέ δεν ξεπερνούσαν την οροθετική γραμμή, πού χωρίζει την πατρίδα μας από τις άλλες γειτονικές χώρες, άλλα και ποτέ δεν επέτρεπαν σε ξένα σκυλιά ή στρατιώτες να μπουν στο δικό μας έδαφος. Σε μερικά μέρη το Ελληνικό φυλάκιο ήταν πολύ κοντά με το Σερβικό. Ενόσω, λοιπόν, οι Σέρβοι, στρατιώτες βρίσκονταν στο δικό τους έδαφος δεν τους πείραζαν.  Αν όμως πλησίαζαν προς το Ελληνικό, τα σκυλιά ορμούσαν εναντίο τους να τους ξεσχίσουν.
Ό στρατός μας τα είχε καταγράψει στη δύναμη τού φυλακίου και έπαιρναν και τα σκυλιά αυτά μερίδα τροφής, όπως και οι φαντάροι.  Ήξεραν πολύ καλά τη δουλειά τους και ποτέ δεν έφευγαν από την περιοχή του φυλακίου τους. Ό σκοπός, πού φρουρούσε   τη νύχτα κοντά στρ φυλάκιο, μπορούσε σε κάθε στιγμή να ξέρει αν κανένας άνθρωπος ή άγριο ή ήμερο ζώο πλησίαζε προς το φυλάκιο ...  Όλα τα ανακάλυπταν τα σκυλιά και με τα γαβγίσματα τους ειδοποιούσαν τούς σκοπούς να λάβουν τα μέτρα τους. Δεν είχαν κανένα ορισμένο αφεντικό. Κάθε φαντάρος και κάθε αξιωματικός ήταν αφεντικό τους.  Αρκεί να φορούσε Ελληνικό χακί. Η ζωή τους όλη ήταν αφιερωμένη στο φυλάκιο τους, απ' οπού δεν ήταν δυνατό να τα απομακρύνει κανείς με κανένα τρόπο.
Ήρθε όμως ο πόλεμος και οι κατακτητές μπήκαν στην πατρίδα μας. Διέλυσαν αμέσως το στρατό μας : Δεν έμεινε ούτε διμοιρία ούτε φυλάκιο ούτε λόχος κοντά στα σύνορα. Τα περισσότερα σκυλιά τα πήραν τότε οι φαντάροι μαζί τους κατά την υποχώρηση τους.  Άλλα τα σκότωσαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Άλλα έμειναν στα κοντινά χωριά.
Υστέρα από τη φυγή των Γερμανών και την   απελευθέρωση    της   πατρίδας μας, οργανώθηκε ο ελληνικός στρατός και ξανάγιναν τα φυλάκια και οι διμοιρίες για να φρουρούν   τα   σύνορα  μας.


Σ' ένα τέτοιο   φυλάκιο,   πού βρίσκεται κοντά στο Ρούπελ, το δοξασμένο οχυρό, πού έγινε ο τάφος πολλών Γερμανών, όταν δοκίμασαν να το περάσουν, και ονομάζεται Κούλα πήγα κάποτε για υπηρεσία. Το φυλάκιο βρίσκεται κοντά στα Βουλγαρικά σύνορα.  Ένας παραπόταμος του Στρυμόνα είναι το σύνορο :  Από τη μια μεριά είναι το Ελληνικό φυλάκιο, από την άλλη το Βουλγαρικό. Στη μέση της γέφυρας ακριβώς, είναι στημένο ένα δοκάρι απ' όπου δεν επιτρέπεται ούτε οι Έλληνες να περνούν προς την άλλην όχθη ούτε οι Βούλγαροι προς τη δική μας. Δεν είχαν περάσει πολλοί μήνες μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας και γι' αυτό οι δικοί μας μόλις τότε ξανάχτιζαν τα φυλάκια και τούς στρατώνες, πού τους είχαν καταστρέψει οι Βούλγαροι. Είδα τότε μαζί με τα άλλα σκυλιά του φυλακίου κι' ένα γέρικο σκυλί, με ένα μόνο μάτι  γερό, που κούτσαινε ελαφρά. Το πρόσεξα ξεχωριστά, γιατί μου έκανε εντύπωση η όλη του εμφάνιση και ρώτησα ένα φαντάρο γι'   αυτό. Και   κείνος μου διηγήθηκε την ιστορία του  γέρικου σκυλιού:
Όταν ήρθαν στην  Ελλάδα οι Γερμανοί  και διέταξαν να καταργηθούν τα φυλάκια οι φαντάροι μας αναγκάστηκαν να τα αφήσουν και να φύγουν. Μαζί με  αυτούς έφυγαν και τ' άλλα σκυλιά. Αυτό όμως το σκυλί δε θέλησε να τους ακολουθήσει. Την άλλη μέρα πήγε  στο κοντινότερο χωριό, πού λέγεται  Προμαχώνας, νομίζοντας ότι  θα βρει τους φαντάρους μας. Δεν τους βρήκε στο χωριό. Ξαναγύρισε τότε στα φυλάκια, αλλά ούτε κει τους βρήκε. Πήγαινε ίσαμε τη μέση της γέφυρας, αλλά όταν έβλεπε απέναντι τους Βούλγαρους στρατιώτες, γύριζε πίσω. Οι Βούλγαρο: θέλησαν να τον πάρουν στο δ:κό τους φυλάκιο, αλλά ο σκύλος, κάθε φορά πού του φώναζαν να πάει προς τα 'κει, τους κοιτούσε άγρια και τούς έδειχνε τα δόντια του. Πήγαινε στις σκοπιές και   ζητούσε  μήπως   βρει και κανένα φαντάρο. Του κάκου όμως, κανένας δε φαινότανε...  Άρχισε τότε να ουρλιάζει λυπητερά. Δεν έτρωγε τίποτε κάμποσες ήμερες και δεν ήθελε να φύγει. Οι Βούλγαροι, πού τους ανησυχούσε με τις φωνές και τα ουρλιάσματα του, θέλησαν να το σκοτώσουν. Το πυροβόλησαν και το τραυμάτισαν στο πόδι κι αυτό έφυγε κουτσαίνοντας και πήγε στο χωριό. Οι χωρικοί το λυπήθηκαν και το κράτησαν στο χωριό για να το περιποιηθούν. Έγινε καλά το πόδι του και τότε πάλι ξαναγύρισε στο φυλάκιο του. Μια μέρα πού βρισκόταν εκεί, ένα βουλγαρικό σκυλί δοκίμασε να περάσει το γεφύρι. Μα ο σκύλος μας όρμησε εναντίον του. Ό Βούλγαρος σκοπός έτρεξε για να σώσει το σκυλί του και χτύπησε με τη ξιφολόγχη το σκύλο του Ελληνικού φυλακίου κοντά στο μάτι. Έφυγε αυτό και ξαναπήγε στο χωριό, όπου οι χωρικοί τού έδιναν λίγη τροφή, άλλα πάντα το νου του τον είχε στο φυλάκιο.


Όταν η Ελλάδα μας απελευθερώθηκε μια μέρα έμαθαν ατό χωριό  πώς έρχονται πάλι εθνοφύλακες στην Κούλα για να φυλάξουν τα εθνικά σύνορα. Οι χωρικοί, πού τόσο είχαν υποφέρει από τους Βούλγαρους, μαζεύτηκαν όλοι στο δρόμο, απ' όπου θα περνούσαν οι φαντάροι της εθνοφυλακής, για να τους δουν και να τους καμαρώσουν.
Όταν τα αυτοκίνητα μπήκαν στο χωριό, όλος ο κόσμος φώναζε ξετρελαμένος από τη χαρά του και φιλούσε τούς φαντάρους που τους φέρνανε ελευθερία και ασφάλεια.   Οι φαντάροι μας κατεβήκανε από τα αυτοκίνητα και προχωρούσανε πεζοί προς τα φυλάκια τους. Ξοπίσω πήγαινε και όλος ο κόσμος.
Έξαφνα, εκεί πού προχωρούσαν μέσα από το πλήθος, ξεπετιέται ένας σκύλος και τρέχει στους φαντάρους.  Από τη χαρά του δεν κρατιέται. Τρέχει πρώτα στον ένα φαντάρο, κάνει μια τούμπα μπροστά του, αρχίζει χαρούμενα γρυλίσματα, σηκώνεται, πηγαίνει κάμποσα μέτρα πιο πέρα και πάλι γυρίζει, πλησιάζει άλλον φαντάρο, κάνει και σ' αυτόν τα ίδια.
Οι φαντάροι, που δεν ήξεραν τί είδους σκυλί ήταν, στην αρχή σάστισαν και δεν ήξεραν τί να υποθέσουν. Για μια στιγμή πήγε ο νους τους στο κακό και νόμισαν πώς ο σκύλος είχε λυσσάξει και ότι ήταν επικίνδυνος. Μα οί χωρικοί ένοιωσαν τη σκέψη  των φαντάρων και αμέσως τούς εξήγησαν γιατί ο σκύλος τους υποδέχεται με τόση χαρά. Ήταν ο σκύλος, ο παλαιός φρουρός των συνόρων μας. Στο μεταξύ ο σκύλος τρέχει μπροστά προς τα φυλάκια κ' επειδή οι φαντάροι με τον κόσμο πού τους ακλουθούσε αργούν να πάνε, ξαναγυρίζει τρέχοντας σ' αυτούς και αρχίζει τα γρυλίσματά του. Νόμιζε κανείς πώς τους μάλωνε για την καθυστέρηση τους ! Ήταν σα να τους έλεγε : « Εμπρός, κάμετε σύντομα !».
Αυτό γινόταν σε όλη τη διαδρομή από το χωριό ως τη γέφυρα. Εκεί ο σκύλος σταμάτησε, σα να τους έλεγε : «Εδώ θα μείνουμε!  Εδώ είναι ή δουλειά μας ! Εδώ μάς καλεί το καθήκον μας!».
Οι φαντάροι  γεμάτοι χαρά αγκάλιασαν το σκύλο, του έδωκαν  να φάγει και άρχισαν να παίζουν μαζί του.
Από τότε ο σκύλος φρουρεί την περιοχή του φυλακίου. Ανέλαβε με χαρά πάλι τα καθήκοντα του και αλλοίμονο σε κείνον που θα θελήσει να πλησιάσει στη γέφυρα ή στα φυλάκια, τις ώρες πού δεν επιτρέπεται!
Οι φαντάροι πήραν ακόμη δύο νέα σκυλιά πού ακολουθούν το γέρο σκύλο τη νύχτα και μαθαίνουν και αυτά τη δουλειά τους. Και ο γέρο σκύλος, ξαπλωμένος όλη την ήμερα μπροστά στο φυλάκιο, όπου τον έχουν δεμένο οι φαντάροι —όπως τον είδαμε και μείς όταν πήγαμε  στο φυλάκιο—, περιμένει το βράδυ τη βάρδια του, για να εκπλήρωση μαζί με τους νεαρούς συντρόφους του τα καθήκοντα του. Δεν έχει πια καμιάν ανησυχία. Δεν ουρλιάζει και δεν απομακρύνεται από το φυλάκιο.
Δεν είναι τόσο άγριος στους χωρικούς, γιατί θυμάται πόσο καλά του φέρθηκαν, τον καιρό πού έμεινε χωρίς συντρόφους και τροφή.
Όταν όμως πλησιάζει προς τη γέφυρα και αντικρίζει απέναντι τους Βούλγαρους σκοπούς και τα σκυλιά τους, θυμάται όσα του κάνανε, τον καιρό πού ήταν ολομόναχος, αγριεύει κ' επίμονα προκαλεί με γαβγίσματα τα βουλγαρικά σκυλιά και τους Βούλγαρους στρατιώτες. Και τότε, μόνο ή επέμβαση του φρουρού φαντάρου μας μπορεί να τον απομακρύνει από εκεί.

Αναστάσιος  Ατσαβές
Γεν. Επιθεωρητής Εκπαίδευσης

Από το περιοδικό Ελληνόπουλο τ.49/1948 

Την ιστορία αυτή όταν την διάβασα μου έφερε στο μυαλό τα σκυλάκια που συνάντησα στην διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας στα διάφορα στρατόπεδα που υπηρέτησα σαν εφεδρος αξιωματικός του Πυροβολικού. Θυμάμαι όμως ιδιαίτερα ένα καλοκάγαθο σκυλί που συνόδευε τα περίπολα της Σχολής Εφέδρων ΠΒ στο Μεγάλο Πεύκο και που αν τυχόν ο περιπολάρχης, για να αστειευτεί μαζί του, έκανε ότι άλλαζε την σειρά επιθεώρησης των σκοπιών ο σκυλάκος σήκωνε τον κόσμο με τα γαυγίσματά του μέχρι να αποκατασταθεί η κατ' αυτόν τάξη. ΚΓ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου