Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Το θρίλερ του εκθέματος 1357 της Εθνικής Πινακοθήκης


Το θρίλερ του εκθέματος 1357 της Εθνικής Πινακοθήκης

Τα δείγματα DNA, οι «σέρβοι κλέφτες», το μυστήριο της Αίγινας και οι... φιλότεχνοι «βαρόνοι κοκαΐνης» τέσσερα χρόνια μετά την κλοπή του «Γυναικείου κεφαλιού» του Πικάσο

Γράφει ο Βασίλης Γ. Λαμπρόπουλος
 
«Είχαμε πληροφορίες για εμπλοκή "νονών της νύχτας", σέρβων ληστών, αλβανών ποινικών, απατεώνων από την Αίγινα και άλλων. Το φθινόπωρο του 2013 πιστεύαμε ότι ήμασταν σε καλό σημείο, όταν είχαμε πληροφορίες και από άτομο το οποίο είχε αναφερθεί και σε παλαιά μεγάλη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Τότε όμως έγιναν μετακινήσεις στην ΕΛ.ΑΣ. και πλέον όλα φαίνονται να έχουν χαθεί. Τέσσερα χρόνια μετά η κλοπή του πίνακα του Πικάσο μοιάζει δυσεπίλυτος γρίφος και είναι μεγάλος πια ο κίνδυνος το πολύτιμο έργο να χάθηκε για πάντα».

Αυτό ανέφερε μιλώντας προς «Το Βήμα» αξιωματικός της Αστυνομίας που ασχολείται με την πολυσυζητημένη αρπαγή του «Γυναικείου κεφαλιού» και άλλων δύο πινάκων από την Εθνική Πινακοθήκη στις αρχές Ιανουαρίου του 2012. Μια υπόθεση που ενώ αρχικά είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες για σύντομη εξιχνίασή της, τελικώς δεν ευοδώθηκαν. Πλέον τα ερωτήματα για την τύχη των κλεμμένων έργων και για τις σκοπιμότητες των δραστών πολλαπλασιάζονται. Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα μιλάει για «ένα τραύμα στη συνείδησή της» και για «ενδεχόμενο συνωμοσίας».

Αγνωστα στοιχεία και μαρτυρίες
Το ξημέρωμα της 9ης Ιανουαρίου 2012 εκλάπησαν από τις αίθουσες της Εθνικής Πινακοθήκης το «Γυναικείο κεφάλι» με αριθμό έργου 1.357, αναφορά του Πικάσο στη μούσα του Ντόρα Μάαρ, το οποίο φιλοτέχνησε το 1939 (δωρεά του καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό για την αντίστασή του στην Κατοχή), το έργο «Μύλος» (1905) από την πρώτη περίοδο του Ολλανδού Πιέτ Μοντριάν και ένα σχέδιο θρησκευτικής απεικόνισης των αρχών του 17ου αιώνα που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).

Η έρευνα για την υπόθεση ανατέθηκε στο Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ιδιοκτησίας της Ασφαλείας Αττικής, η οποία ολοκλήρωσε την πρώτη φάση της έρευνας στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου και απέστειλε τον φάκελο στην Εισαγγελία Αθηνών. Στη σχετική ενημέρωση των δικαστικών αρχών σημειώνεται: «Στη διάρκεια της κλοπής ενεργοποιήθηκε ο ανιχνευτής κίνησης στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων, στον οποίο έσπευσε αμέσως ο φύλακας, εντοπίζοντας έναν δράστη τον οποίο καταδίωξε. Αμέσως μετά ειδοποιήθηκε και η Αμεση Δράση. Κατά τη διαφυγή του ο δράστης εγκατέλειψε στον χώρο έναν επίσης σημαντικό πίνακα του ολλανδού ζωγράφου Μοντριάν, ενώ στο σημείο κατασχέθηκε ένα κοπίδι που χρησιμοποίησε ένας από τους δράστες για να αφαιρέσει τους πίνακες από τα τελάρα τους».

Από την εξέταση της κλειδαριάς της μπαλκονόπορτας, απ' όπου μπήκε ο δράστης, προέκυψε ότι δεν είχε υποστεί παραβίαση. Στο μπαλκόνι εκείνο βρέθηκαν πέντε πελματικά εντυπώματα (από ίχνη παπουτσιών), από τα οποία όμως δεν προέκυψε εκμεταλλεύσιμο στοιχείο. Από το σημείο της εισβολής των κλεφτών ελήφθησαν 12 δείγματα DNA. Παράλληλα, όπως σημειώνεται, τίποτε δεν προέκυψε από τη σάρωση των κινητών τηλεφώνων στην περιοχή της διάρρηξης. Τον Μάρτιο του 2012 ζητήθηκε η τηλεφωνική παρακολούθηση των τηλεφώνων υπόπτων για την κλοπή, χωρίς πάλι να υπάρξει οποιοδήποτε αποτέλεσμα.

Ελήφθησαν και δεκάδες καταθέσεις, ενώ άρχισαν να προσδιορίζονται οι κινήσεις περίπου 30 υπόπτων από παλαιότερες υποθέσεις κλοπών έργων τέχνης αλλά και να αντλούνται πληροφορίες από περίπου 20-25 άτομα που γνωρίζουν το σύστημα επίσημης αλλά και λαθρεμπορικής διακίνησης έργων τέχνης. Μεταξύ άλλων είχε ερευνηθεί ο ρόλος 60χρονου ο οποίος την περίοδο 1994-1997 είχε προχωρήσει σε τρεις μαζικές κλοπές πινάκων από το Ιδρυμα Γουλανδρή, από το Τελλόγλειο Ιδρυμα στη Θεσσαλονίκη και από τη Συλλογή Ιόλα.

Ερεύνησαν και άλλες περιπτώσεις κλοπών πινάκων, όπως αυτή στις 29 Απριλίου 2001 από την κατοικία εφοπλιστή στην οδό Εσπέρου στην Κηφισιά, απ' όπου άγνωστοι είχαν αρπάξει 117 πίνακες των Γύζη, Ιακωβίδη, Παρθένη, Λύτρα κ.ά., χωρίς όμως καμία συνέχεια. Παράλληλα στις έρευνες συμμετείχαν και δραστήρια στελέχη της Γ' Διεύθυνσης Αντικατασκοπίας της ΕΥΠ που είχαν μακρά θητεία σε σχετικές υπηρεσίες της Ασφαλείας Αττικής.

Τα σενάρια που εξετάστηκαν
Οπως σημειώνει ένας από τους ερευνητές της υπόθεσης, «αρχικά μάς είχε δοθεί η πληροφορία ότι κάποιος ιδιαίτερα γνωστός στις διωκτικές αρχές κακοποιός, ο οποίος δραστηριοποιούνταν σε εκβιάσεις στην Αθήνα, ήταν ο οργανωτής της διάρρηξης στην Εθνική Πινακοθήκη. Εγινε επισταμένη έρευνα, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα».

Ενα άλλο τμήμα της έρευνας ξεκίνησε από εκμυστηρεύσεις υπαλλήλου πρατηρίου βενζίνης στα νότια προάστια ότι εργαζόμενος άκουσε συμπτωματικά πως δράστες ήταν μια ομάδα τεσσάρων-πέντε σέρβων ποινικών που διέμενε στην παραλιακή λεωφόρο. Σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, η ίδια μυστηριώδης συμμορία σχετιζόταν με προηγούμενες κλοπές μουσείων στην Αίγυπτο. Τελικώς διαπιστώθηκε ότι ήταν αποκύημα φαντασίας...

Αναπτύχθηκε και το σενάριο ανάμειξης στην κλοπή μιας ομάδας αλβανών ποινικών που ήθελαν να πουλήσουν τον πίνακα του Πικάσο σε φιλότεχνους μεγαλεμπόρους ναρκωτικών στη Νότια Αμερική, και κυρίως στην Κολομβία και στη Βενεζουέλα, οι οποίοι υποτίθεται ότι έκαναν και τη σχετική «παραγγελία». Και αυτή η πληροφορία όμως αποδείχθηκε πλήρως αβάσιμη έως αστεία, με ορισμένους ιδιώτες να αποβλέπουν στις αμοιβές που δίνονται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Ενδείξεις και εκτιμήσεις
 
Από την παρέα της Αίγινας στη συνωμοσία κατά της Πινακοθήκης
 
Ενας άλλος κύκλος ερευνών, οι οποίες θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές, ξεκίνησε στις αρχές του 2013, όταν ένας ιδιώτης που είχε απασχολήσει και άλλες φορές τα ΜΜΕ φέρεται να μετέφερε πληροφορίες για συμμετοχή ατόμων από Αίγινα, από νησί του Ιονίου και άλλες περιοχές της Αθήνας στην κλοπή του πίνακα του Πικάσο. Αυτό το «πλέγμα» των αναζητήσεων, παρακολουθήσεων και διαπραγματεύσεων απασχόλησε επί σειρά εβδομάδων τους αξιωματούχους ΕΛ.ΑΣ. και ΕΥΠ, αφού υπήρχαν ενδείξεις ενώ ορισμένες πληροφορίες φαίνονταν «πειστικές». Ποτέ όμως δεν δόθηκαν σαφή στοιχεία - φωτογραφίες κ.ά. - και έτσι το ζήτημα έμεινε σε εκκρεμότητα καθώς πολλοί από τους αστυνομικούς μετακινήθηκαν…

Ο ιδιωτικός ερευνητής κ. Γιώργος Τσούκαλης (έχει υποβοηθήσει σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, όπως αυτή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αρχαίας Κορίνθου το 1990), ο οποίος παρακολούθησε τμήμα αυτής της έρευνας, σημείωσε: «Ελπίζω ότι όπως επεστράφησαν τα 285 κλεμμένα αρχαία της Κορίνθου ύστερα από 11 χρόνια, έτσι μια μέρα οι τρεις πίνακες θα βρεθούν στη φυσική τους θέση. Οποιος γνωρίζει κάτι είναι εθνικό χρέος του να ενημερώσει τις Αρχές».

Τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. έχουν εξετάσει το ενδεχόμενο οι δράστες - όπως έχει συμβεί και στην κλοπή του Μουσείου της Αρχαίας Ολυμπίας τον Φεβρουάριο του 2012 - να μην έχουν συνεννοηθεί προηγουμένως με κάποιον έμπορο τέχνης ή συλλέκτη και οι πίνακες να έχουν μείνει στα χέρια τους.

Ερευνούν και την περίπτωση η κλοπή να είναι «παραγγελία» επ' ονόματι αγνώστου ιδιώτη στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό που έχει εκτελεστεί με μεγάλη ακρίβεια. Οπως σημείωσε ωστόσο η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα, «εάν οι συγκεκριμένοι πίνακες είχαν κλαπεί με εντολή εμπόρων τέχνης, λογικά ύστερα από τόσα χρόνια θα είχαν εμφανισθεί. Ισως πίσω από την κλοπή βρισκόταν μια συνωμοσία σε βάρος της Πινακοθήκης. Εκείνοι που γνωρίζουν λένε ότι ο κύκλος κλοπής - εξαφάνισης των αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από 20 χρόνια»
 
http://www.tovima.gr/society/article/?aid=769342

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου