Η
παροιμία του κόρακα
Στα νιάτα μου ταξίδεψα.
Πήγα σε χώρα μακρινή, έξω από την Ελλάδα. Μια μέρα, δε θυμάμαι πώς, βρέθηκα σ' ένα
δικαστήριο εκεί. Στο τέλος της δίκης,
μόλις βγήκε η απόφαση. άκουσα έναν πολίτη
να λέει:
"Αμ' βέβαια: Κόρακας
κοράκου μάτι δε βγάζει ".
Ρώτησα γιατί το είπε κ'
έμαθα πώς ο πολίτης αυτός, πριν από λίγο καιρό, καταδικάστηκε άδικα για κάτι
πού δεν έκαμε. Κατάγγειλε τους άδικους κριτές, άλλα το δικαστήριο σήμερα τους
αθώωσε, με το δικαιολογητικό ότι αυτή ήταν η γνώμη τους. Η αλήθεια είναι πώς δεν
έπρεπε να κάμει μήνυση. Σήμερα από τη στενοχώρια του είπε αυτό πού ακούσαμε:
«κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει», δηλαδή ήθελε να πει: «Δικαστής δεν
καταδικάζει δικαστή». Αυτά μου είπαν.
-Με συγχωρείτε! τους λέω:
Μήνυση έπρεπε να κάμει. Ο πολίτης έχει υποχρέωση να ζητά ικανοποίηση, όταν ποδοπατούν την
υπόληψη του άδικα. Επίσης ο πολίτης δεν πρέπει να λησμονάει το «ούτε αδικείν, ούτε
αδικείσθαι». Δηλαδή ούτε να αδικεί κανείς τον άλλον, ούτε όμως και ν' αφήνει
τους άλλους να τον αδικούν. "Αν αδικεί, είναι κακός, αν αφήνει να τον
αδικούν, είναι κουτός. Στην πατρίδα μου γεννήθηκε η Ελευθερία, πού έχει παιδί τη Δικαιοσύνη!
Ύστερα από κάμποσο καιρό, γύρισα εδώ στην πατρίδα μας. Είχα μιαν επιθυμία να βρω έναν κόρακα να τον ρωτήσω τί ξέρει για την παροιμία αύτη.
Αλλά πού να τον βρω; Ο κόρακας είναι από τα πουλιά, πού δεν πιάνονται. Ούτε και
να πληγώσω κανέναν ήταν εύκολο.
Να τί σκέφτηκα, λοιπόν:
Πήρα ψωμί και κρασί και -πήγα στα χωράφια. Έκοψα μικρά κομματάκια το ψωμί, τόβρεξα
με κρασί καλά καλά κ' υστέρα το σκόρπισα γύρω πιο πέρα και ξαπλώθηκα σ' ένα
μέρος να μη φαίνομαι. Σε λίγο ήρθαν μερικά κοράκια κι άρχισαν να τρώνε το
κρασόψωμο. Μόλις πέρασε λίγη ώρα, ανασηκώθηκα κ' είδα πώς όλα είχαν φύγει,
έκτος από ένα γέρο κόρακα, πού ήταν τύφλα στο μεθύσι! Τον πήρα στην αγκαλιά μου. Τον
πήγα στο σπίτι μου. Του φόρεσα τις πιτζάμες μου και τον έβαλα στο κρεββάτι μου να
κοιμηθεί. Έκανε καλό μεθύσι. Ήσυχο. Αφού χόρτασε τον ύπνο, ξύπνησε την άλλη
μέρα το πρωί με ξάστερο κεφάλι. Τα θυμήθηκε όλα. Τον είδα φοβισμένο, άλλα ·ιόνε
βεβαίωσα πώς δεν έχει να πάθει τίποτα.
-Μόνο πληροφορίες, του
λέω, θα σου ζητήσω, για την παροιμία «κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει»: Πώς
βγήκε αυτή η παροιμία ξέρεις να μου πεις;
-Είμαι γέρος! μου λέει: Τα
χρόνια μου είναι εκατόν εβδομήντα. Την παροιμία αυτή την άκουσα από τον ποτέρα
μου, πού την είχε ακούσει από τον πατέρα του. Λογάριασε τώρα και θα βρεις πώς η
παροιμία αυτή είναι πολύ παλαιά. Και να πώς βγήκε, κατά πού άκουσα: Μια μέρα δύο
κορακόπουλα μάλωναν, γιατί το ένα άρπαζε την τροφή του αλλουνού. Ένας
γεροκόρακας μπήκε να δικάσει, άλλα επειδή το κορακόπουλο, πού είχε δίκιο, του
κακομίλησε, έβγαλε άδικη απόφαση. Το κορακόπουλο, πού αδικήθηκε, έκαμε μήνυση
κατά του γεροκόρακα, αλλά το δικαστήριο, πού το αποτελούσαν πάλι κοράκια τον
αθώωσε, γιατί όχι επίτηδες, αλλ' από
πλάνη, το καταδίκασε... Την ήμερα της δίκης
ήταν στο δικαστήριο όλα τά πουλιά. Μόλις βγήκε η απόφαση, όλα λυπήθηκαν
κι όλα απορούσαν. Τότε η καρακάξα φωνάζει: « Όρνια, και μπούφοι, κουκουβάγιες
και σεις, αθώα πουλάκια, μην απορείτε ! Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει!». Αυτό
είπε η καρακάξα κι όλα τα πουλιά έσκασαν στα γέλια. "Από τότε βγήκε κ' ή
παροιμία τούτη. Αλλ' από τότε εμείς τα κοράκια νομοθετήσαμε τους δικαστές να μην
τους δικάζουν δικαστές, άλλα δικαστήριο από δικηγόρους, δικηγορίνες και
λαϊκούς. Κ' έτσι έχομε το κεφαλή μας ήσυχο.
Αυτά είπαμε με τον κόρακα:
-Τώρα, είσαι. ελεύθερος! του
λέω: Μέσα στην πόλη όμως μην πάς, με τα πόδια, μη σε κόψει κανένα αυτοκίνητο.
Ανεβαίνουν και στα πεζοδρόμια! Γι' αυτό πέτα! Και δε σου λέω: «Πήγαινε ές
κόρακας! », γιατί αυτή τη φράση την έχουμε από τους αρχαίους καιρούς για βλάστημη
εμείς οι άνθρωποι. Πήγαινε, λοιπόν, στο καλό!
Κ' εκείνος φεύγοντας
χαμογέλασε και μου λέει:
- Εύχομαι και συ να γίνεις….
κορακοζώητος!
Π.
Μπακανάκης
τ.
εκπαιδευτικός επιθεωρητής
"Ο
Θησαυρός των παιδιών" 1948Α' τ.50
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου