Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ





ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Το 1983 κυκλοφορούν «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» του Μάνου Χατζιδάκι, έργο 43 (1973-1983) που είναι μια μουσική τελετουργία για τέσσερις φωνές, πάνω στην Καταγωγή, τον Έρωτα, τη Βία και το Θάνατο. Το έργο είναι σε στίχους Άρη Δαβαράκη, Αγαθής Δημητρούκα και του συνθέτη. Στις  «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» τραγουδούν η Νένα Βενετσάνου, ο Βασίλης Λέκκας, ο Ηλίας Λιούγκος και η Έλλη Πασπαλά ενώ το εξώφυλλο του δίσκου ζωγράφισε ο Γιάννης Μόραλης. Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας αυτού του έργου ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης μας εδωσε μια συνέντευξη στον δημοσιογράφο Τάκη Θεοδωρόπουλο για το  περιοδικό "ΕΝΑ" όπου μιλάει για όλους και για όλα. Για το έργο του, για την μουσκή, για την παιδεία και για την πολιτική. 
Για τους νεώτερους να υπενθυμίσω ότι το 1983 πρωθυπουργός της Ελλάδος ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου και αρχηγός της Αντιπολίτευσης (ΝΔ) ο Ευαγγελος Αβερωφ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε εμφανιστεί ακόμα ενώ πέραν από το ΚΚΕ υπήρχε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Εσωτερικού (ΚΚΕ εσωτ.), που προήλθε από τη διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ μετά το Φεβρουάριο του 1968. Η ιδεολογική του ταυτότητα υπήρξε η ελληνική εκδοχή του Ευρωκομμουνισμού, η ανανέωση της Αριστεράς και η επαγγελία ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο».


 


ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Δεν υπάρχει αντιπνευματικότερος σοσιαλισμός απ' τον δικό μας
Μια συζήτηση με το Μάνο Χατζιδάκι είναι πάντα μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Γιατί ο Μάνος Χατζιδάκις εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο φωτεινά και «αντικομφορμιστικά» πνεύματα που έχει σήμερα αυτός ο τόπος. Με την ευκαιρία της «επανεμφάνισης» του γνωστού μας συνθέτη στη μουσική αγορά, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είδε και μίλησε με το Μάνο Χατζιδάκι για την τελευταία του μουσική παραγωγή και για τη σημερινή πολιτιστική μας πραγματικότητα και άλλα...
«ΕΝΑ»: Με τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» συνεχίζει ο ίδιος κύκλος της δουλειάς σας που ξεκίνησε με τα «Παράλογα» και το «Χωρίον ο Πόθος»;
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Όχι κύκλος. Καλύτερα γραμμή, η οποία άρχισε βασικά από τα «Παράλογα», αλλά ακόμη περισσότερο άρχισε από το «Χωρίον ο Πόθος». Δηλαδή ο μελωδικός τρόπος που με εκφράζει, έφτασε σ' ένα σημείο που να μπορεί να εκτείνεται πέρα από τις χρησιμοποιημένες γραμμές που περιείχε μέχρι σήμερα ο μελωδισμός μου, ώστε να έχει τη δυνατότητα να εκφράζεται πιο βαθιά και πιο αποκαλυπτικά. Όχι κατ' ανάγκην μελωδικές γραμμές που να μπορούν ν' αποτυπωθούν στη μνήμη του θεατή, αλλά οπωσδήποτε να 'χουν τη δυνατότητα συνεχώς να τη διεγείρουν.
«ΕΝΑ»: Η γραμμή που ακολουθείτε σας απομακρύνει όλο και περισσότερο από το τραγούδι, όπως το ξέραμε.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Δεν μπορώ να κάνω τραγούδια για να τραγουδηθούν, αυτό που έκανα δηλαδή το '61, '62, '63. Αυτά ήταν συμπτωματικά γεννήματα μιας περιόδου που έμοιαζε λίγο με παιχνίδι για μένα. Η πραγματικότητα μου είναι λιγάκι διαφορετική.
«ΕΝΑ»: Το παιχνίδι όμως ποτέ δεν είναι τυχαίο.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Δεν μπορούσα να το κάνω μια ζωή. Ιδίως από τη στιγμή που αυτό το παιχνίδι μ' έκανε δέσμιο μιας μεγάλης μάζας, η οποία απαιτούσε την επανάληψη μου. Δεν πιστεύω στις εύκολες λαϊκιστικές θέσεις περί τέχνης. Η τέχνη είναι λαϊκή από τη φύση της. Αποτείνεται στον άνθρωπο, όχι όμως και στις συνήθειες του. Οι λαϊκιστικές αντιλήψεις αποτείνονται στις συνήθειες των ανθρώπων. Και, φυσικά, όχι με το αζημίωτο. Τα κέρδη είναι ή οικονομικά ή πολιτικά. Γι' αυτό και βλέπετε πόσο υπέρμαχος της λαϊκιστικής πολιτικής είναι η σημερινή κυβέρνηση και πώς καλύπτει την αλήθεια για την αληθινά λαϊκή υπόσταση της τέχνης.
«ΕΝΑ»: Υπάρχουν όμως και οι δισκογραφικές εταιρείες με τις δικές τους απαιτήσεις και τις δικές τους προδιαγραφές για το πώς μπορεί να είναι ένα τραγούδι που πιάνει στον κόσμο.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Πρέπει να αποσαφηνίσω πως δεν εργάζομαι για να παράγω δίσκους. Ενδιαφέρομαι όμως την εργασία μου να την ηχογραφώ σε δίσκους μόνο  σε  περίπτωση  που  έχει ολοκληρωθεί και οι εταιρείες ενδιαφέρονται γι' αυτήν. Έτσι και με τις «Μπαλάντες». Τώρα που το έργο ολοκληρώθηκε, το ηχογράφησα και θα κυκλοφορήσει σε δίσκο από το «Νότο». Οι εταιρείες για διάφορους λόγους δέχονται τις προτάσεις μου. Κάποτε γιατί τα τραγούδια που είχα κάνει με τη Μούσχουρη είχαν μεγάλη κυκλοφορία. Μετέπειτα όμως τιμητικά, για να 'χουν στους καταλόγους τους το όνομα μου, γιατί δεν νομίζω ότι οι δίσκοι μου έχουν μια τέτοια κυκλοφορία που να επιτρέπει στις εταιρείες να επενδύουν χρήματα σ' αυτούς. Συγχρόνως τους κοστίζει πάρα πολύ η εργασία μου, εργάζομαι «πολύ ακριβά» που λένε. Γι' αυτό και δεν τα βάζω με τις εταιρείες. Δεν νομίζω ότι οι εταιρείες κινούν τη μουσική ούτε μπορεί να είναι αυτός ο στόχος τους. Η όποια μουσική ενδιαφέρει τις εταιρείες από τη στιγμή που για τον Α ή Β λόγο έχουν οικονομικό συμφέρον.


«ΕΝΑ»: Δεν έχετε κάνει δίσκους από παραγγελίες εταιρειών;
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Ελάχιστες περιπτώσεις, όπως τα «Τριάντα Νυχτερινά» που είναι μια πρόταση εταιρείας σε μένα, η «Αθανασία» το ίδιο. Για τα «Τριάντα Νυχτερινά» επέλεξα από τα παλιά τραγούδια μου εκείνα που νόμισα ότι περιέχουν ένα στοιχείο ενδιαφέρον ακόμη και για σήμερα. Το σημαντικό σ' αυτά είναι η ενορχήστρωση και ο τρόπος που τα έπαιξα στο πιάνο. Στα «Τριάντα Νυχτερινά» περιέχονται μέσα στο άλμπουμ και οι αναμνήσεις μου για κάθε τραγούδι.
«ΕΝΑ»: Είναι δηλαδή και κάτι σαν βιογραφία των τραγουδιών αυτών.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Δεν γράφω το ιστορικό με τη στενή έννοια, αλλά σημειώνω τα όσα συνέβησαν γύρω από το τραγούδι, τις αναμνήσεις μου και διάφορα άλλα στοιχεία. Είναι δεκαοχτώ σελίδες κείμενο. Αναφέρομαι σε πρόσωπα και σε καταστάσεις του καιρού εκείνου. Μόλις τελειώσω μ' αυτές τις δυο δουλειές που κάνω τώρα, θα ξαναπιάσω την «Αμοργό» του Ν. Γκάτσου. Είναι ένα έργο που άρχισα να το δουλεύω το '71-'72, όταν ήμουνα στην Αμερική. Τώρα θέλω να το τελειώσω. Το θεωρώ σαν χρέος προς τον εαυτό μου.
«ΕΝΑ»: Όλα σας σχεδόν τα έργα έχουν έντονη την παρουσία λαϊκών στοιχείων μέσα τους. Το  ίδιο συμβαίνει και με τις «Μπαλάντες». Ακόμη και τον τίτλο αν πάρει κανείς.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Επιφανειακά το έργο είναι λαϊκό. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Προσπαθώ όμως με επιφάνειες που μοιάζουν λαϊκές να δώσω όλο το διανοητικό παιχνίδι των σκοτεινών μας καταβολών. Το σχέδιο, το θέμα αυτού του έργου είναι η σπουδή της βίας. Αλλά όχι σαν φαινόμενο μέσα στο σύγχρονο κόσμο μας. Σαν χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κληρονομιάς. Και το πιστεύω αυτό, ότι υπάρχουν καιροί που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για έξαρση της βίας και καιροί που κάνουν την έξαρση αυτή να υποχωρεί. Σήμερα όλοι μας, λίγο ως πολύ, ενεργητικά μετέχουμε στην καθημερινή παρουσία της βίας και στη θεσμοθέτηση της. Αυτός που βάζει μια ωρολογιακή βόμβα   και   σκοτώνει   ανθρώπους, δεν είναι κάτι διαφορετικό από μας. Οι αναστολές στους περισσότερους από μας ή είναι ο φόβος της τιμωρίας ή είναι — πολύ σπανιότερα βέβαια — η παιδεία και οι επιλογές που έχουμε κάνει μέσα μας ώστε να σπρώξουν σε πολύ απωθημένες θέσεις τα πρωτσγονικά μας ένστικτα.
«ΕΝΑ»: Γιατί όμως διαλέξατε για «σκηνικό της βίας» την οδό Αθηνάς;
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Ήταν ανέκαθεν ένα σύμβολο ενός παραδοσιακού λαϊκού δρόμου. Κοντά στου Ψυρρή, την ύποπτη συνοικία του παρελθόντος και, ακόμη μια σύμπτωση, δένει την Ακρόπολη με την Ομόνοια, το λαϊκό κέντρο της Αθήνας. Εγώ έχω μια εικόνα της όταν ακόμη η Αγορά δεν ήταν μέσα στον περιφραγμένο χώρο της, αλλά ήταν κι έξω, χυμένη στους δρόμους. Ήταν τότε που είχε πολλά λαϊκά ξενοδοχεία και πορνεία, δίπλα σ' εκείνο το καλλιμάρμαρο δημαρχείο. Έπειτα, σ' αυτά τα μέρη περιφέρονταν  Έλληνες απ' όλες τις γωνιές του ελλαδικού χώρου. Παράλληλα υπήρχαν εκεί πολλά καφενεία και πολλά Γραφεία Κηδειών. Η εικόνα που έχω στο νου μου για τις «Μπαλάντες» αφορά μια οδό Αθηνάς όπως ήταν τριάντα χρόνια πριν. Κι έχει σημασία αυτή η εικόνα. 


«ΕΝΑ»: Πριν από λίγο μιλήσατε για τη «λαϊκιστική πολιτική» μετά βδελυγμίας. Παρ' όλ' αυτά, όταν ήσασταν στο Γ' Πρόγραμμα υπήρχε έντονη η παρουσία του ρεμπέτικου. Και μετά απ' αυτό ακολούθησε η ρεμπετομανία.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Δεν μπορεί να ευθύνεται η εργασία που έγινε στο Τρίτο για το τι θα εκμεταλλεύονταν μετά οι διάφοροι έμποροι. Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν είναι τίποτε άλλο από μια περιοχή του λαϊκού μας τραγουδιού που μας έδωσε 60 τραγούδια. Σήμερα δεν γιορτάζονται τα 60 τραγούδια. Γιορτάζεται το ντύσιμο τους, που περιέχει πάνω από δύο χιλιάδες τραγούδια. Άρα διαφεύγει η αξία των 60. Σήμερα όλοι λένε ότι ο Βαμβακάρης είναι λαϊκός συνθέτης. Ο Βαμβακάρης έφτιαξε δέκα τραγούδια, τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του πολύ ακριβού τραγουδιού. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος ο οποίος δεν ξέρει μουσική, ο οποίος παίζει μπουζούκι και είναι αφελής, μπορεί να κάνει μουσική κι ότι είναι λαϊκός καλλιτέχνης. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που κάνει το Θεόφιλο ζωγράφο είναι αυτό που κάνει και τον Τσαρούχη ζωγράφο. Το μοιραίο σφάλμα που κάνει ο λαός μας όμως είναι ότι την πολιτιστική του κληρονομιά τη ζει πολιτικά, κομματικά θα 'λεγα. Δεν τη ζει πολιτιστικά. Τη ζει μέσα από τις άμεσες ανάγκες της κομματικής του τοποθέτησης. Η ίδια η Αριστερά, που σήμερα κόβεται για το ρεμπέτικο και για το λαϊκό, όταν πρωτοέκανα τη διάλεξη για το ρεμπέτικο το 1948, με τα επίσημα της όργανα το αποκαλούσε παρακμή και φθορά του λαού. Και το θεωρούσε σαν το δηλητήριο που η αστική τάξη μέσω εμού — εγώ πάντα ήμουν όργανο μιας αστικής τάξης που συνωμοτούσε - προσπαθούσε να διοχετεύσει στο λαό. Τότε θεωρούσαν σαν υγεία του λαού τη φουστανέλα και το τσάμικο. Από την ώρα που η φουστανέλα έγινε σύμβολο της Δεξιάς, αυτοί το ρίξανε στο Βαμβακάρη και το ρεμπέτικο. Δυστυχώς αυτά αποτελούν τη θλιβερή και γελοία πραγματικότητα μας.
«ΕΝΑ»: Αυτά που λέτε θυμίζουν το χαιρετισμό που στείλατε στη συναυλία του Σαββόπουλου. Αυτά δεν εννοούσατε όταν λέγατε ότι η συναυλία του Σαββόπουλου στο Ολυμπιακό Στάδιο αποτελούσε την απαρχή της απελευθέρωσης των νέων από τα κόμματα;
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Επιμένουν να ξεχνάνε το δεύτερο μέρος της ευχής μου. Είπα: Για να μπορέσουν οι νέοι να δούνε μόνοι τους τους ανθρώπους που θα τους παρέχουν αληθινή συγκίνηση και σκέψη. Δεν ευχήθηκα να γίνουν οι νέοι απολιτικοί. Θα ήμουνα ανόητος να προπαγανδίσω μια ιδιότητα που δεν έχω. Εγώ ο ίδιος είμαι πολιτικοποιημένος από τα νιάτα μου μέχρι σήμερα. Έγινε μια σύγχυση και από μέρους του κ. Ααλιώτη και από μέρους του κ. Κουλούρη, που είναι και επίσημος τελετάρχης του κόμματος. Πράγμα που σημαίνει είτε ότι οι ίδιοι δεν κατάλαβαν, πράγμα το οποίο δείχνει ότι έχουν μια νοημοσύνη κατωτέρου επιπέδου και δεν πρέπει να είναι στις θέσεις που κατέχουν, είτε ότι κατάλαβαν τι είπα και σκόπιμα το χρωμάτισαν και το απέδωσαν αλλοιωμένα. 


«ΕΝΑ»: Παρ' όλ' αυτά εσείς δώσατε συναυλίες σε δύο κομματικές εκδηλώσεις φέτος. Στη «Γιορτή της Αυγής» και στη «Γιορτή της ΟΝΝΕΔ». Από τη δεύτερη φύγατε πριν απ' το τέλος.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Εγώ ψάχνω να βρω το κοινό μου. Και από τη στιγμή που μια κομματική παράταξη με προσκαλεί και μου δημιουργεί τις πιο άριστες προϋποθέσεις για να κάνω μουσική, εγώ το δέχομαι. Δεν πηγαίνω στην κομματική παράταξη για να την κολακεύσω. Εγώ δεν πήγα σ' αυτές τις συναυλίες για να εισπράξω. Πήγα για να επικοινωνήσω. Και το γεγονός ότι 10.000 κόσμος στη συγκέντρωση του ΚΚΕ εσωτ. κάθισε για τρεις ώρες και με άκουγε και δεν με άφηνε στο τέλος να φύγω, μου έδωσε τη μεγίστη ικανοποίηση. Αυτό δεν είναι επικοινωνία με μια κομματική παράταξη. Είναι επικοινωνία με ένα ευαίσθητο κοινό. Διότι δεν θα πω το ίδιο και για τη νεολαία της ΟΝΝΕΔ. Εκεί αναγκάστηκα να φύγω στα είκοσι λεπτά. Αλλά γιατί, αφού ανήκω στην ίδια παράταξη με την ΟΝΝΕΔ, δεν κάθισα; Να μη συγχέουμε λοιπόν τα πράγματα. Πήγα να αναζητήσω ένα κοινό, όπως συμβαίνει σε κάθε συναυλία. Στη μια εκδήλωση υπήρχε εξ ολοκλήρου το κοινό μου, στην άλλη δεν υπήρχε. Γι' αυτό έφυγα. Δεν αποδέχομαι τους νέους που έρχονται χρωματισμένοι από την παράταξη τους. Αλλά, δυστυχώς, αυτό θέλει η παρούσα κυβέρνηση, την οποία ακριβώς γι' αυτό το λόγο υποπτεύομαι και δεν εκτιμώ. Δεν είναι τυχαίο ότι ίδρυσε υφυπουργείο Νέας Γενιάς. Μου θυμίζει κυβερνήσεις απολυταρχικών καθεστώτων, οι οποίες επιδιώκουν την εκμετάλλευση και την καθυπόταξη των νέων. Κάπου υπάρχει μια αλήθεια, η οποία είναι άσχετη απ' όλη αυτή την ηλιθιότητα των κομματικών παρατάξεων.
«ΕΝΑ»: Σήμερα σας ενοχλεί αυτό το λαϊκιστικό σκηνικό που γίνεται κυρίως αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Δεν μπορείτε όμως να αρνηθείτε το γεγονός ότι αυτό χρησιμοποιεί κατά κόρον στοιχεία, έστω και παραλλαγμένα, από την τέχνη της γενιάς σας, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς των καλλιτεχνών.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Το αίτημα των καλλιτεχνών μετά τον πόλεμο ήταν να αντικαταστήσουν το επίπόλαιο και κραυγαλέο εθνικιστικό όραμα της επίσημης Ελλάδας με το γραφικό, με μια έννοια πολύ πιο βαθιά και πιο πραγματική εκείνο τον καιρό. Εμείς αρχίσαμε να καλλιεργούμε το μικρό και το γραφικό, θέλοντας να υπάρξουμε σ' αυτό το κατεστραμμένο χωριό που ήταν η Ελλάς μετά τον πόλεμο, στην αλήθεια μας τότε και εναντίον στον κούφιο σε περιεχόμενο και έξαλλα αντικομουνιστικό ελλαδικό χώρο. Πήραμε το ταπεινό και γραφικό, που υπήρχε στον τόπο τότε, και φροντίσαμε αυτό το γραφικό σιγά-σιγά να γίνει πνευματική ουσία για να μπούμε στην ουσιαστικότερη σύνδεση μας με τις άλλες κληρονομιές του τόπου. Αυτό ανακόπηκε απ' τον ευδαιμονισμό και από την εισροή του τουρισμού που συντήρησε το γραφικό, το εκμεταλλεύτηκε, του έδωσε οικονομικό αντίκρισμα, το κράτος το έκανε δικό του και ιδού το αποτέλεσμα: ο σοσιαλισμός ο σημερινός. Αντιπνευματικότερο σοσιαλισμό από το δικό μας δεν θα βρούμε ποτέ. Είναι το αποτέλεσμα μιας υλικής ευδαιμονίας που είχε πετύχει η Δεξιά στον καιρό της.
«ΕΝΑ»: Τα παρουσιάζετε σαν να ήταν αναγκαία όλ' αυτά να γίνουν. Σαν να μην υπήρχε άλλη λύση για σας, για τη γενιά σας.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Κάποτε ο Ράμφος μου είχε πει ότι η γενιά μας, η παρέα μας- και εννοούσε "όλους τους μεταπολεμικούς καλλιτέχνες - αντί να δει τον Παπαδιαμάντη, διάλεξε να λατρεύει το Σολωμό. Εγώ δεν είχα την ευκαιρία να του πω ότι το αίτημα της χώρας μας για κείνα τα χρόνια δεν ήταν η μυστικιστική μας σύνδεση με το παρελθόν, αλλά να μπορέσουμε πάση θυσία να υπάρξουμε εθνικά, απορρίπτοντας τη χωρίς περιεχόμενο εθνικοφροσύνη του ελληνικού κράτους. Αλλά κι ο νεοχριστιανισμός ο σημερινός δεν έχει τη ρίζα του σ' αυτή τη λάθος λαϊκιστική τοποθέτηση;
«ΕΝΑ»: Η ίδια η γενιά επεξεργάστηκε και τη δημοτική, που είναι ένα από τα πιο ισχυρά προπύργια του λαϊκισμού που κατηγορείτε σήμερα.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Έγινε μια βάρβαρη τοποθέτηση της δημοτικής στο κρεβάτι του Προκρούστη. Όταν καθιερώθηκε η δημοτική σαν επίσημη γλώσσα, πολύ σωστά είχα πει ότι αυτό μας απαλλάσσει από το σύμπλεγμα να μεταχειριστούμε την καθαρεύουσα κι όλους τους λεπτούς χρωματισμούς που μπορεί να μας δώσει μια γλώσσα που είχε δουλευτεί κάπως. Σήμερα η γλώσσα καθορίζει την έλλειψη σκέψης. Μια τυποποιημένη γλώσσα, η οποία δεν έχει καμιά επαφή με τη γέννηση της λέξης. 


«ΕΝΑ»: Ο λαϊκισμός όμως σήμερα δεν γίνεται μόνο αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Χρησιμοποιείται σαν εύκολη λύση, που επιτρέπει την πρόσβαση στο κοινό σε πολλούς καλλιτέχνες. Να, πριν από λίγες μέρες υπήρχε στο ραδιόφωνο μια εκπομπή αφιερωμένη στη Μαρία Κάλλας και κάθε τόσο ακούγονταν τραγούδια της Μαρίκας Νίνου, που μάλιστα αφιερώνονταν στους ταξιτζήδες και στους ναυτικούς. Σαν αυτοί να είχαν ανάγκη από τη Νίνου για να φτάσουν στην Κάλλας.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Υπάρχει και μια άλλη μερίδα ανθρώπων, η οποία αυθαίρετα κάνει το λάθος να μεταχειρίζεται το λαϊκό στοιχείο, είτε στη μουσική είτε στη ζωγραφική. Είναι οι ομοφυλόφιλοι. Όπως δεν έχουν δεχτεί σαν απόλυτα φυσική την κατάσταση τους και εννοούν να τη βλέπουν σαν ιδιαιτερότητα τοποθετούμενοι μόνοι τους στη μειονότητα των ομοφυλοφίλων — ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος — με τον ίδιο τρόπο εφάπτονται και με τη λαϊκή τέχνη. Εφάπτονται μέσα από τη συμπλεγματική ομοφυλοφιλία τους μ' αυτή κι όχι μέσα από την ευαισθησία ενός σύγχρονου ανθρώπου, που θα τους επέτρεπε να έχουν κοινά σημεία αναφοράς και μ' έναν μη ομοφυλόφιλο ως προς το Α ή το Β θέμα. Θεωρούν τολμηρό να συνδέουν την Κάλλας με τη Νίνου ή τον Μπετόβεν με το Βαμβακάρη. Αυτό όμως δεν είναι τίποτε άλλο από μια λάθος επαφή των ανθρώπων που ουσιαστικά δεν έχουν συμφιλιωθεί με τη φύση τους και εννοούν να είναι ιδιαίτεροι.
«ΕΝΑ»: Η Μαρία Κάλλας έχει γίνει σύμβολο θαυμασμού για πολλούς ομοφυλόφιλους;
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Ναι, γιατί είχε κάτι αρσενικό μέσα της. Επέβαλε παγκοσμίως ένα είδωλο γυναίκας με μια ισχυρή ανδρική θέληση. Είναι το ιδανικό όλων των τραβεστί, των ανθρώπων που από άντρες εννοούν να είναι γυναίκες, αλλά με ένταση και με δύναμη, ώστε να μπορέσουν να επιβληθούν και να επιβιώσουν. Το ίδιο και η Νίνου είναι σύμβολο για έναν λαϊκό ή και διανοούμενο ομοφυλόφιλο. Όχι απ' την πραγματικότητα της, αλλά από τις προεκτάσεις του περιεχομένου των τραγουδιών της Νίνου, που τα ζει ο ομοφυλόφιλος μέσα από τη συμπλεγματική του ομοφυλοφιλία. Κατά συνέπεια η Νίνου γίνεται ένα τέρας άσχετο απ' την πραγματικότητα της. Και συγχρόνως διαφεύγει η αξία της Νίνου η οποία ήταν η απλή γυναίκα, που, σαν λειτουργούσε με ένστικτο καλλιτεχνικό, γινόταν Γυναίκα (με το Γ κεφαλαίο). Σήμερα εισπράττουμε εικόνες και εντυπώσεις για τα θέματα της τέχνης, διαστρεβλωμένες από ανθρώπους που τα αντιμετωπίζουν διαστρεβλωμένα. Δηλαδή πιστεύω ότι σήμερα κυριαρχούν στην τέχνη και στον τρόπο που αυτή παρουσιάζεται στο κοινό, δύο παραμορφωτικοί καθρέφτες: ο ένας της κομματικής πολιτικής κι ο άλλος αυτής της συμπλεγματικής ομοφυλοφιλίας, θα 'λεγα.
1983
Από το περιοδικό "ΕΝΑ"


Ο Χατζιδάκις σημειώνει το Νοέμβριο του '83 για το έργο «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς»:

«Έγραφα το ’81: Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους. Γι’ αυτό και ό, τι υμνεί την Αθηνάς είναι εθνικό κι ελληνικό μαζί. Κι έτσι όπως έχει τ’ όνομα Θεάς η οδός αυτή και στην κορφή της την βλογάει ο Παρθενώνας, κανείς δεν της αμφισβητεί την εθνική αξία σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Ο δρόμος, η Αθηνάς, έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματογράφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη - κάτι σαν πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών - χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο κι ένα γραφείο κηδειών αλλοτινών καιρών. Στον δρόμο αυτόν κυκλοφορούν εργατικοί, μικρέμποροι, αλήτες, πόρνες, τραβεστί, δημοσιογράφοι, επαρχιώτες μαστρωποί και χίλιοι δολοφόνοι. Αυτό περίπου είναι το σκηνικό. Οι Μπαλάντες είναι…
Τώρα το ’83, συνεχίζω: Οι Μπαλάντες αυτές είναι κάτι πέρα απ’ το σκηνικό που μίλησα πιο πάνω, κάτι το διαφορετικό. Θα ‘λεγα είναι μια ποιητική σπουδή πάνω στη βία και στην σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής, όπως το είπε ο Λόρκα μέσ’ απ’ τα ελληνικά του Νικολάου Γκάτσου.
Είναι ένας μαίανδρος μελωδικός ευφάνταστων ερωτικών συμπλεγμάτων. Είναι κρυφές αυτοαναλύσεις, εξομολογήσεις και περιδιαβάσεις στον κληρονομημένο αθέατο χώρο της ψυχής μας. Είναι μια μουσική καταγραφή των περιθωριακών μας παρορμήσεων. Τέλος, είναι μια τελετουργική προσπάθεια να φανερωθούν οι σκοτεινές δυνάμεις που μας κυβερνούνε μέσα μας και μας ωθούν, μας οδηγούν αδίστακτα προς την πανάρχαια και τελειωτική μας διαδρομή.
Το έργο αυτό το πρωτοσκέφτηκα αφού ολοκλήρωσα την ηχογράφηση του Μεγάλου Ερωτικού, κάπου το ’72. Ηχογράφησα μάλιστα και πέντε κομμάτια με τίτλους αυτοσχέδιους, δίχως να ξέρω πώς και προς τα πού να πορευτώ. Γι’ αυτό και το σταμάτησα. Τα χρόνια που ακολούθησαν το είχα στη σκέψη μου χωρίς να το δουλεύω κι ονειρευόμουν την οριστική μορφή του. Το 1981, άρχισα να το ξαναδουλεύω, ενώ συγχρόνως το έπαιζα στις συναυλίες μου, βοηθώντας έτσι τον εαυτό μου να το αποσαφηνίσει. Τέλος, πριν μόλις δυο μήνες ξεκαθάρισα τον στόχο μου και την τελειωτική φυσιογνωμία του έργου.
Τις Μπαλάντες αυτές, τις χαρίζω στην μνήμη της μητέρας μου, μια και μου κληρονόμησε όλους τους γρίφους που από παιδί μ’ απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της, δεν θα ‘μουν ποιητής»

 

Πηγές:
Περιοδικό "ΕΝΑ"
http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2013/01/blog-post_3452.html
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου