Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Πάνου Σαμαρά : ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ





Ένα ηθογραφικό  διήγημα του  Πάνου Σαμαρά*
Το διήγημα είναι γραμμένο στα 1948 και αναφέρεται σε ένα ορεινό μας χωριό στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Είναι η ιστορία ενός μικρού κοριτσιού και του αλόγου της.
 
ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ
Τέτοια χαρά δεν τη δοκίμασε  κανένας στο χωριό κι ούτε θυμούνται οι πιο γέροι να ξανάγινε ίδιο περιστατικό.
Το δέμα πού ήρθε από την Αμερική, ήταν αρκετά μεγάλο και τα χίλια δυό πράγματα, πού είχε μέσα, (ρούχα, καπέλα, γάντια μάλλινα και παπούτσια) έφτασαν για να πάρουν τα πιο πολλά παιδιά.
Η Διαμάντω, κοπέλα γεροδεμένη τώρα, 18 χρονών, κρατάει το γράμμα της Τασίας, κρατάει και μια σειρά όμορφες γαλάζιες χάντρες και τα   μάτια  της   βουρκώνουν.
-Καλή σου ώρα, Τασία!... ψιθυρίζει.
Κοιτάζει έξω απ' το παραθύρι. Χιονίζει. Ένα μήνα τώρα πέφτει το χιόνι σχεδόν χωρίς διακοπή. Ψηλά ο λόγγος πνίγηκε και λούφαξε κάτω απ' το ψυχρό και λευκό σεντόνι του βοριά. Κανένας δεν κυκλοφορεί μέσα στο χωριό. Μονάχα απ' τις καμινάδες ανεβαίνει οκνός ο ξέθωρος καπνός και μονάχα το γέλιο της Τασίας τώρα κουδουνίζει ανάμεσα στον παγωμένο άνεμο.
-Καλή σου ώρα!... ξαναψιθυρίζει η Διαμάντω.
Κ' η μάννα της απ' το παραγώνι της φωνάζει:
- Ζύγωσε στη φωτιά !·θα κοκαλώσεις κοντά στο παραθύρι.
Κ' η Διαμάντω ξανακοιτάει. Εκεί, κατά τη δύση. Πόσο μακριά είναι η Τασία! Πέρα απ' τη μεγάλη θάλασσα, μέρες και μέρες ταξίδι με το θεόρατο καράβι. Κι όμως, δεν ξέχασε. Τίποτα. Και κανέναν.
Γυρνάει στη μάννα της και μιλάει με σταθερή φωνή:
- Θα πάω, μάννα ! Είναι τρεις μέρες που περιμένω να κόψει ο καιρός. Μπορεί ν' αργήσει.
-Τρελάθηκες;; Θες να χαθείς μέσα στο χιόνι;
- Κάτου, στο ξερό ρουμάνι, το πιάνει ο θρακιάς. Δε θάχει χιόνι. Ξέρω που θα βρω τον Κίτσο της Τασίας. Ο μπάρμπα Χρήστος τον παράχωσε κάτω από το πράσινο κοτρώνι.
- Έλα, κόρη μου, στα καλά σου και κάτσε να πυρωθείς. Μια μέρα θα κόψει ο καιρός και πας με το ραχάτι σου. Για τις χάντρες τώρα θα κινδυνέψεις; Και γιατί; Να τις βάλει —λέει— στο λάκκο ενός ψοφιμιού! Έλα στα καλά σου, κόρη μου!
Όμως η Διαμάντω δεν ακούει. Φοράει σιγοτραγουδώντας ένα πανωβράκι του πατέρα της, κουκουλώνεται με μια βαριά πατατούκα, ποδένεται τσαρούχια, παίρνει ένα ραβδί στο χέρι κι όσο κι' αν την εμποδίζει η μάννα της, τώρα αυτή τραβάει τον κατήφορο για το ξερό ρουμάνι. Χαρούμενη κι ανάλαφρη, βουτάει στο χιόνι και ξεφωνίζει, όπως τα πουλιά στην άνοιξη. Και κάποτε φτάνει. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Ψηλά, μεσ' στη θολούρα του χιονιού, ξεχωρίζει το ερειπωμένο καλύβι της Τασίας. Σηκώνει το χέρι της και χαιρετά. Και δώθε, στα ριζά των πυκνών κισσών, βλέπει  το πράσινο   κοτρώνι.
- Να το !   φωνάζει. Δεν έχει   πολύ χιόνι.
Και κυλάει στο ρουμάνι. Κάτω απ' το πράσινο κοτρώνι γονατίζει και  ξαναμμένη σκάβει το χιόνι με τα νύχια της. Ένα κοτσύφι πέταξε κοντά της και κατά το χωριό φτερούγισαν ένα κοπάδι τσίχλες.
Κ' η Διαμάντω δεν κουράζεται να σκάβει. Ξαφνικά:
- Α, το χώμα !  ξεφωνίζει:     Εδώ είναι ο Κίτσος!
Λαχανιάζει και το στήθος της αναφτεριάζει και τα μάτια της λάμπουν, πιο πολύ κι απ' την ανταύγεια του ήλιου  στα  κρουστάλλια.
Βγάζει απ' τον κόρφο της το γράμμα της Τασίας, βγάζει και τις χάντρες. Διαβάζει κ' η φωνή της τρέμει:
"...Διαμάντω   μου.   Εσύ   ξέρεις  τί χρωστάω   στον   Κίτσο   μου.   Μονάχα εγώ δεν ξέρω πως να τον ευχαριστήσω. Μεσ' στο δέμα πού σου στέλνω, βάζω λίγες χάντρες. Όταν τις αγόρασα ένοιωσα τη μεγαλύτερη χαρά μου. Όσες μέρες τις κράτησα, ώσπου να τις στείλω, τις έβαλα στον κόρφο μου και κοιμήθηκα τόσο χαρούμενη. Αναρωτιόμουν: Τί θα λέει  για μένα ο Κίτσος; Μέσα στη νύχτα, συχνά ακούω  το χλιμίντρισμά του   και   πόσο στενοχωριέμαι που δεν μπορώ να τόνε χαϊδέψω,  να τον πάω μόνη   μου για βοσκή κ' υστέρα   για   πότισμα   ατή βρύση.   Κρέμασε του τις χάντρες   μου,   Διαμάντω, στο   λαιμό  του   και  πες του   πώς   τις   στέλνω   εγώ, η Τασία, από τα ξένα. Χάιδεψε τον εσύ για μένα και παρακάλεσε το μπάρμπα Χρήστο  να τονε  περιποιέται  όσο  μπορεί…"
Ένα δάκρυ αυλακώνει το μάγουλο της Διαμάντως. Σκύβει πιο πολύ πάνω   στο   παγωμένο   χώμα.    Τα χείλια της ψιθυρίζουν τώρα:
-Δεν ξέρεις   Τασία, πώς χάθηκε ο Κίτσος  σου!   Μα   εγώ   βάλω τις χάντρες σου κοντά του.
Γρήγορα σκάβει πάλι όσο πιο πολύ μπορεί το χώμα κ' υστέρα... ρίχνει αργά αργά τις χάντρες στη λακκούβα και ψιθυρίζει:
- Κίτσο, σου τις στέλνει από την Αμερική η Τασία ! Μ' ακούς Κίτσο; «Από την Αμερική. Σ' ευχαριστεί για το καλό που της έκανες. Δεν είχες τύχη να τις χαρείς. Όμως τις βάζω εδώ κοντά σου. Κοντά σου, Κιτσο! Μ' ακούς;...
Κάτω  απ'  το χιόνι, είναι σα ν' αναβλύζει ένα χλιμίντρισμα χαρωπό. Κ'   ή   Διαμάντω   χαμογελάει  περήφανα.     Σφίγγει στα στήθη  της    το γράμμα της Τασίας και κοιτάει ψηλά μεσ'  στη   θολούρα του  χιονιού το ερειπωμένο της     καλύβι.     Μέσα στο παγωμένο  χνώτο του  αέρα απλώνεται όλη εκείνη η Ιστορία:


Ήταν σαν τώρα. Χιόνιζε μέρες και μέρες κ' ή ζωή όλο και πέθαινε σε τούτα τα μακρινά βουνά. Χειμώνας του 1941 με 42. Από το καλοκαίρι ακόμα με τις αναβροχές και την καταστροφή του καλαμποκιού και της πατάτας, είχε δείξει τί μέρες θ' ακολουθούσαν. Απ' το Νοέμβρη σε πολλά σπίτια έλειψε η μπομπότα και το Δεκέμβρη, κάτω στα μαντριά, στο Μελισσάκι, πέθαινε ο πρώτος άνθρωπος από την πείνα. Χτυπούσε όλη μέρα η καμπάνα κ' η καρδιά των χωριανών διπλωνόταν στα δυό. Από κείνη τη μέρα και πέρα ο θάνατος περνούσε άγριος και βαρύς σε κάθε σπίτι του χωρίου, στο κάθε στρατί και μονοπάτι. …
Χαμηλά,   στο   παλιόμαντρο,   ήταν ένα  μικρό καλύβι με χωματένια ταράτσα, με μισοσκεπασμένη πόρτα κ' ένα μικρό παράθυρο, φραγμένο μέ κουρέλια.                                             
Εκεί  καθόταν  η   θεια   Αμέρσα   με την   κόρη   της   την   Τασία.   Το   μόνο στήριγμα τους  ήταν δυό λάκκες  τόπος,   όπου   σπέρναν   καλαμπόκι   και φασόλια   και το μουλάρι τους ο  Κίτσος. Τόνε νοίκιαζαν για αλέτρισμα στους συγχωριανούς τους, τον έδιναν για αγώγια και  μαζί  με 5-10 δολάρια,  που   τους   έρχονταν  από  την Αμερική,   μάννα   και   κόρη   βόλευαν τη ζωή τους κι όλο έλπιζαν.
Ο άντρας της θειας της   Αμέρσας είχε φύγει για την Αμερική. Ο Θεός ήταν μεγάλος.    Μια    μέρα  θα   γυρνούσε    γεμάτος     χρήμα     κ' η  θεια Αμέρσα   κ'   η   Τασία   θάταν  ευτυχισμένες.
Μα ήρθε ο πόλεμος.  Ωστόσο τις λυπήθηκε ο Θεός. Ο Κίτσος ήταν γέρικο μουλάρι κ' η επίταξη τους το άφησε. Διαλύθηκε υστέρα τό Μέτωπο κ' οι εχθροί κατάκλυσαν τον τόπο μας. Πέρασε το καλοκαίρι κ' ήρθε ο χειμώνας. Αυτός ο χειμώνας, πού έφερε αγκαλιά το  μαύρο θάνατο..
Η θεια Αμέρσα κατάφερε κ' έφτασε ως το τέλος του Γενάρη του 42. Πότε με μια φούχτα κρεμμύδια, πότε με λίγο ξυνοτύρι, πότε με τηγανίτες από κληματόφυλλα και πότε μ' αγριάδα, έφτασε ως εδώ. Όμως ελύγισαν τα πόδια της κ' έπεσε άρρωστη στο στρώμα.
—Κουράγιο, μητερούλα  της έλεγε η Τασία.
Καθισμένη κοντά στην παραστιά έβραζε στη μητέρα της φασκόμηλο και πάνω σ' ένα σκουριασμένο τενεκέ έριχνε 4 - 5 καλαμποκόσπορα να σκάσουν, να τα φάει η ίδια και να δειπνήσει.
3 έως 4 γειτόνισσες ερχόντουσαν ταχτικά στο καλύβι τους. Φέρναν ό,τι μπορούσαν.. Ένα ρόιδι, Ένα κρεμμύδι, μισή πατάτα, και τούς κρατούσαν συντροφιά.
Μια μέρα  στο χωριό ήρθαν άνθρωποι από τον κάμπο. Αγόραζαν πρόβατα, γίδια και μουλάρια με καρπό. Η κυρά Μαρία έτρεξε στο καλύβι τους:
- Θεια Αμέρσα, σωθήκαμε! της φώναξε: Μπρος και μη χάνεις ούτε ώρα. Δώσε τον Κίτσο σου στους έμπορους, θα πάρης τόσον καρπό, πού θα φτάσεις ξένοιαστη και συ κ' η κόρη σου στην άνοιξη !  
Η θεία Αμέρσα την κοίταξε λοξά. Ανασηκώθηκε από το στρώμα και της είπε:
- Να δώσω τον Κίτσο μου; Κι όταν έρθη η άνοιξη, τί θα κάνω; Η Τασία μου πώς θα μεγαλώσει;
-  Ως την άνοιξη θεια Αμέρσα  ... θα φύγουν οι οχτροί, θ' ανοίξουν οι δρόμοι.,
- Καλά το λες! Αλλά άμα δε φύγουν;
- Τί θες, λοιπόν, να κάνεις; Να πεθάνεις και συ και το παιδί σου, για να σώσεις τό μουλάρι ; Δεν τόδες πώς κοκάλιασε και δαύτο; Θα ψοφήσει και θα χτυπάς το κεφάλι σου, θεια Αμέρσα.
- Θα ψοφήσει;... Όχι, όχι! Το παιδί μου είναι μονάχο. Το μουλάρι θα το 'χει  στήριγμα   όντας  θα πεθάνω..
 - Θεία Αμέρσα …. .
Τίποτα… Το ίδιο βράδυ η θεία Αμέρσα μιλούσε πολύ σιγά και τα μάτια της ήταν σβησμένα μέσα σε δυό βαθιές τρύπες. Οι γειτόνισσες ξανάρθανε κοντά της και της ξαναείπαν για τον Κίτσο.
Ή Τασία - ήταν δεν ήταν τότε 12 χρονών- έπεσε στα στήθη και την παρακαλούσε:                                     '
- Δώσε μητερούλα,  το   μουλάρι!...
Μα η  θεία  Αμέρσα σήκωσε αργά το καλαμένιο  χέρι   και   χάιδεψε   τα  ξέπλεγα μαλλιά της Τασίας κ' η φωνή της μόλις ξέβγαινε από τα δόντια της:
- Καλό  μου,   μην  κουράζεσαι  και κλαις! Ξέρω τί κάνω. Δεν μπορώ να σ' αφήσω μοναχό στον κόσμο. Ο πατέρας σου είναι μακριά...
Και σε λίγο:
—Τασία, αν πεθάνω, μη σε ξεγελάσουν. και δώσεις τον Κίτσο μας. Θα μου κακοφανεί. Ακούς ;  Κράτα τον για σένα: Μ' ακούς, Τασία;...
Οι έμποροι  έφυγαν από το χωριό και το χιόνι, πού είχε ξεκόψει λίγες μέρες, ξανάπεσε βαρύ. Πέθαιναν τα πουλιά από ιό ψύχος, πέθαιναν οι άνθρωποι από την πείνα. Πέθανε κ' η θεια Αμέρσα στο καλύβι της, χαμηλά ατό παλιόμαντρο.
Κ' ή Ταοία έμεινε μοναχή στον κόσμο με τον Κίτσο  της.
Οι μέρες κυλούσαν βαριά κι ο θάνατος απλωνόταν όλο και πιο πολύ στον τόπο μας.
Τα παιδιά όμως του χωριού δεν άφησαν μονάχη την Τασία. Συχνά κατέβαιναν στο καλύβι της, συχνά κ' η ίδια πήγαινε, σ' ένα μακρινό συγγενικό σπίτι, που την κράτησε λίγον καιρό κοντά του. Της έφερναν ό,τι μπορούσαν να της φέρουν, για να κρατιέται στα πόδια της.

Κ' οι μέρες κυλούσαν. Ώσπου, επιτέλους, ξαναήρθε η άνοιξη. Τα χιό­νια λυώσανε και τα γίδια κατέβασαν γάλα. Τα κριθάρια κ' ή φακή άρχισαν να μεστώνουν. Κι όσοι απόζησαν, ξανάφτιαναν ελπίδες για νοικοκυριά κ' ευτυχίες. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κ' ή Τασία.

Καβάλα τώρα στον Κίτσο της, περνούσε το χωριό. Τον πήγαινε για σκάρο, τον πήγαινε για πότισμα στη βρύση, τον ακολουθούσε και στ' αγώγια. Άφοβη, ξανακατέβηκε στο καλύβι και σαν καλονοικοκυρά βόλευε τη ζωή της μια χαρά. Έστησε κάγ­κελα γύρω στο μνήμα της μητέρας της,, της έβαλε καντήλι, κανάτι, βασιλικό και της έκανε μνημόσυνο.
Όλοι  τη  θαύμαζαν  μέσα στο  χω­ριό. Την αγαπούσαν με τον ίδιο τρόπο   πού   αγαπούσαν   και   τά  παιδιά τους και πρώτη την Τασία φωνάζανε για αγώγι ή γι' αλέτρι.

Κ' οι  μέρες περνούσαν. Η Τασία μεγάλωσε συντροφιά με τον Κίτσο της. Ώσπου οι εχθροί έφυγαν ντροπιασμένοι και κυνηγημένοι απ' τον τόπο μας.
Τα καράβια πάλι ταξίδεψαν πέρα απ' τον ωκεανό ξένοιαστα κ' έφεραν μήνυμα απ' τον πατέρα της Τασίας. Η Τασία του έγραψε, του ξανάγραψε, κατέβηκε δυό φορές στην Αθήνα με τον κουμπάρο τους. Κ' ένα σούρουπο τον περασμένο χρόνο, η Τασία πούλησε τον Κίτσο της στον μπάρμπα Χρήστο.
Σε λίγες μέρες χτύπησε η καμπάνα. Όλο το χωριό συνάχτηκε να τήνε χαιρετίσει στο προαύλι της εκκλησίας και μια μακριά συνοδεία την ακολούθησε ως τη ράχη κι ως την πολιτεία ακόμα. Η Τασία πήγαινε στον πατέρα της, που τήνε καλούσε στην Αμερική……



 Η Διαμάντω κοιτάει ακόμα αντικρυνά το ερειπωμένο καλύβι της Τασίας. Δυο δάκρυα κυλούν από τα μάτια της. Τα μαλλιά της ανεμίζουν, τα στήθη της γεμίζουν χιόνι. Μα δεν της κάνει καρδιά ν' αφήσει τον τόπο, όπου ο Κίτσος της Τασίας κοιμάται ησυχασμένος, κάτω από το πράσινο κοτρώνι. Ένα κοτσύφι ξετρυπώνει απ' τη ρίζα του κισσού και χάνεται στον ανήφορο.
Η Διαμάντω απλώνει ιό χέρι της κι αργά σκορπίζει τις γαλάζιες χάντρες πού έστειλε η Τασία απ' την Αμερική στον Κίτσο της. Κρίμα πού δεν τόνε πρόφτασαν ζωντανό, να τις χαρεί γιορντάνι στο λαιμό του! Όμως θα πρέπει κ' έτσι νάναι ευχαριστημένος.
- Δεν είσαι ευχαριστημένος, Κίτσο;.,.  ·
Ρωτά η Διαμάντω πάλι κι αποσκεπάζει τη λακκούβα.
Κι ο αγέρας όλο αγριεύει και το χιόνι στροβιλίζεται δαιμονισμένο….
Πάνος Σαμαράς
(*) Ο Πάνος Σαμαράς γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1915. Έγινε δάσκαλος το 1935 και από τότε ασχολείται με την εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Χαρακώματα μιας Ζωής», πεζά τραγούδια, 1933, «Στον άγνωστο Δρόμο», μυθιστόρημα, 1934, «Στρόβιλος», μυθιστόρημα, 1936, «Στους Τροπικούς», μυθιστόρημα, 1940, «Η κόρη του Μυλωνά», διηγήματα, 1948, «Χιονοθύελλα», μυθιστόρημα, 1950, «Απόβροχα», ποιήματα, 1951, «Νύχτα», μυθιστόρημα, 1952, «Ο Άρχοντας», δράμα, 1954, «Το χαμένο Λιβάδι», μυθιστόρημα, 1955. Το θεατρικό «Ο Άρχοντας», παρουσιάστηκε το 1956 από τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. «Το Διάσελο», μυθιστόρημα, 1964 και «Νιφοβόλι», ποιήματα, 1965. Πέθανε το 1971.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου