Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Νίκου Αμμανίτη : Περί του Τύπου μιας άλλης εποχής





ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο

Περί του Τύπου μιας άλλης εποχής



Tου Νίκου Αμμανίτη

Στον καφενέ απ' όξω σαν μπέης ξαπλωμένος
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ…
«Ο Ρωμιός» Γ. Σουρής.

Μια συζήτηση σε φιλική συντροφιά την περασμένη εβδομάδα, σχετική με τη φθίνουσα κυκλοφορία των εφημερίδων, ώθησε τη στήλη να ασχοληθεί ακροθιγώς με τις εφημερίδες του παρελθόντος, πριν διαμορφωθούν όπως συνέβη μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, που έγιναν εμπορικές επιχειρήσεις και έπαψαν να είναι πανομοιότυπες -σχεδόν επί χρόνια- στη μορφή, και αποκλειστικώς βήμα του μαχητικού εκδότη-αρθρογράφου.
Τώρα, οι ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει πάνω στη Γη μεταδίδονται ηλεκτρονικά σε «χρόνο μηδέν», γραμμένες -θαρρείς- με καρμπόν, που σερβίρει έτοιμες στο πιάτο κάποιο γραφείο Τύπου. Τότε τις αλίευε νυχθημερόν ο δημοσιογράφος, που ήταν και ρεπόρτερ, η δε σύνταξη, η στοιχειοθεσία και η εκτύπωσή τους ήταν ένας πραγματικός αγώνας που διαρκούσε έως την αυγή. Η κυκλοφορία τους εξαρτιόταν μοναχά από την αξιοπιστία τους, την ειδησεογραφία τους και τον πατριωτισμό τους, και όχι από τα δώρα και τις προσφορές τους, που τις μετέτρεψαν σε… ψιλικατζίδικο.
Παντοδύναμες και αδίστακτες ήσαν κάποτε οι εφημερίδες και ρύθμιζαν τη ζωή και τις τύχες αυτής της χώρας... Και τα χρόνια εκείνα δεν ήταν «τα χρόνια της αθωότητος», που ισχυρίζονται μερικοί.
Ούτε ευμάρεια υπήρχε ούτε και δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα, όπως φαντάζονται κάποιοι ρομαντικοί. Η φτώχεια και ο αναλφαβητισμός κυριαρχούσαν στην κοινωνία. Η τηλεόραση ήταν παγκοσμίως άγνωστο είδος αλλά και όσον αφορά το ραδιόφωνο ελάχιστοι παραλήδες είχαν το προνόμιο να απολαμβάνουνε τα «κύματά του». Έτσι, λοιπόν, οι εφημερίδες ήσαν το μοναδικό μέσο με το οποίο ενημερωνόταν ο κόσμος για ό,τι νεότερο συνέβαινε στον πλανήτη μας. Αλλά και τα νεότερα, με τα οποία τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων τροφοδοτούσαν με τηλεγραφήματα τις εφημερίδες, ήδη ήσαν μπαγιάτικα όταν φτάνανε στο αναγνωστικό κοινό, και ας τα σέρβιραν με τεράστια τυπογραφικά στοιχεία ως «τελευταία ώρα» ή «επί του πιεστηρίου», που έδιναν την αίσθηση πως σερβίρονταν αχνιστά ακόμα από φρεσκάδα. Η ζωή δεν έτρεχε με τους σημερινούς ξέφρενους ρυθμούς. Σε όλα κυριαρχούσε η ανατολίτικη κληρονομιά του «γιαβάς γιαβάς», δηλαδή του «σιγά σιγά», που κατά τους αρχαιολάτρες ήταν εκτουρκισμένο δάνειο του «σπεύδε βραδέως» των προγόνων μας.
Πολλές ώρες της ημέρας του παραγωγικού πληθυσμού καταναλώνονταν μέχρι νυκτός στα πολυάριθμα καφενεία που υπήρχαν στο κέντρο και τις γειτονιές. Στον «καφενέ», αραγμένος σε μπόλικες καρέκλες, ο Ρωμιός -όπως τον περιέγραψε φωτογραφικά στο ομώνυμο ποίημά του ο Σουρής- καταβρόχθιζε σαν λαίμαργος εφημεριδοφάγος τις εφημερίδες και… πάνοπλος από επιχειρήματα κατά των πολιτικών του αντιπάλων, εξαγριωμένος, ήταν έτοιμος να ορμήσει και να σκοτωθεί μαζί τους. Δεν υπήρχαν τότε κομματικές εφημερίδες. Απλώς ο ιδιοκτήτης και εκδότης, που ήταν ένας φανατισμένος δημοσιογράφος, κάποιον από το πάνθεον των πολιτικών ηγετών συμπαθούσε και, είτε πολεμώντας τον μέχρι φυσικής ή πολιτικής εξοντώσεώς του είτε λιβανίζοντάς τον μέχρις αγιοποιήσεως, εξωθούσε με τη διεγερτική αρθρογραφία τους οπαδούς του φίλου πολιτικού να εξορμήσουν και να κάνουνε γυαλιά-καρφιά γραφεία, τυπογραφεία, θεατρικές παραστάσεις και… αγύριστα κεφάλια αντιπάλων. Η μεγιστοποίηση κάθε ασήμαντης αμαρτίας και η συκοφαντία κάθε πράξεως του στοχευόμενου πολιτικού ήσαν τα βασικά πυρομαχικά του συντάκτη... Ο «κιτρινισμός», όρος που προήλθε από το κίτρινο χρώμα του χαρτιού που τυπώνονταν οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες της Αμερικής, μεταφυτεύθηκε και εξαπλώθηκε αμέσως στην Ελλάδα. Αλλά και στην αντίθετη πλευρά, ο Μεσσίας που θυμιάτιζε ο εκδότης δεν ήταν άνθρωπος αναμάρτητος με σάρκα και οστά, αλλά ένας άγγελος με λαμπυρίζον φωτοστέφανο, ένα Χερουβείμ που κατέβηκε από τον Παράδεισο στη Γη για να σώσει την Ελλάδα. Μέσα σ' αυτή τη μίζερη ατμόσφαιρα, «όστις», κατά Ροΐδη, «εγνώριζεν ανάγνωσιν και… ανορθογραφίαν», εξέδιδε εφημερίδα, που θα χρησιμοποιούσε σαν κουτάλα για να σιτίζεται δωρεάν από το ντοβλέτι.
 Έλληνας του εξωτερικού ο Ροΐδης, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ιταλία, ήταν μια ξεχωριστή διάνοια. Προικισμένος με πολλά πνευματικά εφόδια, όταν κάποτε εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα δεν άντεχε τις… συνήθεις παραξενιές που συνέβαιναν γύρω του και έγινε άγριος πολέμιος κάθε φαυλότητας, την οποία πολεμούσε με τσουχτερά δημοσιεύματα ελπίζοντας στην εξυγίανση του δημόσιου βίου. Βαρύ πυροβολικό στον πόλεμό του στάθηκε ο σατυρικός «Ασμοδαίος» τον οποίον εξέδιδε. Ξεχωριστή απόλαυση προσφέρει η ανάγνωση των κειμένων του, με τα οποία κονταροχτυπιόταν με τους εκδότες των άλλων εντύπων, που δεν του συγχωρούσαν ότι τους χάλαγε την πιάτσα διασύροντάς τους και του έσερναν τα εξ αμάξης. Έτσι, όταν έφτασε η μοιραία ώρα που ο «Ασμοδαίος» θα διέκοπτε την έκδοσή του, ο Ροΐδης στο αποχαιρετιστήριο άρθρο του, ευχαριστώντας τους αναγνώστες του, γράφει: «…Τα δημοσιογραφικά όργανα της αγέλης με ονόμασαν εν συναυλία ασεβή, άπατριν, χριστομάχον, φατριαστήν και κακοήθη. Ταύτα πάντα αναγιγνώσκομεν γελώντες, αλλ' εν τέλει μία των εφημερίδων τούτων, αποκαλέσασα τον ''Ασμοδαίον'' συνάδελφον, εύρε το τρωτόν του θώρακός του και ηνάγκασεν αυτόν να ρίψη τον κάλαμον ανακράζων: Έστω προδότης, έστω άπατρις, έστω ασεβής, έστω και κακοήθης. Αλλά και ''συνάδελφος'' των ανθρώπων τούτων! Απόστρεψον, Κύριε, απ' εμού το ποτήριον τούτο!».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου