Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΜΙΑ
ΕΚΔΡΟΜΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΑΠΟ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ
"Ένα ανοιξιάτικο
πρωινό, κατά τη συμφωνία μας, o
Παπαδιαμάντης θα με περίμενε στην πλατεία Κολωνακίου, απ' όπου θα περνούσα να τον
πάρω με τ' αμάξι.
Είχε αποφασίσει να μείνει
μαζί μου τρεις-τέσσερις μέρες στην Πεντέλη, προς αναπαυσιν και αναψυχήν, όπως
μου είπε, ενώ εγώ θα έμενα κάμποσο. Εκεί στην πλατεία Κολωνακίου, απέξω από ένα
καφενείο, στο απόσκιο, τον βρήκα να κάθεται μ' ένα μπογαλάκι δίπλα του,
σκεπτικό και κατσούφη, καπνίζοντας το σιγαρέτο του...
Είχε ανεβεί κάμποσο ο
ήλιος όταν αμαξοδρομούσαμε στην οδό Κηφισίας, — ένας ήλιος πού χαροποιούσε τα
πάντα, από πάνω μας, γύρω μας, μπροστά μας. Κι' όσο πηγαίναμε κι' όσο
προχωρούσαμε, οι διάφορες φυσικές εναλλαγές σκορπούσαν θάματα επί θαμάτων με
φωτοσκιάσεις και αντιλαρίσματα, με κελαδίσματα πουλιών, με θροίσματα και
σιωπές...
Ως πού να φτάσουμε στην
Πεντέλη, δε θυμάμαι αν ανταλλάξαμε μερικές λέξεις, και ακόμα αν ο Παπαδιαμάντης
σήκωσε και το βλέμμα του καν, να το περιφέρει σ' εκείνη τη γιορτάσιμη ομορφιά
της φύσης, καρφωμένο καθώς τόχε, από την αρχή της εκδρομής μας, προς τα κάτω.
Είμαι όμως βέβαιος πώς το
κοντάκ των ματιών του σε διάφορες στιγμές θα συλλάβαινε τη χαρούμενη εκείνη
πανοραματικήν εικόνα, τόσο έμοιαζε λυπημένος...
Το ωραίο φώς, μας λέει ό
ποιητής με τη βαθύτατη υποβλητικότητα του, δεν είνε τάχα σκορπισμένο στους
κάμπους και στα νερά, η αληθινή τραγική εικόνα της ζωής ,· . . .
Με το αλλεπάλληλο σιγαρέτο
στο στόμα και το βυθισμό των σκέψεων του καθρεφτισμένο στο ανεξερεύνητο καϊ εξαγιασμένο
του πρόσωπο, φτάσαμε, έπειτα από μιας ώρας διαδρομή, στον προορισμό μας.
Εκεί στο Νερό, λίγα βήματα
πριν από το Μοναστήρι, απέξω από το μικρό μαγέρικο όπου θα τρώγαμε, καθήσαμε
σιωπηλοί, απαράλλαχτα όπως είχαμε ξεκινήσει από την Αθήνα, σα δυό συνταξιδιώτες
άγνωστοι μεταξύ τους, που δεν είχαν και διάθεση να ανταλλάξουν ομιλία και πού
κάθησαν εκεί για μια στιγμιαία διακοπή της πορείας τους...
Ύστερ' από έναν καφέ πού
είχαμε πάρει, εγώ σηκώθηκα και προχώρησα προς το Μοναστήρι, να κανονίσω τα της
παραμονής μας εκεί, αν και ήταν τακτοποιημένα όλ' αυτά από πρωτύτερα.
Στην επιστροφή μου βρήκα τον
Παπαδιαμάντη στην ίδια θέση, στην ίδια στάση, στην ίδια αποκαρτέρηση.
Προσποιήθηκα το γελαστό, τον εύθυμο και τον ικανοποιημένο μαζί, και του ανάγγειλα
πώς τα πάντα εκεί πάνω μας περίμεναν όπως του είχα υποσχεθεί.
Μου απάντησε μονολεκτικά δε
θυμάμαι τώρα τι, κι' ύστερ' από λίγα λεπτά καθήσαμε σ' εν' άλλο τραπέζι, λίγο
παρακάτω, πάντα στο ύπαιθρο, όπου μας είχαν σερβίρει ένα προπαραγγελμένο γεύμα.
Δίπλα μας κελάρυζε ο
κρουνός του κεφαλαριού, όπου τα πουλάκια ανασήκωναν τους λαιμούς τους, τινάζοντας
τα φτεράκια τους.. ·.
Το φαγητό μας δεν ήτανε
καθόλου άσχημο. Αλλά το κρασί, κατά τον Παπαδιαμάντη, ήταν απαίσιο.
—Αυτό το κρασί, μου είπε,
θυμούμαι, μου χάλασε το κέφι...
— Ποιο κέφι; τον ρώτησα
ελαφρά χαμογελώντας.
— Να, αυτό, μου απάντησε,
ανασηκώνοντας κάπως και το κεφάλι του, χαμογελώντας κ' εκείνος, και σώπασε ...
Κατά τη μία-μιάμιση μου
ήρθε η ιδέα να του πω :
— Δεν πάμε κι 'ώς εκεί, να
δούμε τα κελλιά, την εκκλησία, κ' εκείθε ν' ανηφορίσουμε και λιγάκι;
Μου έγνεψε ένα όχι πάλι,
χωρίς αυτή τη φορά να μιλήσει.
Στη στενοχώρια μου εκείνη,
να μην ξέρω τί να κάμω, να, άξαφνα, μπρος μας, να ανηφορίζει μια συντροφιά
νεαρών ζευγαριών στα γαϊδουράκια. Ξεπέζεψε εύθυμη, γελαστή, με φωνές και
χάχανα. Ένας από τους νέους εκείνους πλήρωσε τον επικεφαλής ονηλάτη, μεσόκοπον υψηλόσωμο
χωρικό, πού ήταν αρχηγός τριών - τεσσάρων έφηβων αγωγιατών, ενώ οι άλλοι και οι
άλλες, σκουντούμενοι και αλληλοτραβούμενοι, και ήταν παραπάνω από δέκα, και
τραγουδώντας μερικοί απ' αυτούς, έδειχναν πώς θα τραβούσαν για το παλάτι της
Δούκισσας. Η συντροφιά εκείνη θα γύριζε, βέβαια, με το φεγγάρι τη νύχτα πεζή στο
Μαρούσι ή στην Κηφισιά.
Ο Παπαδιαμάντης, πού παρακολουθούσε
κι' αυτός το ευτυχισμένο
εκείνο ανερχόμενο σούσουρο, όπου έσπευδε και ο καθυστερημένος της
παρέας, σηκώθηκε πλησίασε τον επικεφαλής όνηλάτη, αντάλλαξε μαζί του δύο -
τρεις λέξεις, γύρισε στο τραπέζι και μου είπε :
— Ντρέπομαι, Μιλτιάδη.
Συμφώνησα να κατεβώ μ' αυτούς στο Μαρούσι κι' από κει το βράδυ με το
σιδηρόδρομο να είμαι στην Αθήνα. Με συγχωρείς πολύ, πολύ.
— Δε βαρυέσαι, του
απάντησα χαμογελώντας. Μεταξύ μας τέτοια πράματα...
Γύρισε τότε προς το
μαγαζάκι, μπήκε μέσα και πήρε την αβασταγή του.
Σηκώθηκα κ' εγώ και τον
ακολούθησα προς τη συνοδεία πού τον περίμενε.
Εκεί, αφού κρέμασε το
μπογαλάκι του στο σαμάρι ενός υποζυγίου, το καβαλίκεψε μονόπαντα, και αφού
τοποθετήθηκε άνετα, άναψε κι' ένα
σιγαρέτο. Τότε, ώ θαύμα! τον είδα να αλλάζει ολόκληρος, αιθρίασε,
φωτίστηκε σχεδόν από αγαλλίαση, και αποχαιρετώντας με μ' ένα « Καλήν αντάμωση
», μου πρόσθεσε, ενώ ξεκινούσε με τα άκακα εκείνα ζωντόβολα, τα ράθυμα
ποδίζοντα, και τους κυρίους τους πεζούς προπορευόμενους:
— Το κρασί όμως του ασυνείδητου
εκείνου (και μου έδειξε προς το μαγαζί), φαρμάκι, Μιλτιάδη ...
Στάθηκα κάμποσο εκεί
παρακολουθώντας τον ν' απομακρύνεται, ως πού τον έχασα στην καμπή πού άρχιζε το
λοξό κατηφόρισμα ...
Αναπόλησα τότε το
θεάνθρωπο, πορευόμενον επί πώλου όνου στα Ιεροσόλυμα, και ακόμα ολόκληρη την Αγίαν
Οικογένεια, όταν, με τον ίδιον τρόπο, έφευγε για την Αίγυπτο ...
Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ
Εθνικόν Αριστείον
Γραμμάτων και Τεχνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου