Από
τη νησιώτικη μας λαογραφία
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΣΙΦΝΟΥ
Του ΝΙΚΟΥ Γ. ΣΤΑΦΥΛΟΠΑΤΗ
Η Σίφνος είναι ένα μικρό
κυκλαδίτικο νησί, πού η ζωη του είναι συνυφασμένη με την ποίηση. Κι όχι γιατί γεννήθηκαν
εκεί ο Προβελέγγιος, ο Γρυπάρης, ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος - Ραμπαγάς, και τόσοι
άλλοι καταξιωμένοι δημιουργοί, άλλα γιατί οι άνθρωποι πού μένουν στο νησί έχουν
μια έμφυτη ροπή προς τον ρυθμό και την αρμονία. Και τραγουδούνε, σε κάθε
περίσταση, τις χαρές και τα .βάσανα της ζωής, τον έρωτα και τους καημούς του,
πότε με ρίμες και σατιρικά δίστιχα και πότε στο σκοπό των πρωτοχρονιάτικων
καλάντων. Kι’ αυτά τα αυτοσχέδια τραγούδια τους έχουν ευγένεια και στιχουργική
αρτιότητα, όπως ταιριάζει στο καλλιεργημένο αίσθημα των συγχωριανών τους.
Από πού ξεκινάει άραγε το
ωραίο αυτό «έθιμο» του νησιού τους; 'Οφείλεται τάχα στην ευαισθησία και στο
μεράκι τού νησιώτη ή στην επίδραση του απαλόγραμμου και ήρεμου τοπίου πού τον
περιβάλλει; Ίσως να οφείλεται και στα δύο.
Ας μην ξεχνούμε, βέβαια, και
την πνευματική παράδοση της Σίφνου, με την ονομαστή «Σχολή τού Παναγίου Τάφου»,
στα προεπαναστατικά χρόνια κι ως τον περασμένο αιώνα, κι ακόμα την επικοινωνία
του νησιού με την Κωνσταντινούπολη, όπου άνθιζε τότε μία πολυάριθμη σιφνιακή
παροικία.
Υπάρχει επίσης και μια
άλλη άποψη, πού αποτελεί, μάλλον, την πιθανότερη εξήγηση τού φαινομένου. Πώς
πολύ βοήθησε στη διαμόρφωση της σιφνιακής λαϊκής ποίησης και στιχουργίας, ο
συγχρωτισμός κι η διαβίωση των κατοίκων του νησιού με τους Κρητικούς αγωνιστές,
πού τον 17ο αιώνα, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, πού είχαν καταλάβει την Κρήτη,
βρήκαν καταφύγιο στη Σίφνο και αρκετοί έμειναν για πάντα εκεί.
Αυτοί μεταφύτεψαν, ίσως, το
έθιμο των αυτοσχέδιων τραγουδιών στο νησί κι οι Σίφνιοι το διατήρησαν και το
προσάρμοσαν στα τοπικά δεδομένα. Οι μαντινάδες και τα δίστιχα των Κρητικών, η στιχουργική
τους ευχέρεια και η ποιητική έκφραση των στοχασμών τους επηρέασαν, φαίνεται,
αποφασιστικά την τοπική σκέψη και στιχουργία, με αποτέλεσμα την άνθηση της λαϊκής
σιφνιακής ποίησης. Ας σημειωθεί ακόμη ότι, απ' όσο γνωρίζομε, δεν υπάρχει στο
νησί κανένα λαϊκό τραγούδι η δίστιχο της «προκρητικής» περιόδου.
Σήμερα το έθιμο των
αυτοσχέδιων λαϊκών τραγουδιών έχει χάσει, βέβαια, την πρωτινή του λάμψη. Δε
παύει όμως ν' αποτελεί μιαν ωραία εκδήλωση της ευαισθησίας και της
πνευματικότητας του Σίφνιου και να φανερώνει την ποιητική του διάθεση, τη
θυμοσοφία και τη στιχουργική δεξιοτεχνία του.
Είχαν πράγματι, μιαν
ιδιαίτερη χάρη κι ένα ουσιαστικό περιεχόμενο τα όμορφα δίστιχα των λαϊκών
ποιητών της Σίφνου. Τα συνέθεταν αυθόρμητα, πηγαία, χωρίς καμιά προετοιμασία, με
μίαν ευχέρεια καταπληκτική. Και το πιο σπουδαίο ήταν ότι μπορούσαν να κρατήσουν
ένα θέμα ώρες ολόκληρες, απαντώντας ο ένας στο τραγούδι τού άλλου, με ωραίους
διαξιφισμούς και με τραγουδιστά πειράγματα.
Στις αποκριάτικες
συγκεντρώσεις, άλλα και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις τού νησιού (γάμους, βαφτίσια,
πανηγύρια κ.λπ.), αυτά τα αυτοσχέδια τραγούδια ήταν πάντα το αποκορύφωμα τού
γλεντιού και σκορπούσαν χαρά και συγκίνηση στους συγκεντρωμένους. Θα προσπαθήσουμε
να δώσουμε εδώ μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα απ' τις αποκριάτικες βραδιές
της παλιάς Σίφνου.
90
χρόνια πριν
Πριν από ενενήντα περίπου
χρόνια, είχε έρθει στο νησί, προσκαλεσμένη από την οικογένεια των Πρεζάνηδων, μια
κόρη Ελληνίδα της Ρωσίας και φιλοξενήθηκε
στο σπίτι τους για κάμποσο καιρό. Η Αγγέλικα - έτσι τη λέγανε - ήταν μια κοπέλα
ωραιότατη, με σγουρά μακριά μαλλιά και με μεγάλα μαύρα μάτια. Είχε στα
χαρακτηριστικά της μιαν ιδιαίτερη χάρη πού γοήτευε, κι ένας αέρας αρχοντιάς
ξεχύνονταν απ' την κυπαρισσένια κορμοστασιά της.
Τη μακαρισμένη εκείνη εποχή
ο ερχομός ενός ξένου στο νησί μας - και τόσο μακρινού μάλιστα - αποτελούσε ένα
ξεχωριστό κοσμικό γεγονός κι έδινε την ευκαιρία στους συμπατριώτες μας, όπως και
τώρα άλλωστε, να εκδηλώνουν όλη τους την ευγένεια και την πατροπαράδοτη
φιλοξενία τους. Έτσι έγινε και με την Αγγέλικα. Μόλις έκανε τις πρώτες
εμφανίσεις της στην τότε «υψηλή κοινωνία» τω Εξαμπέλων και πήρε τ όνομα της η φήμη
και τόφερε γύρω στις συντροφιές και στις βεγγέρες και των άλλων χωριών, το νησί
κατακτήθηκε από την όμορφη φιλοξενούμενη του. Όλοι μιλούσαν πια γι' αυτήν την
πανέμορφη κόρη πού είχε φθάσει απ' τη μεγάλη χώρα τού Βορρά, για να μοιραστεί για
λίγο μαζί τους την ήρεμη ζωή τού μικρού νησιού τους. Κι' ο θαυμασμός του κόσμου
έγινε τότε τραγούδι για την Αγγέλικα - τί άλλο μπορούσε να γίνει στη Σίφνο; Εκεί
μονάχα τραγουδώντας εκφράζουν οι άνθρωποι τη χαρά και τη συγκίνηση τους.
Έτσι, μιαν αποκριάτικη
βραδιά, σ' ένα χορό πού δόθηκε προς τιμήν της στα Ξάμπελα, οι λαϊκοί ποιητές της
εποχής, ο Δεκαβάλλας, ο Καραβάς, ο Γιώργης τού Παπαγιαννούλη και άλλοι, μέσα σε
μιαν ατμόσφαιρα, πού τη δονούσε ο ενθουσιασμός και το κέφι, τραγούδησαν τη
λεβεντιά και τις χάρες της όμορφης «Ρούσας» της Αγγέλικας:
Πρώτος έδωσε το σύνθημα ο
Δεκαβάλλας:
Δεκαβάλλας:
Γεια
σου φρεγάδα Ρούσικη με πέντε παταρίες, όπου ζεσταίνεις τις καρδιές, πού είναι
πάντα κρύες.
Kι’ ο Καραβάς, θωρώντας αντίκρυ του τη γλυκύτατη μορφή της «φρεγάδας»,
συνέχισε:
Αγγελικής
ψυχής ψυχή, γεια σου ωραία κόρη, πόσες καρδίες θα κλάψουνε σαν έμπεις στο
παπόρι.
Μα ο Γιώργης του παπά, είναι και κείνος γοητευμένος με την Αγγέλικα
και θέλει να τον προλάβει:
Αν
ειν’ κι ο Γιώργης του παπά και πιάσει το τιμόνι, θα πάρουνε τον Καραβά σιφούνοι
και δαιμόνοι.
Ο
Καραβάς όμως δεν φοβάται τίποτα πια, τον έχει συνεπάρει ο
οίστρος του και τραγουδεί:
Απόψε
θε ν' αρματωθώ, στον πόλεμο σα νάμαι και θε να πω της πέρδικας ακλούθα με και
πάμε. Στα Ρωσικά τα χώματα θα πάω να πολεμήσω ή νικητής θε να φανώ ή την προβιά
θ' αφήσω.
Εδώ τον διακόπτει ο Δεκαβάλλας, για να υμνήσει κι' αυτός, με
το δικό του, τρόπο το ίνδαλμα της βραδιάς:
Και το φουστάνι πού
φορείς, σάμπως εσύ το φαίνεις, δε σ’ ομορφαίνει η ομορφιά, εσύ την ομορφαίνεις.
Και τα διαμάντια τ' ακριβά, πού λάμπουν στο λαιμό σου, κι αυτά θαμπά μου
φαίνονται μπροστά στο πρόσωπο σου.
Τώρα ο Καραβάς είναι τρελός από έρωτα. Μπορεί να φθάσει κι' ως την... απαγωγή
ακόμα:
'Απόψε
θε ν’ αρματωθώ, με βέλη και με τόξα και θα την κλέψω μια βραδιά για ν' απολαύσω
δόξα.
Και το ποιητικό ξεφάντωμα
συνεχίστηκε ως το πρωί. Ο καημένος ο Καραβάς
δεν απήλαυσε βέβαια τη δόξα πού ζητούσε. Δεν έκλεψε την Αγγέλικα. Κέρδισε όμως
μιαν άλλη δόξα: του αληθινού τραγουδιστή.
Μιαν άλλη βραδιά, σ' ένα
χορό στο Πάνω Πετάλι, είναι μαζεμένοι πάλι οι λαϊκοί ποιητές μας. 'Επικεφαλής
βρίσκεται τώρα η Καλλίτσα, η πιο καλή
ποιήτρια της εποχής εκείνης. Καθώς αρχίζουν οι πρώτες αψιμαχίες φθάνουν στο
χορό κι' οι Έξαμπελιανοί τραγουδιστές.
Η
Καλλίτσα τους υποδέχεται καλωσυνάτα, μόλις τους βλέπει στην
πόρτα:
Ελάτε
Έξαμπελιανοί, περίφημα κεφάλια, λάβετε μέρος στο χορό, μη θέτε παρακάλια.
Μα ο κόσμος έχει γιομίσει
τη σάλα ασφυκτικά και δεν υπάρχει πια ούτε διάδρομος για να προχωρήσει κανείς!
Γιώργης
του Παπά:
Ώ
πώς μ αρέσει να γροικώ των τραγουδιών τον ήχο, πώς νάμπουμε πού χτίσανε μπροστά
στην πόρτα τοίχο;
Καλλίτσα:
Τα
Ξάμπελα να επαινεί μια γλώσσα δικαιούται, εκεί πού της ευγένειας η κορυφή υψούται.
Εκείνη τη στιγμή φθάνει στο
χορό, ωραίος, ευθυτενής και μεγαλόπρεπος, ο ποιητής Αριστομένης Προβελέγγιος, πού λίγες μέρες πριν
είχε βγει βουλευτής.
Η
Καλλλίτσα τον καλωσορίζει:
Το βουλευτή θα συγχαρώ και
θα του κάνω σχήμα, πάντα με δόξα να πατεί μέσ’ στης βουλής το βήμα.
Ο
Δεκαβάλλας, πού την ακούει και ξέρει πώς η Καλλίτσα
είναι αντίθετη του Προβελέγγιου στα πολιτικά, φοβάται πώς η ποιήτρια
υποκρίνεται:
Το
είπες και με πρόλαβε η ευγενής ψυχή σου, μ’ όλη την ειλικρίνεια του δίνεις την ευχή
σου;
Τότε η Καλλίτσα βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει στον Προβελλέγιο όλο το
σεβασμό και την εκτίμηση πού του ταίριαζε:
Να
του δοθεί αξίωμα, ακόμα πιο μεγάλο και κλώνους από την καρδιά να σπά των
αντιπάλων.
Και γυρνώντας στο
Δεκαβάλλα:
Τη
θέση του την υψηλή καθένας τη γνωρίζει, μόνο ό Αντώνης τη χαλά γιατί...
κατεργαρίζει!
Αυτά τά λόγια της
Καλλίτσας, τα πειρακτικά, ερεθίζουν βέβαια τον Δεκαβάλλα:
Καλλίτσα
δεν κατάλαβα και κάνε μου τη χάρη, πες μου γιατί μου πέταξες τέτοιο βαρύ
λιθάρι;
Καλλίτσα:
Δεν
ήθελα να σου το πω, να κάψω την καρδιά σου, άλλα δεν υποφέρονται τα μαυροφυσικά
σου!
Ας πάμε τώρα σε μιαν άλλη
αποκριάτικη χοροεσπερίδα, στο σπίτι της Καλλίτσας στο Πετάλι. Όλοι οι ποιητές
είναι καλεσμένοι από την οικοδέσποινα κι ο κόσμος μαζεμένος από νωρίς περιμένει
μ' ανυπομονησία τη μεγάλη στιγμή. Πράγματι σε λίγο ο θόρυβος ησυχάζει κι' η Μαρία η Πετρωμένη ανοίγει το χορό μ'
έναν ύμνο αληθινό στην Καλλίτσα:
Απ'
ότι σε φημίζουνε, σε βρίσκω περιπλέον και ονομάζω σε και ‘γω ως κορωνίδα νέων.
Η
Καλλίτσα χωρίς περηφάνεια την ευχαριστεί:
Είμαι
και ‘γω πλοίο μικρό, ανίκανο σε όλα, σεις είσαστε τα θωρηκτά και τα τορπιλοβόλα!
Ελένη
της Πετρούς:
Είσαι
παπόρι θωρηκτό κι' αντέχεις στη φουρτούνα, κλουθώ και γω από πίσω σαν
ξεμπουριασμένη σκούνα.
Καλλίτσα:
Ο
κόσμος πράγματα μικρά χρωστεί να μεγαλώνει και τον μικρό τον άνθρωπο στον
ουρανό υψώνει.
Πετρωμένη:
Ώ
τον χορού βασίλισσα, έλα λοιπόν στη μέση, κι η ταπεινοφροσύνη σου πάρα πολύ μ’
αρέσει.
Εδώ η Ελένη παραπονιέται
πώς η Καλλίτσα δεν κατεβαίνει καθόλου στους χορούς των άλλων χωριών, σαν να μην
έχει τάχα κανένα να την συνοδεύσει.
Πετρωμένη:
Έχεις γαμπρό πού ημπορεί, να
έλθει συντροφιά σου, μα σ εμποδίζει φαίνεται ο πόνος της καρδιάς σου.
Καλλίτσα:
Δεν
μου αρνιέται ότι πω, εμένα ο γαμπρός μου, μα αποφεύγω πάντοτε τα στόματα του κόσμου.
Στο σημείο αυτό ο Δεκαβάλλας, πού ως την ώρα εκείνη δεν
είχε πάρει μέρος στα "ποιητικά", μεταφέρει το θέμα στο μεγάλο μα
άτυχο έρωτα της Καλλίτσας:
Συχώρεσέ
με να σου πώ, δεν παίρνω αμαρτία, θαρρώ πώς πρώτη έδωσες τον χωρισμού αιτία.
Καλλίτσα:
Αν
είχα καρπερά δεντρά, νά κάνουνε χαμάδες, λόγια δε θα γινούντανε, 'Αντώνη, και
καυγάδες.
Μα
άλλαξε το ζητημα, να σου φωνάξω μπράβο, κι αυτός ας γίνει δυστυχής και θύμα των
Αράβων.
Ο Δεκαβάλλας ξέρει πώς η
πίκρα της Καλλίτσας είναι μεγάλη για την απιστία του αγαπημένου της - πού
βρίσκεται ξενητεμένος στην Αίγυπτο - και δεν επιμένει περισσότερο. Κι η Καλλίτσα συμπληρώνει:
Ας
γίνει σαν τον Φαραώ, το Νείλο να κατέχει, αφού την ασπλαχνία του και την καρδιά
του έχει.
Αλλά και σ' ένα γάμο στα
Ξάμπελα, τό γλέντι συνεχίζεται μ' αποκριάτικα τραγούδια. Ο Καραβάς έχει βάλει στο μάτι την κουμπάρα, μιαν ωραία γυναίκα της εποχής,
κι' οι άλλοι τον παντρεύουν μαζί της και του τάζουνε τα κτήματα πούχει στο
Φλάμπουρο και στα Βλυσίδια. Εκείνος όμως δεν ενδιαφέρεται για τέτοια:
Δεν θέλω εγώ τα Φλάμπουρα μήτε
και τα Βλυσίδια, μόν' της κουμπάρας να θωρώ τα δυό της μαύρα φρύδια.
Ο Δεκαβάλλας τότε τον
πειράζει και του λέει πώς η καρδιά του δεν αντέχει πια στις μεγάλες συγκινήσεις
και πώς δεν θά μπορέσει ν' ανταποκριθεί στα καθήκοντα της παντρειάς. Μα ο Καραβάς δεν τα βάζει κάτω:
Γέρος
πενήντα δυό χρονώ, μα η καρδιά θεμέλιο κι' ορίστε στα ξυπνητικά να δεις χαρές και
γέλιο.
Δεκαβάλλας:
"Ω
φυραμένο κόκκαλο, στεγνό απ’ το μεθύσι, για ν' ανεβείς στο νυφικό ποιος θα σε βοηθήσει;
Καραβάς:
Το
δικηγορικό μυαλό δεν ημπορεί να κρίνει, πώς αν κοπούν τα στρίποδα θα χαμηλώσει η
κλίνη;
Εδώ θα κλείσουμε τη μικρή αναδρομή
στις παλιές αποκριές της Σίφνου, με τα ωραία αυτοσχέδια τραγούδια των λαϊκών
ποιητών της, πού αποτελούν έναν αληθινό θησαυρό της νησιωτικής μας λαογραφίας.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΣΤΑΦΥΛΟΠΑΤΗΣ
('Από το βιβλίο του "Τα
λαϊκά τραγούδια και τα κάλαντα της Σίφνου", πού βραβεύτηκε από την
'Ακαδημία Αθηνών).
(Σχέδιο Σταμ. Πολενάκη)
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου