Τρίτη 5 Απριλίου 2016

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Ο ποιητής στιχουργός




ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ :
Ο ποιητής στιχουργός

Της  ΠΟΛΥ ΤΖΩΡΤΖΟΠΟΥΛΟΥ - ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΥ
Ι

Η ποίηση καθρεφτίζει την ολότητα της ζωής. Πηγάζει από το λόγο που συνέχει και αρμονίζει το πεδίο των συγκρούσεων του άνθρωπου. Μαζί της μεταφερόμαστε πέρα απ' την επίπεδη εικόνα του κόσμου, πέρα απ' τη φωτογραφική καθήλωση των πραγμάτων και τη βουβή επανάληψη της καθημερινής τριβής, με αποτέλεσμα, τον κόσμο που αντικρίζουμε μέσα απ’ αυτήν να τον δορυφορεί μια αλλιώτικη διάσταση. Κάτι σαν υπόνοια βάθους, σαν πρόκληση για υπέρβαση, σαν αναζήτηση για το άλλο συμπληρωματικό μισό της χαμένης μας αυτάρκειας.
Και το τραγούδι των ποιητών είναι το ηχητικό παράλληλο στο τραγούδι του πουλιού, που λαλεί πέρα απ' τη λύπη και τη χαρά, το καλό και το κακό, την ανάγκη και τον πόρο της. Ο ήχος του, κλείνει συνταιριαστά και τα δύο μισά της ζωής, το μηδέν και το είναι, την ύπαρξη και την ανυπαρξία. Το άρρηκτο της ποίησης με το μέλος έρχεται από πολύ παλιά, από το Ιωνικό ξημέρωμα με τις πρώτες κι όλας μορφές της λυρικής έκφρασης. Στην Αρχαία Ελλάδα ή λυρική ποίηση γράφεται για να τραγουδηθεί με τη συνοδεία μουσικού οργάνου, και ό ποιητής, είναι ταυτόχρονα και ο συνθέτης και ο εκτελεστής στις μονωδίες.
Όμως, η μουσική μας παράδοση - Τέχνη αιώνων - με απεριόριστο πλούτο αρμονίας και ρυθμών, είναι από τα  πιο ευάλωτα στοιχεία του πνευματικού μας πολιτισμού. Αντιπαρερχόμενοι όλες τις ισοπεδωτικές παραμέτρους της εποχής μας, που δεν άφησαν ανεπηρέαστο και το χώρο της Μουσικής, χρειάζεται ν' ανατρέξουμε στη δεκαετία του '60, τότε που ξεσπά η μεγάλη επανάσταση στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Οι πρωτολάτες, Χατζηδάκις - Θεοδωράκης - Ξαρχάκος, ταράζουν τα νερά της μουσικής υποτονικότητας μελοποιώντας όχι στιχουργικά συνθέματα άτεχνα και ευκαιριακά, άλλα στίχους καθαρής ποίησης. Με το καλλιτεχνικό τους αισθητήριο διέβλεψαν τη στερεή μουσικότητα των ποιημάτων, τη ρυθμική τους ποιότητα, που θα είχε άμεση ανταπόκριση στη μουσική επένδυση, και ακόμα πιο άμεση στον ακροατή, σ' αυτόν που ξεκινώντας από τη μαγεία της μουσικής, ενδέχεται να φθάσει στη μαγεία της ποίησης και ίσως να γίνει κάποτε και επαρκής αναγνώστης. Έτσι, ανεβαίνει ο λαός στο επίπεδο της Τέχνης και δεν κατεβαίνει η Τέχνη στο τελευταίο σκαλοπάτι ενός απαίδευτου λαού. Τα χείλη του λαού το τραγούδι καταξιώνει και την ποίηση από τη διακονία μιας άλλης υψηλής Τέχνης, της Μουσικής, και καταξιώνεται, αφού ο καθένας δεν τραγουδά τη συγκεκριμένη οδύνη που γέννησε το ποίημα, ούτε την τέχνη των φθόγγων που μετουσίωσαν τις λέξεις σε μουσική, άλλα κυρίως αναθυμάται και μελωδεί το δικό του αντίστοιχο βίωμα. Ζει την οδύνη ή τη χαρά της προσωπικής του μυθολογίας, αφού στην ευτυχισμένη συνύπαρξη λόγου και μέλους ξανοίγει και το δικό του βυθισμένο σύμπαν. 

II


Στην κατοχική Αθήνα που ο χρόνος σημαδεύεται από θανάτους και αθλιότητες, πάθος για ελευθερία και αντίσταση κατά τού κατακτητή, έχει τη θέση του και το πνευματικό κίνημα τού υπερρεαλισμού. Τον κύκλο των ποιητών που ολοκληρωτικά ή μερικά συνταύτισαν την ποιητική τους μεθοδολογία με την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της αυτοματικής γραφής, συμπληρώνει η απροσδόκητη και κάπως καθυστερημένη εμφάνιση τού Νίκου Γκάτσου - από την ορεινή  Αρκαδία 1911 - αυτού του «έτοιμου ποιητή». Τύπος εσωτερικός, ενδοστρεφής, σιωπηλός, μια πρωτογενής πνευματική και ποιητική φύση, με ρίζες ακραιφνώς ελληνικές, ζούσε την ποίηση βαθιά και οργανικά. Η φιλολογική ιστορία του Ν. Γκάτσου συνοψίζεται σ’ ένα και μόνο επεισόδιο, σ' αυτό της ποιητικής συλλογής «Αμοργός, 1943» που ξάφνιασε τους ειδοποιημένους ποιητικούς κύκλους καθιερώνοντας τον στο ποιητικό στερέωμα των υπερρεαλιστών. Από την άλλη πλευρά οι ανεκδήλωτες ανησυχίες του τον φέρνουν κοντά στις ξένες λογοτεχνίες, που τις αφομοιώνει εξελληνίζοντας τες πρώτα μέσα του.  Από ‘δω πηγάζει μια εξίσου υψηλή κατάθεση του στην Τέχνη, καθώς και μια άλλη πτυχή της ποιητικής τού Γκάτσου, οι μεταφράσεις θεατρικών έργων, κυρίως τού Λόρκα, δοσμένες με τα εξαίσια ελληνικά τού Ν. Γκάτσου και την αλάθητη διαίσθηση τού ποιητή.

III


Εκεί όμως που ο Γκάτσος έλαμψε πραγματικά ήταν οι στίχοι των τραγουδιών που έγραψε κυρίως για τον Χατζηδάκι, αλλά και τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τον Μούτση, τον Χάλαρη, την Καραΐνδρου, τον Χατζηνάσιο. Η ιδιότυπη ποιητική του τραγουδήθηκε από τις καλύτερες φωνές: Μπιθικώτσης, Καζατζίδης, Μούσχουρη, Φαραντούρη, Μοσχολιού, Λίντα, Γαλάνη, Ξυλούρης, Νταλάρας, Μητσιάς, Ζωγράφος, Παππάς και τόσοι άλλοι έδωσαν φτερά στους στίχους του και τους έβαλαν στο στόμα όλων μας. Τα τραγούδια του είναι μικρά μονόπρακτα, ακολουθώντας τις σταθερές αρχές τού στησίματος ενός έργου. Παντού υπάρχει η μέριμνα τού τεχνουργού για το άρτιο αποτέλεσμα. Και να σκεφθεί κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος των τραγουδιών του ο Γκάτσος το 'γραψε επάνω σε δοσμένες μελωδίες. Αλλά και 'κει κατόρθωσε να περάσει τον ελληνικό υπερρεαλισμό του, που τελικά και αναπάντεχα τραγουδιέται:

«Με βασιλικό και δυόσμο
έφτιαξε ο θεός τον κόσμο».

Σκεφθείτε παρόμοιο στίχο στο μεσοπόλεμο. Γιατί το τραγούδι με τη στίλβη του λόγου και το πέταγμα της μουσικής, πάντα αγρυπνούσε στη ρίζα της καρδιάς του άνθρωπου, σύμφυτο μαζί της, χαμόγελο στις εξάρσεις της, παραμυθία στους καταποντισμούς της. Στο σημείο ακριβώς αυτό έγκειται και η αποστολή της μελοποιημένης ποίησης, αυτής που δεν απευθύνεται μόνο στους λίγους της θείας δωρεάς, ούτε στους υποψιασμένους μελετητές, ούτε ακόμα στους αγαπημένους της τύχης που συνέπεσε να αναστρέφονται σ' ένα πνευματικό περίγυρο. Αυτού του είδους η ποίηση κατανέμεται αντίδωρο ζωής σε όλους. Είναι ένα κάλεσμα, μια συμμετοχή, μια μικρή ανάσταση μέσα στους εξοντωτικούς θανάτους της κάθε μέρας. Πόση απήχηση στον πολύ κόσμο θα είχαν τα έργα του Ρίτσου, του Ελύτη και τόσων άλλων πριν να γίνουν τραγούδια - λόγια οικεία κι ας μην είναι πάντα σαφή νοηματικά - γνώριμοι ρυθμοί, νότες ευκολόχρηστες στα χείλη του λαού. Έτσι, η κατάθεση του ποιητή ντυμένη με τη μουσική ευαισθησία του συνθέτη νιώθεται ως κοινό αγαθό, ίσως το μόνο δίκαια μοιρασμένο σε όλους. Και μ' αυτό τον τρόπο δεν πληρούται μόνο η απόλαυση, αλλά ανοίγεται έστω ένα - κάποιο μονοπάτι για όσους διαθέτουν το υπόβαθρο να προχωρήσουν περισσότερο.
Σ' αυτό λοιπόν το αγώνισμα του στίχου, που από τη γέννηση του είναι τραγούδι, ο Γκάτσος αναδείχτηκε άριστος τεχνίτης. Θα τολμούσα μια παρατήρηση: το ευρύ, πρωτότυπο έργο διαγράφει στον ορίζοντα μια σκοτεινή ευθύνη και ένα ακόμα θολότερο μέλλον. Το στιχούργημα όμως - αν μάλιστα είναι απότοκο μιας γνήσιας έμπνευσης δημιουργού και όχι στιχοπλόκου - έχει επάνω του όλα τα σημάδια της αληθινής ποίησης, αφού στον περιορισμένο του χώρο, σαν σε θαυμαστή συμπύκνωση, διαγράφει όλες τις αποχρώσεις των ψυχικών μεταλλάξεων: τη μέθη για την ερωτική ταύτιση, την πίκρα για τις όποιες διαψεύσεις, το θρήνο του αδικημένου από τα κοινωνικά δεινά, τα όνειρα που έμειναν όνειρα, τη θλίψη των ήμερων που χάνονται μικραίνοντας το δρόμο για το απαράγραπτο. Ένα απόσταγμα συναισθημάτων, μια απαντοχή, μια μικρή βεβαιότητα πώς κρύβεις μέσα σου και συ κάτι ιερότερο από όσα τάχτηκες σε μια εποχή αδίσταχτη να επιτελέσεις. Και ο Γκάτσος άφησε τη μακρόπνοοι ποίηση για μια έκφραση πιο άμεση, για να πληρώσει τη στέρηση μας, για να ντύσει τη γύμνια μας, με την έγνοια της γλώσσας πάντα συνείδηση και ιερουργία στο στίχο των τραγουδιών του.

 

«'Εγώ ο ανάστησα με χώμα και νερό
χελιδονάκι να ‘σαι μα κι αγρίμι
να σ έχω αλφαβητάρι στον καιρό
κι ανέσπερο καντήλι μες στη μνήμη.

Μα εσύ γυρεύοντας του ονείρου την πηγή
κοντά στων Ουρανών την Πλατυτέρα
βρήκες φτερά κι αρνήθηκες τη γη
τη σκοτεινή την πρώτη μας μητέρα».

Έβρισκε λοιπόν προτιμότερη την ταπεινή τέχνη που λειτουργεί, παρά την υψηλή που σκονίζεται στα ράφια. Οι αρετές του όμως περνάνε ατόφιες στις ρίμες του. «Και θα μου επιτραπεί να υποστηρίξω - γράφει ο 'Ελύτης - πώς μερικοί στίχοι απ' αυτούς που έγραφε για τη «Μυθολογία» του Χατζηδάκι, για τους «Δροσουλίτες» του Χάλαρη και τελευταία για το «Ρεμπέτικο» του Ξαρχάκου, ξεπερνούν κατά πολύ μερικά μεγαλεπήβολα ποιητικά μας έργα και διδάσκουν τί πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής». Ακολουθώντας τις επισημάνσεις του Ελύτη αναγνωρίζουμε διάχυτο στα τραγούδια του αυτό το ιδιάζον άρωμα της ελληνικότητας που υπόγειο ρεύμα τα διαποτίζει. Παντού το κληροδοτημένο, ζωντανό στους καινότροπους ποιητικούς βηματισμούς, παντού η παράδοση ατόφια και παρούσα στους γοητευτικούς της διασκελισμούς για να φθάσει σε γόνιμη σύζευξη με τα οράματα του νέου ελληνισμού. Και μέσα απ' τους ιστορικούς υπαινιγμούς ο στίχος ξεστρατίζει, για ν' αναδείξει εκείνη την αρυτίδωτη νιότη του ελληνικού τοπίου. Το ελληνικό τοπίο, καμπύλες απαλές βουνών, ακρωτηρίων λευκά δάχτυλα, πέτρα αλάξευτη των νησιών, φλοίσβος ακοίμητος από θάλασσα, αρμύρα και μόχθο, ήλιος ανελέητος που φωτίζει τα πάντα μέχρι τα βάθη τους κι ο ουρανός μ' όλες τις χρωματικές του αναλαμπές να ακουμπά ευεργετικά στη γη, στοιχείο αρρενωπό, μ’ όλη τη ζεστή τρυφερότητα του μεσογειακού άντρα για να καρπίσει τα όσα αγαθά χορταίνουν, εκείνη την ιλαρή εγκράτεια του ελληνικού κόσμου. Ένας κόσμος απαρομοίωτος που μόνο ένας έλληνας ποιητής μπορεί να συλλάβει και αντίστοιχα μόνο ένας έλληνας συνθέτης μπορεί με της μουσικής του τ’ όχημα να φτερώσει.
Έτσι ο Γκάτσος δημιουργός χιλιάδα στίχων, έγραφε και έγραφε ανεξάντλητος πάντα τα τραγούδια του παίζοντας με τις ρίμες και υπολογίζοντας τη θερμοκρασία μιας έμπνευσης που να 'ναι ταυτόχρονα πρωτότυπη και κλασική. Έμπνευση αστείρευτη από την αρχή ως το τέλος ακόμα και με στοιχεία πολύ άπλα ή τετριμμένα:

«'Αγάπη που ‘γινες φτερό / και σκέπασες τους ουρανούς μου / σέ 'σένα πάντα τρέχει ο νους μου / μα να σε φθάσω δε μπορώ».

Ή ακόμα εκείνες τις κατακλείδες με μόνιμο μοτίβο το φεγγάρι, εκείνο το φεγγάρι της καλοκαιρινής νύχτας, αυτό που ταίριαζε τόσο πολύ στις μουσικές ονειροπολήσεις του Χατζιδάκι:

«Φεγγάρι μου θαλασσινό
πουλί μου πελαγίσιο
σε ποιας καρδιάς τον ουρανό
θα 'ρθω να σ αναστήσω».

Και άλλου:

«Έσπειρα στον κήπο σου χορτάρι
να 'ρχονται το βράδυ τα πουλιά
τώρα ποιο φεγγάρι σ έχει πάρει
κι άδειασε του κόσμου η αγκαλιά.

Στης νύχτας το μπαλκόνι
παγώνει ο ουρανός
ειν΄ η αγάπη σκόνη
και τ' όνειρο καπνός».

Τελευταία δουλειά του με συνθέτη τον Ξαρχάκο «Τα κατά Μάρκον». Ο ίδιος ο συνθέτης προλογίζει: « «Τά κατά Μάρκον» τραγούδια του Γκάτσου διαπερνούν τα αδιαφανή κρύσταλλα της σύγχρονης αναλγησίας μας. Σ αυτά τα νέα Αμοργιανά του ο Ν. Γκάτσος με δέος, οργή και πόνο, βάζει τίτλους σκληρούς και λέει λόγια πικρά για να ξυπνήσει από τη νάρκη τους Συνέλληνες. Είναι τραγούδια μιας βαθιάς συναίσθησης ευθύνης ενός ποιητή της ελληνικής ψυχής και της ανθρώπινης αγωνίας που θέλησε, στην τέλεια ωριμότητα του να περάσει στο στόμα, στη ψυχή και στο μυαλό του λαού μας το λόγο και τον ήχο της οργής, απέναντι σε κείνους που προσπαθούν να εξαφανίσουν την ελληνική συναίσθηση και συνείδηση:

«Σκοτεινό το τραγούδι που θα πω
τα συντρίμμια τον τόπου μου πατώ
Χαμένα αδέρφια ίσκιοι λαβωμένοι
χαμένη Ελλάδα παντού σ’ αναζητώ.
Των Κυκλάδων σταμάτησε ο χορός
πετρωμένο το κύμα και ο καιρός
Πάνω απ τις μνήμες μάρμαρα σπασμένα
πάνω απ' τις στέγες άνεμος σκληρός
Χαμένα αδέρφια δείχτε μου ένα δρόμο
Χαμένη 'Ελλάδα την πόρτα σου κτυπώ».

Αυτή η μοναδικότητα κρύβεται στα τραγούδια του, γιατί ο ίδιος πάντα ποιητής ξεκινά απ' τη ποίηση για να φθάσει στο στίχο, ενώ οι άλλοι προσπαθούν να την πλησιάσουν γράφοντας στίχους και μένοντας πάντα στιχουργοί. Ποιος δε γνωρίζει εκείνο το χαριτωμένο σύνθεμα λόγου και μουσικής από το «Λεωφορείο ο πόθος», τόσο παλιό και τόσο νέο στα χείλη όλων:
«Χάρτινο το φεγγαράκι / ψεύτικη ή ακρογιαλιά / αν με πίστευες λιγάκι / θα ‘ταν όλα αληθινά».

IV



Ο άνθρωπος Ν. Γκάτσος, ένα σημείο αναφοράς και σύγκρισης, ένα μέτρο για την πνευματική μας ζωή μπροστά στη σημερινή έκπτωση. Ήξερε σχεδόν πάντα να αποσπά από την πιο πυρετώδη παρόρμηση ένα στέρεο επιχείρημα σε όφελος της ισορροπίας ανάμεσα στη λογική και το πάθος, και γι' αυτό υπήρχε διάχυτο γύρω του ένα κλίμα ασφάλειας, μια διαύγεια που δε δηλητηρίαζε το ποιητικό κύτταρο, καθώς το ένστικτο που του επέτρεπε να γράψει τραγούδια τέτοιας ομορφιάς, ήταν πάντα υπό έλεγχο. Παράλληλα διέθετε ένα είδος αυτάρκειας που εκπλήσσει. Όχι πώς δεν υπήρξε απογοήτευση στον Γκάτσο. Αλλά εύρισκε πάντα κανείς μια νότα γλυκύτητας σ' αυτή την απογοήτευση, ένα σκεπτικισμό για τις σκιές που κάλυπταν ολόκληρη την αλήθεια του κόσμου. Απόμακρος από την κοινωνική συνάφεια και την κίβδηλη προβολή, ο Ν. Γκάτσος δε ζητιάνευε την αναγνώριση, δεν καταδέχτηκε αυτό που ονομάζεται «επωνυμία». Τη φθηνή επικαιρότητα και το κυνηγητό της φήμης το είχε εξαλείψει από τη ζωή του. Στην τελευταία του εμφάνιση μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας στις 10 Ιουνίου του '87, όταν βραβεύτηκε από τον τότε δήμαρχο της Αθήνας μαζί με τον Τσαρούχη, τον 'Ελύτη, τη Βλάχου, τον Μινωτή, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει: «Oι αληθινοί ποιητές δεν επιβάλλονται, αλλά ανακαλύπτονται κάθε φορά και διαφορετικά. Ο Γκάτσος είναι ένας απ' αυτούς που θα ανακαλύπτονται...».
Στις 12 Μαΐου του 1992 έφυγε για το χώρο του Αρκαδικού μύθου. Πέθανε εξαντλημένος από τους θανάτους που κουβαλούσε μέσα του. Γιατί πρέπει να σκοτώσεις πολλές εφήμερες διαθέσεις για να συγκροτήσεις, όπως αυτός, αυτή την τελειότητα, που όλοι νιώθουμε την παρουσία της, αλλά κανείς δε μπορεί να ονομάσει. Πραγματικά δε μπορεί κανείς. Το μυστικό της ποίησης στη ζωή και στη λογοτεχνία είναι πανταχού παρόν, αλλά, συνάμα απροσπέλαστο.
Και 'γω γεύομαι για πολλοστή φορά τους κυματισμούς των στίχων του. Συναρμολογώ το πρόσωπο του στην ανάσα τους. Μια αίσθηση αυτοπληρότητας, όχι με σχήματα λογικά, άλλα με την αναζήτηση του μυθικού και του μεταφυσικού που τοποθετεί τον άνθρωπο εγγύτατα στη ρίζα του παντός. Στίχοι με μνήμη και επιστροφή καθώς μέσα τους διαλάμπει η ελπίδα και η προφητεία της απόλυτης παραδοχής του ελληνικού κόσμου ως αξιωματική βεβαιότητας της αθανασίας του:

«Τούτος ο τόπος ειν’ ένας μύθος
από χρώμα και φώς
ένας μύθος κρυφός
με τον κόσμο του ήλιου δεμένος.
Κάθε αυγή ξεκινά
ν' ανταμώσει ξανά
το δικό του αθάνατο γένος.

Τούτος ο τόπος είν’ ένας βράχος
σα σπαθί κοφτερός
που σοφός ο καιρός
θα τον κάνει τραγούδι μια μέρα
και θα 'ρθουν εποχές
που οι φτωχές μας ψυχές
το σκοπό του θ' ακούν στον αγέρα.

Π. ΤΖΩΡΤΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΥ
Φιλολογική Πρωτοχρονια
 

 
 
Με την Ελλάδα καραβοκύρη

ΜΟΥΣΙΚΗ: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΣΤΙΧΟΙ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ
ΕΡΓΟ: ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Στίχοι:

Με τη φουρτούνα
και το Σιρόκο
ήρθε μια σκούνα
απ' το Μαρόκο

Με τον αγέρα
και με τ' αγιάζι
πάει μια μπρατσέρα
για την Βεγγάζη

Άγιε Νικόλα,
παρακαλώ σε
στα πέλαγα όλα
λουλούδια στρώσε

Με τον ασίκη
το μπουρλοτιέρη
ήρθε ένα μπρίκι
από τ' Αλγέρι

Με την Ελλάδα
καραβοκύρη
πάει μια φρεγάδα
για το Μισίρι

Άγιε Νικόλα,
παρακαλώ σε
στα πέλαγα όλα
λουλούδια στρώσε
 



ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας στις 8 Δεκεμβρίου 1911 από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.

Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.

Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με τεράστια επίδραση στους νεότερους ποιητές. (Δες: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, Εκδ. Πατάκη,1995). Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισούπνου» από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η «Μυθολογία» (1965), το «Ένα μεσημέρι» (1966), η «Επιστροφή» (1970), το «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), οι «Δροσουλίτες» 1975, η «Αθανασία» (1976), «Τα παράλογα» (1976), το «Ρεμπέτικο» (1983), η «Ενδεκάτη εντολή» (1985) ή οι «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 12 Μαϊου 1992.
el.wikipedia.org 


Διαβάστε επίσης :

Νίκος Γκάτσος : Όλα, κύριε Νίκο, είναι εδώ...
http://boraeinai.blogspot.gr/2013/05/blog-post_12.html
Τέλος μην παραλείψετε να διαβάσετε και την παρακάτω ανάρτηση που συμπληρώνει απόλυτα την εικόνα του Νίκου Γκάτσιου.
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ : Απέναντι στα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα
http://boraeinai.blogspot.gr/2012/07/blog-post_06.html

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου