Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΑΡΤΖΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (1944-2016)




ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΑΡΤΖΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1944 - ΜΑΙΟΣ 2016
Οι ‘εξομολογήσεις’ ενός μεγάλου της δημοσιογραφίας
Πολλοί ήταν εκείνοι που μίλησαν με συγκίνηση και προθυμία τις ημέρες αυτές για τον Ερρίκο Μπαρτζινόπουλο, τον σπουδαίο δημοσιογράφο που έφυγε από τη ζωή στα 72 του χρόνια το βράδυ της περασμένης Τρίτης 3 Μαίου.
Ο επί 29 έτη πολιτικός συντάκτης και έπειτα βασικός αρθρογράφος του «Εθνους» διέγραψε μια λαμπρή πορεία στη δημοσιογραφία, την οποία υπηρέτησε για 53 ολόκληρα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο καλύτερος τρόπος για να τον γνωρίσουν όσοι δεν είχαν την τύχη να τον συναντήσουν από κοντά ήταν τα κείμενά του. Εκτός από την αιχμηρή του πένα, το αποκαλυπτικό του ρεπορτάζ και το πάθος με το οποίο σχολίαζε τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, ο Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος δημοσίευε στον λογαριασμό που διατηρούσε στο Facebook και κάποια άλλα κείμενα πιο προσωπικά: Γραπτά που αποτυπώνουν με το ιδιαίτερο ύφος του την πορεία, τη ζωή, τα βιώματά του αλλά και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Κάποιες από αυτές τις μικρές μοναδικές ιστορίες παρουσιάζει σήμερα το «Eθνος της Κυριακής» αφήνοντας για ακόμη μία φορά τον Ερρίκο Μπαρτζινόπουλο να μιλήσει στους αναγνώστες μέσα από τα κείμενά του...
Οταν πέρασα για πρώτη φορά πριν από 51 χρόνια την πόρτα της Χρήστου Λαδά 3
Πριν από 51 χρόνια, σαν και σήμερα, γύρω στις 4 το απόγευμα, πρωτοπέρασα την πόρτα της Χρήστου Λαδά 3 κι ανέβηκα στον 4ο όροφο που ήταν το τυπογραφείο του «Βήματος», των «Νέων» και του «Ταχυδρόμου». Με περίμενε ένας από τους αρχιεργάτες, ο Γιώργος Κόμης, οικογενειακός γνωστός που θα μου εξασφάλιζε την ευκαιρία να δοκιμαστώ στη δημοσιογραφία.
Μέχρι να έρθει η ώρα να κατεβούμε στον 1ο όροφο που ήταν το «Βήμα» χάζευα γύρω μου, στην αρχή τις λινοτυπικές μηχανές που «έφτυναν» μεταλλικές αράδες, και μετά έναν «μαρμαρά» που μαζί μ’ έναν δημοσιογράφο με σηκωμένα τα μανίκια του άσπρου πουκαμίσου του «έκλειναν» σελίδες. «Αυτός που βλέπεις, μου είπε ο γνωστός μου, λέγεται Μπουσμπουρέλης και είναι αρχισυντάκτης στον «Ταχυδρόμο». Παίρνει μου είπε έναν μισθό που δεν τον θυμάμαι, αλλά ήταν εντυπωσιακά υψηλός για τα οικονομικά δεδομένα της οικογένειάς μου». Του το είπα. Και η απάντησή του ήταν: «Αν προτιμήσεις να σε κάνω τυπογράφο, αυτά τα λεφτά θα τα παίρνεις του χρόνου».
Δεν σας κρύβω ότι προς στιγμή μπήκα στον πειρασμό, αλλά μόνο «προς στιγμή». Είχα «βγάλει», όμως, την πρώτη σημαντική «είδηση». Ήξερα ότι οι καλά αμειβόμενοι στην ενημέρωση δεν ήταν οι δημοσιογράφοι, αλλά οι τυπογράφοι.

 Το δελτίο ταυτότητας του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου που εκδόθηκε στις 12/2/1964 και με το οποίο πιστοποιείται ότι είναι συντάκτης του «Βήματος».

Α, ναι, και οι εφημεριδοπώλες. Αυτοί που τύπωναν τη δουλειά μας κι εκείνοι που την πουλούσαν. Ήταν οι αναντικατάστατοι, βλέπετε. Πώς να πιέσουν οι δημοσιογράφοι εκείνα τα χρόνια;
Και ν’ απεργούσαν, θα την έβγαζε μόνος του ο εκδότης την εφημερίδα. Ένα οκτασέλιδο ήταν. Κάτι το «ψυγείο», κάτι οι αγγελίες, κάτι οι ανακοινώσεις των υπουργείων, κάτι τα τηλεγραφήματα του Πρακτορείου, έτοιμο το φύλλο.
Πριν από 51 χρόνια, σαν σήμερα, ξεκίνησα το ταξίδι μου στη δημοσιογραφία. Δεν μετάνιωσα ποτέ για τον δρόμο που πήρα και δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να γίνω κάτι άλλο.
Πέρυσι τέτοια μέρα με είχε ρωτήσει ένας φίλος: «Eκλεισες 50. Πόσο ακόμα;» Και του είχα απαντήσει: «Όσο θα νευριάζω ή θα γελάω μ΄ αυτά που συμβαίνουν. Και τώρα που ανακάλυψα και το Διαδίκτυο; Ως το τέλος...».

Η αποστολή για τη δίκη της δολοφονίας Λαμπράκη και η φάρσα των συναδέλφων
Οκτώβρης του '66. Θεσσαλονίκη. Δίκη για τη δολοφονία του Λαμπράκη, δουλειά ασταμάτητη από τις 9 το πρωί ως τη 1 τη νύχτα κι εκεί που έγραφα να στείλω τον πρόλογο, ακούω τον Βίκτορα Νέττα (διευθυντή των γραφείων του «Βήματος» στη Θεσσαλονίκη) να μου φωνάζει: «Μπαρτζινόπουλε, σε ζητάνε στο τηλέφωνο»... Η φωνή είναι βαθιά και υπόκωφη: «Ακούστε, κ. Μπαρτζινόπουλε, το 1963 είχα συνεργαστεί με τον τότε απεσταλμένο του "Βήματος", τον Ρωμαίο, και δεν είχε βγει χαμένος. Τώρα έχω στα χέρια μου έγγραφα που αποδεικνύουν την ενοχή του στρατηγού Μήτσου. Σας ενδιαφέρουν;»... Φυσικά και μ' ενδιέφεραν. Του το είπα.
«Τότε στις 2 το πρωί στη θύρα (δεν θυμάμαι ποια) στο Καυτανζόγλειο», ήταν η πρότασή του. Ψιλοκώλωσα. «Πιο κοντά δεν γίνεται;». «Τότε στα Λαδάδικα». Εδώ χοντροκώλωσα... «Ακούστε, δεν την ξέρω καλά την πόλη και μπορεί να χαθώ. Πιο κεντρικά δεν γίνεται;». «Ωραία, λοιπόν, τον ξέρετε τον χώρο στην Εγνατία που παρκάρουν το βράδυ τα λεωφορεία; Εκεί στις δύο. Στη δεύτερη κολώνα του ηλεκτρικού». Και το έκλεισε... Το μέρος το ήξερα, ανοιχτό ήταν. Προλάβαινα να το βάλω στα πόδια αν με περίμενε τίποτα «περίεργο». 22 χρονών ήμουν και καλός στο τρέξιμο. Πήρα άλλωστε και τα μέτρα μου. Εξήγησα σ΄ έναν νεαρό συνάδελφο από την Πόλη, τον Δημήτρη Τσαλίδη, τι συνέβαινε, θα μ' ακολουθούσε και στην πρώτη ύποπτη κίνηση θα έβαζε τις φωνές. ... Λίγο πριν από τις 2 ξεκίνησα για το ραντεβού. Στάθηκα πίσω από ένα κλειστό περίπτερο στην Εγνατία και περίμενα να δω ποιος θα πλησίαζε την κολώνα.
Στις 2 παρά κάτι είδα έναν μεσόκοπο να κοντοστέκεται δίπλα στην κολώνα, να κοιτάζει γύρω του και ν΄ανάβει τσιγάρο. Αναθάρρησα γιατί έτσι που τον έβλεπα δεν κινδύνευα να με πιάσει αν το έβαζα στα πόδια και ξεκίνησα για την κολώνα. Αλλά την ίδια ώρα εκείνος απομακρύνθηκε. Είχα κάνει λάθος, δεν ήταν ο άνθρωπος που περίμενα και τώρα πια ήμουν και δίπλα στην κολώνα... Κοίταζα αμήχανα γύρω μου όταν ξαφνικά πρόβαλε πίσω από ένα λεωφορείο ένα χέρι μ' έναν αναπτήρα και τον αναβόσβησε τρεις φορές. Διστακτικά κινήθηκα κατά κει. Ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω που λένε. Και ξαφνικά πάγωσα. Κάτω από το λεωφορείο διέκρινα τρία ζευγάρια πόδια. Μου την είχαν στημένη... Και όντως έτσι ήταν. Γιατί αφού μ' άφησαν λίγο να βράσω στο ζουμί μου τελικά δεν κρατήθηκαν κι έβαλαν τα γέλια. Ο Νέττας, ο Μαθιουδάκης, ο Γουσίδης και πίσω μου κι ο Τσαλίδης. Κι αυτός στο κόλπο ήταν. Η ωραιότερη φάρσα που μου έχει γίνει. Και η πιο έξυπνη...

Οταν με ρώτησε ο νονός μου τι θα γίνω, απάντησα δημοσιογράφος
Σκεφτόμουν χθες το βράδυ, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, πόσο σημαντικό ρόλο έχει παίξει η «τύχη» στη ζωή μου. Σ’ όλων, υποθέτω, αλλά στη δική μου καθοριστική. Και να μια απόδειξη! Άνοιξη του ’63 και η αδελφή του πατέρα μου που έμενε στην Ιταλία θα περνούσε με πλοίο από τον Πειραιά και θα πηγαίναμε να τη δούμε για πρώτη φορά από το ’54. Υποχρεωτικά έπρεπε να πάω κι εγώ. Εκεί ήταν κι άλλο ένα ζευγάρι και όταν έγιναν οι συστάσεις πληροφορήθηκα ότι η κυρία ήταν η νονά μου. Δεν την είχα ξαναδεί. Είχα γεννηθεί στα τέλη του Νοέμβρη του ’44, σε ταραγμένες εποχές και είχαν θεωρήσει ότι καλό ήταν να με βαφτίσουν αμέσως γιατί μπορεί να γινόταν καμιά «στραβή» και να πήγαινα αβάφτιστο! Η συγκεκριμένη κυρία ήταν φίλη της θείας μου, ράφτρα της, και επιλέχθηκε για νονά επειδή ήταν η μόνη πρόχειρη καθολική στο θρήσκευμα που μπορούσαν να επιστρατεύσουν...
Λογικό ήταν, λοιπόν, κι εκείνη κι ο άντρας της να κάνουν στον βαφτισιμιό τους τις τυπικές ερωτήσεις, «Πόσων χρονών ήταν;» κι «αν ήταν καλός μαθητής;», κι όταν άκουσαν ότι σε δύο μήνες τελειώνω το γυμνάσιο, ακολούθησε και η αναπόφευκτη: «Και τι σκέφτεσαι να γίνεις;»... «Δημοσιογράφος», τους απάντησα, «υπάρχει και μια σχολή (του Μελά) που σκέφτομαι να πάω».
...Κι ο... νονός χαμογελώντας με διόρθωσε: «Δεν θα πας σε καμιά σχολή. Στο -Βήμα- θα πας. Θα κανονίσουμε μετά πότε θα έρθεις για να σε δοκιμάσουμε». ...Λεγόταν Γιώργος Κόμης και ήταν αρχιεργάτης στο τυπογραφείο του Συγκροτήματος. Ήταν ο πρώτος μιας πολυάριθμης ομάδας στα μέλη της οποίας χρωστάω τα καλύτερα 52 επαγγελματικά χρόνια που θα μπορούσα να έχω ζήσει.

Το Δημοτικό Σχολείο στη Νέα Ερυθραία και ο δάσκαλος φίλος του πατέρα μου
Η τελευταία φορά που πέρασα την αυλόπορτα πρέπει να ήταν στις εκλογές του 2009 για να ψηφίσω. Κι όπως πάντα ίδιο με παλιά μου είχε φανεί. Το προαύλιο μεγάλο, αλλά όχι απέραντο όπως φάνταζε στα παιδικά μου μάτια. Και το κτίριο στέρεο, γερό στη θέση του, ανίκητο στον χρόνο. Χθες από τις ειδήσεις έμαθα πως δεν ήταν έτσι. Πως τελικά τα χρόνια το έχουν φθείρει, πως είναι ακατάλληλο και πως αποφασίστηκε να διακοπεί η λειτουργία του.
Προσωρινά ή όχι θα δείξει. Αλλά όπως και να 'ναι το δικό μου Δημοτικό Σχολείο της Νέας Ερυθραίας, το σχολείο του Μιχάλη, του Τάκη, του Λάμπρου, της Ζωής, της Μέλπως, της Κατερίνας, της Καλλιόπης και των χιλιάδων άλλων πριν και μετά από εμάς, θάμπωσε στο μυαλό μου.
Παγωμένες τάξεις
 Και μετά ήρθε και η είδηση για τα σχολεία που θα χρειαστεί να βγάλουν τον φετινό χειμώνα χωρίς θέρμανση και θυμήθηκα πως και τότε έτσι ήταν. Νεκρές οι σόμπες σ’ όλες τις τάξεις και μόνο η δική μας έπαιρνε καμιά φορά μπροστά όταν κουβαλούσε από το σπίτι ξύλα και κάρβουνα η μητέρα μου για να προστατεύσει από το κρύο τον κανακάρη της.
Και ήρθαν και οι άλλες ειδήσεις. Για τις δυσκολίες, για τη φτώχεια, για την ανεργία. Δεν ήταν καλύτερα -ή μάλλον ήταν χειρότερα, πολύ χειρότερα- τότε. Αλλά ήταν διαφορετικοί οι άνθρωποι. Εξοικειωμένοι στα πολύ πιο δύσκολα, μαθημένοι να παλεύουν για το μεροκάματο όπου το έβρισκαν, και με ζωντανή μέσα τους την ελπίδα πως, δεν μπορεί, θα έρθουν και καλύτερες μέρες.
Τρεις ταβέρνες είχαμε, θαρρώ, εκείνα τα χρόνια στην Ερυθραία. Του Τσαχπίνη, του Αλεξάκη και του Κιάχου. Στην τελευταία σύχναζε η παρέα του πατέρα μου. Το κατοσταράκι, ο λιγοστός μεζές και το τραγούδι. Το μόνο σε μεγάλη, συχνά και υπερβολική δόση.
Και η δική μου ατυχία ότι στην παρέα του πατέρα μου ήταν κι ο κυρ-Θάνος, ο Καραγκούνης, ο δάσκαλός μου. Μόνο εμένα και τον Μιχάλη είχε κόψει ως φάλτσους από τη χορωδία. Αλλά ένα πρωί ο αποκλεισμός του Μιχάλη ανακλήθηκε. «Άκουγα τον πατέρα σου χθες στην ταβέρνα. Καλός ήταν. Πρέπει να σ’ αδίκησα. Αλλά εσένα, Ερρίκο, είναι οικογενειακό σας. Κι ο πατέρας σου φάλτσος είναι».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΡΟΒΒΑ
http://www.ethnos.gr/koinonia/arthro/oi_eksomologiseis_enos_megalou_tis_dimosiografias-64371900/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου