Το
κτίριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στα τέλη της δεκαετίας του 1880 με
βάση τα αρχικά σχέδια Λάγκε και τις τροποποιήσεις τους από τον Κάλκο. Τα
επόμενα χρόνια, μέχρι και τις μέρες μας, θα γίνουν αρκετές προσθήκες και ανακαινίσεις.
Η τελευταία εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004.
150
ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ
ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
Η
Οδύσσεια του αρχαιολογικού μουσείου
Mιά αγράμματη και ένας
ολιγογράμματος πατριώτης σηματοδοτούν τη «γέννηση» του Εθνικού Αρχαιολογικού
Μουσείου πριν από ενάμιση ακριβώς αιώνα. Πρόκειται για την Ελένη Τοσίτσα,
γυναίκα του εθνικού ευεργέτη Μιχαήλ Τοσίτσα και τον αρχαιοφύλακα Ζήση Σωτηρίου.
Είχε προηγηθεί μακρά
κυοφορία, όπως είδαμε την περασμένη Κυριακή. Από την αρχική ιδέα του Κοραή
(1807) να ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη ή τη Χίο έως τις προτροπές του
Παπαφλέσσα (1825), ώστε κάθε σχολείο να έχει το μουσείο του. Από το πρώτο
πανελλήνιο μουσείο στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας (1829) έως την ανακήρυξη του
Θησείου σε μουσειακό χώρο, όπου και σωρεύονται οι αρχαιότητες (1836-1837).
Ακολουθεί μια μακρά περίοδος αναζήτησης του κατάλληλου χώρου για την ανέγερση
του κατάλληλου κτιρίου. Πολύ μελάνι χύνεται, αλλά το μόνο χειροπιαστό
αποτέλεσμα είναι το θαυμαστό, όσο και μεγαλεπήβολο σχέδιο του Γερμανού
αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε για το «Παντεχνείον» στον Κεραμεικό.
Από τα μέσα της δεκαετίας
του 1850-1860, με την έξαρση της εθνικής ιδέας και του αλυτρωτισμού, το ζήτημα
βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Στους κρατικούς προϋπολογισμούς αναγράφεται
κάθε χρόνο κονδύλι για την ανέγερσή του (το ανεπαρκές και συμβολικό ποσό των
10.000 δραχμών).
Συνήθως το πανελλήνιο
μουσείο συσχετίζεται με εκείνο της Ακρόπολης, που κι αυτό ακόμη τότε υπάρχει ως
ιδέα. Δεν διευκρινίζεται σαφώς και πάντα ότι γίνεται λόγος για ένα ή δυο
μουσεία. Τον οικονομικό γρίφο έρχεται να λύσει ο εθνικός ευεργέτης Δημήτριος
Βερναρδάκης. Ο Ελληνας εκατομμυριούχος προσφέρει από την Πετρούπολη, όπου
μεσουρανεί οικονομικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών. Επαρκεί και με το παραπάνω
για να ξεκινήσει η πολυπόθητη διαδικασία.
Ετσι, το 1858 με διάταγμα
του Οθωνα ορίζεται η ίδρυση Μουσείου Αρχαιοτήτων, ενώ ταυτοχρόνως προκηρύσσεται
σχετικός διαγωνισμός. Δεκατέσσερις αρχιτέκτονες πήραν μέρος, καταθέτοντας
σχέδια. Πλην, όμως, απορρίφθηκαν από τη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου, όπου
υποβλήθηκαν για έγκριση. Αν και μερικά ήταν εξαιρετικά, με το σχέδιο του Ιταλού
Α. Κόντι να ξεχωρίζει (βραβεύτηκε, μάλιστα).
Η
Ελένη και ο Μιχαήλ Τοσίτσας. Χωρίς την αγορά και τη δωρεά του οικοπέδου στην
οδό Πατησίων από την αγράμματη εθνική ευεργέτιδα, το Αρχαιολογικό Μουσείο δεν
θα γινόταν πραγματικότητα.
Οι Βαυαροί προστάτες του
Οθωνα είχαν άλλη γνώμη και ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα του Μουσείου της Λειψίας
Λ. Λάγκε το έργο. Τα σχέδιά του, όμως, ξεχάστηκαν μέσα στη δίνη των γεγονότων
(Οκτωβριανή Επανάσταση και έξωση του βασιλιά).
Με την αποκατάσταση της
πολιτικής ομαλότητας και την ενθρόνιση του Γεωργίου Α' το «εθνικόν ζήτημα»
επανέρχεται. Οι προτάσεις πέφτουν βροχή, από ειδικούς και μη, για τον χώρο και
τη μορφή του κτιρίου. Μια επιτροπή αναλαμβάνει να βρει στα ανάκτορα τα σχέδια
του Κόντι. Ψάχνοντας ανακαλύπτει τα σχέδια του Λάγκε, που θεωρεί πιο κατάλληλα
με μερικές διορθώσεις.
Με βασιλικό διάταγμα το
1865 περί «Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου» η διαδικασία αρχίζει εκ νέου. Μια
επιτροπή και ο αρχιτέκτονας Π. Κάλκος αναλαμβάνουν να υλοποιήσουν το έργο. Ολα
ήταν έτοιμα και είχε ξεκινήσει η ανασκαφή στον λόφο του Αγίου Αθανασίου
(Κεραμεικός), σύμφωνα με τα σχέδια του Λάγκε και πρωταγωνιστή στο ανασκαφικό
έργο τον αρχαιοφύλακα Ζ. Σωτηρίου. Γενικώς, η εντύπωση που επικρατεί είναι ότι
για την εκτέλεση του έργου «απαιτούνται ή τα πλούτη του Κροίσου είτε η επί του
Περικλέους προσωπική των Αθηναίων εργασία προς ανέγερσιν του Παρθενώνος».
Αντιρρήσεις
Καυταντζόγλου
Διατυπώνονται, όμως, και
πάλι αντιρρήσεις για τη θέση και τα σχέδια. Με βασικό φορέα τον Λ.
Καυταντζόγλου. Ο πιο γνωστός Ελληνας αρχιτέκτονας της εποχής έκρινε απαράδεκτη
τη θέση του μουσείου στον λόφο, υποστηρίζοντας ότι προκρίνεται χάριν ευκολίας
επειδή η περιοχή ήταν δημόσιο κτήμα.
Όπως ορθώς
επιχειρηματολογούσε «το μουσείον ανεγειρόμενον επ' αυτού, θέλει αφαιρέσει τον
αρχικόν χαρακτήρα της αρχαίας τοπογραφίας». Υποστηρίζοντας ότι για οποιοδήποτε
δημόσιο κτίριο στην Αθήνα «έπρεπε να προεξάρχη η αρχική ιδέα διά την οποίαν
ωρίσθησαν αι Αθήναι πρωτεύουσα της Ελλάδος». Δηλαδή, «κυρίως χάριν των αρχαίων
αυτής μνημείων».
Το θέμα δεν συμπλέκεται
μόνο με το σχεδιαζόμενο Μουσείο Ακρόπολης, αλλά και με το κτίριο που
Πολυτεχνείου.
Το οικόπεδο για την
ανέγερση του τελευταίου στην οδό Πατησίων (πρώην κτήμα Σμολένσκη) είχε αγοράσει
και διαθέσει ως δωρεά η Ελένη Τοσίτσα από το 1860 προκειμένου να πάρει σάρκα
και οστά το σκανδαλωδώς καθυστερούμενο επί τρία χρόνια κληροδότημα του συζύγου
της και του ανιψιού του, Ν. Στουρνάρη, για την ίδρυση του «εθνοφελούς
καταστήματος».
Κατά προτροπή του
Καυταντζόγλου, η Τοσίτσα αγοράζει δεύτερο οικόπεδο δίπλα σ' εκείνο του
Πολυτεχνείου, όπου έχουν αρχίσει ήδη τα έργα (σε σχέδιο Καυταντζόγλου). Στις 17
Μαρτίου 1866, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της, δωρίζει τον χώρο (συνολική
έκταση 62.000 τ.μ. αξίας 620.000 δρχ.)
Τι
έλεγε το δωρητήριο
Λίγο πριν από τον θάνατό
της η Ελένη Τοσίτσα δωρίζει τον χώρο «παρέχουσα εις το Εθνος οικόπεδον ανάλογον
και άξιον, όπως πλησίον του Πολυτεχνείου εγερθή και το Μουσείον και ούτως εις
εν μέρος της πόλεως συγκεντρωθώσι τα δύο ταύτα διά τας ωραίας τέχνας αναγκαία
Καταστήματα» (απόσπασμα από το δωρητήριο).
Ο
«παππούς του Ολύμπου», Ζήσης Σωτηρίου, αρχαιοφύλακας, πρώτα στην Ακρόπολη και
μετά στο Μουσείο.
Ο
ΑΡΧΑΙΟΦΥΛΑΚΑΣ ΖΗΣΗΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
«Ελληνες,
όσοι έχετε εις τας οικίας σας αρχαιότητας, να τας προσφέρητε...»
Έπειτα από τρεις δεκαετίες
περιπετειών (1836-1866) υπάρχει ένας μη αμφισβητούμενος για την καταλληλότητά
του χώρος (δωρεά οικοπέδου Ελένης Τοσίτσα) και χορηγία (δωρεά Βερναρδάκη) για
να ξεκινήσει το μουσείο.
Στα τέλη Μαρτίου του 1866
επισημοποιούνται οι επιλογές με βάση τα σχέδια Λάγκε και τις τροποποιήσεις
Κάλκου. Σταματούν οι περιορισμένες και διστακτικές ως τότε εκσκαφικές εργασίες
στον Κεραμεικό.
Ο αρχαιοφύλακας Ζήσης
Σωτηρίου μεταφέρει τη δράση του στην οδό Πατησίων. Η περιοχή βρίσκεται ακόμη
εκτός σχεδίου πόλεως και συνορεύει με τα πατησιώτικα περιβόλια. Αναλαμβάνει να
γνωστοποιήσει στο πανελλήνιο τα δέοντα.
Η απλοϊκή ανακοίνωση, που
δημοσιεύεται στις εφημερίδες τον Μάιο πριν από 150 χρόνια, έχει μια θέση στα
εθνικά ντοκουμέντα. Επειδή το κείμενο είναι δυσεύρετο και συνήθως παρατίθενται
δυο-τρεις αράδες αξίζει να μνημονευτεί:
«Ελληνες, το οικόπεδον το
οποίον η μακαρίτις Ελένη Μ. Τοσίτσα εχάρισεν εις το έθνος δια μεγάλον Μουσείον,
η Κυβέρνησις το έλαβεν εις την εξουσίαν της την 7 π.μ. (27 Απριλίου 1866) και
την ιδίαν ημέραν αμέσως εμετακομίσαμεν εντός αυτού διαφόρους αρχαιότητας εκ μαρμάρων
και ήδη ανασκάπτονται τα θεμέλια της οικοδομής και εντός ολίγου θα τεθή ο
θεμέλιος λίθος της οικοδομής εις ην θέλουν τεθή όλαι αι αρχαιότητες από όλα τα
Μουσεία της τε πρωτευούσης και των επαρχιών.
Λαϊκός
αγωνιστής
Το οποίον Μουσείον θέλει
είναι το μεγαλύτερον και πλουσιώτερον του κόσμου όλου. Αλλά, Ελληνες, όσοι
έχετε εις τας οικίας σας αρχαιότητας να τας προοσφέρητε ήδη εις το εθνικόν
τούτον Μουσείον, δια να πλουτίση από αρχαιότητας, και ο προσφέρων ό,τι αρχαίον και
αν είναι, η γενική εφορία αρχαιοτήτων θέλει γράψει το όνομά του εις τα βιβλία
των αρχαιοτήτων και θέλει του δοθή και ευχαριστήριον εκ μέρους του Υπουργείου
των Εκκλησιαστικών. Του δε μικρού Μουσείου της Ακροπόλεως καθημερινώς υψούται η
οικοδομή, εις ην θέλουν τεθή μόναι αι της Ακροπόλεως αρχαιότητες».
Για την Ιστορία, ο Ζήσης
Σωτηρίου ήταν μια ενδιαφέρουσα μορφή λαϊκού αγωνιστή και αγνού πατριώτη.
«Παππού» τον αποκαλούσαν πολλοί την περίοδο που ήταν αρχαιοφύλακας στην
Ακρόπολη και μετά στο υπό ανέγερση μουσείο. Αγωνιστής του 1821, πρωτοστάτησε σε
όλες τις πατριωτικές και αντιοθωνικές εκδηλώσεις.
Συνήθιζε στις εθνικές
επετείους να κυκλοφορεί με δικά του έξοδα φυλλάδια, να διοργανώνει γιορτασμούς,
εκφράζοντας με στίχους του επαναστατικές διαθέσεις.
Πήρε μέρος σχεδόν σε όλα
τα απελευθερωτικά κινήματα στον ελληνικό χώρο. Εφτασε μέχρι την Ιταλία,
συμμετέχοντας στο εθελοντικό σώμα των Ελλήνων Γαριβαλδινών.
Οταν πέθανε (1880) ο
λόγιος Στέφανος Κουμανούδης έπλεξε το εγκώμιό του. Αφιέρωσε κι ένα επίγραμμα
που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή και δράση του: «Αν όλοι εμιμούμεθα τον Ζήσην
Σωτηρίου / δεν θα ΄χε χρείαν η Ελλάς Ευρώπης Συνεδρίου» (ήταν η εποχή που
διεξαγόταν το Συνέδριο του Βερολίνου και αποφασιζόταν η παραχώρηση της
Θεσσαλίας στην Ελλάδα).
ΤΟ
1866
3
Οκτωβρίου τίθεται ο θεμέλιος λίθος
Η περιπέτεια της
οικοδόμησης του Αρχαιολογικού Μουσείου τον 19ο αιώνα είναι συνυφασμένη με τη
συγκρότηση και ταυτοποίηση του νεοελληνικού κράτους. Οι αρχαιότητες, πέραν της
αξίας τους, είναι και «εθνικά σύμβολα». Με αποδέκτες αυτού του μηνύματος τους
ίδιους τους Ελληνες αλλά και όλους τους άλλους.
Παραλλήλως, η ανάγκη
ίδρυσης σύγχρονου οικοδομήματος για τις αρχαιότητες προβάλλει επιτακτικά για τη
συλλογή και την προστασία τους. Αλλά και υλοποίηση των φιλοδοξιών για μια
«αναγέννηση» στο πνεύμα του νεοκλασικισμού. Μέσα στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο
τίθεται ο θεμέλιος λίθος του κεντρικού Μουσείου.
«Την 3η Οκτωβρίου 1866,
ημέρα Δευτέρα, η αυτού μεγαλειότης ο βασιλεύς θέλει έλθη τη 12η ώρα της ημέρας
εις τον τόπο ένθα εγερθήσεται το Εθνικόν Αρχαιολογικό Μουσείο» αναφέρεται στην
πρόσκληση για την τελετή των εγκαινίων. Με κάθε επισημότητα θα γίνει η τελετή
και με πλήθος κόσμου να παρακολουθεί. Αν και το γεγονός, λόγω της συγκυρίας
(έκρηξη Κρητικής Επανάστασης), περνά σε δεύτερη μοίρα. Τον θεμέλιο λίθο
συνοδεύει ένα ασημένιο μετάλλιο διαμέτρου 8 εκατοστών με εγχάρακτο αναμνηστικό
επίγραμμα του γλύπτη Δ. Κόσσου.
Υπό την επίβλεψη του
Κάλκου και τα τροποποιημένα από τον ίδιο σχέδια του Λάγκε, η δυτική πτέρυγα θα
ολοκληρωθεί το 1874. Χωρίς τη μεγαλοπρεπή στοά με την κιονοστοιχία που είχε
«περικοπεί» για οικονομικούς λόγους. Τότε αρχίζει και η μεταφορά των
αρχαιοτήτων εκεί. Οι περιπέτειες της ανέγερσης με την ανεπάρκεια των χρημάτων,
με αλλαγές και τροποποιήσεις σχεδίων θα συνεχιστούν. Ενώ τον Κάλκο μετά τον
θάνατό του διαδέχεται ο αρχιτέκτονας Αρμ. Βλάχος.
Τελικά, με διαδικασίες
fast track το 1888-89, λόγω των επικείμενων γάμων του διαδόχου Κωνσταντίνου με
τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Σοφία, «απεφασίσθη υπό της κυβερνήσεως (Χ. Τρικούπης)
η ως τάχιον αποπεράτωσις των οικοδομημάτων του Κεντρικού Μουσείου,
προσληφθέντος ως αρχιτέκτονος του κ. Ερνέστου Τσίλλερ». Διατίθεται, μάλιστα, το
τεράστιο ποσό των 800.000 δρχ.
Είκοσι τρία χρόνια από τη
θεμελίωση το οικοδόμημα, με τροποποιημένη την πρόσοψη διά χειρός Τσίλλερ, όπως
είναι σήμερα, έχει ολοκληρωθεί. Η ιστορία του, όμως, μέχρι να πάρει τη μορφή
που έχει τώρα, θα συνεχιστεί ως τον 21ο αιώνα. Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο
κεφάλαιο.
Τ. Κατσιμάρδος
ΕΘΝΟΣ
Το πρώτο μέρος της
ιστορίας το αναρτήσαμε εδώ την περασμένη Τρίτη 24.5.2016 http://boraeinai.blogspot.gr/2016/05/blog-post_450.html