Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Πέραμα : Τότε που σκαρώνανε ταξίδια μακρινά




 ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ '50 ΚΑΙ ΤΟΥ '60 ΑΝΘΟΥΣΑΝ ΤΑ ΚΑΡΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ ΜΕ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΓΙΑ ΓΙΟΤ ΑΠΟ ΕΦΟΠΛΙΣΤΕΣ ΜΕΧΡΙ ΒΑΡΟΝΟΥΣ
Τότε που σκαρώνανε ταξίδια μακρινά
Τότε, που σε όλο το Πέραμα αντηχούσε ο χτύπος του σκεπαρνιού, το τρίξιμο του καταρράκτη, το μονότονο «τακ τακ» της ματσόλας

Του ΧΑΡΗ ΤΖΑΛΑ
Στον κατάλογο των ελληνικών πόλεων που συμμετείχαν με πλοία στον Τρωικό Πόλεμο ο Όμηρος αναφέρει τρία που προέρχονταν από τη Σύμη. Από τότε, το όμορφο νησί του Νηρέα συνέχισε να κατασκευάζει ωραία, γοργοτάξιδα σκαριά. Κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ού,τα σφουγγάρια έφερναν την ευημερία στη Σύμη.
Αλλά σιγά σιγά η σπογγαλιεία άρχισε να φθίνει και τελικά χάθηκε με την επικράτηση των συνθετικών σφουγγαριών. Τότε, κάποιοι Συμιακοί καραβομαραγκοί αναζήτησαν ένα καλύτερο μέλλον και μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στον Πειραιά, στην περιοχή του Αγίου Διονυσίου.


Το 1911 τα Δωδεκάνησα, που μέχρι τότε ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καταλαμβάνονται από την Ιταλία. Ο Εμμανουήλ Ψαρρός είναι ακόμα παιδί, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, όπως το συνήθιζαν στις οικογένειες με παράδοση στην τέχνη τις ναυπηγικής, μαθητεύει κοντά στον πατέρα του και έρχεται στον Πειραιά. Δουλεύει στα εκεί καρνάγια μέχρι το 1923 και μετά πηγαίνει στο Πέραμα.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή, κάποιοι Μικρασιάτες καραβομαραγκοί εγκαταστάθηκαν και εκείνοι στο Πέραμα, στην τότε έρημη, στενή λωρίδα γης που αντικρίζει τη Σαλαμίνα. Έτσι οι διωγμένοι πρόσφυγες μαζί με τους Συμιακούς δημιούργησαν τη ναυπηγική και ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος. Κατά τον Μεσοπόλεμο, ο γιος του μαστρο-Μανώλη, ο Γιώργος Ψαρρός, ταλαντούχος ναυπηγός, παίρνει τη σκυτάλη της οικογενειακής παράδοσης και δημιουργεί το γνωστό «Ναυπηγείο Ψαρρού».
Στα προπολεμικά χρόνια αλλά και αμέσως μετά την απελευθέρωση, τα σκαριά που έκτιζε ο μαστρο-Γιώργης ήταν ξακουστά και θεωρούνταν τα καλύτερα.

Η χρυσή εποχή

 Το «Ναυπηγείο Ψαρρού» στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και σήμερα. Εκεί πρώτος, ο Γάλλος βαρόνος De Rothschild παρέλαβε το καλοκαίρι του 1962 τη «Σαΐτα», ένα πανέμορφο 23μετρο

Οι δεκαετίες του '50 και του '60 ήταν για όλο το Πέραμα, αλλά ξεχωριστά για το «Ναυπηγείο Ψαρρού», μια χρυσή εποχή. Πέρα από εμπορικά και αλιευτικά, άρχισαν να κτίζονται και σκάφη αναψυχής, δηλαδή παραδοσιακά ξύλινα σκαριά που κινούνταν με μία ή δύο πετρελαιομηχανές και βοηθητικά πανιά. Αντί για αμπάρια είχαν καμπίνες και μια πρόσθετη υπερκατασκευή για το σαλόνι-τραπεζαρία και την τιμονιέρα. Άνθρωποι με κάποια οικονομική άνεση που αγαπούσαν τη θάλασσα άρχισαν να παραγγέλνουν τέτοια σκάφη στον μαστρο-Γιώργη. Ήταν τα πρώτα ελληνικής κατασκευής yachts.
Το πρώτο παραδοσιακό σκάφος αναψυχής που κατασκευάστηκε στο «Ναυπηγείο Ψαρρού» ήταν η «Κίρκη», ένα τρεχαντήρι 18 μέτρων για τον επιχειρηματία Μπρούσκο. Ακολούθησαν το 23 μέτρων πέραμα «Ιός» του Αρτέμη Δεναξά, που διετέλεσε και υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας. Στις αρχές του 1960, ξένοι λάτρεις των ελληνικών θαλασσών άρχισαν να παραγγέλνουν τέτοια yachts στον Ψαρρό.
Πρώτος, ο Γάλλος βαρόνος De Rothschild. Ο Ρότσιλντ παρέλαβε το καλοκαίρι του 1962 τη «Σαΐτα», ένα πανέμορφο 23μετρο σκαρί. Πολλές δεκαετίες αργότερα, η «Σαΐτα» αγοράστηκε από τον γνωστό σχεδιαστή μόδας Givenchy και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αρμενίζει τις ελληνικές θάλασσες. Ακολούθησε η κατασκευή πολλών παραδοσιακών θαλαμηγών, όπως η «Πανδώρα» του εφοπλιστή Πανάγου Λαιμού, με τελευταίο τον «Αετό», ένα κομψό σκαρί 32 μέτρων του εφοπλιστή Φώτη Λικιαρδόπουλο.
Ο τουρισμός στην Ελλάδα γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τη δεκαετία του '60 και αυτό επηρέασε θετικά και τον θαλάσσιο τουρισμό. Άρχισαν να διαμορφώνονται μαρίνες, με λιμενικές εγκαταστάσεις για τη χρήση σκαφών αναψυχής. Τότε ο γνωστός πολεοδόμος Δοξιάδης μαζί με τον εφοπλιστή Γιάννη Λάτση παρήγγειλαν στον μαστρο-Γιώργη πέντε παραδοσιακά θαλαμηγά των 23 μέτρων, τα γνωστά «Δόξα». Ακολούθησε άλλη παραγγελία των Λάτση/Σαρρή για σχεδόν παρόμοια σκαριά, τις «Αλκυονίδες».
Όπως μαρτυρούν παλιές φωτογραφίες, το «Ναυπηγείο Ψαρρού» ήταν γεμάτο σκαριά. Τότε, σε όλο το Πέραμα αντηχούσε ο χτύπος του σκεπαρνιού, το τρίξιμο του καταρράκτη, το μονότονο «τακ τακ» της ματσόλας και των εργαλείων του καλαφάτη, ενώ οι ειδικευμένοι αρμαδόροι σκαρφάλωναν στα κατάρτια για να στηρίξουν τα στράλια και της περίπλοκες αρματωσιές. Δυστυχώς όμως για την τέχνη της ξυλοναυπηγικής, αυτή η άνθηση υπήρξε και το κύκνειο άσμα της. Νέα υλικά, όπως το σιδερένιο έλασμα, το «κόντρα πλακέ θαλάσσης», αλλά κυρίως το πλαστικό, έφεραν την πρόοδο στην κατασκευή των θαλαμηγών σκαφών και των αλιευτικών.
Τα καρνάγια του Περάματος εκσυγχρονίστηκαν, τα παραδοσιακά «βάζα» αντικαταστάθηκαν από κολοσσιαία ανελκυστικά travel lifts που εύκολα και με ασφάλεια σήκωναν τεράστια βάρη. Ήρθαν οι μοντέρνοι καιροί.
Ο γιος του μαστρο-Γιώργη, ο Μανώλης Ψαρρός, πρωτοστάτησε στον εκσυγχρονισμό, χωρίς όμως να απομονωθεί τελείως από την παραδοσιακή τέχνη των προγόνων του. Δίπλα στην υπερσύγχρονη μονάδα ανέλκυσης σκαφών βάρους 580 τόνων, διατηρεί στο υπόστεγο ένα τμήμα, όπου σε πείσμα των καιρών συνεχίζει την κατασκευή ξύλινων yachts. Βεβαίως, δεν πρόκειται για παραδοσιακά καΐκια αλλά για έναν εκσυγχρονισμένο τύπο ξύλινου ιστιοφόρου.

Σε αυτόν τον στεγασμένο χώρο, όπου νιώθεις ακόμα το διαπεραστικό βλέμμα του μαστρο-Γιώργη να σε κοιτά από ψηλά, κατασκευάστηκε κατά την τριετία 1982-1985 το «Κυρήνεια ΙΙ», σε μια πρωτοπόρο προσπάθεια ναυτικής πειραματικής αρχαιολογίας την οποία πίστεψε και στήριξε ο Μανώλης Ψαρρός. Το «Κυρήνεια ΙΙ» είναι το μόνο αντίγραφο αρχαίου πλοίου της Μεσογείου που κτίστηκε με όλους τους επιστημονικούς κανόνες της γνήσιας replica. Χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο τα ίδια υλικά, το ίδιο ξύλο με το οποίο είχε γίνει το αρχαίο πρότυπο πριν από 24 αιώνες, αλλά εφαρμόστηκαν και οι αρχαίες μέθοδοι σύνδεσης με μόρσα και καβίλλιες σε συνδυασμό με άλλες πολύπλοκες τεχνικές λεπτομέρειες.
Ο Μανώλης Ψαρρός αισθάνεται τη μεγάλη ευθύνη τού «να είναι ένας κρίκος στη μακρόχρονη αλυσίδα της ναυπηγικής παράδοσης των Ελλήνων». Παραπονιέται για τους τεχνίτες του ξύλου που χάνονται: «Δεν βρίσκεις πια αρμαδόρους, παραδοσιακούς πανάδες, καλαφάτες, και σπανίζουν και οι καραβομαραγκοί». Και συνεχίζει το παράπονό του: «Αντίθετα με τη γειτονική Τουρκία, που προβάλλει και ενθαρρύνει τη συνέχιση της παραδοσιακής ξυλοναυπηγικής, η Ελλάδα αποθαρρύνει τα τελευταία καρνάγια, που σε λίγο δεν θα υπάρχουν πια». Ως ονειροπόλος, θλίβεται: «Αν αυτή η πανάρχαια τέχνη δεν τύχει κάποιας κρατικής μέριμνας, σε λίγα χρόνια το ξύλινο ελληνικό παραδοσιακό σκάφος θα υπάρχει μόνο σε παλιές φωτογραφίες».
Αλλά για να κλείσουμε με λίγη αισιοδοξία, ας πούμε ότι μια χούφτα ονειροπόλων που μοιράζονται με τον Μανώλη Ψαρρό την αγάπη για το παραδοσιακό σκάφος έχουν ιδρύσει εδώ και λίγα χρόνια ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο, τον Ελληνικό Σύνδεσμο Παραδοσιακών Σκαφών, που έχει ως σκοπό τη διατήρηση των λίγων παραδοσιακών σκαριών που άντεξαν στο χρόνο. 
Από άρθρο της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ»
  
Εικόνες από τα παλιά :Το Πέραμα που μεγάλωσα

Το Πέραμα των δεκαετιών του ’50, του ’60 και λίγο του ’70, ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν η αγουρίδα που αρχίζει να γίνεται σιγά – σιγά γλυκιά και να γεμίζει χυμούς.
Ήταν οι «δεμένες» παρέες των παιδιών, των φτωχόπαιδων κατά μέγιστη πλειοψηφία, ήταν οι αγωνιστές πατεράδες και μανάδες, που πάλευαν και δημιουργούσαν.
Ήταν τα Σχολεία στα οποία πήγαιναν τα παιδιά να μάθουν γράμματα και διάβαζαν, γιατί το ήθελαν, βλέποντας και εκτιμώντας το παίδεμα των γονιών τους.
Ήταν οι Δάσκαλοι, που πρόσφεραν ό,τι είχαν και δεν είχαν από τον πνευματικό τους θησαυρό.
 Ήταν τα μικρά και όμορφα, φτωχά και γεμάτα πολιτιστικά δρώμενα που γίνονταν κυρίως στα σχολεία.
 Ήταν οι χωματόδρομοι που «ανέβαιναν» στο φιλόξενο βουνό που αργότερα γίνονταν σιγά – σιγά άσφαλτοι.
Ήταν ο πλανόδιος γαλατάς που πούλαγε το γάλα με την οκά, απ’ ευθείας από τα πρόβατα των μαντριών του Βλάχου και του Μπούζα.
Ήταν η εργατιά που πάλευε στη μικρή πόλη, στα καρνάγια, στη Σέλλ, στη Σαλαμίνα, αλλά και στα μηχανουργεία του Πειραιά, στου Παπαστράτου…
Ήταν η επιβίωση αλλά κυρίως η δημιουργία, σε όλο τους το μεγαλείο.
Ήταν ο κόπος και ο μόχθος. Ήταν ο αέρας από το βουνό και τη θάλασσα. Ήταν η ελεύθερη αναπνοή, που δεν την πίεζαν οι όροφοι και τα κοινόχρηστα.
Ήταν η φτώχεια αλλά όχι η δυστυχία. Ήταν τα βοτσαλάκια της καθαρής θάλασσας στου «Σάββα». Ήταν ο καθαρός ουρανός που γινόταν χρωματιστός, από τους χαρταετούς την Καθαρή Δευτέρα. 

 Τράμ Περάματος 1936

Ήταν τα καραβάκια και η «βόλτα» μας στο Τέρμα.
Ήταν το σινεμαδάκι μας, η «Αύρα», το Αστεράκι, μαζί με το τρενάκι μας που μας πήγαινε στον Πειραιά, σ’ ένα Πέραμα που μεγάλωνε, όπως μεγάλωνα κι’ εγώ.
Ήταν το Πέραμα των συμμαθητών και των Αδελφικών μου Φίλων που και σήμερα είμαστε το ίδιο «δεμένοι» και ίσως ακόμα περισσότερο.
Ήταν το Πέραμα των δεκαετιών του ’50 και του ’60 που θυμάμαι και θα θυμάμαι πάντα με λατρεία και αγάπη.
Κώστας Μπουρής.
http://www.pireasnews.gr/2014/02/blog-post_4341.html

1 σχόλιο:

  1. Η τελευταία φωτογραφία είναι από την Αθήνα, καμία σχέση με το τραμ ή τρενάκι του Περάματος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή