Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

27 Ιουνίου 363: Ο θάνατος του τραγικού Έλληνα Αυτοκράτορα Ιουλιανού




27 Ιουνίου 363:
Ο θάνατος του τραγικού Έλληνα Αυτοκράτορα Ιουλιανού του Φιλοσόφου, σε ηλικία 32 ετών.
Ο Τάσος Αθανασιάδης εξιστορεί τη ζωή και τους αγώνες του αυτοκράτορα Ιουλιανού, του αποκαλούμενου από την Εκκλησία «Παραβάτη», πού είχε φιλοδοξήσει — στα μέσα του 4ου μ. Χ. αιώνα — να κάνει επίσημη θρησκεία του κράτους του την ειδωλολατρία, από θαυμασμό στα επιτεύγματα του ελληνικού πνεύματος μα και από μνησικακία για τα δεινοπαθήματα του απ' τους χριστιανούς της δυναστείας του.
Με επίκεντρο τις περιπέτειες του ήρωα του, ο συγγραφέας στο αφήγημά του «Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ - ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ» απεικονίζει σ' έναν παραστατικό πίνακα την πολιτική, κοινωνική και πνευματική ζωή της διαμορφούμενης τότε βυζαντινής αυτοκρατορίας, οδηγώντας τον αναγνώστη σ' ένα γοητευτικό ταξίδι στις πόλεις της Μ. Ασίας, την Ελλάδα και τη Συρία — όπου ανθούσε η σοφιστική και σαγήνευαν οι αποκρυφιστικές δοξασίες των μυστηρίων της Ανατολής — στη Γαλατία, πού χάρη   στις στρατιωτικές νίκες του Ιουλιανού απελευθερωνόταν απ' τους Γερμανούς, ενώ ο Χριστιανισμός με το ανθρωπιστικό του κήρυγμα κατακτούσε τις ψυχές εκτοπίζοντας ολοένα την πολυθεΐα, πού έδινε τις τελευταίες δραματικές μάχες οπισθοφυλακής...
Όμως ο Έλληνας Αυτοκράτορας είχε ένα τραγικό τέλος στις 27 Ιουνίου του 363 μ.Χ. και αυτό το τέλος παρουσιάζουμε παρακάτω με την γραφίδα του Τάσου Αθανασιάδη.


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ «ΓΥΙΟΥ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ»
…. Είταν επόμενο ο Ιουλιανός, μέσα στην καθημερινή έγνοια του να βγάλει τη στρατιά απ’ την παγίδα, οπού την είχε ρίξει η άκαιρη εκστρατεία του στην Περσία, ν' αναπολεί με μελαγχολία τις ένδοξες μέρες της στη Γαλατία, Συχνά, όταν η μελαγχολία του έφτανε ως την κατάθλιψη (καθώς προσπαθούσε μάλιστα να την κρύβει απ’ τους επιτελείς του), περνούσε τις νύχτες άγρυπνος στη σκηνή του, πασχίζοντας να βρει ανακούφιση με την αλληλογραφία και τη μελέτη. Τότε ό φιλόσοφος ξυπνούσε μέσα του, για να κατακρίνει τη χίμαιρα του στρατηλάτη να πραγματοποιήσει το όνειρο του Αλέξανδρου —την κοσμοκρατορία, οπού θα λατρεύονταν οι αρχαίοι θεοί και θα κυβερνούσε το κλασικό πνεύμα. Μια παλίρροια από καταλυτικές σκέψεις διάβρωνε τα θεμέλια του έργου του μέσα στην ψυχή του: Τι άλλο είχε απομείνει απ’ την απέραντη αυτοκρατορία του μεγάλου μακεδόνα —από ερείπια; Τί άλλο θύμιζε τη μεγαλοφυΐα του —  από μερικά μεγαλεπήβολα σχέδια και ηρωικές πράξεις; Τί νόημα είχε ένας αγώνας θεμελιωμένος στο φόνο και τον εμπρησμό, αφού κάθε ανθρώπινη δημιουργία είταν προορισμένη απ’ τους θεούς να γράφεται πάνω στο νερό —σαν το φτερούγισμα του πουλιού, πού δεν αφήνει ίχνη στον αέρα;
Είτανε στο φυσικό του, η υπερευαισθησία των νεύρων του να του προκαλεί συχνά παραισθήσεις. Έτσι, μια τέτοια νύχτα όπου έμενε άγρυπνος απ’ την υπερένταση, παρουσιάστηκε στη σκηνή του «το πνεύμα της αυτοκρατορίας» — η ίδια εκείνη γυναίκα με την αυστηρή έκφραση, πού είχε ονειρευτεί λίγο πριν απ’ την ανάρρηση του στο Παρίσι να τον παρακινεί ν’ αποδεχτεί το στέμμα του Αυγούστου απ’ τα χέρια του στρατού του. Ο Μαρκελλίνος αναφέρει πως, καθώς είταν μισοβυθισμένος πάνω στο στρώμα του, μπήκε αμίλητη σα φάντασμα, «ολόιδια με τη θλιμμένη μορφή του», του έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα, όπως κρατούσε σκεπασμένο με βέλο το κέρας της Αμάλθειας (πού συνήθιζε να τό βαστά εκείνος, γιατί συμβόλιζε την ευτυχία) και βγήκε δίχως να προφέρει λέξη. Ο Ιουλιανός, μεσ’ την αναστάτωση πού αισθάνθηκε απ’ τη δυσοίωνη εμφάνιση, είχε ωστόσο την ψυχραιμία να σκεφτεί, πως — αντίθετα απ’ την ευοίωνη προφητεία της στο ανάκτορο της Λουτετσίας — κάτι δυσάρεστο του πρόλεγε με τη λυπημένη της έκφραση. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και βγήκε έξω. Κοντεύανε μεσάνυχτα. Η ζέστη είτανε πνιγηρή. Το στρατόπεδο δοσμένο σε βαθύ ύπνο. Η πρώτη του αντίδραση είταν να προλάβει — εξευμενίζοντας με μια θυσία τους θεούς — τη δυστυχία πού τον απειλούσε. Ξαφνικά, καθώς κοίταζε αναποφάσιστος τον ουρανό, «είδε μια φωτεινή γραμμή, πού έμοιαζε με την πτώση αναμμένου πυρσού, να διασχίζει το στερέωμα και κατόπιν να σβήνει». Ο Αύγουστος, μέσα στο ρίγος πού του προκάλεσε το ασυνήθιστο θέαμα, σκέφτηκε αμέσως, πως ό εχθρός του  Άρης του προμηνούσε κάτι κακό! Προτού ακόμη ξημερώσει, κάλεσε τους Ετρούσκους μάγους, ανυπομονώντας ν' ακούσει τις εξηγήσεις τους. Εκείνοι, βασισμένοι σε σχετικό  κεφάλαιο  του   έργου   του   Ταρκίτιου   «Περί θείων πραγμάτων», πού αναφερότανε στα ουράνια φαινόμενα, τον συμβουλεύσανε ν' αναβάλει κάθε πολεμική ενέργεια — είταν η συμβουλή πού φοβόταν. Πως μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει παθητικά έναν αιφνιδιασμό του εχθρού  πού θάτανε μοιραίος για τη στρατιά του, όπως βρισκόταν παγιδευμένη μέσα στη φωλιά του; Έξαλλου, είχε ανάγκη να μετακινείται αδιάκοπα, για να προμηθεύεται τρόφιμα — πεινασμένοι οι λεγεωνάριοι δε θάτανε ικανοί ν' αποκρούσουν τις επιθέσεις. Έτσι, περιφρονώντας τη συμβουλή τους μ' όλη τη δεισιδαιμονία του, όταν ξημέρωσε η 26 Ιουνίου 363 μ.Χ., έδωσε διαταγή να συνεχίσουνε την πορεία . . . 
 Ο Ιουλιανός και η γυναίκα του Ελένη. Μετά το θάνατό της -λέγεται- ότι αρνήθηκε να ξαναβρεθεί με γυναίκα

Ο Σαπόρ, πού τους ακολουθούσε καταπόδι, βλέποντας πως μια αναμέτρηση μαζί τους σε ανοιχτό πεδίο του επιφύλασσε μοναχά ήττες, είχε καταφύγει στον κλεφτοπόλεμο, για να τους φθείρει αργά μα σίγουρα. Η τακτική του ανησυχούσε τους Ρωμαίους. υποχρεωμένοι να βαδίζουν σε τετράγωνα, για να ενισχύουν τα πλευρά τους, σε κείνα τα κακοτράχαλα μέρη, αφήνανε ανάμεσα στις τάξεις τους κενά. Έξαλλου, με το ν' αποκρούουν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από κλεισούρες και υψώματα, προφυλαγμένοι όλη τη μέρα, δε βρίσκανε καιρό να φροντίζουνε για την τροφή τους. Εκείνο ωστόσο το πρωί, όπου οι Πέρσες, σε πολυάριθμη δύναμη, είχαν επιτεθεί στην οπισθοφυλακή, οι λεγεωνάριοι θορυβήθηκαν πολύ, γιατί ό αιφνιδιασμός γινόταν και απ’ τα δυο πλευρά της. Ό Ιουλιανός, πού ειδοποιήθηκε, έσπευσε αμέσως σε βοήθεια της. Καθώς είχε αμελήσει (απ’ τη βιασύνη του και την υπερβολική ζέστη) να φορέσει θώρακα, άρπαξε από κάποιον τοξότη την ασπίδα του, για να τον προστατεύει. Η επιβλητική παρουσία του πάνω στ' -άλογο ξανάδωσε στους λεγεωνάριους αυτοπεποίθηση. Ρίχτηκαν ασυγκράτητοι   στούς   Πέρσες.   Εκείνη    τη   στιγμή,   ένας διαγγελέας πληροφόρησε τον Αύγουστο, πως ο εχθρός μαζί με τους ελέφαντες του είχε προσβάλει την εμπροσθοφυλακή, πού μόλις είχε εγκαταλείψει. Ενώ έτρεχε στο μέρος της συμπλοκής με μόνη κάλυψη του την ασπίδα, ο τριβούνος Ανατόλιος, βλέποντας τον να καλπάζει με πρόσωπο κατακόκκινο απ’ την αγωνία και τον ιδρώτα, του φώναξε να προφυλαχτεί, γιατί τα βέλη και τ' ακόντια πέφτανε γύρω τους βροχή. Όταν έφτασε στην εμπροσθοφυλακή, ένα σύννεφο από σιδερόφρακτους ιππείς πλευροκοπούσε τη φάλαγγα, αναγκάζοντας την αριστερή της πτέρυγα να υποχωρήσει κάτω από τις πυκνές ρίψεις τους και τα ουρλιάσματα των θηρίων πού βρωμοκοπούσαν. Η εμφάνιση του αναθέρμανε το ηθικό της. Ο Ιουλιανός, προσπαθώντας να τον βλέπουν όλοι απ’ τη θέση του, τους έδινε θάρρος με τις θεαματικές χειρονομίες του και τις παρορμητικές κραυγές του. Γρήγορα το ελαφρό πεζικό άρχισε να καταδιώκει τους θωρακοφόρους — αποδεκάτιζε τους άντρες και ακινητοποιούσε τους ελέφαντες κόβοντας τους τένοντες των ποδιών τους. Το ακολούθησε στη μανία του και το ιππικό. Καθώς έτρεχε ο Αύγουστος επικεφαλής του, ένα αδέσποτο βέλος σκότωσε το άλογο του. Ο ιππέας, πού τον βοήθησε ν’ ανεβεί σε άλλο, τον ικέτευσε να καλυφτεί. Αδιαφόρησε» Η επιθετικότητα του προκαλούσε το θαυμασμό σε όσους μάχονταν γύρω του. Ακόμη και οι χριστιανοί ψιθύριζαν μεταξύ τους, πως «ο άπιστος έμοιαζε σαν αρχάγγελος πάνω στο άλογο του». Σ’ εκείνη τη μανία του, ο Ιουλιανός άκουσε σκόρπιες φωνές απ’ τη φρουρά του, πού πολεμούσε ανάμεσα στους λεγεωνάριους, να προσέξει, γιατί μια εχθρική ομάδα κατευθυνόταν εναντίον του. Πραγματικά, μερικοί κατάφρακτοι Πέρσες τον είχαν αναγνωρίσει απ’ το χρυσοκέντητο δράκο πάνω στο κόκκινο λάβαρο, πού κρατούσε ο υπασπιστής του. 

 Ο Ιουλιανός θυσιάζει στους Θεούς του Ολύμπου (σχεδίασμα από βυζαντινό βιβλίο). Η ειδωλολατρεία ήταν, για τον αυτοκράτορα, πρόσβαση στον κλασικό ελληνισμό

Ξαφνικά, ένα αδέσποτο δόρυ έσχισε τη σάρκα του δεξιού του χεριού, πέρασε στο απροφύλαχτο πλευρό του και σφηνώθηκε στο συκώτι του, Ό Ιουλιανός, καθώς προσπάθησε μέσα στην ταραχή του να το βγάλει, τρύπησε με τη διπλή λεπίδα του την αρτηρία του καρπού του. Το αίμα τον καταπλημμύρισε. Έπεσε αναίσθητος απ’ το άλογο του. Τον άρπαξαν όσοι βρέθηκαν γύρω του και τον μεταφέρανε στο στρατόπεδο» Ο Ορειβάσιος του έβγαλε το δόρυ κάνοντας ό,τι μπορούσε με τους βοηθούς του για να σταματήσει την αιμορραγία του. Όταν, κάποια στιγμή, οι πόνοι του υποχώρησαν, ζήτησε το άλογο του και τα όπλα του για να ξαναγυρίσει στη μάχη. Ο φόβος, μήπως οι λεγεωνάριοι πανικοβληθούν απ’ τον τραυματισμό του, είταν μεγαλύτερος απ’ τον πόνο του. Με τις απότομες όμως κινήσεις του ξανάνοιξε η πληγή του. Η αιμορραγία είταν ασυγκράτητη. Όπως έμενε ακίνητος, ρώτησε κάποια στιγμή πού βρίσκονταν. «Στη Φρυγία», του αποκρίθηκε ένας υπασπιστής. Τινάχτηκε. Είχε θυμηθεί, πως σ’ ένα όνειρο του (παραμονές πού θ' αναχωρούσαν απ’ την Αντιόχεια) κάποιος ξανθός νέος, κοιτάζοντας τον με θλιμμένη όψη, του είχε ψιθυρίσει πως θα σκοτωνότανε στη Φρυγία . . Τότε κατάλαβε, πως όλα γι' αυτόν είχαν τελειώσει. Ακούστηκε να φωνάζει: «Ήλιε, με θανάτωσες!». Καθώς φτάνανε όμως στ’ αυτιά του οι θόρυβοι απ’ τη μάχη, ο στρατιώτης Ιουλιανός συγκράτησε τον ετοιμοθάνατο Αύγουστο, πού λιποψύχησε. Αντίθετα απ’ ό,τι είχε φοβηθεί, ο! λεγεωνάριοι, όταν πληροφορήθηκαν το θανάσιμο τραυματισμό του, απ’ την απόγνωση τους πως θάμεναν στην εχθρική χώρα δίχως αρχηγό, πέσανε πάνω στους Πέρσες, αποφασισμένοι να πεθάνουνε τιμημένα. Η σκόνη τους τύφλωνε, η ζέστη τους έπνιγε, η πείνα τους  είχε   σκελετώσει.   Εκείνοι,   όμως,  οιστρηλατητημένοι απ’ το μίσος τους, κονταροχτυπιόνταν χωρίς διακοπή, ενώ πάνω τους τα εχθρικά βέλη σχηματίζανε σύννεφο. Μάταια οι θωρακοφόροι με την αποκρουστική τους εμφάνιση (σα φαντάσματα πάνω στ' άλογα) και οι ελέφαντες με τα γρυλίσματα και την αποφορά τους πάσχιζαν να δημιουργήσουν ένα φράγμα γύρω τους — μοναχά το σκοτάδι της νύχτας μπόρεσε να σταματήσει την ορμή τους. Οι Πέρσες, ανάμεσα στους πολυάριθμους πάλι νεκρούς, χάσανε πενήντα σατράπες και ευγενείς, ακόμη δυο ονομαστούς στρατηγούς — το Μερένα και το Νοχιδάρ. Η τελευταία ανθρωποσφαγή της μοιραίας εκστρατείας έδωσε την ευκαιρία να ξαναδείξουν τη γενναιότητα τους οι στρατηγοί Μάρκελλος, Δετάκιος και Σέργιος — ο Σέργιος, μάλιστα, πολεμώντας με τα είκοσι τραύματα του από διάφορες μάχες . . .
Ο έπαρχος Σαλλούστιος, φτάνοντας στη σκηνή του Αύγουστου, για να του αναγγείλει ακόμη μια νίκη, τον βρήκε να μίλα με δυσκολία στους σοφούς και τους υπασπιστές, πού παρακολουθούσαν άφωνοι απ’ τη συγκίνηση τις τελευταίες στιγμές του. Η αιμορραγία είχε δώσει κιόλας στο πρόσωπο του την τεφρή όψη του νεκρού. Έκανε μεγάλη προσπάθεια, για να συγκρατεί τους πόνους του. Ο Ορειβάσιος, με την απελπισία στη μορφή του, δρόσιζε κάθε  τόσο τα φρυγμένα χείλη του απ’ τον πυρετό. Ο Λιβάνιος (στην περίφημη νεκρολογία του) παρομοίασε  την αταραξία του με τις επιθανάτιες ώρες του Σωκράτη. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, πού βρισκότανε στη σκηνή του, μας διαφύλαξε την «απολογία» του — είταν η υποταγή του δυνατού στη θέληση της θεότητας: («Η Φύση αξιώνει, φίλοι μου, τον οφειλόμενο φόρο — κάπως νωρίς βέβαια — μα σα νομοταγής χρεώστης βιάζομαι να τον πληρώσω . . .»). Τους ικέτευσε να μη λυπούνται, αφού τον περιμένει καλύτερη τύχη: («Η φιλοσοφία με δίδαξε ν’ αναγνωρίζω την υπεροχή της ψυχής πάνω στο σώμα, αλλάζοντας μια κατάσταση για άλλη καλύτερη, χαίρομαι περισσότερο»). 

 Ορειβάσιος (332-363μ.Χ.)
Ο Έλληνας ιατρός του Ιουλιανού από την Πέργαμο και αυτός που άκουσε τον τελευταίο χρησμό της Πυθίας προς τον Ιουλιανό
«Είπατε τω βασιλήι χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά
ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην
ου παγάν λαλέουσαν; Απέσβετο και λάλον ύδωρ».

Έφευγε από τούτη τη ζωή με τη συνείδηση ήσυχη πως είχε εκπληρώσει το χρέος του σαν ηγεμόνας: («Βασίλευσα κάνοντας σοβάρές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χώρας και δεν κήρυξα ούτε δέχτηκα εχθρικές επιθέσεις, χωρίς να το καλοσκεφτώ. Όμως η επιτυχία των σχεδίων μας εξαρτάται απ’ τους θεούς . . .»). Είτανε ευγνώμων στη θεότητα για τη μορφή του θανάτου του: («Πάντα είχα το προαίσθημα — δεν ντρέπομαι καθόλου να το ομολολογήσω ότι θα πέθαινα σκοτωμένος και όχι από συνωμοσία, μακρόχρονη αρρώστια η χέρι δημίου, μα υστέρα από μια σταδιοδρομία, πού τη χαρακτηρίζει η ευγένεια του ήθους . . .»).
Έξω από τη σκηνή του οι συγκεντρωμένοι λεγεωνάριοι βάζανε αυτί, για ν' ακούσουν τα τελευταία λόγια του. Τ' αναφιλητά τάραζαν το στήθος τους. Μερικοί περνούσαν το κεφάλι τους απ’ το άνοιγμα της σκηνής, γύριζαν έπειτα στους άλλους και τους περιγράφανε την κατάσταση του. Ο Αύγουστος άρχιζε ν' αναπνέει με δυσκολία. Κάποια στιγμή, το βλέμμα του στάθηκε στον έπαρχο Σαλλούστιο. Με το χαμόγελο του»· έδειξε την ικανοποίηση του πού τον έβλεπε σκονισμένο απ’ την πολύωρη μάχη. Ξαφνικά, τον κοίταξε με ανησυχία: «Πού βρίσκεται ο Ανατόλιος;», ρώτησε. Ό έπαρχος σώπασε μια στιγμή, υστέρα αποκρίθηκε: «Τώρα είναι ευτυχής» ... Ό Ιουλιανός κατάλαβε πως εννοούσε: «Έχει πεθάνει». Ξεχνώντας, τότε, τη δική του τύχη, ξέσπασε σε λυγμούς. Κανένας πια δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα του. Τους παρακάλεσε ξανά να μη λυπούνται: («Είναι ταπεινωτικό για όλους μας να κλαίμε το θάνατο ενός ηγεμόνα, ενώ τον περιμένει ευτυχέστερη κατάσταση . . .»). Κάποια στιγμή, ο Μάξιμος, ακολουθώντας τον Ορειβάσιο έξω απ’ τη σκηνή, τον ρώτησε αν θεωρούσε πιθανό να σωθεί ο Αύγουστος με τη γερή κράση πού είχε, «Δεν είναι δυνατόν να ζήσει άνθρωπος χωρίς συκώτι ...», του αποκρίθηκε. Ο Ιουλιανός ζήτησε να του ανεβάσουν το προσκέφαλο. Η αναπνοή του κοβόταν: «Δε θα σας ορίσω το διάδοχο μου σφάλλοντας, ίσως υποδείξω τον λιγότερο ικανό. Διαλέξτε εσείς οποίον κρίνετε άριστο . . ,», είπε. Γύρισε στο θεουργό: «Έ, λοιπόν, Μάξιμε, είχες δίκιο να επιμένεις τις προάλλες, πως το πνεύμα θριαμβεύει τη στιγμή οπού η ψυχή εγκαταλείπει το πορνικό ένδυμά της — το σαρκίον — για να ενωθεί με την αστρική φλόγα , . ,». Ο σοφιστής, πού δεν έπαυε να μίλα για τη μεταθανάτια ζωή (για να αναγκάζει τον Αύγουστο να σωπαίνει), τίναξε τα χέρια του σε μιαν ενθουσιαστική χειρονομία, σα ν’ αποχαιρετούσε το μαθητή του: «Ιουλιανέ, αγαπημένε, σε περιμένει ο βασιλικός πατέρας σου Ήλιος . . .», είπε με μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα. Μια φωτεινή ανταύγεια έκανε μεμιάς να λάμψει το σταχτί πρόσωπο του ετοιμοθάνατου, μόλις άκουσε τα λόγια του διδάσκαλου του. Ο Μάξιμος πλησίασε και χάιδεψε το ωχρό χέρι του —είτανε παγωμένο. Ο Ιουλιανός παρακάλεσε τότε να μοιράσουν την ιδιωτική περιουσία του στους στενούς φίλους του. Από μιαν άκρη της σκηνής, πιο ψύχραιμος απ’ όλους, ο φιλοσοφημένος μαθητής του Λιβάνιου Αμμιανός Μαρκελλίνος — πού η μακρόχρονη θητεία του στις λεγεώνες τον είχε διδάξει πως οδ θάνατος ενός τολμηρού πολεμιστή είναι κάτι περισσότερο από πιθανός — καθώς παρακολουθούσε το αργό σβήσιμο της ζωής μέσα στο κορμί του Αύγουστου, συλλογιζόταν: «Να, λοιπόν, πεθαίνει ένας ηγεμόνας, πού θα μπορούσε να συγκριθεί μέ τους πιο ακέραιους χαρακτήρες για την ευγένεια του ήθους του και τα κατορθώματα του. Οι ηθικολόγοι θεωρούν τέσσερεις για κύριες αρετές: την αγνότητα, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη και τη γενναιότητα· κι ακόμη τέσσερεις δευτερεύουσες, έξω απ’ το χώρο της ψυχής: τη στρατηγική ιδιοφυΐα, την προσωπική επιβολή, την ευτυχία και τη δημοκρατικότητα. Ο Ιουλιανός είχε αφιερώσει τη ζωή του για να τις κατακτήσει όλες! Θα μπορούσε να επαναλάβει τα λόγια του Αλέξανδρου: 'Όι φίλοι μου είναι ο θησαυρός μου" . . .». Έδωσε προσοχή. Ο Πρίσκος μετάφραζε στον αυτοκράτορα ένα χρησμό του Ήλιου, ενώ εκείνος τον άκουε βυθισμένος σε μια μακάρια αταραξία: «Όταν υποτάξεις τους Πέρσες στο σκήπτρο σου, καταδιώκοντας τους ως τη Σελεύκεια με το σπαθί σου, τότε θ' ανεβείς στον Όλυμπο πάνω σ' ένα φωτεινό άρμα, πού θα το κινεί η ανεμοθύελλα με τους στροβίλους της. Λευτερωμένος απ’ τους πόνους της θνητής σάρκας σου, θα φτάσεις στο αιθέριο φως της βασιλικής αυλής του πατέρα σου, πού τον είχες εξοργίσει πηγαίνοντας να κατοικήσεις σ' ενα ανθρώπινο σώμα ...».
Ο Ιουλιανός έκανε μια προσπάθεια να χαϊδέψει με το αριστερό χέρι το ξανθό γενάκι του, σα νάθελε να βεβαιωθεί για την αφή του: «Να πεθάνει κανένας νέος είναι ένα προνόμιο, πού οι θεοί το προσφέρουν συχνά για ανταμοιβή μιας υψηλής αρετής . . . Δεν αγνοείτε, βέβαια, πως είχα τάξει σκοπό μου να κάνω πιο ήπιες τις ταλαιπωρίες σας και ν' απέχω απ’ τις διεφθαρμένες συνήθειες των ηγεμόνων, όπως και να σπαταλώ το δημόσιο χρήμα. Όποτε η πατρίδα με κάλεσε για τη σωτηρία της, με βρήκε πρόθυμο να την υπηρετήσω . . .». Ξαφνικά, απ’ την πληγή του, πού σα να την είχε ξεχάσει, άρχισε ν' αναβρύζει πάλι άφθονο αίμα. Πνιγόταν. Γύρεψε νερό. Ο αγαπημένος του υπηρέτης Εύημερος, πού δεν είχε λείψει απ’ το προσκέφαλο του, τον βοήθησε να πιει. Ο  Ιουλιανός, μόλις σάλεψε τα χείλη του,   έγειρε πλάι   το   κεφάλι και  ξεψύχησε. Ξημέρωνε η 27 Ιουνίου 363 μ.Χ. Ήταν τριάντα δυό χρονών . . .

*  *  *
Η είδηση του θανάτου — μολονότι την περίμεναν αγρυπνώντας έξω απ’ τις σκηνές τους — τάραξε το στρατόπεδο σαν καταιγίδα. Οι παλαίμαχοι της Γαλατίας κλαίανε τον αρχηγό τους, οι λεγεωνάριοι της Ιλλυρίας και της Θράκης τον ατρόμητο πολεμιστή — όλοι έναν αυστηρό μα δίκαιο Αύγουστο. Μονάχα οι χριστιανοί κρύβανε με τη σιωπή τους τη χαρά τους, γιατί, επιτέλους, είχε λείψει απ’ τη ζωή ο διώκτης της θρησκείας τους. Οι συζητήσεις, πού είχαν ανάψει με τον τραυματισμό του Ιουλιανού, φτάσανε στο κορύφωμα τους: Από ποιο χέρι είχε ξεφύγει το μοιραίο δόρυ; — Πέρση η χριστιανού; Είχε καμιά σχέση ο άγνωστος, πού σκότωσε το άλογο του αυτοκράτορα, με κείνον, πού τον είχε τραυματίσει θανάσιμα; Μήπως το ίδιο καταχθόνιο πρόσωπο (ψύχραιμο μέσα στη φρενίτιδα της μάχης) καιροφυλακτούσε, για να τον σημαδέψει στην κατάλληλη στιγμή;  Όμως η τύχη της στρατιάς, πού βρισκότανε παγιδευμένη στα υψίπεδα της Αρμενίας, δεν έδινε καιρό για λεπτόλογες ανακρίσεις και τιμωρίες. Όλοι τώρα νοιάζονταν να εκλέγει το γρηγορότερο νέος Αύγουστος, για να τους βγάλει απ’ την τραγική θέση. Ποιος, όμως, είταν ο «άριστος» ανάμεσα σε μια πλειάδα από λαμπρούς στρατηγούς, πού θα διαδεχότανε στο θρόνο έναν «μεγάλο»; Αφού όρισαν τον Προκόπιο (είχε, στο μεταξύ, συναντήσει τους Ρωμαίους μαζί με τον Αρσάκη) να συνοδεύσει το λείψανο του Ιουλιανού για να ταφεί στην Ταρσό — όπως είχε υποδείξει ο ίδιος — καταπιάστηκαν με το δύσκολο έργο της εκλογής. 


 Ρωμαϊκός δρόμος στην Ταρσό

Ο Αρινθαίος, ο Βικτόρ και άλλοι αξιόλογοι απ’ το στρατό του Κωνστάντιου απαιτούσαν ο διάδοχος του Ιουλιανού να ανακηρυχτεί απ’ τις τάξεις τους, ενώ ο Νεβίττας, ο Νταγκαλάιφους και άλλοι, το ίδιο αξιόλογοι αρχηγοί των Γαλατών, επιμένανε να ανήκει στις δικές τους. Οι αντιγνωμίες οδηγούσανε σε αδιέξοδο. Όταν, όμως, αναφέρθηκε το όνομα του πρωθυπουργού Σεγκούνδου Σαλλούστιου, όλοι συμφώνησαν πως η εκλογή του είτανε μια λύση. Όμως ο «έξοχος» συμπαραστάτης του Ιουλιανού ισχυρίστηκε πως η αρρώστια και τα γεράματα δεν του επιτρέπανε ν' αναλάβει τόσο υψηλά καθήκοντα. Τότε πήρε το λόγο ένας ανώτερος αξιωματικός, γνωστός για τη σωστή του κρίση: «Αναρωτιέται, είπε, καθένας σας τί θάκανε, σε περίπτωση πού ο Αύγουστος, απουσιάζοντας, του εμπιστευόταν τη διεξαγωγή του πολέμου, Δεν θάφηνε κάθε άλλη φροντίδα, για να βγάλει τη στρατιά απ’ την κρίσιμη αυτή θέση της; Σίγουρα, αυτό θάτανε το κύριο μέλημα του. Αν, λοιπόν, μας είναι γραφτό να ξαναδούμε τη Μεσοποταμία, ας θυμηθούμε όλοι τις ταλαιπωρίες μας, για να μας συμβουλεύσουν να διαλέξουμε το νόμιμο αυτοκράτορα». Στις θορυβώδεις συζητήσεις και αντεγκλήσεις, πού ακολούθησαν τα  φρόνιμα αυτά λόγια, αναφέρθηκαν υποψήφιοι και απ’ τα δύο μέρη — καθένας με τα ιδιαίτερα προσόντα του. Τέλος, η υποψηφιότητα του χριστιανού στρατηγού Ίοβιανού συγκέντρωσε τις περισσότερες προτιμήσεις. Οι λεγεωνάριοι, αποδίνοντας κάποια μυστική σχέση ανάμεσα στο όνομα του Ιουλιανού και στο δικό του, πού διαφέρανε σ' ένα μόνο γράμμα, υποδέχτηκαν την εκλογή του με ενθουσιαστικές εκδηλώσεις. Όταν, όμως, είδαν να προχωρεί στο μέρος τους ένας πανύψηλος ξερακιανός γέρος, κυρτωμένος απ’ τις ταλαιπωρίες και τα χρόνια, απογοητευμένοι, ξέσπασαν σε λυγμούς. Ο παλαίμαχος αρχηγός της σωματοφυλακής του Κωνστάντιου, πού είχε συνοδεύσει πάνω στο άρμα το νεκρό του  στη μακριά εκείνη διαδρομή  ως την Κωνσταντινούπολη, δεν μπορούσε τότε να το φανταστεί πως του είτανε γραμμένο ένα βασιλικό πεπρωμένο . . .

 Νόμισμα του Ιοβιανού

Πρώτη ενέργεια του Ιοβιανού είταν να υπογράψει με το Σαπόρ μια συνθήκη ειρήνης. Οι Ρωμαίοι υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν στους Πέρσες πέντε οχυρές θέσεις στη Μεσοποταμία — τη Νίσιβη και τη Σαγκάλα απαραίτητα ακόμη, το βασιλιά της Αρμενίας Αρσάκη — να τιμωρηθεί για την προδοσία του. Ο Προκόπιος έθαψε το νεκρό του Ιουλιανού σ' ένα προάστιο της Ταρσός, πού ο Αύγουστος την προόριζε για πρωτεύουσα της Συρίας — τιμωρώντας, έτσι, την Αντιόχεια για τις συκοφαντίες εναντίον του. Ο ναός, πού στέγασε το μαυσωλείο του, χτίστηκε στην άκρη της ρωμαϊκής οδού, απ’ τη μεριά του Ταύρου. Την επόμενη χρονιά, ο Ιοβιανός, περνώντας απ’ την Κιλικία, έδωσε εντολή να στολίσουνε τον τάφο με ανάγλυφες διακοσμήσεις. Ένα δίστιχο επιτύμβιο, γραμμένο ελληνικά, μνημόνευε το πέρασμα του Ιουλιανού απ’ την ιστορία:
«Ιουλιανός μετά Τίγριν αγάρροον ένθάδε κείται, αμφότερον, βασιλεύς τ’ αγαθός, κρατερός τα’ αιχμητής». (*«Εδώ  αναπαύεται, στις όχθες του Τίγρη, ο ορμητικός Ιουλιανός, αγαθός βασιλιάς και πολεμιστής γενναίος»).
Ο Λιβάνιος αναφέρει, πως λίγο αργότερα οι Πέρσες, για να θυμίζουν την υπεράνθρωπη ορμητικότητα του Ιουλιανού και τις καταστροφές του στη χώρα τους, στήσανε κοντά στον τάφο του ένα μνημείο. Παράσταινε λιοντάρι, πού απ’ τη χαίτη του ξέφευγε δυνατό φως. Στη βάση του γράψανε τ’ όνομά του. Ύστερα από μερικά χρόνια, το λείψανο του Αυγούστου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, οπού θάφτηκε στο προαύλιο του ναού των Αγίων Αποστόλων, μέσα σε σαρκοφάγο   από   πορφυρίτη.
Είταν επόμενο, η αγαλλίαση των χριστιανών για το θάνατο του διώκτη της θρησκείας τους να φτάσει ως το παραλήρημα. Μ’ όλη την ήπια πολιτεία του νέου αυτοκράτορα στους ειδωλολάτρες, οι ακρότητες των γαλιλαίων εναντίον τους δε λείψανε. Φανατικοί αντίπαλοι του Ιουλιανού άρχισαν να καταστρέφουν συστηματικά όσες επιγραφές εγκωμίαζαν τ' όνομά του. Στην Κωνσταντινούπολη αποδοκίμασαν τον ειδωλολάτρη διοικητή, στην Αντιόχεια ο φανατισμένος όχλος κυνηγούσε τους πολυθεϊστές σε πλατείες και θέατρα. Ο ίδιος ο Λιβάνιος, πού υπήρξε τόσο επιφυλακτικός στις εκδηλώσεις του ως ειδωλολάτρης, φοβήθηκε για τη ζωή του.
Για αρκετό διάστημα, κινδύνευε οποίος είχε το θάρρος να ομολογήσει πως είτανε φίλος του Ιουλιανού. Σπάνια συνεργάτες του κατάφεραν ν’ αποφύγουν τη διαβολή ή την αντεκδίκηση — ο θεουργός Μάξιμος, αφού ξέφυγε την πρώτη φορά απ’ το χέρι του δημίου, τελικά εκτελέστηκε. Το ίδιο κι ο στρατηγός Σέλευκος. Πιο τυχερός ό Ηρίσκος, κατάφυγε στην  Ελλάδα, όπου τον ξεχάσανε. Ο Ορειβάσιος εξορίστηκε στη Γαλατία, απ’ όπου γύρισε αργότερα, από ευγνωμοσύνη των Γότθων στη θεραπευτική του ικανότητα.Ο έπαρχος Μαμέριτος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Ο Αριστοφάνης — πού ο Ιουλιανός τον είχε διορίσει κυβερνήτη της Αχαΐας για να ευχαριστήσει το Λιβάνιο — ξαναγύρισε στην πατρίδα του την Κόρινθο. Και τόσοι άλλοι...
Η αμνηστία,, πού ισχυρίστηκε ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός πως δόθηκε σε ένοχους ειδωλολάτρες εν ονόματι του ευαγγελικού πνεύματος, είτανε φαινομενική. Για πολύν καιρό, φίλοι και συμπολεμιστές του Ιουλιανού αποφεύγανε να δημοσιεύσουν πληροφορίες για τον αρχηγό τους. Με μεγάλο κόπο κατόρθωσε ο Λιβάνιος να συγκεντρώσει στοιχεία από  απλούς στρατιώτες,  σχετικά  με τις αποστάσεις πού είχαν διανύσει και τις πόλεις πού είχαν κυριεύσει στην τελευταία εκστρατεία τους. «Είχαν ξεχάσει τον ήρωα, πού δεν υπήρχε πια· όλοι ενδιαφέρονταν για την προσωπική ασφάλεια τους», λέει πικραμένος. Είταν απ’ τους πρώτους, πού πιστέψανε πως ο Αύγουστος είχε σκοτωθεί από χριστιανικό χέρι. Ομως ο Ιουλιανός δεν είταν απ’ τις προσωπικότητες εκείνες, πού μπορούσε να παρασιωπηθεί το στίγμα τους μέσα στην ιστορία. Έτσι, σε λίγο, οπαδοί και αντίπαλοι του, με τις διαμάχες τους γύρω απ’ το πρόσωπο του, θα κρατήσουνε τ' όνομά του στην επικαιρότητα. Στις επιθέσεις εναντίον του — ξεθαρρεμένοι πια όο περνούσε ο καιρός — απαντούσαν οι ειδωλολάτρες με το ίδιο πάθος, για να τον υπερασπιστούνε. Πρώτοι δώσανε το σύνθημα για την επίθεση κατά του Ιουλιανού ο άγιος Εφραίμ με τους θριαμβευτικούς ύμνους του και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός με τους στηλιτευτικούς λόγους του. Είναι αλήθεια, πως ο συμφοιτητής του στην Αθήνα προσπάθησε να παρουσιάσει έναν Αύγουστο με τα προτερήματα και τα ελαττώματα του — απ’ την ανυπομονησία του να οδηγήσει το κράτος στη δικαιοσύνη ως την κακομορφία του και τις νευρώσεις του. Ωστόσο, είναι φανερή, πίσω απ’ την επίφαση αυτής της αντικειμενικότητας, η τάση του να παραμορφώσει πολλά του χαρίσματα και να εξογκώσει μειονεκτήματα του — ως το σημείο, μάλιστα, να βλέπει σε κάθε αγαθή πράξη του πρόθεση δημοκοπίας, ενώ αποσιωπά συστηματικά την αγνότητα, τον ασκητισμό και την εργατικότητα του. Έτσι, κατηγορώντας τον μέσα στο φανατισμό του για αγνωμοσύνη και ανομία, φτάνει ν' αναγνωρίσει όλες τις αρετές στο δολοφόνο της οικογένειας του Κωνστάντιο —- ακόμη και αισθήματα στοργής για τον εξάδελφο του! «Η μεροληπτική και εκδικητική ευγλωττία του, με τη δύναμη της, παράσυρε τα πνεύματα κατά του "Ιουλιανού», παρατηρεί ο Μπιντέ. 

Γρηγόριος Ναζιανζηνός

Η εκστρατεία εναντίον του είχε κιόλας αρχίσει. Στα χρόνια, πού θ' επακολουθήσουν, θα πάρουν μέρος σ' αυτήν — για ν' αναιρέσουν τις κατηγορίες του στη θρησκεία τους—χριστιανοί ηγέτες με βαθιά κλασική παιδεία και ηθικό κύρος, μα και πολλοί μεταπράτες του ευαγγελικού πνεύματος, δραματοποιώντας, μάλιστα, με κείνο το πλαστό «Νενίκηκάς με, Ναζωραίε!», την επιθανάτια τάχα μεταμέλεια του για την απιστία του. Αλλά και στο μέτωπο των ειδωλολατρών θα πυκνώνουν ολοένα οι υπερασπιστές του έργου του. Σ' ένα γράμμα του στο μαθητή του Αριστοφάνη απ’ την Κόρινθο, εξηγώντας ο Λιβάνιος πως μέσα στο πένθος του για τον πρόωρο θάνατο του Ιουλιανού αρνήθηκε να δώσει μαθήματα στους συκοφάντες του, άπαντα: «. . . αυτοί τώρα έχουν τη δύναμη με το μέρος τους. Ωστόσο, δε θ' αργήσει ο αείμνηστος φίλος να τιμηθεί με τη βαθιά λύπη όλων». Και στο σοφιστή Θεμίστιο, πού — μ’ όλη την καιροσκοπική τακτική του σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς — του είχε ζητήσει να συναντηθούν, για να υπερασπιστούνε μαζί τον κοινό προστάτη τους, ο Λιβάνιος απάντησε: «Αν ο Ιουλιανός πέθανε, η αλήθεια όμως θα επιζήσει, για να καλύψει τις φωνές όλων των ψευδολόγων». Λόγια προφητικά. Σε λίγο, ο κορίνθιος Αριστοφάνης θα δημοσιεύσει όσα γράμματα του είχε στείλει ο αυτοκράτορας, δίνοντας, έτσι, παράδειγμα θάρρους στο διδάσκαλο του Λιβάνιο, για να βγει απ’ τη σιωπή του. Χρειάστηκαν, όμως, ακόμη πέντε χρόνια (στο μεταξύ συγκέντρωνε υλικό), ωσότου ό διασημότερος δικανικός της εποχής του εγκωμιάσει δημόσια τον «εκλεκτό των θεών και ευεργέτη του κόσμου» με την περίφημη «Νεκρολογία» του, πού — μ' όλες τις κάποιες ανακρίβειες σε λεπτομέρειες — θ' αποτελεί πλούσια πηγή από πληροφορίες για τη ζωή του μαθητή του.
Δε θ’ αργήσουν φίλοι και συμπολεμιστές, πού είχαν κρατήσει ημερολογιακές σημειώσεις απ’ τις εκστρατείες του, να τις δημοσιεύσουν - ένας Φιλάκγριος, ο Μάγνος απ’ τις Κάρρες, ο Κάλλιστος, ο Εύτυχιανός, ο Σέλευκος, πού αργότερα εκτελέστηκε. Ο Ζωσιμος επιχειρεί να γράψει μιαν ιστορία. Ο ασυναγώνιστος Αμμιανός Μαρκελλίνος συνθέτει τη δική του (τριάντα χρόνια απ’ τα γεγονότα πού ιστορεί), με πληρότητα και αντικειμενικότητα προικισμένου ιστοριογράφου, πού έχει τεκμηριώσει τις πληροφορίες του, όταν δεν είναι αυτόπτης. Ο Ευτρόπιος — ένας ανακτορικός γραμματέας επί Κωνστάντιου, Ιουλιανού και Βαλεντιανού - γράφει το χρονικό της βασιλείας του, Ο Εύναπιος απ’ τις Σάρδεις — βασισμένος στ’ απομνημονεύματα του γιατρού Ορειβάσιου, πού καταστράφηκαν αργότερα σε πυρκαϊά — θα εκδώσει το δικό του. Στις «συνοπτικές εκκλησιαστικές ιστορίες», πού ακμάζουν τον 5ο μ.Χ. αιώνα, ο Εύσέβιος, ο Σωκράτης, ο Φιλοστόργιος, ο Σωζόμενος — θα πλησιάσουν, λίγο-πολύ, την αλήθεια γύρω απ’ τον Ιουλιανό, ανάλογα με το βαθμό της. μισαλλοδοξίας τους. Σ' όλο το Μεσαίωνα, ο αναστηλωτής της ειδωλολατρείας θα τροφοδοτεί τους αναθεματισμούς των ιεροκηρύκων και τους εφιάλτες των μοναχών. Όμως, απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια της Αναγέννησης, η πλατωνική Ακαδημία, πού είχε ιδρύσει στη Φλωρεντία ο Λορέντζο Μέδικος, θ' αντικρίσει τον Αύγουστο χωρίς προκαταλήψεις. Ο σοφός, μάλιστα, ελληνιστής Μαρσίλλιο Φισίνο θα εγκωμιάσει τον «υπερασπιστή του ελληνισμού». Οι εκδόσεις των έργων του αρχίζουν να διαδέχουνται η μια την άλλη. Στους αιώνες πού θ' ακολουθήσουν — με τις ειδικές πραγματείες και τα συνθετικά έργα — θα επαληθεύσουν  τα  προφητικά λόγια  του   Λιβάνιου:   θ’ αναστιλβώνεται ολοένα η μορφή του Ιουλιανού και θα τονίζεται η σημασία του έργου του. Πρέπει, ωστόσο, να το παραδεχτούμε: Ο στρατηγός, πού είχε κερδίσει όλες τις μάχες με τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, έχασε την τελευταία με την Εκκλησία — για την υστεροφημία του, αφού, για να προσδιορίσει κανένας το πέρασμα του απ’ την ιστορία, είναι ανάγκη να προσθέσει πλάι στ' όνομά του «Ιουλιανός» το στίγμα του «ο παραβάτης». Η Εκκλησία, πού δε δίστασε να περιλάβει στο αγιολόγιο της προστάτες της —ενώ ήξερε πως είτανε δολοφόνοι — μνησικάκησε για αγνούς στη καρδιά, επειδή ύπηρξανε διώκτες της. Όμως ο θεός των χριστιανών, πού θα κοίταξε μέσα στην τρυφερή ψυχή του Ιουλιανού, θα τον έχει κατατάξει «μετά πνευμάτων  δικαίων τετελειωμένων» , . .
Τάσος Αθανασιάδης 1977

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου