Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Νίκου Αμμανίτη : Μια βραδιά γενεθλίων




ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο

Μια βραδιά γενεθλίων
Tου Νίκου Αμμανίτη
Από το τίποτα σχεδόν άναψε το κέφι στη μικρή, παλιά ταβέρνα της γειτονιάς. Οι λιγοστοί καθημερινοί θαμώνες, που μονάχα οπτικά γνωρίζονταν, δεν είχαν προσωπικές σχέσεις και κουβέντες μεταξύ τους, αλλά ένα γενικό και αόριστο «καληνύχτα», απευθυνόμενο στο άπειρο, όταν έφευγαν το βράδυ, ήταν το μόνο που τους συνέδεε.
Όμως, απόψε, η ξαφνική εμφάνιση ενός παλαίμαχου πελάτη, που είχε από καιρού εξαφανιστεί, φώτισε τα πρόσωπα των παρευρισκομένων, που καθένας από το τραπέζι του τον χαιρετούσε με νεύματα.
Κι ο ίδιος ο κάπελας, ο Ανέστης, τον καλωσόρισε και τον βοήθησε να καθίσει. Ύστερα, με σεβασμό, τον ρώτησε για την υγεία του, προσθέτοντας πως ήταν αισθητή η απουσία του και θέλοντας να δείξει πως δεν ξεχνά, ρώτησε σεμνά: «Να τηγανίσω μπακαλιάρο;».
Όπως όλα έδειχναν, η απροσδόκητη άφιξη του κύριου Μιχαλάκη, παλιάς καραβάνας της ταβέρνας, που τα γηρατειά του, ένα μικρό σακατιλίκι, και οι οδηγίες του θεράποντα γιατρού του τον απέσυραν της κυκλοφορίας, θέτοντάς τον σε «κατ’ οίκον περιορισμό» ήταν έκπληξη. Σήμερα, όμως, που είχε γενέθλια, συμπληρώνοντας ένα κάρο δεκαετίες, αποφάσισαν οι δικοί του να πάνε να το γιορτάσουν και για να του δώσουν μάλιστα μια πρόσθετη χαρά, επιλέξανε να τον πάνε στα παλιά του τα λημέρια και έτσι καταλήξανε στο γνωστό κουτούκι της γειτονιάς, όπου περνούσε συνήθως τις βραδιές του, ενώ γκρίνιαζε η γυναίκα του λέγοντας : «Λες κι εκεί πέρα του ‘κοψαν τον αφαλό»… Η ταβέρνα ήταν ένα κλασικό κρασοπουλειό μιας άλλης εποχής, που γνώρισε κάποτε ημέρες ή μάλλον βράδια δόξας, καθώς ήταν φημισμένη για τη διαμαντένια της ρετσίνα και τους μοναδικούς νόστιμους μεζέδες.


Όμως, σιγά σιγά, τα γούστα του κόσμου άλλαξαν, οι πιτσαρίες πλημμύρισαν την περιοχή και ο Ανέστης πάλευε να κρατήσει ανοιχτό το μαγαζί, που ήταν δεμένο με την ίδια του τη ζωή. Οι πελάτες ήσαν σχεδόν καθημερινά οι ίδιοι. Κάτι μεσόκοποι εργατικοί που έρχονταν, κουτσομπόλευαν και κατηγορούσαν την κοινωνία. Στην παρέα τους ήταν και ο Λάζαρος, ο συνταξιούχος φιλόλογος από τον Πόντο, που τους απάγγελε κάθε τόσο Βάρναλη, αλλά που τον θεωρούσαν αλαφροΐσκιωτο και τον πήγαιναν ψιλό γαζί. Τακτικός πελάτης ήταν ο κυρ-Μιχαλάκης, ο δικός μας, αλλά αρρώστησε και χάθηκε από την πιάτσα, μέχρι που σήμερα ήρθε -που λέει ο λόγος- σηκωτός.
Με τον μεγάλο ξύλινο δίσκο έφερε την παραγγελία τους ο Ανέστης, μαζί με μια θαμπή γυάλινη καράφα, παρμένη λες απ’ το μουσείο, γεμάτη με ρετσίνα. «Το κρασί το κερνάει το κατάστημα», είπε γεμίζοντας τα κρασοπότηρά τους. Ακολούθησε έντονη στιχομυθία εάν «αφήνει ο γιατρός να πιει ο μπαμπάς κρασί», αλλά πριν συμβιβασθούν οι διιστάμενες απόψεις, ο κυρ-Μιχαλάκης με ένα «στην υγειά σου, ρε Ανέστη» το κατέβασε μονορούφι.
Τότε ο κυρ-Στέλιος ο τορναδόρος, ο πιο θρασύς πελάτης της ταβέρνας, ξεκρέμασε από τον τοίχο την τρισάθλια κιθάρα, που την είχαν από χρόνια και ζαμάνια εκεί πέρα για ντεκόρ, και, αφού της έκανε τα σχετικά, άρχισε να παίζει κάποια παλιά τραγουδάκια της Βέμπο και της Κάκιας Μένδρη. Λίγο διστακτικά στην αρχή, αλλά ακούγοντας την «παπαρούνα» του Αττίκ άρχισαν, σιγά σιγά, να τον συνοδεύουν «σότο βότσε» μερικοί θαμώνες, που μόλις το γύρισε στις καντάδες, όλοι οι πελάτες, με επικεφαλής τον ταβερνιάρη, σχημάτισαν χορωδία τραγουδώντας.
Ατελείωτα ήταν τα γεμάτα αίσθημα και νοσταλγία «τραγούδια της ταβέρνας» που ειπώθηκαν και που τα λόγια τους ανατάραξαν τις καρδιές. Αλλά όταν ο… κιθαρωδός άρχισε να γρατσουνίζει το «Τραμ το τελευταίο», το πρόσωπο του κύριου Λευτεράκη συννέφιασε και απότομα σταμάτησε να τραγουδά, με επακόλουθο μια ανήσυχη σιγή να απλωθεί στην αίθουσα, καθώς όλοι φοβήθηκαν μην του ήρθε από τη συγκίνηση κανένα εγκεφαλικό.
Εκείνος όμως τους καθησύχασε λέγοντας πως του ταράζει την ψυχή το «Τραμ το τελευταίο» που μόλις τραγούδησαν. «Μπορεί ο στίχος του να είναι απλοϊκός, για μένα όμως -είπε- είναι σαν το παράγγελμα στον Λάζαρο, ‘‘δεύρο έξω’’, που με διατάζει να βγω από τον τάφο». «Δεν μπορείτε να καταλάβετε εσείς οι νέοι», συνέχισε απευθυνόμενος στους… μεσήλικες παρευρισκομένους, «πόσο ωραίο και πόσο αγαπημένο μεταφορικό μέσο ήταν για όλους μας το πράσινο τραμ, το ‘‘τραμάκι’’, που έφτανε έως τις πιο απόμερες τότε συνοικίες. Δεν ήταν ένα άψυχο μεταφορικό μέσo το πράσινο τραμ. Είχε χαρακτήρα, είχε έντονη προσωπικότητα, που την ένιωθες όπως έρχονταν κουνιστό και λυγιστό πάνω στις ράγες.
Και όταν το περίμενες στη στάση, τα μάτια σου χόρταιναν ομορφιά, κοιτώντας τις φτιαγμένες με μεράκι σιδεροκολώνες όπου ακούμπαγαν τα καλώδια του τρολέ. Ζούσαμε, είν’ η αλήθεια, μια μίζερη καθημερινότητα, που είχε όμως μια ανεπιτήδευτη ομορφιά που θεωρήσαμε ντεμοντέ, ξεπερασμένη, και χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, την πετάξαμε στα μπάζα. Έτσι, σήμερα, με τύψεις, εμείς οι παλαιότεροι, τα χούφταλα, οι ξεκουτιάρηδες, νιώθουμε την ανάγκη να αφήνουμε τη σκέψη μας να τριγυρνάει σαν βρικόλακας στα περασμένα.
Οι αναμνήσεις μας ζωντανεύουν το καλοχτενισμένο με μπόλικο μπριγιόλ τσουλούφι μας και τις διαβολικές κοπελιές της γειτονιάς που τόσο επιθυμούσαμε. Στριφογυρίζαμε τις νύχτες στο κρεβάτι καθώς μας έκλεβαν τον ύπνο και που τρυφερά θυμάμαι ακόμα»…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Την πρωτόειδε μ' ολοκόκκινα ντυμένη
καλλιτέχνης με κεφάλι αυτός ψαρό
κοριτσάκι αυτή μικρό να μαζεύει ζωηρό
παπαρούνες σε κάποιο αγρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου