ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
H
Αργυρώ
Tου Νίκου Αμμανίτη
Είναι πράγματι φοβερό, τη
στιγμή που βρίσκεσαι σε απόλυτη μακαριότητα, τη στιγμή που πιστεύεις πως όλα
γύρω σου δουλεύουν ρολόι, πως τίποτα δεν είναι ικανό να ανατρέψει την
καθεστηκυία τάξη», ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα να σε πληροφορεί πως κάποιος
«έφυγε».
Και τότε βλέπεις τη
ματαιότητα των ματαιοτήτων, ενώ οι μακριές σειρές που σχηματίζουν τα σβησμένα
κεριά -που λέει ο ποιητής- όλο να πληθαίνουν. Και είναι φοβερή, πράγματι,
εκείνη η στιγμή, όπου μαθαίνεις πως «έφυγε» ένας δικός σου άνθρωπος, που ήταν
ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής σου…
Δεν είναι απαραίτητα
συγγενής αυτός που αποκαλείς «δικός μου άνθρωπος» Δεν είναι ούτε καν ένας απλός
φίλος. Είναι κάτι παραπάνω. Ο «κολλητός σου», όπως λένε προσφυώς οι
πιτσιρικάδες στη γλώσσα τους. Είναι εκείνος που, κατά τη χυδαία λαϊκή έκφραση,
«φάγατε τα σάλια σας μαζί». Και μαζί με την Αργυρώ, από τη στιγμή που -πριν από
μισό αιώνα και πάνω- έμπλεξε με τον παιδικό μου φίλο, έγιναν το κολλητό μας
ζευγάρι σε ολόκληρο τον βίο μας…
Ήσαν αρχές της δεκαετίας
του ‘50, όταν ο Φρίντος, ένας πανέξυπνος έφηβος, εγκατέλειπε την ανέμελη παρέα
της γειτονιάς, καθώς ύστερα από σκληρό αγώνα κατάφερε να εισαχθεί στο
Πολυτεχνείο, στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων-Μηχανολόγων, και η φοίτηση εκεί πέρα δεν
ήταν καλαμπούρι. Όπως πάντα συμβαίνει, η εισαγωγή σε μια ανώτατη σχολή
δημιουργεί έναν νέο κύκλο γνωριμιών και έτσι ο Φρίντος βρέθηκε να κάνει παρέα
με μερικούς συμφοιτητές του που είχαν καινούρια γι’ αυτόν ενδιαφέροντα. Ανάμεσα
στην παρέα υπήρχε και η Αργυρώ, χωρίς να είναι φοιτήτρια, αλλά φιλενάδα της
αδελφής ενός συμμαθητή του. Γνωρίστηκαν. Άρχισαν να κάνουν παρέα. Ανακάλυψαν
κάποια κοινά σημεία, όπως τα σπορ και η θάλασσα. Αλλά, το κυριότερο, ήσαν
εικοσάρηδες και δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβει και ο πλέον
αφελής τι «τέξεται η επιούσα»…
Χριστούγεννα ήταν, όταν ο
πτυχιούχος πια Φρίντος, που είχε γίνει ήδη Ζιγκ, μας γνώρισε την εκλεκτή του,
που την έλεγαν Αργυρώ. Τη συνόδευε στο κέντρο «Chez nous», όπου πήγαμε σαν μια
παρέα, οι καινούργιοι και οι παλιοί της συντροφιάς του, να γιορτάσουμε τη
χρονιάρα μέρα. Με τον Ζιγκ μέναμε στην ίδια γειτονιά. Βλεπόμασταν καθημερινά.
Παίζαμε χαρτιά -συνήθως ξερή- αλλά και τάβλι με τους άλλους Καππαδόκες του
περιβάλλοντός μας, και όταν ο Ζιγκ απέκτησε ΙΧ -ο πρώτος της παρέας- αρχίσαμε
τις τσάρκες με το DKW του. Εν τω μεταξύ, έμπλεξα και εγώ με τη Λιλή μου και
έτσι γινήκαμε μια αχώριστη τετράδα. Δύο ζευγάρια που καθημερινά κάπου πηγαίναμε
και περνούσαμε τη βραδιά μας, σχολιάζοντας, κρίνοντας και κακολογώντας. Το
αυτοκίνητο τη δεκαετία του ‘60 αποτελούσε για τους περισσότερους ένα άπιαστο
όνειρο.
Γιωταχήδες υπήρχαν
ελάχιστοι. Οι δρόμοι ήσαν ελεύθεροι και ήταν πανεύκολο να πεταχτείς από την
Καλλιθέα, που ήσαν τα σπίτια μας, στη Βουλιαγμένη, στην Κηφισιά ή στην Εκάλη
και σε άλλα εξωτικά μέρη για ψυχαγωγία. Πηγαίναμε για μακαρονάδα στη Γλυφάδα,
για γουρουνόπουλο στου «Λεωνίδα» στη Βαρυμπόμπη και τα Σαββατόβραδα στο «Silver
house», ένα κλαμπ στο Ελληνικό, όπου χαζεύαμε τα μεσόκοπα ζευγαράκια να
χορεύουν μοντέρνους χορούς στο ημίφως. Κάναμε εκδρομές. Πολλές εκδρομές. Πήγαμε
στα Καλάβρυτα με τον οδοντωτό. Περπατήσαμε μέσα στο κάστρο της Μονεμβασιάς.
Γνωριστήκαμε με τους…
αρχαίους στην Επίδαυρο. Και περάσαμε απ’ το Κουσκούνι της Μάνης για να γνωρίσει
η Αργυρώ τα πατρογονικά της. Κάθε τόσο επισκεπτόμαστε ένα καινούριο μέρος της
Ελλάδας, συσσωρεύοντας ό,τι αποτελεί σήμερα γλυκιές αναμνήσεις. Αλλά το πιο
μεγάλο, το πιο αξέχαστο ταξίδι με αυτοκίνητο, ήταν μια περιήγηση της τετράδας
μας στην Κεντρική Ευρώπη. Τόμοι θα χρειάζονταν για να περιγραφούν όσα θα
αναπολούσα από εκείνες τις ημέρες, όπου, συν τοις άλλοις, μας κατακλέψανε στα
ελβετογερμανικά σύνορα. Το πιο απίστευτο είναι πως ύστερα από αρκετό καιρό ο
κλέφτης συνελήφθη και μας επεστράφησαν τα κλοπιμαία.
Στην τρέχουσα
καθημερινότητα, τα Χριστούγεννα τρώγαμε οικογενειακώς τη γαλοπούλα στου Ζιγκ
και την Πρωτοχρονιά κόβαμε τη βασιλόπιτα στο σπίτι μου. Το Μεγάλο Σάββατο,
πάλι, η Λιλίκα ετοίμαζε τη μαγειρίτσα, που μετά την Ανάσταση τρώγαμε σε εμένα,
και την επομένη, ανήμερα το Πάσχα, στριφογύριζε τον οβελία ο Φρίντος στην αυλή
του, μέσα σε ένα τσούρμο φίλων και συγγενών. Φέρνοντας στη σκέψη μου μια
ολόκληρη ζωή, βλέπω μπροστά μου τη μαυρισμένη από τον ήλιο Αργυρώ, πάντα
δραστήρια, να τιτιβίζει. Τη βλέπω να καταπιάνεται με επιτυχία σε κάθε λογής
δραστηριότητες, χωρίς ποτέ να ξαποσταίνει. Πάντοτε πρόσχαρη, προσέτρεχε όποιον
ένιωθε ότι χρειαζόταν βοήθεια, χωρίς ποτέ της να διαμαρτυρηθεί.
Ακούραστη
Ερυθροσταυρίτισσα, ιδρυτικό μέλος του Σωματείου Εργαζομένης Νοικοκυράς, πάλευε
και «ρούφαγε το φως της οικουμένης», που λέει ο Ρίτσος.
Πολλές φορές χτύπησε το
τηλέφωνό μου για κουβέντα από τον Ζιγκ. Τη μια φορά μου είπε: «Χτες
παντρευτήκαμε στον Υμηττό σε κάποιο ξωκλήσι». Μια άλλη μου είπε: «Την αυγή η
Αργυρώ γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι…». Και ήταν Σάββατο, που ξαναχτύπησε και
άκουσα την πάντα ειρωνική φωνή του να λέει, αυτή τη φορά με θλίψη: «Η Αργυρώ
πήγε να συναντήσει τη δικιά σου»… Τη Λιλή, που έφυγε πριν από έναν χρόνο.
Καλό σου ταξίδι, Αργυρώ…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Αντίο λοιπόν αντίο
Το χάνω κι αυτό το πλοίο
Και κάνει Θεέ μου ένα κρύο
Σαν γίνονται ένας οι δύο
Το χάνω κι αυτό το πλοίο
Και κάνει Θεέ μου ένα κρύο
Σαν γίνονται ένας οι δύο
Αντίο λοιπόν αντίο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου