Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Τ. Κατσιμάρδος : Το ‘κούρεμα’ της αναλογικής



Ο προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μιχαήλ Στασινόπουλος, υπογράφει το ψηφισμένο από τη Βουλή Σύνταγμα στις 9 Ιουνίου 1975. Οι προτάσεις της αντιπολίτευσης για να καθορίζεται αναλογικός εκλογικός νόμος στο άρθρο 54 απορρίφθηκαν άνευ ουσιαστικών επιχειρημάτων από την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή.

Ο ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΣΤΗ ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
Το ‘κούρεμα’ της αναλογικής
Από τη Μεταπολίτευση έως τώρα έχουν εφαρμοστεί εφτά διαφορετικοί εκλογικοί νόμοι.
Η «παράδοση» της προδικτατορικής περιόδου συνεχίστηκε. Με βασική κληρονομιά την αποκαλούμενη «ενισχυμένη αναλογική», όπως έχουμε δει την περασμένη Κυριακή. Ενα μεικτό σύστημα, το οποίο συνδύαζε το αναλογικό και το πλειοψηφικό. Με παραλλαγές και δοσολογία, αναλόγως με τον... εκλογομάγειρα. Δηλαδή τους υπολογισμούς του κυβερνητικού κόμματος. Μερικές φορές σε συνεννόηση και με την αξιωματική αντιπολίτευση στο πλαίσιο του πάλαι ποτέ πανίσχυρου δικομματισμού.
Κατά την κατάρτιση του Συντάγματος του 1975, όπως ήταν φυσικό, το ζήτημα για ένα πάγιο σύστημα και τη συνταγματοποίησή του επανήλθε. Ενισχυμένο, μάλιστα, λόγω και των ισχυρών δημοκρατικών ανέμων, που επικρατούσαν αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Την τελευταία φορά που είχαν γίνει παρόμοιες συζητήσεις, ήταν στις κοινοβουλευτικές επιτροπές εν όψει του Συντάγματος του 1952. Στην παρατεταμένη και μετ΄ εμποδίων εκείνη αναθεωρητική περίοδο, που ξεκινά τυπικά από το 1946, υπήρχαν φωνές για επαναφορά της συνταγματικής πρόβλεψης περί «αναλογικής αντιπροσωπεύσεως».
Παρόμοια, όμως, πρόβλεψη δεν περιλαμβανόταν στο σχέδιο του Συντάγματος (τέλη 1949). Ούτε βεβαίως και όταν ψηφίστηκε μετά από δυο χρόνια. Για την ιστορία ας σημειωθεί παρενθετικά ότι η κατάρτισή του έγινε, σχηματικά, από τη Δεξιά. Η οποία, όμως, με τη μορφή του Ελληνικού Συναγερμού αρνήθηκε, τελικά, να το ψηφίσει και αποχώρησε από τη Βουλή.
Αποκάλυψη τα πρακτικά
Το δεύτερο αξιοσημείωτο, που σχετίζεται με το θέμα μας, είναι ότι τα κεντρώα κόμματα, που κυβερνούσαν μετά τις εκλογές του 1950-51, ψήφισαν το αυταρχικό Σύνταγμα, όπως είχε διαμορφωθεί από την άλλη πλευρά. Ενώ την ίδια στιγμή ήταν υπέρ της συνταγματοποίησης του αναλογικού συστήματος.

 Είσοδος κεντρικού εκλογικού κέντρου της ΝΔ στην Αθήνα τις παραμονές των εκλογών του 1981. Ο μεικτός εκλογικός νόμος εκτόξευσε τις έδρες του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ούτως ή άλλως σημείωσε μια σαρωτική νίκη.
Στα πρακτικά της Ολομέλειας της Επιτροπής της Βουλής για το Σύνταγμα του 1975 (πρόεδρος ο «αρχιτέκτονας» του Καταστατικού Χάρτη Κωνσταντίνος Τσάτσος) καταχωρίζεται μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση, από ιστορική άποψη, για τον εκλογικό νόμο.
Ο Δ. Παπασπύρου, γνωστός στα παρακοινοβουλευτικά χρονικά και ως «παλάντζας», λόγω μετακινήσεων από το ένα κόμμα στο άλλο αλλά και ως προς τις απόψεις του, βουλευτής τότε της ΝΔ, απευθύνεται στον Κ. Τσάτσο: «Κύριε Πρόεδρε, σεις μετείχατε εις την Βουλήν του 1946-1950, εάν είχε θεσπισθή διάταξις -διότι και τότε, αν δεν απατώμαι, έγινε σοβαρωτάτη συζήτησις (για τον εκλογικό νόμο) και έγινε αποδεκτή από την Επιτροπήν του Συντάγματος-, θα είχον πολλά πράγματα αποφευχθή από πλευράς πολιτικής εξελίξεως εις τον τόπον μας. Και ανωμαλίαι και πολλά άλλα...».
Ο Δ. Παπασπύρου, εκ των «αποστατών» προδικτατορικά και πρόεδρος της Βουλής τότε και μετά (δεκαετίες 1960 και 1970), υποστήριζε τότε ως βουλευτής του Κέντρου την αναλογική.
Στις συζητήσεις της Επιτροπής του 1975 η Νεοδημοκρατική πλειοψηφία απέρριψε όλες τις σχετικές προτάσεις από όλο το φάσμα της αντιπολίτευσης. Τόσο για την αναφορά στο Σύνταγμα αναλογικού εκλογικού νόμου, όσο και κείνες για την καθιέρωση ψήφου στα 18, αλλά και την πρόβλεψη ο εκλογικός νόμος να ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές (όπως έγινε πολύ καθυστερημένα στην αναθεώρηση του 2001). Απορρίφτηκαν χωρίς αντεπιχειρήματα ουσιαστικά από τη ΝΔ του Κ. Καραμανλή.

 Μπροστά στις κάλπες ίσες θεωρητικώς οι ψήφοι των πολιτών. Κατά τον υπολογισμό των εδρών η ισότητα θυσιαζόταν χάριν της αυτοδυναμίας.
Επειδή τις μέρες μας πολλά λέγονται και γράφονται για τον επικείμενο νέο εκλογικό νόμο, ιδού μερικές από τις λιτά διατυπωμένες, όπως αρμόζει σε συνταγματικό κείμενο, προτάσεις της αντιπολίτευσης:
• «Το εκλογικό σύστημα είναι αναλογικό. Κατά την κατανομή των βουλευτικών εδρών δεν επιτρέπεται η ποσοστιαία διαφορά μεταξύ των ψήφων και εδρών του πλειοψηφίσαντος κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων να υπερβαίνει το 10% των ποσοστών υπολογιζομένων επί του συνολικού αριθμού των ψήφων και των εδρών της Βουλής» (συμβιβαστική πρόταση του συνταγματολόγου Δ. Τσάτσου, εισηγητή της μειοψηφίας και βουλευτή της ΕΚ-ΝΔ).
• «Οι εκλογικές περιφέρειες και το εκλογικό σύστημα καθορίζονται με νόμο που ψηφίζει η Βουλή και δεν εφαρμόζεται στις πρώτες μετά την ψήφιση εκλογές. Δεν επιτρέπεται η καθιέρωσις πλειοψηφικού συστήματος.
Σύστημα ενισχυμένης αναλογικής δεν επιτρέπεται να καθορίζει ποσοστό ψήφων σε περιφέρεια ή στο σύνολο της χώρας για τη συμμετοχή και στη δεύτερη κατανομή, ανώτερο από τη δύναμη που συγκέντρωσε στις προηγούμενες από την εφαρμογή του εκλογές το μικρότερο κόμμα της Βουλής» (Ι. Κουτσοχέρας, εισηγητής του ΠΑΣΟΚ. Ο περιορισμός για τη Β' κατανομή ήταν «απάντηση» στα θηριώδη ποσοστά που απαιτούσε για τη συμμετοχή κόμματος ή συνασπισμού ο εκλογικός νόμος του 1974).

 Ψηφοφορία για την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Η αναφορά στην αναλογική ξεχάστηκε στον δρόμο από τις επιτροπές προς την Ολομέλεια της Βουλής.
• «Οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται διά νόμου ψηφιζομένου υπό της Ολομελείας της Βουλής. Το εκλογικό σύστημα είναι πάντοτε αναλογικόν... Τούτο ισχύει διά την επομένην της παρούσης Βουλής (Γ. Α. Μαγκάκης εισηγητής της ΕΚ-ΝΔ).

• «Εκλογικός νόμος ψηφιζόμενος δια της πλειοψηφίας των 3/4 των βουλευτών ισχύει δια τας επομένας εκλογάς»(Α. Σεχιώτης, βουλευτής ΕΚ-ΝΔ. Η πρόταση που επανήλθε τροποποιημένη και προστέθηκε στην αναθεώρηση του 2001).
Απορρίφθηκαν τότε και άλλες σχετικές προτάσεις. Όπως του Κ. Κάππου, από μέρους του ΚΚΕ, για θέσπιση της απλής αναλογικής, όπως ήταν η πάγια θέση της Αριστεράς. Αλλά κι ορισμένες που απαγόρευαν την «καθιέρωση συστήματος ευνοούντος υπερμέτρως το πρώτο κόμμα». Προφανώς η κυβερνητική πλειοψηφία δεν μπορούσε ν' αυτοαναιρεθεί, αφού ακριβώς αυτό ήταν το ζητούμενο των καλπονοθευτικών νόμων.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ
«Ο εκλογικός νόμος να θωρακιστεί συνταγματικά»
Ακόμη και ο Κ. Τσάτσος, βασικός συντάκτης του Συντάγματος του 1975, βουλευτής τότε της ΝΔ και κατοπινά Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είχε ταχθεί υπέρ μιας συνταγματικής «θωράκισης» για τον εκλογικό νόμο. «Ορθώς "αναφερόταν τότε στην εισήγηση της πλειοψηφίας για το σχετικό άρθρο" το Σύνταγμα ορίζει ότι το εκλογικό σύστημα ορίζεται από τον νόμο. Ευκταίον, όμως, θα ήτο η συμπλήρωσις ότι ο εκλογικός νόμος ουδέποτε εφαρμόζεται εις τα εκλογάς αίτινες ακολουθούν την βουλευτικήν περίοδον καθ’ ήν εψηφίσθη... Αλλωστε και παλαιότερον είχε προταθή κατά την συζήτησιν του Σχεδίου Συντάγματος 1952...». Ξεχάστηκε το 1952, όπως και το 1975. Θυσιάστηκε στις σκοπιμότητες του κόμματος που άλλαζε τον εκλογικό νόμο. Οπως και η συνταγματοποίηση της αναλογικής, αφού προϋπέθετε κουλτούρα κυβερνητικών συνεργασιών κι όχι αυταρχικού τύπου αυτοδυναμίες.
1974-2015
Νομοθεσίες στα μέτρα του πρώτου κόμματος
Η φιλοσοφία της εφαρμοσμένης ενισχυμένης αναλογικής από το 1974 μέχρι σήμερα είναι ναι μεν ισότητα ψήφου, αλλά και κυβερνησιμότητα με ισχυρές πλειοψηφίες. Επομένως το σύστημα βρίσκεται στην υπηρεσία μονοκομματικών κυβερνήσεων.
1974: Η πρώτη κατανομή των εδρών γίνεται με σύστημα απλής αναλογικής. Ο αριθμός των έγκυρων ψηφοδελτίων διαιρείται με τον αριθμό των βουλευτικών εδρών κάθε εκλογικής περιφέρειας (εκλογικό μέτρο). Το άθροισμα των ψήφων κάθε κόμματος ή συνδυασμού διαιρείται με το εκλογικό μέτρο κι έτσι προκύπτει ο αριθμός των εδρών του.
Στη Β' κατανομή μετέχουν κόμματα που έχουν συγκεντρώσει το 17% των έγκυρων ψηφοδελτίων και συνδυασμοί δύο ή περισσότερων κομμάτων που έχουν κατακτήσει το 25% και το 30% αντιστοίχως.
Η χώρα διαιρείται σε μείζονες περιφέρειες και στη βάση αυτή κατανέμονται οι αδιάθετες έδρες από την Α' κατανομή. Στην κατανομή των εδρών Επικρατείας μετέχουν μόνο τα κόμματα της Β' κατανομής. Οσες έδρες παραμένουν ακόμη αδιάθετες παραχωρούνται με τη Γ' κατανομή στο πρώτο κόμμα.
1977, 1981, 1985: Παρόμοιο σύστημα «ενισχυμένης αναλογικής» με κείνο του 1974. Με τη διαφορά ότι στην Α' κατανομή το εκλογικό μέτρο προκύπτει από τη διαίρεση εγκύρων διά του αριθμού των εδρών στον οποίο προστίθεται το 1 (ρήτρα του +1). Αλλά και μικροαλλαγές στον αριθμό των υποψήφιων βουλευτών κατά περιφέρεια.
Ιούνιος - Νοέμβριος 1989:  Αναλογικό σύστημα πλησιέστερο στην απλή αναλογική. Η Α' κατανομή, όπως και στις προηγούμενες εκλογές. Στη Β' κατανομή, με διαφοροποιημένες μείζονες περιφέρειες (13 αντί για 9), μετέχουν όλα τα κόμματα χωρίς τη ρήτρα του +1. Κόμματα που πήραν 1-2% και δεν συγκέντρωσαν το εκλογικό μέτρο δικαιούνται να εκπροσωπηθούν στη Βουλή με ειδικές ρυθμίσεις.
1993-2004: Στην κατανομή των εδρών μετέχουν τα κόμματα με όριο το 3% των έγκυρων ψηφοδελτίων. Επανέρχεται η Γ' κατανομή στην οποία παίρνει μέρος το πρώτο κόμμα πανελλαδικά και το πρώτο κόμμα στη μείζονα περιφέρεια. Ισχύει αρχή «εξομάλυνσης», σύμφωνα με την οποία κάθε κόμμα πρέπει να πάρει το 70% των εδρών που θα αναλογούσαν αν ίσχυε η απλή αναλογική.
2007-2009: Εφαρμογή του «μπόνους» των 40 εδρών στο πρώτο κόμμα.
2012-2015: Ενισχυμένη αναλογική με «μπόνους» 50 εδρών για το κόμμα που πλειοψηφεί πανελλαδικά.
Η ΑΠΛΗ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '90
Ξεχάστηκε και στη συναινετική αναθεώρηση του 2001
Σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις της Μεταπολίτευσης το ζήτημα της απλής αναλογικής επανέρχεται μαζί με τις αλλαγές του εκλογικού νόμου. Η παραδοσιακή Αριστερά τάσσεται σταθερά υπέρ της απλής αναλογικής και της πάγιας θέσπισης του συστήματος. Οπως άλλωστε διακηρυκτικά και το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, αν και το ίδιο, όταν κυβερνά, εφαρμόζει την «ενισχυμένη αναλογική».
Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989 θα ισχύσει για πρώτη φορά ένα σύστημα πολύ κοντά στην απλή αναλογική, αλλά θα εγκαταλειφθεί αμέσως μετά από την κυβέρνηση της ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη. Στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, που ξεκινά από το 1995 και η χρονοβόρα διαδικασία θα διαρκέσει ως την ολοκλήρωσή της το 2001, το θέμα της αναφοράς του εκλογικού νόμου στον Καταστατικό Χάρτη ξανατίθεται.
Η κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, καθώς ξεκινά η διαδικασία, προτείνει να περιληφθεί στο Σύνταγμα σχετική ρύθμιση. Σύμφωνα με αυτήν, ο «εκλογικός νόμος θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να σέβεται τα βασικά χαρακτηριστικά του αναλογικού εκλογικού συστήματος».
Η θέση υιοθετήθηκε, κατά πλειοψηφία και αυτολεξεί, από την Επιτροπή Αναθεώρησης. Χρειάστηκαν είκοσι χρόνια για να γίνει ένα βήμα που εκκρεμούσε από την αναθεωρητική Βουλή του 1974. Δεν έμελλε, όμως, να ολοκληρωθεί, καθώς οι εκλογές που προκηρύχτηκαν το Σεπτέμβριο του 1996 διέκοψαν πρόωρα την αναθεωρητική διαδικασία.
«Παράλειψη»
Αλλά το ζήτημα επανέρχεται κατά την επανέναρξη της διαδικασίας. Παρόμοια διατύπωση επαναλήφθηκε και στις προτάσεις-θέσεις του ΠΑΣΟΚ το 1997 για την αναθεώρηση. Και τότε η πρόταση εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή και την Ολομέλεια (265 θετικές ψήφοι στην πρώτη ψηφοφορία και 259 στη δεύτερη).
Η συνταγματική διάταξη (άρθρο 54) είχε πάρει τότε τη μορφή ότι ο εκλογικός νόμος «θα πρέπει να σέβεται τα βασικά χαρακτηριστικά του αναλογικού εκλογικού συστήματος και, εφόσον τροποποιείται, να ισχύει από τις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές».
Παραδόξως, όμως, το πρώτο σκέλος παραλείφθηκε και δεν βρισκόταν ανάμεσα σ' εκείνες που θα απασχολούσαν τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή. Εχουν διαυπωθεί διάφορα για την εξαφάνισή της. Ακόμη και ότι οφείλεται σε «θυσία» του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη προκειμένου να επιτευχθεί η «συναινετική αναθεώρηση» του 2001. Αν και η διατύπωση δεν απέκλειε καθόλου ένα κατ' επίφαση αναλογικό σύστημα. Ηταν ζήτημα ερμηνείας.
Τ. Κατσιμάρδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου