Ο εγγλέζος
Καυγάς.
Που αλλού; Στο τραμ.
Ευτυχώς που υπάρχει ακόμα και αυτό να
δίνης τουλάχιστο διέξοδο στην φούρκα -που μαζεύεται κι’ ογκούται στη ψυχή σου.
Σκέψου τι καταπίνεις όλη μέρα. Τον Ιταλό,
τον Γερμανό, την πείνα, τις ουρές, τον μαύρο, τις τρεχάλες, τις απάτες, τις
νοθείες, το κρύο, τις τιμές, την λίρα που τραβάει διαρκώς στα ύψη και παίρνει μαζί της στα ουράνια όλα
τα είδη που βγαίνει δέκα πήχες όξω η γλώσσα σου ν’ ανακάλυψης.
- Πόσο το λάδι;
- Οχτακόσες.
- Πω, πω, πω...
Αγανακτείς και καταπίνεις.
Πόσο το ψωμί; Αγανακτείς και καταπίνεις. Μούργα το λάδι, μούχλα το ψωμί, χώμα το
σαπούνι, ασβέστης το τυρί, ξύδι το κρασί, νερό το γάλα, κόλλα το γιαούρτι,
μολύβι η μπομπότα, μπαρούτι το τσιγάρο, πουλάκι το αυγό. Αγανακτείς και καταπίνεις.
Χρυσάφι οι τιμές. Αγανακτείς και καταπίνεις. Και τα λεφτά στα χέρια σου ατμός που
εξατμίζεται και τρέχεις να προφτάσεις.
- Έχεις ελιές;
- Έχει ο γείτων.
- Πούντος ο γείτων;
- Τρέχα να τον βρεις.
Αγανακτείς και καταπίνεις.
Ο γιατρός πουλάει λάδι, ο λαδάς πουλάει κάρβουνα, ο καρβουνιάρης πουλάει
κινίνα, ο φαρμακοποιός πουλάει τα ψάρια, ο ψαράς πουλά παπούτσια, ο παπουτσής
πουλάει φασόλια και μπουλγούρι. Τρέχεις, ψάχνεις, ρωτάς κι’ όλοι κάνουν την
πάπια. Αγανακτείς και καταπίνεις.
Μοιράζουν γαύρους.
Και τρέχεις στην ουρά. Και
κάθεσαι. Κι' αγανακτείς και καταπίνεις. Και περιμένεις. Κι’ υπομένεις. Κι'
αγωνίας. Θα φτάσουν; Δεν θα φτάσουν; Και λιώνεις απ' την αγωνία. Και
περιμένεις. Κι’ υπομένεις. Κι' έρχεται κατά το μεσημεράκι η σειρά σου κι' έχουν
σωθεί και φεύγεις με τα χέρια αδειανά. Αγανακτείς και καταπίνεις κι' είσαι
πτώμα. Κι’ έτσι που είσαι σκοντάφτεις επάνω σ’ ένα Γερμανό. Τρως μια κλωτσιά.
Αγανακτείς και καταπίνεις. Πέφτεις ζαλισμένος επάνω σ' ένα Ιταλό. Τρως μια καρπαζιά.
Αγαναχτείς και καταπίνεις. Βράζεις από μέσα σου και νοιώθεις ν’ ανεβαίνει η
φούρκα ως τα χείλη, είσαι μπαρούτι, φωτιά, ηφαίστειο έτοιμο να σκάσει. Σ' αυτή
την ζηλευτή κατάσταση, λοιπόν, μπαίνεις μεσ' το τραμ και καραδοκείς ποιος θα σ’ ακουμπήσει
λίγο για να τον σκοτώσεις. Ευτυχώς. Υπάρχει ακόμα και το τραμ. Γιατί λένε πώς
θα το καταργήσουν κι' αυτό και δεν είναι που θα παίρνουμε τον Μαραθώνιο
καθημερινά άλλα γιατί δεν θάχουμε πώς και που να δίνουμε μια διέξοδο,
τουλάχιστο, σ' αυτό το κύμα της φούριας και χολής -που μαζεύεται και φουσκώνει,
και βράζει μέσα μας και — δόξα σοι ο Πανάγαθος — βρίσκει ένα τόπο να ξεσπά.
Καυγάς,
Κι' ήταν να κάθεσαι σε μια
γωνιά να κάνης χάζι. Άνθρωποι; Στέκεις. Πλάσματα απίθανα που νομίζεις πώς έχουν
δραπετεύσει απ' το νεκροταφείο. Μάγουλα
βουλιαγμένα. Μόνο μύτες. Ξέχυλα τα κολάρα και τα κεφάλια να αιωρούνται επάνω σε
λαιμούς λιγνούς σαν άνθη εξωτικά. Σκιές. Φου να τους κάνης θα σκορπίσουν. Σιλουέτες.
Κι' όμως να έχουν αρπαχτεί. Και να φωνάζουνε, να βράζουνε, να βρίζουν, ν'
αστράφτουν τα μάτια από μίσος. Και νάναι έτοιμοι, νομίζεις, να σφαγσύν. Γιατί;
Τρέχα να βρεις. Ν' ανακάλυψης τί έγινε γιατί και πώς και για ποιο λόγο έπεσε το
ξύλο.
'Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε ο
Εγγλέζος.
Εγγλέζος; Ναι ντε ένας από
αυτούς πούμειναν στην Αθήνα και κρύβονται - τρόπος του λέγειν δηλαδή - σε
σπίτια ελληνικά. Μαζί του και ο Ρωμιός που τον προστάτευε. Είναι ανοικονόμητοι οι
Εγγλέζοι. Κι όλα τα παίρνουνε για σπορ. Μυστήριο! Αφού μπορεί άνθρωπε του θεού,
να πέσεις επάνω σ' ένα Γερμανό να κάψεις τον άνθρωπο και να καείς. Ό-κεί! Έφαγε
τα λυσσακά του·μου είπαν. να βγαίνει όξω και — τί να κάνη; — αναγκάστηκε ο Ρωμιός
να υποκύψει. Ό-κεί! Φρόντισε να καμουφλαριστεί δεόντως κι’ ήταν σαν θέαμα
σπαρταριστός. Ξανθός. Κι' έβαψε τα μαλλιά του καστανά. Ρεμπουπλικίτσα. Έμαθε
και τα ελληνικά. Άφησε και μουστάκι. Κρατούσε κι' ένα. . . κομπολόι. Μαυραγοριτάκι.
Του έβγαλαν και ·μια ταυτότητα ελληνική — Γεώργιος Νικολάου Νικολαΐδης-
έμπορος, εκ Καρπενησίου. Μέγκλα. Κι’ αν τον έβλεπες, στον δρόμο το πολύ-πολύ να
τον διπλάρωνες να σου οικονομήσει λίγο λάδι. Ό-κεί! Κι’ ήταν καταγοητευμένος να
κυκλοφορεί σέρνοντας στους δρόμους της Αθήνας το ριψοκίνδυνο και περιπετειώδες πνεύμα
της γηραιάς, που λένε- Αλβιώνος.
Γιατί;
Ποιός θα τον ανακάλυπτε; Αλλοίμονο' σ’ έναν Εγγλέζο μ' ολόκληρη παράδοση αιώνων
κουτοπονηριάς αν δεν κατάφερνε να πείσει και Γερμανούς και Ιταλούς και τους Ρωμιούς
πώς έχει γεννηθεί κι' ανατραφεί στην χώρα τούτη. Αλλά, δυστυχώς, δέν ήταν η
μόνη παράδοση αύτη που έσερνε μαζί του ο Εγγλέζος. Είχε μέσα του ανεπτυγμένες και
άλλες παραδόσεις της φυλής του το πνεύμα του σπορ, τον ιπποτισμό και την μανία
ν’ ανακατεύεται στις ξένες υποθέσεις. Γι’ αυτό μόλις είδε τον καυγά
αναταράχτηκε. Αδύνατο να ησυχάσει. Σώνει και καλά να επέμβει σαν διαιτητής. Και που;
Σ' ένα καυγά που είχε φέρει κορώνα-γράμματα το τραμ εξ αφορμής μιάς γροθιάς.
— Μποξ, Τρελάθηκε ο Εγγλέζος.
— Μποξ; Αδύνατο να κρατηθώ.
— Μποξ;
Θέλει να μπει στην μέση. Κι' όσο έβλεπε η γροθιά να φέρνει
την γροθιά και να εξελίσσεται κανονικά σε ματς τόσο τρωγόταν να επέβη.
Κιτρίνισε ο συνοδός του του
και τον κρατούσε απ' το σακάκι.. Καλά νά βγει περίπατο. Καλά να μπει στο τραμ.
Καλά να φέρνει βόλτα την Αθήνα μέσα σε μύριους κινδύνους. Άλλα ν’ ανακατωθεί,
και σ’ επεισόδιο να τον τρέχουν στις αστυνομίες; Κάτσε Φρόνημα, χριστιανέ. Ό-κεί! Δάγκωσε τα
χείλια του κι’ αγωνιζόταν να κάνει υπομονή.
Όπου πηδά στο τραμ ο αστυφύλακας:
- Τί συμβαίνει; Τρέχα γύρευε:
- Με βάρεσε αυτός,
- Γιατί σε βάρεσε
αυτός;
Εξηγήσεις:
- Βρέθηκα μπροστά στον κύριο· γυρίζει και μου λέει μη σπρώχνεις. Μπαρδόν, του λέω, δεν σπρώχνω.
Σπρώχνεις, μου λέει και
περικαλώ να μη σπρώχνεις. Γυρίζω και λέω στον κύριο που μ' έσπρωχνε· μπαρδόν, κύριε μη σπρώχνεις, καθότι σπρώχνων εσύ έμενα, σπρώχνω εγώ
τον κύριο κι’ ο κύριος φωνάζει να μη σπρώχνω. Αλλά και ο κύριος δεν έσπρωχνε
καθότι τον έσπρωχναν, γυρίζει και λέει στην κυρία :μπαρδσν, μαντάμ, μη
σπρώχνετε. Λέει κι’ η μαντάμ κι' έμενα με σπρώχνουν, κύριε, και γυρίζει στον
από πίσω κύριο με τα γυαλιά και λέει μπαρδόν κύριε, μη σπρώχνεις καθότι
σπρώχνων εσείς εμένα, σπρώχνω εγώ τον κύριο κι' ό κύριος σπρώχνει τον κύριο κι’
ο κύριος τον κύριο και ούτω καθεξής σπρώχνων εσύ· σπρώχνων εγώ που νεύρα και που υπομονή την σήμερον
γινόμαστε «μαλλιά κουβάρια.
Και τον βουτά ο αστυφύλακας:
- Έλα μέσα.
- Εγώ;
- Εσύ. σέ είδα που βαρούσες.
- Αλά βάρεσε πρώτα ο κύριος. Γι’ αυτό βάρεσα κι’ εγώ. Κι' ο κύριος
βάρεσε περισσότερο. Εγώ θα πάω μέσα;
Κρατάς τώρα τον Εγγλέζο: Ζητάει μάρτυρες ο αστυφύλακας. Κι’ είναι. Ο μόνος που πετάγεται:
- Εγκώ
- Εσείς;
- Είδα το μποξ. Οφθαλμο-φανερώς!
- Πώς λέγεσθε, κύριε;
- Γκεώργιος Ναϊκολάου Ναϊκολαϊντης εκ Καρπενησαΐου
Τον κοιτά ο
αστυφύλακας:
- Είσθε Έλλην;
- Ο, γές!
Και ξεσπά ολόκληρο το τραμ στα γέλια. Πάνε τα νεύρα, οι γροθιές, η
πείνα, η Φασαρία και γίνεται πρωταγωνιστής της ιστορίας ο ιδιόρρυθμος κ.
Γκεώργιος. Άσπρος ο συνοδός του. Ζυγώνει τον αστυφύλακα κάτι να του μουρμουρίσει.
Αλλά ο Εγγλέζος τραβάει την ταυτότητα να βεβαιώσει με χαρτιά επίσημα την. ..
ρωμιοσύνη του. Γυρίζει ο αστυφύλακας στό συνοδό του:
— Παρέα σου είναι·;
— Ναί.
—- Παρ’ τον από δω χριστιανέ μου. Τι Ναϊκόλαος Ναΐκολαΐδης μου
ψέλνει εδώ. Αυτός μυρίζει Εγγλέζος εδώ και δέκα χιλιόμετρα. Άντε να τον κρύψεις. Θα πάθετε καμιά λαχτάρα.
Και τότε σε θαύμασα Έλληνα.
Πεινασμένος,
δαρμένος, κυνηγημένος, ταλαιπωρημένος· τσαλαπατημένος, βαριεστημένης, εξουθενωμένος,
μέ την ψυχή στα δόντια σου, «μόλις και μετά βίας να κρατιέσαι στα έρημα τα
πόδια σου, με τα γερμανικά κι' ιταλικά
ντουφέκια γύρω σου, πονεμένος, ματωμένος, καταβαραθρωμένος, δεν λογάριασες τίποτε
παρά κοίταξες να δείξεις τον ενθουσιασμό και την αγάπη σου στον σύμμαχο. Αστράψαν τα μάτια των επιβατών κι’ ακούστηκαν φωνές:
— Ζήτω ή
Αγγλία!
Κ ι’ ο
"Εγγλέζας συγκινήθηκε. Ξέχασε κι' αυτός με την σειρά του το μποξ και χαιρετούσε.
Ευτυχώς, δηλαδή που στάθηκε ο αστυφύλακας πιο λογικός απ’ όλους και τον
κατέβασε απ' το τραμ να πάει σπίτι του. Κι’ οι επιάτες βλέποντας τον Εγγλέζο να
περνά με τον Ρωμιό παρέα ανάμεσα στους Γερμανούς
και να τους κάνει «μπά'ί—μπάϊ:» από μακρυά δάκρυσαν.
— Ό—κεϊ!
Στις πιο πικρές
στιγμές σου στάθηκε ο λαός μας μοναχά πιστός μέχρι παραφροσύνης στο πλευρό σου.
Θα μας τα θυμηθείς αυτά, Αγγλία;
Δημήτρης Ψαθάς
«Χειμώνας του ‘41»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου