Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Νίκου Αμμανίτη : Πάσχα του καλοκαιριού και το γκραν φινάλε




ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο

Πάσχα του καλοκαιριού
Tου Νίκου Αμμανίτη
Μπήκαμε στον Αύγουστο και καθώς ο χρόνος τρέχει και φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ετοιμαζόμαστε για τη μεγαλύτερη γιορτή του θέρους, που ο λαός αποκαλεί «Πάσχα του καλοκαιριού».
Θα γνωρίσει πάλιν η Τήνος ημέρες δόξας, με τα βαπόρια να καταφθάνουν κατάφορτα πιστούς που έρχονται να ξεπληρώσουν κάποιο τάμα στη Μεγαλόχαρη. Θα ‘ρθουν και άλλοι να παρακαλέσουν γονατιστοί τη Χάρη της προσδοκώντας το θαύμα απ’ τα χεράκια της. Ένας κόσμος ολόκληρος οδηγούμενος από την πίστη και τη ριζωμένη στην ψυχή ελπίδα. Από την άλλη, πολλοί είναι οι εργαζόμενοι, αιχμάλωτοι εντός των τειχών, που περιμένουν ολοχρονίς τις ημέρες αυτές για ένα σύντομο διάλειμμα από τη βιοπάλη. Μικρομάγαζα θα κατεβάσουν ρολά και οι περαστικοί θα διαβάσουν σε ένα πρόχειρο χαρτί γραμμένο με το χέρι: «Ανοίγουμε ξανά στις 17 Αυγούστου…». Τρεις-τέσσερις ημέρες απόδρασης που προστίθενται στην αργία της εορτής, αρκετές να τους ανοίξουν τις πύλες του παραδείσου και να πάρουν ένα δείγμα μιας αλλιώτικης ζωής.
Φτάσαμε πάλιν χωρίς να το καταλάβουμε στον Δεκαπενταύγουστο, που ανέκαθεν σηματοδοτούσε το τέρμα της ξενοιασιάς, καθώς, όπως λέει κι η παροιμία, «θα πάει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».
Έρημοι δρόμοι, νεκρές πολιτείες και πίσω από τα κλειστά παράθυρα μοναχικοί άνθρωποι που τους σιγοτρώει η μοναξιά. Στα παλαιότερα χρόνια οι σιδηρόδρομοι, που δεν είχαν υποβαθμιστεί, αλλά αποτελούσαν τότε το κυρίαρχο μέσον μεταφοράς, τις Κυριακές και στις αργίες των μεγάλων γιορτών δρομολογούσαν εκδρομικούς συρμούς, που με ένα ελάχιστο, καθαρά συμβολικό εισιτήριο μεταφέρανε εκδρομείς στην αναξιοποίητη τότε φύση για να ξεσκάσουν. Υπήρχαν βέβαια και τα οργανωμένα εκδρομικά σωματεία, όπως η «Υπαίθριος ζωή» ή η «Περιηγητική Λέσχη» και άλλα, που διοργάνωναν και δημοσίευαν προγράμματα για εκδρομές σε εξοχικές τοποθεσίες, που συνδυάζανε με σύντομες επισκέψεις σε μέρη που διέθεταν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, π.χ. σε αρχαιότητες. Όμως τα σωματεία αυτά είχαν μέλη που πέραν της δαπάνης συμμετοχής τους στην εκδρομή πλήρωναν και συνδρομή μέλους. Και ως γνωστόν, τα οικονομικά του κοσμάκη ουδέποτε ήσαν ρόδινα. Σε γενικές γραμμές, στις οργανωμένες εκδρομές μετείχαν κυρίως γεροντοπαλίκαρα, εργένηδες, που ευελπιστούσαν να τους τύχει η μεγάλη περιπέτεια. Συμμετείχαν επίσης και μεγαλοκοπέλες, που κάθονταν ήδη στο ράφι και αναζητούσαν απεγνωσμένα γαμπρό. Ο άλλος, ο πολύς άλλος κόσμος όμως, όπως νεαρά νιόπαντρα ζευγάρια ή υπάλληλοι που αποζητούσαν να αναπνεύσουν καθαρό αέρα μακριά από τη μούχλα του θλιβερού τους γραφείου, φορτωμένοι με γυλιό γεμάτο κεφτεδάκια και αυγά βραστά για κολατσιό, κατέφευγαν στο τρενάκι για να τους πάει μακριά από τη μίζερη ζωή. Τα τρένα ήσαν δύο. Των ΣΕΚ και των ΣΠΑΠ. Το πρώτο πήγαινε στη Χαλκίδα με ενδιάμεσους σταθμούς τη Δεκέλεια, τα Κιούρκα, και το Μπογιάτι, ιδανικά τότε μέρη με δάση για εκδρομή. Το άλλο πήγαινε στην Πελοπόννησο, συνήθως στο Λουτράκι, και σπανιότερα μέχρι την Κόρινθο, για όσους ήθελαν να επισκεφτούν την Αρχαία Κόρινθο και την Ακροκόρινθο. Ιδιαίτερα λατρευόταν από τους εκδρομείς το Μεγάλο Πεύκο, όπου αποβιβαζότανε με τα συμπράγκαλά τους οι περισσότεροι.
Θυμάμαι, προπολεμικά, στη Βουλιαγμένη, όπου το τριήμερο της Παναγίας ερχότανε με τρίκυκλες μοτοσυκλέτες ή και με σούστες, συν γυναιξί και τέκνοις, λαϊκές οικογένειες και κατασκήνωναν κάτω από τα πεύκα στο Μικρό Καβούρι, εκεί που σήμερα είναι ο «Αστέρας». Μαζί τους κουβαλούσαν μια φουφού, ένα μικρό ξύλινο ψυγείο πάγου και πολλά καρπούζια. Οι κάπως πιο ματσωμένοι έφερναν και γραμμόφωνο με μπόλικους δίσκους της Ποζέλι, του τρίο Βάμπαρη και της Δανάης. Έπιναν τη ρετσινούλα τους, μεράκλωναν, τραγούδαγαν, χόρευαν και γινόταν στην ήρεμη πριν «ενσκήψουν» Βουλιαγμένη ένα τρελό ξεφάντωμα, ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Τις μικρές και απλές χαρές της ζωής τις γευόμασταν ανεξαίρετα όλοι μας…



Το γκραν φινάλε

Τον Δεκαπενταύγουστο, δύο τρεις ημέρες μετά την εορτή της Μεγαλόχαρης, πέφτει η αυλαία των διακοπών, αν και υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι που παίρνουν όψιμα την άδειά τους. Ουσιαστικά, μετά τη μεγάλη γιορτή σηματοδοτείται το τέλος της καλοκαιρινής σεζόν.
Οι παραθεριστές, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στα μάτια, αρχίζουν να τα μαζεύουν και επιστρέφουν οίκαδε, στη ρουτίνα, προετοιμαζόμενοι για τον μακρύ και ανελέητο χειμώνα. Οι ημέρες ξεγνοιασιάς τελείωσαν, το γλυκό ελληνικό καλοκαιράκι φτάνει στο φινάλε του. Οι τόποι παραθερισμού μέρα με τη μέρα ερημώνουν. Η θάλασσα χάνει το απαλό φιλικό της χρώμα και αποκτά μιαν αυστηρή θωριά. Το κάπως εχθρικό κυματάκι αποδιώχνει από την παραλία όσα παιδιά παραμένουν στην εξοχή ακόμη. Ξάφνου ο ουρανός μαυρίζει. Ένας κεραυνός καταυγάζει στιγμιαία τον ορίζοντα. Ακολουθεί βροντερό μπουμπουνητό και το καλοκαιρινό μπουρίνι ξεσπά αναπάντεχα. Ξεπλένει τα δένδρα από τις σκόνες που πασπάλισε το μελτέμι και προβάλλουν φρέσκα και καταπράσινα σαν να φυτεύτηκαν μόλις τώρα, ενώ η ξερή και διψασμένη γη ρουφάει με λαχτάρα την μπόρα… Το σκοτάδι πέφτει τώρα πολύ πιο νωρίς, καθώς οι μέρες όλο μικραίνουν, και στο εξοχικό καφενεδάκι όπου αράζετε τα βράδια η πλάτη σου αποζητά μια ζακετούλα.
Πάνε οι φεγγαράδες, πάνε οι βεγγέρες, ξεχάστηκαν τα χαζοξενύχτια με τους φίλους στην πλατεία, όπου ρουφώντας μια γρανίτα πεπόνι κουβεντιάζατε περί ανέμων και υδάτων. Απέμεινε μονάχα το θερινό σινεμαδάκι, το στρωμένο με γαρμπίλι, που το αγιόκλημα σκαρφαλωμένο πλάι στην οθόνη σκορπάει τις ευωδιές του. Ας χρωστάμε ευγνωμοσύνη στον Κηλαηδόνη, που με το νοσταλγικό του τραγουδάκι κατάφερε να τα σώσει. Κι αν δεν φτάνουν όλα αυτά, ας θυμηθούμε τις πρωτόγονες παραθαλάσσιες ταβερνούλες, με τα κουτσά τραπέζια πάνω στην άμμο, απ’ όπου, πίνοντας μπυρίτσα με καλαμαράκια και χταπόδι ψημένο στα κάρβουνα, αγνάντευες πέρα τα φωτάκια των γρι-γρι. Χάσαμε όμως και τα έθιμα του καλοκαιριού που μας ψυχαγωγούσαν και που κρατούσαν ζωντανή τη συνέχεια των παραδόσεων του τόπου μας.
Όλα σβήστηκαν, όλα ξεχάστηκαν, αφού δεν ταίριαζαν -λέει- με τις προοδευτικές μας ιδέες. Ποιος δεν θυμάται και ποιος δεν νοσταλγεί του Αϊ Γιαννιού του φρυγανά, στις 24 Ιουνίου, τις φωτιές τις οποίες ανάβανε καταμεσής του δρόμου και που άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι έπαιρναν φόρα και πηδούσαν. Από νωρίς το απόγευμα, ό,τι σαβούρα υπήρχε στα σπίτια, κάθε λογής σαραβαλιασμένο που ήταν εύφλεκτο, το έφερναν για κάψιμο. Το πρώτο και κύριο όμως που έπρεπε να καεί, για το οποίο άλλωστε αναβόταν η φωτιά, ήταν το Μαγιάτικο στεφάνι, που ξερό και μαδημένο κρεμότανε, ξεχασμένο θαρρείς, σε κάποιο μπαλκόνι ή πάνω από κάποια εξώπορτα. Το έφερναν και λέγοντας συγκινημένοι την ευχή «και του χρόνου» το πετούσαν στις τεράστιες φλόγες που χοροπηδούσαν. Το άλλο έθιμο της ίδιας ημέρας, μαζικής συμμετοχής, αλλά καθαρά γυναικείου ενδιαφέροντος, ήταν ο Κλήδονας, ένα μίνι ιδιωτικό μαντείο, όπου προβλέπονταν μελλούμενα και αποκαλύπτονταν… άλλα τινά. Σε ένα πήλινο δοχείο, νεαρές κυρίως γυναίκες και κοπελούδες, έριχναν ένα μικρό προσωπικό τους αντικείμενο, όπως, π.χ., καρφίτσα, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, για να μάθουν τι τους επιφυλάσσει η μοίρα. Κατόπιν, με απόλυτη σιγή, γέμιζαν το δοχείο με το αμίλητο νερό, το σφράγιζαν και το άφηναν όλη τη νύχτα στο ύπαιθρο να το βλογήσουν οι Νεράιδες. Το απόγευμα της επομένης μαζευόταν ο γυναικόκοσμος στην αυλή ενός σπιτιού και εν επισήμω τελετή, με γέλια, τραγούδια και κεράσματα, άνοιγε ο Κλήδονας.
Μια γριά… Πυθία τραβούσε από το δοχείο ένα ένα τα αντικείμενα, κάνοντας για την κάτοχό του είτε αίσιες προβλέψεις, όπως, ας πούμε, ότι τη γλυκοκοιτάζει ένας πλούσιος και όμορφος γαμπρός ή πως την καρτερούνε μεγάλες δόξες και πλούτη, είτε την κάρφωνε με υπαινιγμούς παρμένους απ’ τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν σε βάρος της. Όλα αποτελούσαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα καθεμιάς και λεγόντουσαν αλληγορικά και τραγουδιστά. Η συνέχεια και το τέλος της τελετής δεν συμπεριλαμβανόταν στους κανόνες του Κλήδονα. Απλώς… εθιμικά κατέληγε σε καβγά και σε διακοπή σχέσεων…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου