Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Τάσος Χαλκιάς : Επιτέλους να αγριέψουμε...




Πώς έγινε ηθοποιός αποκαλύπτει ο Τάσος Χαλκιάς και δηλώνει «ως εδώ»
Επιτέλους να αγριέψουμε...
            Τελειώνει η ανοχή - Η χώρα χρειάζεται ηγέτες πατριώτες
της ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
Η ζωή του Τάσου Χαλκιά θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα. Με γιαγιά διωγμένη από την Πόλη, αφού δεν δέχτηκε να αλλαξοπιστήσει, με παππού πρόσφυγα από τη Βουλγαρία, με πατέρα και θείο σε αντιμαχόμενες παρατάξεις στον Εμφύλιο, ο καλλιτέχνης διηγείται στο «ΠAΡΟΝ» καταστάσεις που θα βλέπαμε μόνο σε ταινία.
Ο ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου μάς μιλά για τις εποχές που η σειρά «Love Sorry» τον έκανε γνωστό σε όλη την Ελλάδα ως τον «Σάκη τον υδραυλικό», με τις θαυμάστριες να του έχουν στείλει πάνω από 20.000 ερωτικά γράμματα, για την απόφασή του να ανοίξει δραματική σχολή, που τον έφερε στα όρια της χρεοκοπίας, για τη σειρά «Κάτω Παρτάλι» (Mega), από την οποία μπορεί να έμεινε απλήρωτος αλλά έκανε τον φίλο του Πέτρο Φιλιππίδη να τον πάρει τηλέφωνο και να του πει: «Ρε Τάσο, πού τον έκρυβες τον Διαμαντή; Από πού σου ήρθε αυτός ο βλάχος, από αλλού; Έκανες μεγάλη επιστροφή, αδερφέ μου» και να του γεμίσει τα μάτια με δάκρυα. Θα πάει για τρίτη φορά στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού με την παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση, ενώ περιοδεύει αυτό το καλοκαίρι ανά την Ελλάδα με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα. Όταν τον βλέπει να χτυπάει στα 93 του χρόνια τα πλήκτρα με δύναμη συγκλονίζεται. Εκεί διαπιστώνει ότι μια Ελλάδα, που ζει σε συνθήκες πολέμου εδώ και επτά χρόνια, αντιστέκεται, με πρωτεργάτες τους ανθρώπους της τέχνης, και δη αυτούς που έχουν στην πλάτη τους περγαμηνές... ενώ οι ηγέτες της έχουν πάψει να είναι πατριώτες.
// Κύριε Χαλκιά, από πού είναι η καταγωγή σας;
Ο πατέρας της μητέρας μου ήταν Τούρκος. Έκλεψε την ελληνίδα γιαγιά μου στην Πόλη. Το θέμα ήταν ότι και οι δύο δεν ήθελαν να αλλάξουν το θρήσκευμά τους και έτσι έμειναν ανύπαντροι. Το 1930, με τους διωγμούς, η γιαγιά μου δεν δέχθηκε να αλλαξοπιστήσει, πήρε τη μητέρα μου και ήρθαν στην Ελλάδα.
Έμειναν στην περιοχή του Χαϊδαρίου στα σύνορα με το Αιγάλεω. Όταν το 1973, νέος τότε ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου, επισκέφτηκα την Κωνσταντινούπολη με τον Μάνο Κατράκη με την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» και το κοινό μας αποθέωσε, πήρα θάρρος και επιχείρησα να ψάξω να βρω τον παππού μου.
Ο αξέχαστος Μάνος Κατράκης μου είπε: «Παιδί μου, θα ’ρθω και εγώ μαζί σου». Ο παππούς είχε τρία μαγαζιά στη λαχαναγορά της Πόλης, το Καπαλί Τσαρσί. Μπήκα μέσα και ζήτησα τον κύριο Καλίνογλου. Εκεί μου είπε ένας άνδρας με αυστηρό ύφος: «Ο κύριος Καλίνογλου λείπει για δουλειές στην Ανατολία. Ποιος είσαι και τι θες;», σε άπταιστα ελληνικά παρακαλώ. Ο Μάνος Κατράκης, φοβούμενος μην πω κάτι που δεν πρέπει και γίνει κανένα επεισόδιο, μου είπε: «Τάσο, πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ».


// Ο πατέρας σας έζησε πιο ήρεμα από τη μάνα σας;
Ο πατέρας μου γλίτωσε με δύο κατάγματα στο πόδι και δύο μεγάλα τραύματα στην πλάτη από τον Εμφύλιο. Για να είμαι δίκαιος, θα σας πω και την ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου. Ο παππούς μου ήρθε ως πρόσφυγας.
Ήταν από τη Βουλγαρία και εγκαταστάθηκε στο Πήλιο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αναστασίου, αλλά όλοι τον φώναζαν «ο Βούλγαρος». Για να τον ξεχωρίζουν όμως από τους άλλους Βούλγαρους, επειδή στο επάγγελμα ήταν χαλκοματάς -έφτιαχνε καζάνια από χαλκό-, τον έλεγαν Χαλκιά και μας έμεινε το παρατσούκλι ως επίθετο. Η ιστορία της Ελλάδας είναι γεμάτη από διωγμούς, πολέμους και προσφυγιά.
// Πώς γίνατε ηθοποιός;
Στην πέμπτη δημοτικού είχα έναν δάσκαλο και διευθυντή από τη Βόρεια Ήπειρο, πολύ πατριώτη. Είχε περάσει τα δύσκολα χρόνια του Χότζα στην Αλβανία. Το σχολείο μας συμμετείχε σε μια εορτή για την Έξοδο του Μεσολογγίου. Ο εορτασμός θα μεταδιδόταν από την Εθνική Ραδιοφωνία που ήταν στο Ζάππειο. Με επέλεξε ο δάσκαλος για να πω ένα ποίημα και ακούστηκα από το Μεσολόγγι στο ελληνικό ραδιόφωνο. Αυτό ήταν το ντεμπούτο μου, στα 11 χρόνια μου. Αυτός μου είπε: «Τάσο, εσύ θα γίνεις ηθοποιός. Να το θυμάσαι». Αυτό πίστευαν και οι δύο παιδικοί μου φίλοι, ο Φώτης και ο Σταύρος, που είμαστε αυτοκόλλητοι μέχρι σήμερα. Από το νηπιαγωγείο, παρακαλώ. Πέρασα τις εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου -δεν είχε δίδακτρα- και ο πατέρας μου μού έδωσε την ευχή του.
// Ποιους είχατε δασκάλους;
Τη Μαίρη Αρώνη, την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Νίκο Τζόγια, τον Τάκη Μουζενίδη, τον Άγγελο Τερζάκη. Μόνο την Κατίνα Παξινού δεν πέτυχα. Τους ίδιους δασκάλους είχαν ο Νίκος Κούρκουλος, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη. Αλλά ήμουν τυχερός, γιατί κατά τη διάρκεια της μαθητείας μου ως ηθοποιός έπαιξα με τον Αλέξη Μινωτή και τον Μάνο Κατράκη, που τους θεωρώ καθηγητές μου. Επειδή, όμως, μεγάλωσα με τις αξέχαστες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, θεωρώ ότι την κωμωδία την έμαθα μέσα από τον Κώστα Χατζηχρήστο, τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον Νίκο Ρίζο, τον Νίκο Σταυρίδη, τον Θανάση Βέγγο. Και επειδή είμαι καλός κλέφτης, κάτι έχω πάρει από όλους.
// Έχετε κάνει μια τεράστια επιτυχία με τη Μιμή Ντενίση. Τη ζείτε από κοντά. Έχουν δίκιο όσοι την κατηγορούν;
Με τη Μιμή συναντηθήκαμε το 1994 στην «Άννα Καρένινα». Εγώ τότε κουβαλούσα πάνω μου την επιτυχία του «Love sorry» και η Μιμή μού πρότεινε να πρωταγωνιστήσουμε μαζί στην παράσταση. Η παράσταση έσπασε ταμεία. Είκοσι χρόνια μετά βρισκόμαστε ξανά με τη Μιμή στην παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη». Σε ένα έργο που μιλά στην ψυχή του Έλληνα. Που του θυμίζει την ιστορία του. Η Μιμή δεν είχε ποτέ τη φιλοδοξία να περάσει στο θέατρο ως η δραματική ενζενί ηθοποιός. Δραματική ενζενί ήταν η Έλλη Λαμπέτη. Όπως ζεν πρεμιέ ήταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Η Μιμή θέλει να ταράζει τα νερά και τα καταφέρνει με τις παραγωγές της, τις μεταφράσεις της, τη συγγραφική της πορεία, την έρευνά της. Και εκεί της βγάζω τον καπέλο. Η Μιμή με το «Σμύρνη μου αγαπημένη» πήρε μια μεγάλη ρεβάνς στο ελληνικό θέατρο για όσα την έχουν κατηγορήσει. Όταν πέρσι και πρόπερσι πουλούσαμε κάθε μέρα 200 θέσεις με 35 ευρώ, όταν η παράσταση ήταν sold out και διακόσιες είκοσι τέσσερις χιλιάδες άτομα πέρασαν κάθε σεζόν και συνεχίζουμε και του χρόνου, πώς καταγράφεται αυτό;


// Πήρατε το ρίσκο και φτιάξατε δραματική σχολή μέσα στην οικονομική κρίση. Πώς νιώθετε όταν βλέπετε, πλέον, τα φώτα της κλειστά;
Ήταν όνειρό μου, από το 1974 ακόμα, να διδάξω. Περίμενα πολύ για να έρθει αυτή η στιγμή. Έβγαλα τρεις φουρνιές ηθοποιών στην «Πράξη Ηθοποιών». Μπορεί να καταστράφηκα οικονομικά -παραλίγο να τα χάσω όλα, αφού είχα πάρει δάνεια αλλά μετέδωσα όλο το μεγαλείο του θεάτρου στους μαθητές μου. Την έφτιαξα σαν το Εθνικό Θέατρο και σαν τη σχολή του Κουν. Μακάρι να μπορέσω να την ανοίξω ξανά αν η χώρα σταθεί ξανά στα πόδια της. Αλλά για να σταθεί χρειάζεται ηγέτες πατριώτες και εμείς δεν έχουμε. Οι Έλληνες ζούμε εδώ και επτά χρόνια σε συνθήκες πολέμου. Από τις κομμένες συντάξεις και τη φορολογία των μισθωτών δεν φτιάχνεις κράτος. Δεν υπάρχει μέλλον για τα παιδιά μας.
// Φέτος το καλοκαίρι;
Συμμετέχω στις συναυλίες που δίνει ο Μίμης Πλέσσας με τον τραγουδιστή Μαυρίκιο Μαυρικίου ανά την Ελλάδα, που έχουν ως θέμα τη ζωή του. Εγώ διαβάζω κείμενα που έχει γράψει η γυναίκα του Λουκίλα Καρέρ. Όταν βλέπεις τον 93χρόνο Μίμη Πλέσσα να κάθεται στο πιάνο και να παίζει σαν έφηβος, ανατριχιάζεις ολόκληρος.
// Τι ελπίζετε;
Να αγριέψουμε επιτέλους! Πόσα χρόνια θα κάνει αυτή η πατρίδα υπομονή; Νομίζω ότι περνάμε την τελευταία περίοδο ανοχής. Δεν φοβάμαι πλέον κάποια κοινωνική εξέγερση, όταν οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου