Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Νίκου Αμμανίτη : Θεάματα του καλοκαιριού





ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Θεάματα του καλοκαιριού
Tου Νίκου Αμμανίτη
Έτρεμε το φυλλοκάρδι των επιχειρηματιών θεάματος, της showbiz δηλαδή, καθώς το φθινόπωρο βρισκόταν προ των πυλών και ένα ξαφνικό μπουρίνι μπορούσε να ξεσπάσει ως αποχαιρετισμός στο καλοκαιράκι.
Κάνει κάτι τέτοια τρελά ο αττικός ουρανός, που αναπάντεχα τον σκοτεινιάζουν μαύρα απειλητικά σύννεφα και ρίχνει τόση βροχή, όση δεν πέφτει ούτε στη μεγαλύτερη κοσμοχαλασιά του χειμώνα. Και τρέμει το φυλλοκάρδι των επιχειρηματιών επειδή τα θεάματά τους είναι υπαίθρια και η επερχόμενη μπόρα θα μουσκέψει τα καθίσματα και άντε βρες μετά θεατή διατεθειμένο να κάτσει σε βρεγμένη πολυθρόνα.
Έτσι ο θεατρώνης παρακολουθεί τις προβλέψεις των μετεωρολόγων με μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη NASA και λέει μέσα του περισσότερες προσευχές και από καλόγερο του Αγίου Όρους, για να τον λυπηθεί ο Πανάγαθος και να μη βρέξει. Σκέφτεται και τις συνέπειες που δημιουργούνται όταν, λόγω της βροχής, η παράσταση αναβάλλεται και τους καυγάδες που θα έχει με το άσπλαχνο προσωπικό, που θα απαιτεί το μεροκάματο με επιχείρημα πως δεν φταίει αυτό που έβρεξε. Ανατριχιάζει σκεπτόμενος και το απύλωτο στόμα της πρωταγωνίστριας, μιας παλιάς καραβάνας, σταφιδιασμένης ντίβας, που με θρασύτητα θα του πει: «Άσε τα σκάρτα, κυρ Αντωνάκη μου, και πέσε. Εγώ με εσένα υπόγραψα συμβόλαιο. Δεν υπόγραψα με τον Θεό…». Και τότε δεν απομένει στον κυρ Αντωνάκη παρά να καταφύγει στο τέχνασμα κάποιου άλλου θεατρικού «κυρ Αντώνη», που έβαζε διαφορετικής αξίας χαρτονομίσματα στην κάθε τσέπη.
Έτσι, όταν κάποτε πήγε στο γραφείο του ένας συνεργάτης του και αξίωσε τα δεδουλευμένα ύψους χιλίων, τότε, δραχμών, ο κυρ Αντώνης πήρε το κλαψιάρικο του ύφος και περίλυπος του είπε: «Έχω μονάχα εκατό δραχμές. Εάν στις δώσω δεν θα έχω να αγοράσω ούτε τσιγάρα…». Και μ’ ένα θεατρινίστικο ύφος έβαλε το χέρι στην τσέπη προσθέτοντας: «Αν δεν με πιστεύεις, να…», σίγουρος πως θα ανασύρει το υποτιθέμενο μοναδικό του εκατοντάδραχμο. Αλλά μπέρδεψε τις τσέπες και αντί για κατοστάρικο τράβηξε ένα πεντοχίλιαρο. Το είδε ο συνεργάτης, γούρλωσαν τα μάτια του και είπε βιαστικά: «Δώσ’ μου το να πάω να το χαλάσω για να με ξοφλήσεις…». Έγινε κατακόκκινος από το λάθος του ο κυρ Αντώνης, σκέφτηκε ότι θα πέσει σύρμα και το σύστημά του θα μαθευόταν στην πιάτσα, που όλο παράδες ζητάει, και καθώς ήταν αρχοντάνθρωπος έβγαλε από άλλη τσέπη ένα χιλιάρικο και χωρίς να βγάλει κιχ τον εξόφλησε. Την άλλη μέρα, φυσικά, εκεί στο «Χόλιγουντ», στη στοά Ακαδημίας και πλατεία Κάνιγγος, όπου μαζεύονταν οι άνθρωποι του κινηματογράφου, έθαβαν, γελώντας, τον κυρ Αντώνη για το πάθημά του.
Με τη δαμόκλεια σπάθη λοιπόν μιας πιθανής κακοκαιρίας επί της κεφαλής τους, διοργάνωναν κυρίως οι πρωταγωνιστές την τιμητική τους παράσταση και οικονομούσαν εξτρά παραδάκι. Αυτές οι τιμητικές είχαν γίνει θεσμός. Γέμιζαν τα θέατρα και τα βαριετέ από κόσμο που έσπευδε να τιμήσει τον καλλιτέχνη αλλά και να παρακολουθήσει μια διευρυμένη παράσταση με ηθοποιούς που ήρθαν, τιμής ένεκεν, για τον συνάδελφό τους παρουσιάζοντας ένα δικό τους νούμερο. Πάντοτε ήσαν ανάλαφρα τα καλοκαιρινά θεάματα και οι ηθοποιοί της επιθεώρησης γνώριζαν δόξες. Μεγάλο σουξέ εκείνη την εποχή είχαν τα βαριετέ, που με ένα μικρό εισιτήριο, ή και χωρίς, με μόνο μια γκαζόζα, παρουσίαζαν ολόκληρο πρόγραμμα με τραγούδι, χορευτικά και πικάντικα σκετς, που εκτελούσαν καταξιωμένοι καλλιτέχνες.
Για την Ιστορία αναφέρω μερικούς ξεχασμένους. Τον Γιάννη Σπαρίδη ως Αρμένη, τον Μανέλλη ως «μπούφο», τον Ζαζά ως «Ιμπέριο Αρζεντίνα» και τον Μητσάρα ως «βαρύμαγκα». Από βαριετέ ξεκίνησε προπολεμικά ο Μίμης Τραϊφόρος και μεταπολεμικά έδρεψε δάφνες ο Γιώργος Οικονομίδης. Ένα είδος βαριετέ παρουσίαζε από τη «Μάνδρα» του ο μεγάλος Αττίκ. Τα δύο ιστορικά βαριετέ του κέντρου της Αθήνας ήσαν η «Όασις» και τα «Πεύκα», αμφότερα στο Ζάππειο. Τα Πεύκα ονομάζονταν «Αγελάδες» διότι πράγματι ήταν στάβλος με αγελάδες και πουλούσαν γαλακτοειδή. Με την επαναλειτουργία των ανακτόρων, όμως, τα γελάδια έφυγαν και ο χώρος αναβαπτίσθηκε σε βαριετέ. Το έκλεισαν πάλιν τα ανάκτορα, επειδή ο μικρός τότε Κωνσταντίνος σκαρφάλωνε στον τοίχο του κήπου του παλατιού και παρακολουθώντας από μακριά την παράσταση μάθαινε να λέει κακά λόγια…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου