Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ ΣΥΡΕ : Τα Ελευσίνια Μυστήρια




Τα Ελευσίνια ήταν γιορτή και μυστηριακή τελετή που πραγματοποιούνταν στην Ελευσίνα της Αττικής προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και της Περσεφόνης.
Κατά κοινή παραδοχή, επρόκειτο για την ιερότερη και πιο σεβαστή τελετή από όλες τις γιορτές της αρχαίας Ελλάδας : έχοντας ξεκινήσει από τη Σαμοθράκη και τα Καβείρια Μυστήρια μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα από Θράκες αποίκους.
Άρχισαν να αποκτούν μεγάλη φήμηκατά τον καιρό του Πεισίστρατου και έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους κατά το χρυσό αιώνα του Περικλή.




Τα Ελευσίνια Μυστήρια


Τα Ελευσίνια Μυστήρια υπήρξαν σε όλη την ελληνική και λατινική αρχαιότητα αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού. Οι ίδιοι οι συγγραφείς που γελοιοποίησαν τους θρύλους της μυθολογίας δεν τόλμησαν ν' αγγίξουν τις «μεγάλες θεές». Η βασιλεία τους, λιγότερο λαμπρή από τη βασιλεία των Ολυμπίων θεών, αποδείχτηκε πιο σίγουρη και πιο αποτελεσματική. Από αμνημονεύτων χρόνων μια ομάδα Ελλήνων είχε φέρει από την Αίγυπτο τη λατρεία της μεγάλης Ίσιδος στον ήρεμο όρμο της Ελευσίνας και την τελούσε στο όνομα της Δήμητρας ή της παγκόσμιας μητέρας. Έκτοτε η Ελευσίνα έμεινε μυητικό κέντρο. Η Δήμητρα και η κόρη της Περσεφόνη προΐσταντο στα μικρά και τα μεγάλα μυστήρια, απ' όπου και το κύρος τους.
Αν ο λαός σεβόταν στο όνομα της Δήμητρας τη μητέρα γη και τη θεά της γεωργίας, οι μυημένοι έβλεπαν σ' αυτήν το ουράνιο φως, τη μητέρα των ψυχών και τη θεία Διάνοια, μητέρα των κοσμογονικών θεών. Η λατρεία της τελούνταν από ιερείς που ανήκαν στην αρχαιότερη ιερατική οικογένεια της Αττικής. Έλεγαν ότι ήταν γιοι της Σελήνης, δηλαδή ότι γεννήθηκαν για να είναι διάμεσοι Γης και Ουρανού, βγαλμένοι από τη σφαίρα που βρίσκεται η γέφυρα η οποία ενώνει τις δυο περιοχές, απ' όπου ανεβαίνουν και κατεβαίνουν οι ψυχές. Στην αρχή έργο τους ήταν «να υμνούν σ' αυτή την άβυσσο της θλίψης τις απολαύσεις της ουράνιας διαμονής, και να διδάσκουν τους τρόπους για να βρει κανείς τον δρόμο προς αυτές». Από εκεί προέρχεται και το όνομα τους, Ευμολπίδες, δηλαδή «τραγουδιστές χρήσιμων τραγουδιών», που αναζωογονούν ευχάριστα τους ανθρώπους.
Οι ιερείς της Ελευσίνας δίδασκαν πάντα την εσωτερική διδασκαλία που τους ερχόταν από την Αίγυπτο. Μέσα όμως από τους αιώνες την έντυσαν με όλη τη χάρη μιας πλαστικής και θελκτικής μυθολογίας. Με βαθιά και λεπτή τέχνη οι γόητες αυτοί ήξεραν να χρησιμοποιούν τ' ανθρώπινα πάθη για να εκφράσουν ουράνιες ιδέες. Χρησιμοποίησαν την έλξη των αισθήσεων, το μεγαλείο των τελετών και τη γοητεία της τέχνης για να εισαγάγουν την ψυχή σε μια καλύτερη ζωή και το πνεύμα στην κατανόηση των θείων αληθειών. Πουθενά αλλού τα μυστήρια δεν πήραν τόσο ανθρώπινη μορφή, τόσο χρώμα και τόση ζωντάνια. Ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης είναι ο πυρήνας της λατρείας στην Ελευσίνα. Σαν λαμπερή θεωρία ολόκληρη η Ελευσίνια μύηση γυρίζει και αναπτύσσεται γύρω από αυτό τον φωτεινό κύκλο, που στη συμβολική του παράσταση είναι η ιστορία της ψυχής, η κάθοδος της στην ύλη, οι πόνοι της στα ερέβη της λησμονιάς και τέλος η ανάσταση της και η άνοδος της στην ουράνια ζωή. Με άλλα λόγια, είναι το δράμα της πτώσης και της λύτρωσης στην ελληνική του μορφή.


Μπορεί κάποιος να βεβαιώσει ότι για τον μορφωμένο Αθηναίο της εποχής του Πλάτωνα, τα μυστήρια της Ελευσίνας πρόσφεραν το επεξηγηματικό συμπλήρωμα, τη φωτεινή αντιστροφή στις δραματικές παραστάσεις της Αθήνας. Εκεί, στο θέατρο του Διονύσου, μπροστά στο ταραγμένο πλήθος, οι φοβεροί μαγικοί ύμνοι της Μελπομένης θύμιζαν τον γήινο και τυφλωμένο από τα πάθη άνθρωπο, που τον κυνηγούσε η Νέμεση των εγκλημάτων του, ενώ ένιωθε να γονατίζει από μια αδυσώπητη και συχνά ανεξήγητη Μοίρα. Εκεί αντηχούσαν οι αγώνες του Προμηθέα, οι κατάρες των Ερινυών, η αγωνία του Οιδίποδα και η λύσσα του Ορέστη. Εκεί βασίλευε ο έλεος και ο φόβος. Στην Ελευσίνα, στον περίβολο της Δήμητρας, όλα ησύχαζαν. Ο κύκλος των πραγμάτων πλάταινε για τους μύστες που είχαν αποκτήσει την ενόραση. Η ιστορία της Περσεφόνης-Ψυχής ήταν για καθεμιά ψυχή εκπληκτική αποκάλυψη. Η ζωή έπαιρνε την εξήγηση της σαν εξιλέωση ή σαν δοκιμασία. Από τη μια και από την άλλη πλευρά της γήινης παρουσίας, ο άνθρωπος ανακάλυπτε τις αστερόφωτες ζώνες του παρελθόντος και του θεϊκού του μέλλοντος. Μετά τους τρόμους του θανάτου, τις ελπίδες, τη λύτρωση, τα ηλύσια πεδία και μέσ' από τις ορθάνοιχτες πύλες του ναού αντίκριζε τους χορούς των μακάρων, το φως που ανάβρυζε από το υπέροχο υπερπέραν.
Να τι ήταν τα Μυστήρια σε σχέση με την Τραγωδία: το θεϊκό δράμα της ψυχής, που συμπλήρωνε και εξηγούσε το γήινο δράμα του ανθρώπου.
Τα Μικρά Μυστήρια γιορτάζονταν τον Φεβρουάριο στις Αγρές, μια κωμόπολη κοντά στην Ελευσίνα. Οι υποψήφιοι, που είχαν υποστεί προκαταρκτική εξέταση κι είχαν δώσει απόδειξη της γέννησης τους, της μόρφωσης και της εντιμότητας τους, γίνονται δεκτοί στον κλειστό περίβολο από τον ιερέα της Ελευσίνας, που ονομαζόταν ιεροκήρυξ και που ήταν ντυμένος σαν τον Ερμή, φορώντας στο κεφάλι του τον πέτασο και κρατώντας το κηρύκειο. Ήταν ο οδηγός, ο διάμεσος, ο εξηγητής των μυστηρίων. Οδηγούσε εκείνους που έφταναν μπροστά σ' ένα μικρό ναό με ιωνική κιονοστοιχία αφιερωμένο στην Κόρη, τη μεγάλη παρθένα Περσεφόνη. Το χαριτωμένο ιερό ήταν κρυμμένο στο βάθος μιας ήρεμης κοιλάδας στο μέσο ενός ιερού άλσους ανάμεσα σε ήρεμα πουρνάρια και λεύκες. Έβγαιναν τότε από τον ναό οι ιεροφάντισσες ιέρειες της Περσεφόνης, σκεπασμένες με άσπιλα πέπλα, με γυμνούς βραχίονες και στεφανωμένες με ναρκίσσους, για να παραταχτούν κατά σειρά στο κεφαλόσκαλο και να ψάλλουν κάποια σοβαρή δωρική μελωδία. Κρατώντας το μέτρο με πλατιές κινήσεις των χεριών τους έψελναν:


«Ω υποψήφιοι των Μυστηρίων, ιδού εσείς στο κατώφλι της Περσεφόνης. Θα σας καταπλήξει ό,τι δείτε. Θα μάθετε πως η παρούσα ζωή σας δεν είναι παρά ένας ιστός συγκεχυμένων και θολών ονείρων. Ο ύπνος που σας περικλείει σε μια ζώνη από σκοτάδια παίρνει τα όνειρα και τις μέρες σας μαζί του, σαν τα ναυάγια που χάνονται από τα μάτια. Πιο πέρα όμως απλώνεται η ζώνη του ανέσπερου φωτός. Είθε η Περσεφόνη να σας σπλαχνιστεί και η ίδια να σας μάθει πώς να διαβείτε το σκοτεινό ποτάμι και πώς να βρείτε την ουράνια Δήμητρα».
Ύστερα η προφήτισσα, κατεβαίνοντας τρία σκαλοπάτια  πρόφερε με βαριά φωνή την κατάρα τούτη:
«Αλλά καταραμένοι να 'ναι εκείνοι που ήρθαν να βεβηλώσουν τα Μυστήρια. Γιατί η θεά τις διεστραμμένες τους καρδιές θ' ακολουθεί σε όλη τη ζωή τους, και δεν θ' αφήνει τη λεία της ούτε στο βασίλειο των σκιών».
Μετά περνούσαν πολλές ημέρες με καθαρμούς, νηστείες, προσευχές και οδηγίες.
Το βράδυ της τελευταίας ημέρας οι νεοφώτιστοι συγκεντρώνονταν στο ιερότερο μέρος του άλσους για να παραστούν στην αρπαγή της Περσεφόνης. Η σκηνή διαδραματιζόταν στο ύπαιθρο από τις ιέρειες της θεάς. Η συνήθεια αυτή ανάγεται στα πολύ παλαιά χρόνια, και το βάθος της παράστασης αυτής, η βασική ιδέα, έμεινε πάντα η ίδια παρ' όλες τις αλλαγές της μορφής κατά την πορεία των αιώνων. Στον καιρό του Πλάτωνα, και με την εξέλιξη της τραγωδίας, η αρχαία ιερατική αυστηρότητα είχε δώσει τη θέση της σε μια περισσότερο ανθρώπινη μορφή. Οδηγημένοι από τους ιερείς, οι ποιητές της Ελευσίνας είχαν μετατρέψει τη σκηνή αυτή σ' ένα μικρό δράμα που έπρεπε να εκτυλισσόταν κάπως έτσι:
ΔΗΜΗΤΡΑ: Αγαπημένη κόρη των θεών, σ' αυτή να μείνεις τη σπηλιά ως τον ερχομό μου, κεντώντας μου τον πέπλο. Ο ουρανός είναι πατρίδα σου, και η οικουμένη είναι δική σου. Τους θεούς θωρείς, και στη φωνή σου τρέχουν. Μονάχα τη φωνή του πλανευτή του Έρωτα, με τις ματιές τις πονηρές και τις πλανεύτρες συμβουλές, αυτή να μην ακούσεις. Φυλάξου, από τη σπηλιά μη βγεις, τ' άνθη της γης να μη μαζέψεις. Στο τρομερό και ολέθριο άρωμα τους το ουράνιο φως σου θα χαθεί, και η θύμηση του ακόμα. Κέντα λοιπόν το πέπλο μου, καλότυχη, ως τον ερχομό μου, κι οι νύμφες συντροφιά σου. Τότε κι εγώ με το φιδόσουρτο πύρινο άρμα μου, στις ομορφιές του αιθέρα, πέρα από τον Γαλαξία, μαζί μου θα σε πάρω.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Μητέρα αυστηρή και σεβαστή, στ' αγαπημένο μου το φως που σε ζώνει τ' ορκίζομαι, κι ας με κολάσουν οι θεοί τον όρκο μου αν πατήσω. (Η Δήμητρα βγαίνει).


ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ: Περσεφόνη, παρθένα τ' ουρανού μνηστή, συ που μορφές κεντάς θεών στους πέπλους σου, τις μάταιες ονειροφαντασίες, τις λύπες τις αμέτρητες της γης είθε να μη γνωρίσεις. Η Αλήθεια των αιώνων σου γελάει και ο ουράνιος σύζυγος σου, ο Διόνυσος, σε προσμένει στο Εμπύριο, σαν ήλιος μακρινός που οι αχτίνες του χαϊδεύουν. Ρουφάει την ανάσα του και συ πίνεις το φως του... Είναι γραφτό. Θα ενωθείτε!.. Παρθένα μου, ποια πιο καλότυχη από σε να είναι;..
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Σε τούτο το γαλάζιο πέπλο μου, με τις ατέλειωτες πτυχές, κεντώ των όντων κι όλων των πραγμάτων τις αμέτρητες μορφές. Την ιστορία των θεών τελείωσα. Ζωγράφισε η βελόνα μου το φοβερό το Χάος με τις εκατό του κεφαλές και με τα χίλια χέρια, που γέννησε όλους τους θνητούς. Μα κείνους ποιος τους γέννησε; Ο Έρωτας!.. Μου το 'πε ο κύρης των θεών. Και δεν τον έχω δει ποτέ μου... Ποιος τάχα θα μου δείξει τη μορφή του;
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ: Να μην τα σκέφτεσαι αυτά, μη μάταια αναρωτιέσαι.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Έρωτα, εσύ ο νεότερος από τους θεούς κι απ' όλους ο πιο γέρος, αστείρευτη κάθε χαράς πηγή και κάθε θλίψης —έτσι σε είπανε σε μένα—, θεέ μου φοβερότατε και άγνωστε μόνε, μόνε που δεν εγνώρισα στους Αθανάτους και που ποθώ να δω, μυστηριώδη Έρωτα! Τι ταραχή, τι ίλιγγο μου φέρνει τ' όνομα σου!
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ: Μην ψάχνεις άλλα να βρεις. Άνθρωποι, ακόμα και θεοί, χαθήκανε τέτοιες αποκοτιές ρωτώντας.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Μην είναι θύμηση; Ή φοβερό προαίσθημα; Το Χάος... οι άνθρωποι... η άβυσσος η σκοτεινή της γέννας, και οι φωνές του τοκετού... ο πόλεμος, το λυσσασμένο μίσος..! το χάσμα του θανάτου!.. Τ' ακούω, τα βλέπω όλ' αυτά και με τραβούν κοντά τους. Πρέπει να πάω εκεί να δω. Με σέρνει του έρωτα η φλογισμένη δάδα... Α, χάνομαι, πεθαίνω... Μακριά μου απαίσιο όνειρο! (Σκεπάζει το πρόσωπο της με τα χέρια και ξεσπάει σε λυγμούς).
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ: Παρθένα θεϊκή, όνειρο είναι. Μα θα 'παιρνε σάρκα και οστά, πραγματικότητα σκληρή και αμείλικτη θα γίνει, και ο ουρανός σου θα χαθεί σαν τον καπνό, άμα ενδώσεις στον ένοχο σου πόθο. Άκου της σωτηρίας τα λόγια. Πάρ' το βελόνι σου και ύφαινε το πέπλο, ξεχνώντας τον ξεδιάντροπο κακούργο Έρωτα!
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ (ξεσκεπάζει το πρόσωπο της που 'χει αλλάξει έκφραση και χαμογελάει πίσω από τα δάκρυα): Τρελές που είστε! Κι εγώ η ανόητη. Τα θυμάμαι όλα τώρα. Το είχα ακούσει στα Ολύμπια μυστήρια. Ο Έρωτας είν' ο ωραιότερος θεός, κι από το φτερωτό του άρμα ορίζει την πορεία των θεών, την ένωση της πρώτης ύλης. Αυτός τους τολμηρούς ανθρώπους οδηγάει, τους ήρωες αυτούς τους φέρνει από το Χάος στους Αιθέρες. Τα ξέρει όλα. Σαν την αρχέγονη φωτιά περνάει όλους τους κόσμους, και ολωνών κρατάει τα κλειδιά, και της γης και των ουρανίων. Να τον γνωρίσω θέλω!
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ: Δυστυχισμένη! Στάσου!
ΕΡΩΤΑΣ (προβάλλει από το δάσος με τη μορφή φτερωτού νέου): Περσεφόνη, με κάλεσες, και να με.


ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ (κάθεται): Παμπόνηρο σε λένε, κι όμως το πρόσωπο σου είν' αγνό. Σε λένε παντοδύναμο, και μοιάζεις αδύνατο παιδί. Προδότη σε φωνάζουν, μα όσο τα μάτια σου κοιτώ αναριγεί η καρδιά μου κι εμπιστοσύνη σου 'χω, χαριτωμένε μου μικρέ. Πολύξερο και ικανό σε λένε. Μην τάχα και μπορείς κι εμέ να βοηθήσεις στου πέπλου μου το κέντημα;
ΕΡΩΤΑΣ: Μ' ευχαρίστηση. Ήρθα κιόλας εδώ κοντά, στα πόδια σου πεσμένος. Τι πέπλος θαυμαστός! Και στα γαλάζια μάτια σου μου φαίνεται πως μοιάζει. Και τι μορφές υπέροχες που κέντησες επάνω... Μα πιο θαυμάσια και όμορφη η θεϊκή είν' κεντήστρα, κι ας μην αντίκρισε ποτέ τη θωριά της σε καθρέφτη.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Να δω τον εαυτό μου!.. Μα είναι τούτο δυνατό;
(Κοκκινίζει).
Έλα πες μου. Γνωρίζεις τις μορφές αυτές;
ΕΡΩΤΑΣ: Εγώ αν τις γνωρίζω;.. Η ιστορία των θεών. Αλλά γιατί τελειώνεις με το Χάος; Εκεί αρχίζει η μάχη. Τον πόλεμο γιατί δεν βάζεις των Τιτάνων; Και των θνητών τη γέννηση κι αυτούς τους έρωτες τους;
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Τΐποτ' άλλο δεν ξέρω και η μνήμη μ' απολείπει. Θα με βοηθήσεις να μάθω παρακάτω;
ΕΡΩΤΑΣ: Ναι, Περσεφόνη. Αλλά κι εσύ μια χάρη θα μου κάνεις. Θα 'ρθεις μαζί μου στον αγρό να κόψουμε λουλούδια. Μονάχα ένα, το πιο ωραίο απ' όλα.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Η σοβαρή και φρόνιμη μου μάνα μου τ' απαγόρεψε. Να μην ακούσεις τη φωνή του Έρωτα, μου είπε, κι ούτε λουλούδια στους αγρούς μην πας να κόψεις, αλλιώς η πιο δυστυχισμένη θα 'σαι από τους Αθάνατους.
ΕΡΩΤΑΣ: Ξέρω. Δεν θέλει η μάνα σου τα μυστικά της γης και της κόλασης και συ πια να τα μάθεις. Γιατί τα λουλούδια του αγρού μυρίζοντας, όλα με μιας θα τα 'ξερες.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Εσύ τα ξέρεις;
ΕΡΩΤΑΣ: Και βέβαια. Κι όπως το βλέπεις νεότερος είμαι κι ελαφρύς. Έχει τρομάρες, στεναγμούς, η άβυσσος, ω θεϊκή μου Κόρη. Μα όποιος δεν πέρασε από τη γη στον Άδη, πώς είναι δυνατό τους ουρανούς να νιώσει;
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Πες μου λοιπόν! Πώς γίνεται κι εγώ να τα γνωρίσω; Μπορείς;
ΕΡΩΤΑΣ: Ναι. Κοίτα! (Αγγίζει με την άκρη του τόξου του τη γη και ξεπετιέται ένας μεγάλος νάρκισσος).
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Τι όμορφο λουλούδι! Μια θύμηση γεμίζει την καρδιά μου σαν το βλέπω... Κάποτε αποκοιμήθηκα γλυκά στ' αγαπημένο μου άστρο, το λουσμένο αιώνια στου δειλινού το χρυσάφι. Ξυπνώντας, στα βάθη τ' ουρανού είδα ένα πεφταστέρι να τρέχει. Μου φάνηκε σαν τον πυρσό του θείου μου συζύγου, του Διόνυσου, που μου τον τάξανε οι θεοί. Μα τ' άστρο όλο και πέφτει... πέφτει... σβήνει και πεθαίνει. Δεν ξέρω πώς, μα τούτο εδώ το άνθος με το αστέρι εκείνο μοιάζει.
ΕΡΩΤΑΣ: Τη μεταμόρφωση, το δέσιμο όλων των πραγμάτων εγώ είμαι που κάνω, που φτιάχνω το μικρό εικόνα του μεγάλου, που από τα βάθη πλάθω καθρέφτες τ' ουρανού, εγώ είμαι που ενώνω τον Άδη με τον ουρανό στη γη επάνω, εγώ που όλες τις μορφές τις πλάθω μες στου ωκεανού τα βάθη, εγώ... τ' αστέρι σου από την άβυσσο ξανάφερα με τη μορφή του άνθους... για να τ' αγγίξεις, να το μυρίσεις...
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ: Πρόσεχε, μήπως παγίδα είναι τούτη η γητειά.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Και πώς το λένε τούτο το λουλούδι;
ΕΡΩΤΑΣ: Οι άνθρωποι Νάρκισσο το 'βγαλαν. Εγώ το λέω Πόθο. Κοίτα πώς σε θωρεί, πώς στρέφει κατά σένα. Τα άσπρα του τα πέταλα σαν ζωντανά, δες, τρέμουν. Απ' τη χρυσή καρδούλα του άρωμα φεύγει ηδονικό. Και σαν το μαγικό λουλούδι φέρεις πιο κοντά σου και το μυρίσεις, θα δεις σε πίνακα πανώριο της άβυσσος τα τέρατα και τους ανθρώπους όλους και της γης τα βάθη. Κρυφό πια τίποτα δεν θα σου είναι.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Ω μαγικό λουλούδι, πώς ριγεί η καρδιά μου στο άρωμα σου! Πώς καίει τα δάχτυλα μου φωτιά μόλις σ' αγγίξω. Να σε μυρίσω θέλω. Να σε φιλώ, στην καρδιά μου, κι ας πεθάνω.

(Η γη ανοίγει πλάι της. Από το ανοιχτό σκοτεινό χάσμα που ανοίγεται δίπλα της, ξεπροβάλλει αργά η μορφή του Πλούτωνα πάνω σ' άρμα που το σέρνουν μαύρα άλογα. Τη στιγμή που η Περσεφόνη κόβει και μυρίζει το λουλούδι, την αρπάζει και την τραβάει πάνω του. Αυτή αντιστέκεται μάταια και φωνάζει. Το άρμα ξεκινάει και εξαφανίζεται. Οι νύμφες σκορπίζουν στο δάσος κλαίγοντας. Ο Έρωτας φεύγει ξεσπώντας σε γέλια).
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ (κάτω από τη γη): Βοήθεια, μάνα, βοήθεια!
ΕΡΜΗΣ: Εσείς που στα Μυστήρια θέλετε να μπείτε, με τη ζωή σας ακόμα μες στην αμαρτία, αυτή είν' η ιστορία σας. Μέσα στον νου σας βάλτε και φυλάξτε καλά τους λόγους του σοφού Εμπεδοκλή: «Η γέννηση είναι τρομερή καταστροφή, που ζωντανούς φέρνει στον Άδη. Αληθινή κάποτε ζήσατε ζωή, ωσότου, τραβηγμένοι, πέσατε στη γήινη άβυσσο, στου σώματος τη φυλακή. Το τώρα είναι όνειρο που σας γεννά η μοίρα. Το χτες και το αύριο υπάρχουν μόνο. Να τα θυμάστε, μάθετε το μέλλον σας».
Με το τέλος της σκηνή είχε βραδιάσει. Πένθιμα δαδιά άναβαν ανάμεσα στα μελανά κυπαρίσσια γύρω από τον μικρό ναό, και οι θεατές απομακρύνονταν σιωπηλοί, ενώ τους ακολουθούσαν οι λυπητερές κραυγές των ιερειών που φώναζαν: «Περσεφόνη! Περσεφόνη!». Τα μικρά μυστήρια τέλειωναν εκεί. Όλοι θα γύριζαν στις καθημερινές τους ασχολίες, όμως ο μεγάλος πέπλος των μυστηρίων είχε απλωθεί μπροστά στα μάτια τους. Ανάμεσα σ' αυτούς και στον εξωτερικό κόσμο απλώνονταν ένα σύννεφο. Την ίδια στιγμή ένα εσωτερικό μάτι άνοιγε στο πνεύμα τους από το οποίο διέκριναν θολά έναν άλλο κόσμο γεμάτο θελκτικές μορφές που κινούνταν στα χάσματα.
Τα μεγάλα μυστήρια που γίνονταν ακριβώς μετά τα μικρά μυστήρια και που ονομάζονταν επίσης ιερά όργια τελούνταν στην Ελευσίνα κάθε πέντε χρόνια. Οι τελετές αυτές, όλες συμβολικές, διαρκούσαν εννέα μέρες. Την όγδοη μοίραζαν στους μύστες τα διακριτικά της μύησης: τον θύρσο κι ένα κάνιστρο που το έλεγαν κίστη, στολισμένο με κλαδιά δάφνης. Εκεί ήταν κλεισμένα τα μυστηριακά αντικείμενα που η κατανόηση τους έδινε το μυστικό της ζωής. Το κάνιστρο όμως ήταν προσεκτικά κλεισμένο, και δεν επιτρεπόταν να το ανοίξουν παρά στο τέλος της μύησης μπροστά στον ιεροφάντη. Ύστερα παραδίνονταν σε μια ξέφρενη χαρά, κουνούσαν τις δάδες τους, τις έδιναν ο ένας στον άλλο κι έβγαζαν φωνές αγαλλίασης. Την ημέρα εκείνη μια συνοδεία έφερνε από την Αθήνα στην Ελευσίνα το στεφανωμένο με μυρτιές άγαλμα του Διονύσου, που τον αποκαλούσαν Ίακχο. Ο ερχομός του στην Ελευσίνα ανήγγελλε τη μεγάλη αναγέννηση, γιατί παριστούσε το θεϊκό πνεύμα που διαπερνά τα πάντα, τον αναγεννητή των ψυχών, τον διάμεσο γης και ουρανού.
Τη φορά αυτή έμπαιναν στον ναό από τη μυστική πύλη για να περάσουν εκεί τη νύχτα της μύησης. Από μια πλατιά στοά έμπαιναν στην εσωτερική περίβολο. Εκεί ο κήρυκας απέβαλλε όποιον παρείσακτο κατάφερνε τυχόν να μπει μαζί με τους μυημένους, φωνάζοντας «εκάς οι βέβηλοι», δηλαδή «μακριά οι βέβηλοι» και απειλώντας. Από τους μύστες, πάλι, ζητούσε να ορκιστούν, με ποινή θανάτου, ότι δεν θ' αποκάλυπταν τίποτε απ' ό,τι θα έβλεπαν. Πρόσθετε τέλος: «Να που φτάσατε στο καταχθόνιο κατώφλι της Περσεφόνης. Για να καταλάβετε τη μελλοντική  σας ζωή και την τωρινή σας κατάσταση πρέπει να περάσετε το βασίλειο του θανάτου. Αυτή είναι η δοκιμασία των μυστών. Πρέπει να μάθετε ν' αψηφάτε τα σκότη για να χαρείτε το φως». Μετά, εκείνοι φορούσαν δέρματα ελαφιών, που συμβόλιζαν την αιματοβαμμένη εικόνα της ψυχής που έχει βυθιστεί στην ενσώματη ζωή. Ύστερα, αφού έσβηναν τις δάδες και τα λυχνάρια, έμπαιναν στον υπόγειο λαβύρινθο.

Οι μύστες προχωρούσαν στην αρχή ψηλαφητά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Σε λίγο άκουγαν θορύβους, βογκητά και τρομακτικά ουρλιαχτά. Αστραπές και βροντές ξέσκιζαν τα σκοτάδια. Στη λάμψη τους αντίκριζαν θεάματα φοβερά: άλλοτε ένα τέρας, μια χίμαιρα ή ένα δράκο, άλλοτε έναν άνθρωπο κομματιασμένο στα νύχια μιας σφίγγας, άλλοτε μια ανθρώπινη νύμφη. Τα φαινόμενα αυτά ήταν τόσο ξαφνικά, ώστε δεν υπήρχε χρόνος να διακρίνουν την τεχνική με την οποία τα έκαναν να παρουσιάζονται, ενώ το απόλυτο σκοτάδι που έπεφτε αμέσως πολλαπλασίαζε τον τρόμο τους. Ο Πλούταρχος λέει ότι ο τρόμος που προξενούσαν ήταν όπως ο επιθανάτιος.
Το πιο περίεργο θέαμα, που άγγιζε σχεδόν τα όρια της μαγείας, το αντίκριζαν σε κάποια κρύπτη, όπου ένας Φρύγας ιερέας, ντυμένος με ασιατικό χιτώνα, στεκόταν μπροστά σε χάλκινη πυροστιά που φώτιζε αμυδρά την αίθουσα με αχνό φως. Με μια κίνηση που δεν σήκωνε αντίρρηση έβαζε όσους έφταναν ως εκεί να καθίσουν κοντά στην είσοδο κι ύστερα έριχνε στις φλόγες ναρκωτικό άρωμα. Η αίθουσα γέμιζε από καπνούς και ανάμεσα τους άρχιζαν να διακρίνονται ανάκατες μορφές ανθρώπων και ζώων. Κάποτε εμφανίζονταν τεράστια φίδια που μεταβάλλονταν σε σειρήνες και χώνονταν στη γη με ατελείωτα κουλουριάσματα. Άλλοτε πάλι ηδονικά λυγισμένα στήθη νυμφών μεταμορφώνονταν σε νυχτερίδες και όμορφα κεφάλια κούρων σε ρύγχη σκυλιών. Κι όλα αυτά τα τέρατα, άλλοτε όμορφα και άλλοτε απαίσια, ρευστά, αέρινα, απατηλά, εξωπραγματικά, που χάνονταν τόσο γρήγορα όσο είχαν παρουσιαστεί, στριφογύριζαν γύρω από τους κατάπληκτους μύστες, τους ζάλιζαν και τους σκέπαζαν σαν για να τους εμποδίσουν τον δρόμο.
Κάποτε, ο ιερέας της Κυβέλης άπλωνε τη μικρή ράβδο του μες στους καπνούς και η δύναμη της θέλησης του που διαχεόταν ολόγυρα έμοιαζε να δίνει στον πολύχρωμο κύκλο παραπανίσια κίνηση και ανησυχητική ζωτικότητα. «Περάστε», τους έλεγε τότε ο Φρύγας. Οι μύστες σηκώνονταν κι έμπαιναν μέσα στον κύκλο. Τότε οι περισσότεροι ένιωθαν να τους ψηλαφούν και άλλοι να τους αγγίζουν αόρατα χέρια και να τους ρίχνουν καταγής. Μερικοί γύριζαν πίσω γεμάτοι φρίκη και έφευγαν τρέχοντας απ' όπου είχαν έρθει. Μονάχα οι πιο θαρραλέοι έμεναν να περάσουν την ίδια δοκιμασία περισσότερες φορές, γιατί η σταθερή απόφαση τους έσπαγε τη μαγεία. Έφταναν τότε σε μια μεγάλη κυκλική αίθουσα που τη φώτιζαν μικροί λυχνοστάτες. Στο κέντρο, μια μοναδική κολόνα, ένα μπρούντζινο δέντρο που τα φύλλα του απλώνονταν σε ολόκληρη την οροφή. Στο φύλλωμα του κάθονταν χίμαιρες, γοργόνες, άρπυιες, γλαύκες, σφίγγες, εικόνες που μιλούσαν για όλα τ' ανθρώπινα κακά, για όλους τους δαίμονες που λυσσομανούν στη γη. Τα τέρατα αυτά, φτιαγμένα από λαμπερό μέταλλο, κρεμασμένα στα κλαδιά, έμοιαζαν να παραμονεύουν τη λεία τους. Κάτω από το δέντρο ήταν καθισμένος σε μεγαλόπρεπο θρόνο ο Πλούτων-Άδωνις ντυμένος με πορφύρα. Στα πόδια του ήταν ριγμένη μια νεβρίδα και στα χέρια του κρατούσε τρίαινα. Το μέτωπο του ήταν σκυθρωπό. Δίπλα στον αγέλαστο βασιλιά του Άδη, η γυναίκα του, η μεγάλη, η λυγερή Περσεφόνη.
Οι μύστες αναγνώριζαν στα χαρακτηριστικά της την ιεροφάντισσα που είχαν κιόλας δει στα μικρά μυστήρια. Είναι πάντα πανέμορφη, ομορφότερη ίσως στη μελαγχολία της αλλά αλλαγμένη· φοράει το χρυσό της διάδημα! Δεν είναι πια η παρθένα της σπηλιάς. Τώρα γνωρίζει τη ζωή εδώ κάτω και υποφέρει. Βασιλεύει στις υποχθόνιες δυνάμεις και είναι κυρία ανάμεσα στους νεκρούς, αλλά μένει πάντα ξένη στο βασίλειο της. Χλομό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπο της που είναι άσπρο στη σκιά του Άδη. Στο χαμόγελο αυτό υπάρχει η επιστήμη του Καλού και του Κακού, η ανεξήγητη γλυκύτητα που δίνει ο βουβός πόνος της ζωής. Ο πόνος διδάσκει τον οίκτο. Δέχεται με βλέμμα συμπάθειας τους μύστες που φτάνουν κοντά της και αποθέτουν στα πόδια της τα ναρκισσένια στεφάνια τους. Και στο βλέμμα της λάμπει στιγμιαία μια μικρή φλόγα που πεθαίνει αμέσως σαν χαμένη ελπίδα, μακρινή θύμηση του ουρανού!


Ξαφνικά, στην άκρη μιας ανηφορικής σήραγγας λάμπουν πυρσοί και μια φωνή σαν σάλπιγγα αντηχεί: «Προφτάστε, μύστες! Ο Ίακχος ξαναγύρισε. Η Δήμητρα περιμένει την κόρη της. Ευοί!». Οι αντίλαλοι του υπογείου ξαναγυρίζουν τις κραυγές. Η Περσεφόνη ανασηκώνεται στον θρόνο της σαν να ξυπνάει απότομα από μακρύ ύπνο με μια αστραπιαία σκέψη που τη διαπερνά ολόκληρη: «Το φως. Μητέρα μου! Ίακχε!». Θέλει να ορμήσει προς τα εκεί, μα ο Άδωνις την κόβει με μια του κίνηση, την κρατάει από τον χιτώνα της. Εκείνη ξαναπέφτει στον θρόνο της σαν νεκρή. Ξαφνικά, σβήνουν όλα τα λυχνάρια και μια φωνή αντηχεί στο σκοτάδι: «Ο θάνατος είναι αναγέννηση!» Οι μύστες τώρα συνωθούνται στη στοά των ηρώων και των ημιθέων προς την έξοδο του υπογείου, όπου τους περιμένουν ο Ερμής και ο δαδούχος. Τους βγάζουν το δέρμα του ελαφιού, τους ραντίζουν με καθαρτήριο ύδωρ και, αφού τους ντύνουν με πάλλευκους λινούς χιτώνες, τους οδηγούν στον κατάφωτο ναό όπου τους περιμένει ο ιεροφάντης, ο μέγας αρχιερέας της Ελευσίνας, γέρος μεγαλοπρεπής, που φορά βασιλική πορφύρα.
Και τώρα ας αφήσουμε να μιλήοει ο Πορφύριος. Να πώς διηγείται την υπέρτατη μύηση των Ελευσίνιων:
«Στεφανωμένοι με μυρτιές μπαίνουμε μαζί με τους άλλους μύστες στον πρόναο —ακόμα τυφλοί. Αλλά ο ιεροφάντης, που μας περιμένει μέσα στον ναό, θα μας ανοίξει σε λίγο τα μάτια. Προηγουμένως όμως —τίποτα δεν πρέπει να γίνεται βιαστικά— παίρνουμε καθαρμό στον ιερό ναό. Γιατί με χέρια αγνά και αγνή καρδιά μάς καλούν να μπούμε στον ιερό περίβολο. Αφού μας οδηγήσουν μπροστά στον ιεροφάντη, εκείνος μας διαβάζει από ένα πέτρινο βιβλίο πράγματα που δεν πρέπει, επί ποινή θανάτου, ν' αποκαλύψουμε. Ας πούμε μονάχα πως ταιριάζουν με τον τόπο και την περίσταση. Θα γελούσατε ίσως αν τ' ακούγατε έξω από τον ναό. Εδώ μέσα θα χάνατε κάθε τέτοια όρεξη, ακούγοντας τον γέροντα, γιατί είναι πάντοτε γέροντας, και βλέποντας τα σύμβολα που σας αποκαλύπτει. Και δεν επρόκειτο καθόλου να γελάσει όταν η ίδια η Δήμητρα επιβεβαιώνει, με τη δική της γλώσσα και τα δικά της σημάδια, με τις απότομες ζωηρές αναλαμπές, τα σύννεφα που σωριάζονται πάνω σ' άλλα, ό,τι είδαμε και ακούσαμε από τον καθιερωμένο ιερέα της. Τέλος, ένα θαυμαστό φως γεμίζει τον ναό. Αντικρίζουμε τ' αγνά Ηλύσια Πεδία και ακούμε τους χορούς των μακάρων. Δεν είναι λοιπόν με εξωτερικά φαινόμενα ή με κάποια φιλοσοφική διδασκαλία, αλλά στ' αλήθεια και στην πραγματικότητα που ο ιεροφάντης γίνεται δημιουργός και αποκαλύπτει όλα τα πράγματα. Ο Ήλιος είναι ο δαδούχος του, η Σελήνη ο βοηθός του δίπλα -στον βωμό και ο Ερμής ο μυστικός του κήρυκας. Η τελευταία λέξη όμως ειπώθηκε: ΚΟΝΞ ΟΜ ΠΑΞ. Η τελετουργία τέλειωσε, κι εμείς έχουμε γίνει επόπτες για πάντα».
Τι έλεγε λοιπόν ο μέγας ιεροφάντης; Τι ήταν τα ιερά του λόγια, η υπέρτατη αυτή αποκάλυψη;
Οι μύστες μάθαιναν ότι η θεϊκή Περσεφόνη που την αντίκρισαν ανάμεσα στους τρόπους και τα μαρτύρια του Άδη, ήταν η εικόνα της ανθρώπινης ψυχής αλυσοδεμένη από την ύλη σε τούτη τη ζωή ή παραδομένη στην άλλη σε χίμαιρες ή και σ' ακόμα χειρότερες ταλαιπωρίες, αν ζώντας ήταν σκλάβος των παθών της. Η γήινη ζωή της είναι εξιλέωση ή δοκιμασία για παλαιότερες ζωές. Αλλά η ψυχή μπορεί να εξαγνιστεί με την αυτοπειθαρχία και μπορεί να θυμηθεί και να προμαντέψει με τη συντονισμένη προσπάθεια της έμπνευσης, της λογικής και της θέλησης που στην κατοχή τους θα 'ρθει όταν θα περάσει στο απέραντο υπερπέραν. Τότε μόνο η Περσεφόνη θα ξαναγίνει αγνή, φωτεινή, η άρρητη Παρθένα που μοιράζει φως και χαρά. Όσο για τη μητέρα της, τη Δήμητρα, ήταν στον συμβολισμό των μυστηρίων η θεϊκή διάνοια και η νοητική αρχή του ανθρώπου που πρέπει να ξαναβρεί την ψυχή του για να φτάσει την τελειότητα.


Αν πρέπει να πιστέψουμε τον Πλάτωνα, τον Ιάμβλιχο, τον Πρόκλο και όλους τους υπόλοιπους αλεξανδρινούς φιλοσόφους, οι εκλεκτότεροι από τους μύστες, την ώρα που ήταν μέσα στον ναό, έβλεπαν οράματα υπέροχου εκστατικού χαρακτήρα.
Αναφερθήκαμε στη μαρτυρία του Πορφύριου. Ας ακούσουμε και τον Πρόκλο:
«Σε όλες τις μυήσεις των μυστηρίων, οι θεοί (η λέξη δίνεται εδώ με την έννοια όλων των πνευματικών ταγμάτων) παρουσιάζονται με πολλές μορφές και αναφαίνονται κάτω από μεγάλη ποικιλία σχημάτων. Άλλοτε τους βλέπει κανείς σαν φως χωρίς σχήμα, και άλλοτε το φως αυτό περιβάλλεται ανθρώπινη μορφή. Άλλοτε πάλι παίρνει όψεις διαφορετικές».
Να και η μαρτυρία του Απουλήιου:
«Πλησίασα τα όρια του θανάτου κι έχοντας φτάσει στο κατώφλι της Περσεφόνης ξαναγύρισα, περνώντας ανάμεσα απ' όλα τα στοιχεία (στοιχειακά πνεύματα της γης, του νερού, του αέρα και της φωτιάς). Είδα τον ήλιο να λάμπει μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα με φως αστραφτερό, καθώς και τους θεούς του κάτω και του επάνω κόσμου που τους πλησίασα και τους πλήρωσα τον φόρο της ευσεβούς μου λατρείας».
Όσο αόριστες και αν είναι οι παραπάνω μαρτυρίες, είναι φανερό ότι αναφέρονται σε αποκρυφιστικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τη διδασκαλία των μυστηρίων, τα εκστατικά οράματα του ναού παράγονταν μέσω του πιο αγνού απ' όλα τα στοιχεία: με το πνευματικό φως που μοιάζει με την ουράνια Ίσιδα. Οι χρησμοί του Ζωροάστρη τ' ονομάζουν «η φύση που μιλάει από μόνη της», δηλαδή το στοιχείο εκείνο με το οποίο ο Μάγος δίνει στιγμιαία και ορατή έκφραση στη σκέψη και ομοίως χρησιμεύει για σώμα και για ρούχο των ψυχών, που είναι οι ωραιότερες σκέψεις του θεού. Γι' αυτό και ο ιεροφάντης, αν είχε τη δύναμη να παραγάγει τέτοια φαινόμενα, να φέρει τους μύστες σ' επαφή με τις ψυχές των ηρώων και των θεών (αγγέλων και αρχαγγέλων), εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με τον δημιουργό. Ο δαδούχος έμοιαζε με τον ήλιο, δηλαδή με τον υπερφυσικό φωτοδότη και ο Ερμής έμοιαζε με τον θείο λόγο που είναι ο ερμηνευτής του. Ό,τι και αν ήταν πάντως αυτά τα οράματα, στην αρχαιότητα όλοι συμφωνούσαν για το πόσο υπεράνθρωπη γαλήνη προξενούσαν οι τελευταίες αποκαλύψεις των Ελευσίνιων σε όσους τις άκουγαν. Τότε μια άγνωστη ευτυχία, μια υπεράνθρωπη ειρήνη κατέβαινε στις καρδιές των μυημένων. Η ζωή έμοιαζε νικημένη, η ψυχή απελευθερωμένη και ο τρομερός κύκλος των ζωών ολοκληρωμένος. Ξαναβρίσκονταν όλοι με αστραφτερή χαρά και άφατη βεβαιότητα μέσα στον αγνό αιθέρα της παγκόσμιας ψυχής.
Ξαναζήσαμε το δράμα της Ελευσίνας με την εσωτερική και απόκρυφη έννοια του. Έδειξα τον μίτο που οδηγεί μέσ' από τον λαβύρινθο. Έδειξα και τη μεγάλη ενότητα που κυριαρχεί στα πλούτη και στην πλοκή του. Με μια σοφή και κυρίαρχη αρμονία, ένας στενός δεσμός ένωνε τις διάφορες τελετές του θεϊκού δράματος που σχημάτιζαν το ιδεώδες κέντρο, τη φωτεινή εστία αυτών των θρησκευτικών τελετών. Έτσι, οι μυημένοι ταυτίζονταν λίγο λίγο με τη δράση. Από απλοί θεατές γίνονταν ηθοποιοί για ν' αναγνωρίσουν στο τέλος ότι το δράμα της Περσεφόνης ξεδιπλωνόταν μέσα τους. Και τι έκπληξη και τι χαρά σ' αυτή την ανακάλυψη! Αν αγωνίζονταν, αν υπόφεραν όπως κι εκείνη στην παρούσα ζωή, έτρεφαν ακριβώς όπως και η Περσεφόνη την ελπίδα να ξαναβρούν τη θεϊκή ευτυχία, το φως της μεγάλης Διάνοιας. Τα λόγια του ιεροφάντη, οι σκηνές και σι αποκαλύψεις του Ναού, τους έδιναν από τώρα μια γεύση.


Δεν χρειάζεται φυσικά να πούμε ότι καθένας αντιλαμβανόταν όλα αυτά ανάλογα με το επίπεδο της μόρφωσης και της πνευματικής του δύναμης. Γιατί, όπως λέει και ο Πλάτων, και αυτό αληθεύει για όλους τους καιρούς, υπάρχουν πολλοί που κρατάνε τον θύρσο και το ραβδί, λίγοι όμως είναι οι πραγματικοί εμπνευσμένοι.
Μετά την εποχή του Αλεξάνδρου, τα Ελευσίνια άρχισαν ως ένα βαθμό να σβήνουν από την παγανιστική παρακμή. Το εκπληκτικό βάθος τους όμως τα διέσωσε από τον χαμό που χτύπησε τους άλλους ναούς. Με το βάθος της μυστικής τους διδασκαλίας, με τη λαμπρότητα της σκηνοθεσίας τους, κατάφεραν να διατηρηθούν για τρεις αιώνες αντιμέτωπα με τον χριστιανισμό που ενισχυόταν. Μάζευαν γύρω τους όλους εκείνους τους εκλεκτούς, που, χωρίς ν' αρνιούνται ότι ο Ιησούς υπήρξε εκδήλωση κάποιας ηρωικής και θείας τάξης, δεν ήθελαν όμως να ξεχάσουν, όπως έκανε ήδη η τότε Εκκλησία, την παλαιά επιστήμη και την ιερή διδαχή. Χρειάστηκε ένα διάταγμα του Θεοδοσίου που απαγόρευε τις τελετές του ναού της Ελευσίνας, για να μπει τέλος σ' αυτή τη σεβαστή λατρεία όπου η μαγεία της ελληνικής τέχνης ευχαριστιόταν να ενσωματώνει τα ψηλότερα διδάγματα του Ορφέα, του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα.
Σήμερα το άσυλο της αρχαίας Δήμητρας έχει χαθεί χωρίς ίχνη στον σιωπηλό όρμο της Ελευσίνας, και η πεταλούδα, το έντομο της ψυχής που περνάει πάνω από τη θάλασσα τις μέρες της άνοιξης, θυμάται μόνη ότι εδώ άλλοτε η μεγάλη εξόριστη, η ανθρώπινη ψυχή, κάλεσε τους θεούς και αναγνώρισε την αιώνια πατρίδα της.
Πηγή
ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΣΥΡΕ «ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΥΣΤΕΣ»
Εκδ. ΚΑΚΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου