Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΡΩΜΙΟΙ ΣΤΟ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ



Ο κ. Στάθης Λεάνας, διευθυντής των νοσοκομείων Βαλουκλί όπου ανήκει και το ελληνικό γηροκομείο, μαζί με τον Βασίλη Λαμπρινάδη, που φιλοξενείται εκεί.

ΕΖΗΣΑΝ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ
Οι ξεχασμένοι Ρωμιοί στο γηροκομείο της Πόλης διηγούνται τις ιστορίες τους
Οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν δέκα και δέκα το πρωί. Φτάσαμε αργοπορημένοι, με καθυστέρηση μιάμισης ώρας, καθώς η κίνηση στην Κωνσταντινούπολη είναι αφόρητη.
Επιπροσθέτως, ο Τούρκος ταξιτζής που μας οδήγησε στον προορισμό μας, ατάραχος και χαλαρός καθ' όλη τη διαδρομή μονολογούσε: «τράφικ, πρόμπλεμ, μέτρο!», ενώ φρόντισε να διασχίσουμε όλες τις περιφερειακές λεωφόρους της Πόλης. Τα ξεχάσαμε όλα στη σάλα του ισογείου στο ελληνικό γηροκομείο μόλις άστραψαν τα χαμόγελα των ηλικιωμένων.
«Καλωσορίσατε. Από πού είστε;», μας ρωτούν.
«Ερχόμαστε από την Αθήνα, από την εφημερίδα "Εθνος"», τους εξηγούμε.
«Θα μας πάρετε συνέντευξη και θα βγάλετε φωτογραφίες;» αναρωτιούνται πίνοντας τον πρωινό καφέ τους.
Υπέροχα παλιά έπιπλα από περασμένες δεκαετίες δεσπόζουν στους διαδρόμους που περνάμε. Καθένα από αυτά κρύβει τη δική του ιστορία. Ιδιαίτερα ευγενής και υπομονετικός, ο κ. Στάθης Λεάνας, διευθυντής των νοσοκομείων Βαλουκλί όπου ανήκει και το ελληνικό γηροκομείο, μας υποδέχεται με ζεστασιά και ευθύς αμέσως μας ξεναγεί συστήνοντάς μας σε όσους από τους 92 ενοίκους είναι διαθέσιμοι.
Μας εκπλήσσει ευχάριστα το γεγονός ότι γνωρίζει την προσωπική ιστορία του καθενός προσωπικά. «Νιώθω υπερηφάνεια που είμαι διευθυντής εδώ. Είναι αρκετά δύσκολη εργασία αλλά προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Επισκέπτομαι σχεδόν κάθε μέρα το γηροκομείο, κάθομαι με τους ηλικιωμένους, τους συναναστρέφομαι, τους φέρνω εφημερίδες. Ορισμένοι δεν είναι σε θέση να μιλήσουν. Όσοι μπορούν, συζητούν μαζί μου και για το παρελθόν και για τη ζωή τους στην Κωνσταντινούπολη», υπογραμμίζει ο κ. Λεάνας.
Πίσω από την πύλη του ελληνικού γηροκομείο της Κωνσταντινούπολης κρύβονται δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες, όπως αυτές που μας διηγούνται ο Λεωνίδας Αστέρης, ο Αρης Τσιουφάς και η Μαρία Τσαβνταριάν, όλοι τους Ελληνες της Πόλης που έχουν ζήσει γεγονότα που σήμερα μας μοιάζουν πολύ μακρινά...
Το συγκρότημα των νοσοκομείων Βαλουκλί απαρτίζεται από το γηροκομείο κι ένα νοσοκομείο ξακουστό σε όλο τον κόσμο γιατί εκτός από τις ψυχιατρικές κλινικές του φιλοξενεί δύο αποτελεσματικές κλινικές στην αποθεραπεία από την εξάρτηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών.
Τα νοσοκομεία Βαλουκλί, που ιδρύθηκαν το 1753, συμπληρώνουν φέτος 253 χρόνια ζωής. Φτιάχτηκαν από τον Ελληνισμό της πόλης προκειμένου να περιθάλπουν τους Ρωμιούς, ενώ στον χώρο όπου βρίσκονται σήμερα, στο Επταπύργιο, μεταφέρθηκαν το 1850 από τον Γαλατά.




«Κάθε Κυριακή περπατούσαμε έως τη γέφυρα του Γαλατά Σεράι»
Μόλις τρεις μέρες πριν, ο Αρης Τσιουφάς γιόρτασε τα γενέθλιά του. Γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1947 σε μια γειτονιά της Πόλης. Τα τελευταία οχτώ ή 11 χρόνια τού εύχονται χρόνια πολλά οι συγκάτοικοί του και το προσωπικό στο γηροκομείο όπου διαμένει μόνιμα. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που οι γονείς του έφυγαν από τη ζωή ενώ ο ίδιος δεν απέκτησε δική του οικογένεια.
«Κανείς δεν έμεινε στην οικογένειά μου και μια μέρα μου είπαν οι φίλοι μου: Να μη σε βρούμε στο σπίτι πεθαμένο. Το πιο σίγουρο μέρος είναι το νοσοκομείο. Έτσι, ήρθα. Εδώ έχουμε τους γιατρούς, καλό φαγητό και ύπνο. Επίσης αν αρρωστήσουμε μας κοιτάζουνε. Έρχονται εντός μιας ώρας να μας κάνουν καλά. Κανέναν δεν έχω στη ζωή. Μόνο δύο ξαδέρφια, ο ένας είναι στη Γερμανία και έχω να τον δω από το 1955, ενώ η ξαδέρφη μου βρίσκεται στον Καναδά. Τελευταία φορά τη συνάντησα όταν ζούσε και η μάνα μου, το 2004, που ήρθαν να μας επισκεφθούν. Ύστερα, ούτε είδηση πήρανε». Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον Άγιο Στέφανο και στο Πέρα. Αναπολώντας εκείνες τις ξέγνοιαστες μέρες θυμάται με νοσταλγία τις χρυσές εποχές της Πόλης.
«Ευτυχία είχαμε, πλούτη είχαμε. Κάθε Κυριακή στο Πέρα, όλη η Ρωμιοσύνη, αγόρια - κορίτσια, περπατούσαν από την πλατεία Ταξίμ έως τη γέφυρα του Γαλατά Σεράι για να κανονίσουν πού θα κάνουν πάρτι. Τη μια εβδομάδα το πάρτι γινόταν στο σπίτι του ενός, την επόμενη στο σπίτι κάποιου άλλου. Έπιναν τσάι και γλεντούσαν αναμεταξύ τους. Πάνω - κάτω, γνωριζόμασταν όλοι οι Ρωμιοί».
Μοιραία, η κουβέντα οδηγείται και στους διωγμούς. «Ήταν πολύ άσχημα. Και οι ντόπιοι ήταν πολύ συγχυσμένοι γιατί διώξανε τη Ρωμιοσύνη. Τότε ήμουν 17-18 χρονών. Ήταν μια πολιτική, ένα πολιτικό νούμερο του Ισμέτ Ινονού, τότε ήταν πρωθυπουργός στην Τουρκία. Όλοι αρχέψανε να φεύγανε, τα σπίτια παρατήσανε άδεια, ύστερα βάλανε να μην πωλούν τα σπίτια τους, οι Χριστιανοί, οι Ρωμαίοι και οι Αρμεναίοι και μπήκανε οι... στα σπίτια μέσα, καθίσανε χωρίς λεφτά. Ύστερα, αρχέψανε, τώρα μπορούν και τα πωλούν», μας εξιστορεί έκδηλα συγκινημένος ο κ. Τσιαφάς.
«Μας ρημάξανε τα σπίτια, κάνανε κακίες, τα θυμόμαστε όλα...»
Η κ. Μαρία Τσαβνταριάν δεν αποτελεί μόνιμη κάτοικο του γηροκομείου. Φιλοξενείται περιστασιακά, όποτε χρειάζεται θεραπεία στο νοσοκομείο. «Μπήκα, βγήκα κάνα δύο φορές. Έβγαλα πληγές στα πόδια μου από τη στεναχώρια και τη ζάχαρη. Έμεινα έντεκα μήνες. Ύστερα, έφυγα αλλά έσπασα το πόδι μου και ξαναήρθα. Τώρα είναι η τρίτη φορά που βρίσκομαι στο γηροκομείο. Δεν είχαμε λεφτά να πλαγιάσω σε μεγαλύτερο νοσοκομείο κι ο Πατριάρχης μας, να 'ναι καλά, δεν μ' άφησε».
 Ζει στο νησί, Αντιγόνη, μαζί με τον σύζυγο και το γιο τους. «Έχω μια Τουρκαλίτσα, πολύ καλή μου φίλη και με σπασμένο χέρι, πάει και βοηθάει τον άντρα μου, τους ψήνει φαΐ».
Ως παιδί πέρασε όμορφα και ανέμελα χρόνια στην Πόλη. «Η περιφέρεια που ζούσαμε ήταν πολύ κοσμοπολιτάν. Και Ρωμιοί είχε, και Αρμεναίοι είχε, και Τούρκοι είχε. Κάναμε καλή παρέα».
Έζησε τους διωγμούς στην εφηβεία της και οι μνήμες είναι ακόμη ζωντανές. «Κλάματα, στεναχώριες, πολλά πράματα και διάφορα. Μεγάλη πίκρα είχε πέσει στην οικογένειά μας γιατί χωρίσαμε μετά τόσα χρόνια. Τα ξαδέρφια μου ήταν όλα μικρά. Ναι, τα θυμάμαι, τα θυμάμαι. Κλαίγαμε, όλοι κλαίγαμε, είχαμε δύσκολες μέρες», περιγράφει με τον πόνο αποτυπωμένο στο πρόσωπό της, ενώ συνεχίζει σχεδόν μονολογώντας: «Μας εξηγούσαν οι μεγάλοι και τα θυμούμαστε... Πώς ρημάξανε τα σπίτια, πώς κάνανε κακίες, όλα τα θυμούμαστε. Πολύ κλάμα, όσο και να 'ναι, για τους συγγενείς καίγεται το μέσα σου».
Μπήκε στο πανεπιστήμιο με υποτροφία για να σπουδάσει γαλλική φιλολογία αλλά τα άφησε στη μέση. «Εκεί, το '70, είχαμε πάρα πολλή αναρχία, πολύ δύσκολες μέρες, βόμβες και τα λοιπά. Και η μαμά δεν θέλησε με κανένα τρόπο να συνεχίσω. Χαραμίστηκαν πολλά παιδιά, δηλαδή αναγκαστήκαμε και φύγαμε από τα σχολεία μας».
«Αποχωρίστηκα τον αδελφό μου την ημέρα των απελάσεων»
Στην άκρη του μεγάλου διαδρόμου στο ισόγειο του γηροκομείου, έξω από μια αίθουσα που έχει διαμορφωθεί η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων για να ακούουν κάθε Σάββατο τη λειτουργία οι ηλικιωμένοι -κάποιες φορές, μάλιστα, χοροστατεί ο ίδιος ο Πατριάρχης-, συναντήσαμε τον κ. Λεωνίδα Αστέρη καθισμένο σε μια καρέκλα. Υπήρξε, για περισσότερο από 30 χρόνια, ο Άρχων Πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Δυστυχώς ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον έχει καθηλώσει στην αναπηρική καρέκλα και δεν του επιτρέπει να μιλάει.
Δίπλα του στέκεται ο αδελφός του, ο κ. Σταύρος, ο οποίος ήρθε στην Πόλη από τη Θεσσαλονίκη για να τον επισκεφθεί. Το φωνητικό ταλέντο που απλόχερα χάρισε ο Θεός στον Λεωνίδα Αστέρη, οι εξαιρετικές του ερμηνείες, η ηρεμία, η ευλάβεια και η προσήλωση στην Πατριαρχική παράδοση, καθώς και η ισχυρή προσωπικότητά του άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα του στο Πατριαρχικό αναλόγιο και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για όλο τον ιεροψαλτικό κόσμο, μας είπε με περισσή περηφάνια ο κ. Σταύρος. «Χωριστήκαμε το '64 με τις απελάσεις, όταν αναγκάστηκα να φύγω για τη Θεσσαλονίκη. Ο Λεωνίδας, τότε, ήταν καταπληκτικός τενόρος, πώς θα 'φευγε;». Μέχρι πριν από έξι μήνες που είχε επικοινωνία και μπορούσε να μιλήσει, o κ. Λεωνίδας Αστέρης ονειρευόταν ότι θα αγοράσει μια μονοκατοικία στη Θεσσαλονίκη και με ένα πιάνο θα διδάσκει αφιλοκερδώς βυζαντινή μουσική αλλά και φωνητική σε παιδιά. Η εξέλιξη της υγείας του δεν θα του δώσει αυτή την ευκαιρία.
«Κατάγομαι από το χωριό της Λωξάντρας»
«Εδώ είναι ο τόπος μου, βρίσκομαι εκεί που πρέπει», μας είπε ο κ. Βασίλης Λαμπρινιάδης μετά το καλωσόρισμα. Γεννήθηκε πριν από 81 χρόνια όπως δηλώνει, στο Μακροχώρι, το χωριό της Λωξάντρας. «Ήταν θέρετρο εκείνα τα χρόνια, ερχόταν για παραθερισμό ο κόσμος από το κέντρο της πόλης». Από τα Σεπτεμβριανά, το '55, θυμάται τις καταστροφές σε καταστήματα, εκκλησίες, νεκροταφεία. Ήταν 20 χρόνων παλικάρι.
«Ήταν γνωστό ότι βάλανε βόμβα στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη και από το βράδυ ήταν ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα. Ο κόσμος, οι Ρωμιοί ήταν ανήσυχοι. Δηλαδή, κάτι περιμέναμε, κάτι θα συμβεί. Όταν ακούμε για το σπίτι του Κεμάλ τον οποίο εδώ τον προσκυνάνε, σίγουρα κάτι θα περιμέναμε. Ήταν τότε και τα Κυπριακά. Θυμάμαι που κατέστρεψαν ένα μεγάλο μαγαζί Ρωμιών στην πλατεία Ταξίμ γιατί έλεγαν ότι ο ιδιοκτήτης έστελνε χρήματα στην Κύπρο για βοήθεια. Οπότε άναψαν τα αίματα εκεί και έγιναν καταστροφές σε όλη την πόλη. Αλλά όπως φαίνεται αυτό ήταν οργανωμένο γιατί τα σπίτια ήταν σημαδεμένα. Αλλά όχι και σε τέτοιο βαθμό. Αυτοί το παραξηλώσανε. Με τα φορτηγά, με τα λεωφορεία φέρανε κόσμο και έγινε χαμός» εξιστορεί ο χειμαρρώδης κ. Βασίλης.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΧΡΥΣΑ ΚΛΕΙΤΣΙΩΤΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΡΗΣ
http://www.ethnos.gr/diethni/arthro/oi_ksexasmenoi_romioi_sto_girokomeio_tis_polis_diigountai_tis_istories_tous-64561115/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου