Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Η δίκη των έξι, η εκτέλεση και η αθώωση




Η δίκη των έξι, η εκτέλεση και η αθώωση

15.11.1922: Εκτελούνται στου Γουδή οι «6», ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο στρατιωτικός και πολιτικός, Γεώργιος Μπαλτατζής, 54 ετών, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, 62 ετών, μηχανικός, Πρωθυπουργός από τη Νάξο, ο Γεώργιος Χατζηανέστης, 59 ετών, στρατιωτικός, ο Δημήτριος Γούναρης, Πατρινός, 59 ετών, πρώην πρωθυπουργός, ο Νικόλαος Θεοτόκης, 44 ετών, πολιτικός, Υπουργός Δικαιοσύνης και Ναυτικών (1921-22), ο Νικόλαος Στράτος, 50 ετών, Πρωθυπουργός (1922). Σε ισόβια καταδικάζονται οι Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός.

 Στις 31 Οκτωβρίου του 1922 άρχισε η πολύκροτη δίκη στην αίθουσα της παλιάς Βουλής.

Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΙ: Κάθαρση ή Κατάρα;

της Χριστιάννας Λούπα

«Την 11ην και 30΄π.μ. της σήμερον, εις τον παρά τω Γουδί χώρον εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των έξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιον των Πέντε πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, ως και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί, μεταφερθέντες πάραυτα, εις το Α΄ Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεώς των, ουδέν είπον».
Ανακοινωθέν Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου

15 Νοεμβρίου 1922
Ένας γκρίζος ουρανός σκέπαζε την παγωμένη Αθήνα εκείνο το πρωινό. Οι μέρες ήταν θλιβερές και πένθιμες. Η Ελλάδα ολόκληρη μαυροντυμένη θρηνούσε τα παιδιά της. Τα παιδιά της εκείνα που είχαν χαθεί στη Μικρασιατική Εκστρατεία, που σφαγιάστηκαν ανελέητα κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, αλλά κι εκείνα που μαρτύρησαν στο Ολοκαύτωμα της Σμύρνης
Δεν είχαν περάσει δυο μήνες από τη συμφορά, όταν στις 31 Οκτωβρίου 1922, άρχισε η πολύκροτη Δίκη των Έξι ή για την ακρίβεια των Οκτώ, (οι κατηγορούμενοι Στρατηγός και Γούδας καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά), η «δίκη των μεγάλων ενόχων», όπως έλεγε ο Πλαστήρας. Στρατιώτες  και καραβάνια προσφύγων – των τυχερών εκείνων που επέζησαν – κατακλύζουν τη μητέρα πατρίδα. Στα μάτια τους αντιφεγγίζουν ακόμα οι φωτιές της Σμύρνης. Τα πτώματα που επιπλέουν στο νερό, ο καπνός, τα ερείπια, η αγριότητα, η αντάρα, ο θάνατος δεν φεύγουν στιγμή απ’ το μυαλό τους. Ανέστιοι και ξεριζωμένοι, θα προσπαθήσουν να κλείσουν τις πληγές και να συναρμολογήσουν ξανά τη ζωή τους.
Τα πάνω έχουν έρθει κάτω. Έριδες ταλανίζουν τη μικρή μας χώρα, που είναι διχασμένη σε δύο στρατόπεδα: τους Κωνσταντινικούς και τους Βενιζελικούς. Οι κυβερνήσεις ανεβοκατεβαίνουν. Ο ένας τα ρίχνει στον άλλον. Παρ’ όλα αυτά, μια φωνή αντηχεί πέρα ως πέρα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα: να πληρώσουν οι υπαίτιοι!
Όμως πολλά και διάφορα ήταν τα αίτια της μικρασιατικής καταστροφής, άμεσα και έμμεσα, όπως η μακροχρόνια παράταση του πολέμου, η βαθιά διαίρεση του σώματος των αξιωματικών, η καλή οργάνωση του κεμαλικού στρατού κι ο οικονομικός πόλεμος που κήρυξαν στη χώρα μας οι Σύμμαχοι μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Η δίκη αυτή λοιπόν δεν αποσκοπούσε παρά στην ικανοποίηση της λαϊκής οργής και την αποκατάσταση του γοήτρου του στρατού.
Τα πάθη κοχλάζουν και τυφλώνουν. Κι όταν το αίμα είναι ακόμα νωπό, σίγουρα η απόσταση από την αλήθεια είναι μεγάλη. «Δύο είναι οι εχθροί της ορθής σκέψης: το τάχος και η οργή», είχε παρατηρήσει κάποτε ο Διόδοτος, που στην προκειμένη περίπτωση επαληθεύεται πανηγυρικά.


Πράγματι, μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία εξερράγη στρατιωτική επανάσταση υπό τον Ν. Πλαστήρα στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, που ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί. Η επαναστατική αυτή κυβέρνηση ωστόσο είναι αποφασισμένη να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και να καθίσει τους, κατά τη γνώμη της, υπαίτιους στο σκαμνί. Έτσι συγκροτήθηκε το Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο, με πρόεδρο τον υποστράτηγο Οθωναίο, που έβγαλε και την ετυμηγορία. Οι Έξι κρίθηκαν ένοχοι για εσχάτη προδοσία.
Μια μάλλον άγνωστη όμως πτυχή των γεγονότων εκείνων, που θέτει πληθώρα ακόμα ερωτηματικών για το κατά πόσο εκτελέστηκαν οι πραγματικοί ένοχοι, είναι η περίπτωση του Πρίγκιπα Ανδρέα. Ο «βασιλόπαις», όπως επιθυμούσε να τον αποκαλούν, είχε πάρει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως υποστράτηγος, διοικώντας την ΧΙΙ Μεραρχία και στη συνέχεια προήχθη σε αντιστράτηγο και ανέλαβε τη διοίκηση του Β΄ Σώματος Στρατού. Από το σημείο όμως αυτό και μετά αρχίζουν τα προβλήματα. Ο Πρίγκιπας ήρθε σε ρήξη με τους επιτελείς του, όταν ο αρχιστράτηγος Παπούλας διέταξε το Β΄ Σώμα Στρατού να προχωρήσει κι εκείνος κράτησε το Σώμα στάσιμο για 12 ημέρες, μη εκτελώντας τη διαταγή, γιατί θεωρούσε ότι έτσι έπρεπε να γίνει.


Παρ’ όλα αυτά η οριστική ρήξη, που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει, ήρθε όταν ο Παπούλας, αναμένοντας επίθεση εναντίον του Γ΄ Σώματος και σχεδιάζοντας να αιφνιδιάσει τον Κεμάλ με ταυτόχρονη επίθεση των δύο άλλων Σωμάτων, διέταξε τον Ανδρέα να κινηθεί. Όμως εκείνος είχε πάλι τη δική του άποψη! Μετακίνησε το Σώμα του πίσω από το Γ΄ Σώμα, αφήνοντας τελείως ακάλυπτο το Α΄ Σώμα, που έπαθε πανωλεθρία. Κατόπιν τούτου ο Πρίγκιπας αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Τρικούπη. Ήταν όμως πολύ αργά.
Τέσσερις μέρες μετά την εκτέλεση των έξι ωστόσο, έγινε η δίκη του «βασιλόπαιδος», που ολοκληρώθηκε αυθημερόν. Το Στρατοδικείο τον έκρινε ένοχο παμψηφεί, αναγνωρίζοντάς του όμως ελαφρυντικά λόγω απειρίας. Καταδικάστηκε σε καθαίρεση και ισόβια εξορία. Οι Άγγλοι μάλιστα είχαν υποσχεθεί έκτακτη οικονομική βοήθεια για την περίθαλψη των προσφύγων, εάν η δίκη είχε θετική εξέλιξη για τον Ανδρέα. (Σημείωση: Ο Ανδρέας ήταν παντρεμένος με την Αγγλίδα πριγκίπισσα Αλίκη και ήταν πατέρας του σημερινού Φίλιππου της Αγγλίας).
Τελικά ο Πρίγκιπας κατέληξε να ζει μόνος του στο Μόντε Κάρλο και    τι  παράξενο!    εκεί  ακριβώς  είχε  καταφύγει και  μια  άλλη αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αντιπαθής και μισητή στο λαό της Ιωνίας, ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης. Και οι δυο τελούσαν υπό την προστασία των Άγγλων.
Το σίγουρο είναι άλλωστε πως αν δεν είχε γίνει η εκτέλεση η ροή της Ιστορίας θα ήταν διαφορετική. Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου από τη Λοζάνη, που προσπαθούσε να αποτρέψει το γεγονός, έφτασε πολύ αργά. Ακόμα κι ο αδιάλλακτος Πάγκαλος θα ομολογήσει μετά από χρόνια: «Δεν διέπραξαν οι τυφεκισθέντες συνειδητήν προδοσίαν, όπως εκατηγορήθησαν, αλλά υπήρξαν μοιραία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος κατά τας κρισίμους στιγμάς».
Επίσης ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς παρατηρεί: «Η αιματοχυσία εκείνη, άσκοπη και χωρίς επιπτώσεις κάποιας κάθαρσης είχε ως αποτέλεσμα να αναζωπυρωθεί ο παλαιός Διχασμός του λαού και να ανοιχθούν κατάστιχα πολιτικών αντεκδικήσεων στο χώρο του αντιβενιζελισμού και του βενιζελισμού, που ταλάνισαν τη χώρα με διαφορετική κάθε φορά μορφή και κίνητρα ως τον πόλεμο του 1940 – 41, την Κατοχή, τα μεταπελευθερωτικά χρόνια του εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας των συνταγματαρχών»
Όπως και να ΄χει πάντως το πράγμα, η εκτέλεση των έξι, που όλοι είχαν πιστέψει ότι θα λειτουργούσε σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης του ασφυκτικού κλίματος, έριξε περισσότερο λάδι στη φωτιά, αναζωπυρώνοντας τα πάθη και ζωντανεύοντας ξανά το φοβερό εφιάλτη του Διχασμού, που θα εξακολουθεί να αιωρείται στο ιστορικό υποσυνείδητο του Έθνους για πολλά χρόνια ακόμα.
www.inArcadia.gr

Οι τελευταίες τραγικές στιγμές των "εξι" και η εκτέλεση - δολοφονία τους στο Γουδί (16 Νοεμβρίου 1922)
Οι τελευταίες στιγμές των "έξι" με τις οικογένειες τους


Δημήτριος Γούναρης

Μέσα στο δωμάτιο του αρρώστου κρατούμενου πολιτικού αγρυπνούσαν στο προσκεφάλι του η αδελφή του Αμαλία Κανελλοπούλου (μητέρα του Παν. Κανελλόπουλου), η σύζυγος του ανιψιού του Βασίλη Σαγιά, ο γαμπρός του Κανέλλος Κανελλόπουλος, και ο επίσης συγγενής του γιατρός από την Πάτρα Ιω. Βλάχος, που έμενε άφωνος και απελπισμένος.
Σε μια στιγμή ο Γούναρης συνέρχεται από τον λήθαργο και βλέπει την αδελφή του να τον φιλάει με πολλή διακριτικότητα στο μέτωπο για να μην του ταράξει τον ύπνο.
-Αμαλία έκανες τόσο κουραστικό ταξίδι για να έλθεις;
Στις 7 το πρωί δυο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα ένοπλους στρατιώτες στάθμευσαν μπροστά στην κλινική. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έφθασαν ένα άλλο φορτηγό κλεισμένο από τις τρεις πλευρές, που είχε μεταβληθεί σε νοσοκομειακό όχημα, κι ένα επιβατικό γεμάτο αξιωματικούς της Χωροφυλακής.
Ο ταγματάρχης Εμμ. Κατσιγιαννάκης, εκτελώντας καθήκοντα υποδιευθυντού της αστυνομίας, ανέβηκε τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλιά της κλινικής. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στον Κανελλόπουλο και στον γιατρό Βλάχο και τους είπε:
-Έχω διαταγήν να μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ τον κύριον Πρόεδρον...
Ο Κανελλόπουλος κι ο Βλάχος με μια φωνή απάντησαν;
-Αυτό είναι αδύνατον, ο πυρετός είναι υψηλός. Μόλις δια των ενέσεων συγκρατείται ο ασθενής εις την ζωήν...
Ο Κατσιγιαννάκης τους κοίταξε βλοσυρά:
-Εγώ δεν ξέρω τίποτα απ' αυτά. Έχω διαταγές και θα τις εκτελέσω...
Οι άλλοι επέμειναν:
-Εμείς όμως αδυνατούμεν να σας τον παραδώσωμεν...
-Τότε θα τον μεταφέρω βιαίως...
Οι διαπληκτισμοί γίνονταν έξω απ' το δωμάτιο του μελλοθανάτου.
Ο Γούναρης άκουσε τον θόρυβο και κάλεσε τον γαμπρό του να πληροφορηθεί τι συμβαίνει.
-Ο υποδιευθυντής της αστυνομίας ζητά να σας μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Κατσιγιαννάκης, πλησίασε τον ασθενή και του είπε:
-Κύριε Πρόεδρε, σηκωθείτε! θα σας μεταφέρωμεν!
-Θα σηκωθώ. Περιμένετε να ενδυθώ, απήντησε ο Πατρινός πολιτικός.
Μόλις ο Κατσιγιαννάκης βγήκε απ' το δωμάτιο, ο Γούναρης σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και ζήτησε να τον βοηθήσουν να ντυθεί. Μόλις φόρεσε το πουκάμισο του, κλονίστηκε, κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι.
Σε λίγα λεπτά σηκώθηκε και πάλι. Κι ενώ η αδελφή του κι η ανιψιά του τον βαστούσαν να φορέσει το γιλέκο και το κολλάρο του, ο Γούναρης χτένισε τα μαλλιά του κοιτάζοντας σ' ένα καθρεφτάκι που κρατούσε ο Βλάχος.
Επειδή ο πυρετός είχε ανέβει 39.6, ο γιατρός του έκανε μια καρδιοτονωτική ένεση, και κατόπιν του φόρεσαν το σακκάκι.
Ύστερα κάθησε κι έγραψε σ' ένα χαρτί τη διαθήκη του.
«Ό,τι απομένει εκ της μικρός περιουσίας μου μετά την αφαίρεσιν των χρεών μου, αφήνω εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Κανελλόπουλον, ον καθιστώ γενικό κληρονόμον, προς καλυτέραν αποκατάστασιν της κόρης του, ανεψιάς μου Μαρίας. Εις τον Δήμον Πατρέων την βιβλιοθήκην μου, και εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή δέκα χιλιάδες δραχμών.
Μόλις το φορείο που μετέφερε τον Γούναρη έφθασε στις φυλακές Αβέρωφ, τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι του κελιού. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ήσαν εκεί κρατούμενοι, έτρεξαν αμέσως κοντά του για να του δώσουν κουράγιο. Ο Χαρ. Βοζίκης τον χάιδεψε. Ο πρώην πρωθυπουργός του χαμογέλασε:
-Φοβάσαι μη χάσω το θάρρος μου; θα αντιμετωπίσω τον θάνατον μεθ' όλου του θάρρους. Έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Έκαμα τον απολογισμό μου. Επεσκόπησα όλο το παρελθόν μου. Εύρον ότι ως πολιτικός έπραξα ό,τι ηδυνήθην δια την πατρίδα μου. Εύρον ότι ως άνθρωπος ουδένα εν γνώσει έχω αδικήσει...
Και γυρίζοντας προς τον Ξενοφ. Στρατηγό, που είχε γλυτώσει τη θανατική ποινή, του είπε:
-Για μένα το περίμενα. Αλλά για τους άλλους δεν το εφανταζόμουν.


Νικόλαος Στράτος

Ο Νικόλαος Στράτος, που μέχρι το τέλος της δίκης ήταν αισιόδοξος, όταν έγινε γνωστή η θανατική ποινή, έμεινε άφωνος. Οι δικοί του τον είχαν περικυκλώσει, η μητέρα του έκλαιγε γοερά, πράγμα που
Νικόλαος Στράτος
τον συνέτριβε ψυχικά. Παίρνοντας τον γιο του Ανδρέα (τον μετέπειτα υπουργό) απ' το χέρι, του είπε:
-Άκουσε Ανδρέα. Να μη μισήσεις κανένα. Δι' αυτούς μόνον η απεριόριστος βδελυγμία αρκεί. Και μιαν συμβουλήν πατρικήν σου δίδω παιδί μου: Να μη πολιτευτείς ποτέ.
Ύστερα γύρισε στη γυναίκα του:
-Να φροντίσης για τα παιδιά. Να πουλήσεις ό,τι μας μένει, και να φύγεις απ' την Ελλάδα...



Γεώργιος Μπαλτατζής

Στον διάδρομο των φυλακών ο Γ. Μπαλτατζής βημάτιζε νευρικά, ενώ γύρω του η γυναίκα και τα παιδιά του έκλαιγαν. Τους μοίρασε ό,τι μικροπράγματα είχε πάνω του κι ετοιμάσθηκε να δώσει στη γυναίκα του και τη βέρα του, αλλά μετάνιωσε.
-Αυτό άφησε με να το κρατήσω ακόμη. Έζησα τόσο ευτυχισμένα μαζί σου, ώστε δεν θέλω να σε αποχωρισθώ ως την τελευταία μου πνοή. Θα σου την φέρουν ύστερα...
Ο Μπαλτατζής έριξε ένα βλέμμα λατρείας στα παιδιά του:
-Ξέρετε εσείς πώς υπηρέτησα την πατρίδα μου. Μία είναι η θέλησίς μου: Να μην επιζητήσετε ποτέ δημόσιον υπηρεσίαν. Ασχοληθείτε εις ο,τιδήποτε άλλο, αλλά μη ζητήσετε να διαχειριστείτε δημόσιον αξίωμα...
Κι ύστερα από μικρή σκέψη πρόσθεσε:
-Όσο γι' αυτούς που με σκοτώνουν, αφήστε τους. Είναι μικροί και ταπεινοί άνθρωποι, ανάξιοι να σκεφτούν κάτι ανώτερον. Εγώ τους συγχωρώ, περιφρονήστε τους κι εσείς.
Ο Μπαλτατζής φίλησε τα παιδιά του και τους ψιθύρισε:
-Τον νουν σας στη μητέρα σας...
Ύστερα στράφηκε προς τον γυναικάδελφο του στρατηγό Σούτσο:
-Σεις όταν θα ιδείτε τον Βασιλέα - τον Κωνσταντίνο εννοώ - να ειπείτε εκ μέρους μας το "Χαίρε Καίσαρ! Οι μελλοθάνατοι σε αποχαιρετούν»!...


 Νικόλαος Θεοτόκης 

Ο Νικόλαος Θεοτόκης (γιος του παλιού πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, αδελφός του Τζων Θεοτόκη και θείος του Σπύρου Θεοτόκη) προσπαθούσε να παρηγορήσει την ημιλιπόθυμη σύζυγό του.
Νικόλαος Θεοτόκης
-Μην κλαις! Σου το ζητώ ως τελευταία χάριν! Συ, που υπήρξες τόσο καλή, μην μου αρνείσαι αυτήν τη χαρά...
Εκείνη μέσα απ' τους λυγμούς και τα αναφυλλητά της, επανελάμβανε:
-Πες μου Νίκο... Φαντάζεσαι ότι θα εκτελεστείς;
-Σου είπα κι άλλοτε... Απ' αυτούς όλα έπρεπε να τα περιμένωμεν...
Ένας θόρυβος από τον διάδρομο τους έκανε να γυρίσουν. Από το βάθος ερχόταν ο Γούναρης υποβασταζόμενος απ' τον γαμπρό του Κανέλλο Κανελλόπουλο. Έκανε πρόβα αν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ο Γούναρης με αργά κλονισμένα βήματα πέρασε μπροστά από τα κελιά που ήσαν κλεισμένοι ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Χαρ. Βοζίκης, ο Στάης, ο στρατηγός Κωνσταντινόπουλος, ο δημοσιογράφος Νικ. Κρανιωτάκης και οι άλλοι του μετανοεμβριανού καθεστώτος.Τους κοίταξε από τα μικρά γυάλινα παράθυρα των κελιών. Κι εκείνοι τον κοιτούσαν με θλίψη. Δεν ξέραν τι να του πουν, πώς να τον παρηγορήσουν. Ο Μπαλτατζής έδωσε στον ναύαρχο Γούδα το ρολόι του και το δακτυλίδι του με την παράκληση να τα δώσει στα παιδιά του.

 Αγωνία πριν την εκτέλεση
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο κελί ο υποδιευθυντής της αστυνομίας Κατσιγιαννάκης και απευθυνόμενος προς τον Γούδα του είπε:
-Κύριε ναύαρχε, πηγαίνετε να τους πείτε, ότι η εκτέλεσις έχει ορισθεί για τις ένδεκα το πρωί...
Ο Γούδας εξαγριώθηκε.
-Κύριε ταγματάρχα, είσθε ανυπόφορος με τις προτάσεις σας. Να πάτε να το πείτε μόνος σας.
Ο Κατιγιαννάκης δεν τόλμησε! Ανέθεσε σ' έναν ανθυπομοίραρχο να μπει στον θάλαμο των μελλοθανάτων και να μεταδώσει το "μήνυμα"!
Ο ανθυπομοίραρχος απάντησε ταραγμένα:
-Κύριε Θεοτόκη, πρέπει να ειδοποιηθείτε ότι εις τας ένδεκα θα μεταφερθείτε...
-Έχει καλώς!... τον έκοψε ο κατάδικος πολιτικός.
Όταν στις 11 το πρωί έφθασε η στιγμή της αναχωρήσεως σημειώθηκαν συγκλονιστικές σκηνές μέσα στα κελιά των μελλοθανάτων.
Η σύζυγος του Στράτου, η κόρη του Δόρα, η ηλικιωμένη μητέρα του ξέσπασαν σε δυνατούς λυγμούς. Το ίδιο έγινε και με τους συγγενείς των άλλων. Με δυσκολία οι μελλοθάνατοι κρατούν την ψυχραιμία τους και επιτάσσουν σιγή.
-Είναι καιρός να φύγετε, είπε σ' όλους τους συγγενείς ο Γούναρης.
Οι μελλοθάνατοι φόρεσαν τα παλτά και τα καπέλα τους και άρχισαν ν' αποχαιρετούν τους οικίους τους. O ανθυπομοίραρχος παρακάλεσε τον Γούναρη να ξαπλωθεί στο φορείο, αλλ' εκείνος αρνήθηκε;
-Θα περπατήσω, είπε απλά.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο κελί του, φίλησε στοργικά τους ανιψιούς του (τον ναύαρχο Τυπάλδο και τη σύζυγο του).
-Χαίρετε. Κοκό φεύγω. Μαρία μου!
Και κατόπιν προχώρησε με δυσκολία, διότι μόλις κατόρθωνε να συγκρατείται όρθιος από τον πυρετό. Στην κεντρική πόρτα των φυλακών περίμεναν δυο μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες. Στο ένα διακρινόταν η κάνη πολυβόλου. Άλλα δυο νοσοκομειακά αυτοκίνητα - κενά και κλειστά απ' όλες τις πλευρές ήσαν από πίσω και στη συνέχεια αλλά στρατιωτικά και μερικά ιδιωτικά. Μέχρις ότου επιβιβασθούν οι μελλοθάνατοι ο Στράτος έβγαλε από την τσέπη του την αργυρά σιγαροθήκη του και πρόσφερε τσιγάρο στον Γούναρη.
Εκείνος δίστασε να το πάρει, αλλά τελικά τ' αποφάσισε.
-Ας είναι... Το παίρνω, αν και οι ιατροί μου απηγόρευσαν να καπνίζω αφ' ότου ησθένησα!...
Και προτού κατέβει τη σκάλα, στράφηκε προς τα δύο πρώτα κελιά και χαιρέτησε άλλη μια φορά τον Π. Τσαλδάρη, τον Βοζίκη, τον Τσόντο, τον Βάρδα, τον Σκλαβούνο και τον Κρανιωτάκη.

Η πομπή προς τον Θάνατο
Σε λίγο η θλιβερή πομπή ξεκίνησε. Προπορευόταν ένα φορτηγό, μετά δυο νοσοκομειακά, ένα άλλο φορτηγό με την κάνη του πολυβόλου προτεταμένη και την πομπή έκλειναν δυο-τρία αυτοκίνητα επιβατικά με τον Κατσιγιαννάκη και άλλους αξιωματικούς της Χωροφυλακής.
Στον τόπο των εκτελέσεων είχε αρχίσει απ' τα ξημερώματα κίνηση στρατιωτικών τμημάτων.
Κάποτε η συνοδεία τον αυτοκινήτων έφτασε "στον τόπο του μοιραίου" και οι μελλοθάνατοι αποβιβάζονται. Ο Γούναρης Πρωτοπαπαδάκης του στήριζε τα νώτα. Γύρισε στον Στρατό: φάνηκε στην πόρτα του αυτοκινήτου εξαιρετικά χλωμός.
-Νίκο, κράτησε με, μην πέσω.
Ο Στρατός έσπευσε να τον βοηθήσει. Ο πρώην πρωθυπουργός κατέβηκε με μεγάλη δυσκολία κι ύστερα ρώτησε τον Κερκυραίο πολιτικό:
-Πού θα πάμε Νίκο;
Κι ο Στράτος με αφέλεια:
-Θα μας πουν!
Τρίτος κατέβηκε ο Πρωτοπαπαδάκης που πρόσφερε το μπράτσο του στον Γούναρη για να στηριχτεί. Ύστερα γύρισε στον μοίραρχο Βοβολίνη:
-Να τερματιστεί το ταχύτερον ό,τι έχει να γίνει.
Ένας όμιλος αξιωματικών στο βάθος έκανε συνεννοήσεις. Στο μεταξύ από το άλλο αυτοκίνητο κατέβηκαν κι οι υπόλοιποι.
Ο Χατζηανέστης κατέβηκε πρώτος φορώντας αδιάβροχο χακί χρώματος για να καλύπτει τη χωρίς διάσημα στολή του, που μόνος είχε αποσπάσει στις φυλακές Αβέρωφ. Στρατιωτική καθαίρεση δεν έγινε. Κατεβαίνουν κατόπιν ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής. Ο Χατζηανέστης που από πολλά χρόνια, έτρεφε την έμμονη ιδέα ότι είχε...γυάλινα πόδια, βάδιζε νευρικά, μ' ανυπομονησία.
Οι Έξι μελλοθάνατοι οδηγούνται στο μέσα του τετραγώνου των στρατιωτικών που παρουσιάζουν όπλα. Ο εκ των επαναστατικών επιτρόπων, συνταγματάρχης Νεόκ. Γρηγοριάδης παίρνει από τα χέρια ενός στρατιώτη ένα χαρτί. Είναι η απόφαση του Στρατοδικείου.
Άρχισε να διαβάζει βιαστικά με φωνή που έτρεμε το κείμενο, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώση το «δια Ταύτα» και σωριάστηκε κάτω λιπόθυμος!
Έτρεξε αμέσως ο γραμματέας του Στρατοδικείου λοχαγός Ιω. Πεπονής, πήρε από τα χέρια του Γρηγοριάδη την απόφαση και συνέχισε την ανάγνωση της αποφάσεις.
Στο μεταξύ ο Γρηγοριάδης συνήλθε, σηκώθηκε χλωμός, ρώτησε τους «Έξι» αν θέλουν τίποτα σαν «τελευταία επιθυμία». Όλοι απαντούν αρνητικά με νεύματα. Ο μοίραρχος Βοβολίνης τους πρότεινε αν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. Ο Μπαλτατζής φώναξε δυνατά:
- Όχι.
Την ίδια απάντηση έδωσαν και οι άλλοι με νεύματα.

Η εκτέλεση
Ο Στράτος εξακολουθούσε να καπνίζει και να παρατηρεί το πλήθος και τους στρατιώτες. Το απόσπασμα ετοιμάζεται και ακούγεται ο ιερέας που ψάλλει τις τελευταίες ευχές. Με τον Γούναρη πρώτο κι οι άλλοι αποκαλύπτονται και σταυροκοπούνται, ενώ οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα.
Ο Θεοτόκης κοιτάζει μακριά μέσα στο πλήθος. Ο Μπαλτατζής στηρίζει το μονόκλ του, ο Στράτος καπνίζει πάντοτε, ενώ ο Γούναρης λίγο κυρτωμένος σχεδόν τρικλίζοντας, με τα χέρια στις τσέπες, με τον γιακά του κουμπωμένου παλτού του υψωμένο, περιμένει το σκληρό τέλος.
Για τελευταία φορά γυρίζει το βλέμμα του δεξιά κι αριστερά στους φίλους του. Ένας αξιωματικός πλησιάζει για να «καθαιρέσει» τον αρχιστράτηγο εκείνος οργίζεται.
Βγάζει τα διάσημα από την τσέπη του αδιάβροχου και τα πετάει, λέγοντας:
-Αισχύνομαι διότι διοίκησα τοιούτον στρατόν...
Η ώρα είναι 11.26 λεπτά. Με το «επί σκοπόν», ο Στράτος πετά το τσιγάρο του και περιμένει.
Το τραγικό παράγγελμα «πυρ» καλύφτηκε απ' τον κρότο των 31 όπλων, που αντήχησε απαίσια μέσα στην ησυχία του δάσους.
Ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής έγειραν ελαφρά προς τα πίσω κι ύστερα έπεσαν μ' έναν υπόκωφο θόρυβο στο υγρό έδαφος. Ο Στρατός κλονίστηκε κι έπεσε απότομα προς τα πίσω λυγίζοντας ελαφρά το γόνατο. Ο Γούναρης κλονίστηκε και γέρνοντας λίγο δεξιά ξαπλώθηκε κάτω. Ο Πρωτοπαπαδάκης έπεσε μετά 1-2 δευτερόλεπτα. Ο Χατζηανέστης μόλις δέχτηκε τις σφαίρες έκανε μια απότομη κίνηση σαν να ήθελε να τινάξει το κεφάλι προς τα πίσω. Κούνησε σπασμωδικά τα χέρια στον αέρα, κι ύστερα έπεσε προς τα πίσω κλίνοντας το κεφάλι προς τα εμπρός.
Ο αιματηρός επίλογος της μεγαλύτερης ίσως πολιτικής τραγωδίας του τόπου μας, είχε κλείσει.
 Γεώργιος Λεονταρίτης, ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΞΑ ΣΤΗ ΣΥΜΦΟΡΑ 1915-1922, εκδόσεις Μέτρον 
http://www.egolpion.com/
 


H Δίκη των Έξι και η αθώωσή τους 88 χρόνια μετά την εκτέλεσή τους

Γράφει ο Μιχάλης Δ. Δέτσης 
ε.τ. Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου 

Με τη Δίκη των Έξι, έτσι έχει μείνει στη μνήμη μας και στην ιστορία η δίκη αυτή, από τον αριθμό των εκτελεσμένων, ενώ οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, την καταδίκη τους σε θάνατο και την εκτέλεσή τους στο Γουδί στις 15 του Νοέμβρη 1922, γράφηκε ο επίλογος της Μικρασιατικής Τραγωδίας, προπομπός της οποίας υπήρξε η ήττα του Ελληνικού Στρατού στο Σαγγάριο, στα πορφυρωμένα με το αίμα των Ελλήνων στρατιωτών νερά του οποίου, πνίγηκε το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας και τάφηκαν η ειδωλολατρεία και το ομαδικό παραλήρημα του Λαού για τον δαφνοστεφανωμένο Βασιλιά. 

Η ανατομία της δίκης από οποιονδήποτε καλόπιστο και αντικειμενικό άνθρωπο, είτε αυτός είναι νομικός, είτε όχι, οδηγεί αναγκαίως στο συμπέρασμα, ότι η δίκη αυτή δεν ήταν δίκαιη, αλλά προϊόν των συνεπειών του Μικρασιατικού δράματος, άκρατου πολιτικού φανατισμού και πολιτικής μισαλλοδοξίας, πράγμα το οποίο μας επιτρέπει να ισχυριζόμαστε, ότι το Στρατοδικείο λειτούργησε, όχι ως Δικαστήριο, αλλά ως Επαναστατική Επιτροπή με δικαστικό μανδύα, για να έχει η απόφασή του την επίφαση της νομιμότητας. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να είναι δίκαιη, 
  • όταν ο διορισμός των Στρατοδικών έγινε με διαταγή του Υπουργού Στρατιωτικών, όταν Πρόεδρος του Στρατοδικείου έχει ορισθεί ο άλλοτε Διοικητής της Μεραρχίας Κυδωνιών, Υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος, κορυφαίος Αμυνίτης Αξιωματικός από τους πρωταγωνιστές του Κινήματος του Γουδί το 1909 και της εκθρόνισης του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ το 1924,
  • όταν Πρόεδρος της Ανακριτικής Επιτροπής ήταν ο Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ο πιο σκληρός της Επανάστασης, ο οποίος σε επιστολή του  προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο μετά την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη, αναφέρει «κατ’ εμήν πεποίθησιν οι κατηγορούμενοι θα καταδικασθούν και θα τυφεκισθούν» και έφθασε μέχρι του σημείου να διακόψει τους Στρατοδίκες κατά την ιερή ώρα της διάσκεψης κατά την οποία εκρίνετο η ζωή των κατηγορουμένων και να τους απειλήσει ότι θα είχαν και αυτοί την ίδια με εκείνους τύχη, αν δεν τους επέβαλαν και μάλιστα ομοφώνως, την ποινή του θανάτου, αρκεσθείς για τους Γούδα και Στρατηγό στην επιβολή της ποινής της ισόβιας κάθειρξης,
  • όταν η δίκη διεξήχθη υπό τας ιαχάς χιλιάδων προσφύγων που φώναζαν «εις θάνατον»,
  • όταν η Ελλάδα είναι πεσμένη στα γόνατα, δεν προλαβαίνει να θάβει νεκρούς, να γιατροπορεύει τραυματισμένους και άρρωστους, να ψάχνει μια στέγη για τους άστεγους και από την άλλη, να προσπαθεί να σώσει τις σάρκες της, να μη ματώσει περισσότερο, να μην ορφανέψει κι άλλο,
  • όταν το αίμα των Ελλήνων στρατιωτών άχνιζε στην ενδοχώρα της Ανατολίας και τα χιλιάδες κουφάρια τους σάπιζαν στις χαράδρες και στα μικρασιατικά υψίπεδα,
  • όταν οι άνεμοι της προσφυγιάς σάρωναν τα μικρασιατικά παράλια από τον Πόντο μέχρι κάτω απέναντι στην Κύπρο,
  • όταν το Στρατοδικείο έχει συγκροτηθεί από αδιάλλακτους και φανατικούς Αξιωματικούς οι οποίοι έχουν επιλεγεί με κριτήριο την προσήλωσή τους στους σκοπούς της Επανάστασης και στην ειλημμένη απόφασή τους, να αποπλύνουν με αίμα το άγος της Μικρασιατικής Καταστροφής,
  • όταν σε μία ύστατη προσπάθεια του Πλαστήρα, να αποτρέψει την καταδίκη σε θάνατο των εκτελεσθέντων, έλαβε από τον μετέπειτα Πρόεδρο του Στρατοδικείου και τον Πρόεδρο της Ανακριτικής Επιτροπής την απάντηση «Οι κατηγορούμενοι πρέπει να εκτελεσθούν»,
  • όταν κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες του δημοκρατικού κόσμου, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, διακήρυσσαν, ότι έχομεν ανάγκη πλήρους εξαγνισμού,
  • όταν η Επαναστατική Επιτροπή με διάταγμά της τής 12ης Οκτωβρίου 1922 στέρησε από τους μελλοθάνατους το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του Αναθεωρητικού Στρατοδικείου και αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της εκδοθησόμενης απόφασης και τέλος,
  • όταν λίγες ημέρες πριν την έναρξη της δίκης, δημοσιεύεται σε όλες τις εφημερίδες διάγγελμα της Επανάστασης προς το Λαό, υπογραφόμενο από τους Αρχηγούς αυτής Πλαστήρα και Γονατά, σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου επιταχύνονται οι διαδικασίες για τη σκληρή τιμωρία «των εχθρών της Πατρίδος». 
 
Αλέξανδρος Οθωναίος
 
 Κάτω από αυτές τις συνθήκες διεξήχθη η δίκη, οι οποίες δημιούργησαν στους Στρατοδίκες τέτοια συναισθηματική φόρτιση και ψυχική πίεση, ώστε σε συνδυασμό και με το φανατισμό ο οποίος τους διέκρινε, να εμποδίζεται η διερεύνηση της υποθέσεως αμερολήπτως, ψυχραίμως και νηφαλίως, όπως επιβάλλετο και να προκαλείται σ’ αυτούς συνειδησιακή σύγχυση μεταξύ αθώων και ενόχων.
Πρόκειται για απόφαση ντροπής, προειλημμένη και διατεταγμένη, η οποία λήφθηκε παρά τους νόμους, το Σύνταγμα και την ηθική από Δικαστές που συγκρότησαν ένα παράνομο Δικαστήριο και αποφάσισαν, κατά καταπάτηση στοιχειωδών υπερασπιστικών και δικονομικών δικαιωμάτων των κατηγορούμενων αυθαιρέτως, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν με πρόθεση, δηλαδή με δόλο, στοιχείο απαραίτητο για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας και επομένως, της ενοχής των κατηγορουμένων, για απόφαση που προσβάλλει βάναυσα το δικαστικό μας και εν γένει το νομικό μας πολιτισμό.
Η αυθαίρετη καταδίκη των κατηγορουμένων αποδεικνύεται και από μόνη την απλή ανάγνωση του σκεπτικού της απόφασης και ειδικότερα, από την παραδοχή αυτού, ότι αποδείχθηκε «ότι άπαντες οι κατηγορούμενοι εκ συστάσεως μετ’ άλλων, εν γνώσει όντες ότι η εις την Ελλάδα επάνοδος του Βασιλέως Κωνσταντίνου, λόγω των κατά την διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου εχθρικών αυτού πράξεων κατά των Δυνάμεων της Συννενοήσεως, ήθελεν είσθαι επιβλαβής εις τα εθνικά δίκαια και ιδία, ότι εκλόνισε την συνθήκη των Σεβρών ήτις, ως προς την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης είχε επικυρωθεί υπό της Ελληνικής Βουλής και είχε αυτή εκτελεσθεί δια της κατοχής υπο της Ελλάδος της Θράκης και προσαρτηθείσης ταύτης, ειργάσθησαν δια διαφόρων μέσων και δια ψευδών δηλώσεων και δια της αποκρύψεως των εντεύθεν κινδύνων εις τα εθνικά συμφέροντα υπέρ της επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου, επιτευχθείσης δε ταύτης εξεδηλώθη αμέσως η απειληθείσα δια των γνωστών διακοινώσεων μεγίστη δυσμένεια των Δυνάμεων κατά της Ελλάδος, ου ένεκεν, εξέπεσεν αυτή της Συμμαχίας και εστερήθη ούτω της επικουρίας των Συμμάχων προς επιβολήν της Συνθήκης των Σεβρών. Καίτοι δε η Ελλάς απεμονώθη διπλωματικώς και εστερήθη της βοηθείας των Δυνάμεων, εν τούτοις ούτοι, απεφάσισαν να στηρίξωσιν εις τον θρόνον τον βασιλέα Κωνσταντίνο επί θυσία των εθνικών συμφερόντων, όπως υπό την αιγίδα της σταθεράς βάσεως του θρόνου νέμονται τας διαφόρους εξουσίας του Κράτους». 


Δέχεται δηλαδή κοντολογής η απόφαση, ότι οι κατηγορούμενοι ηθέλησαν ή τουλάχιστον αποδέχθηκαν τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Ελλάδος και συνακολούθως, τον πολιτικό και ηθικό τους θάνατο και την ποινική τους καταδίκη, δηλαδή τον αυτοχειριασμό τους, χάριν της σωτηρίας του θρόνου και της νομής της πολιτικής εξουσίας από αυτούς υπό την προστασία του Βασιλέως. Αυτή όμως η παραδοχή η οποία αποτελεί το κυρίαρχο και κομβικό σημείο της αιτιολογίας της απόφασης είναι εκδήλως αίολη και εντελώς αυθαίρετη, οι δε υποστηρίζοντες τα αντίθετα στερούνται στοιχειώδους λογικής, την οποία απώλεσαν, είτε λόγω πολιτικού φανατισμού είτε λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών τους λειτουργιών, είτε λόγω ηθικής παραφροσύνης. Ανεξαρτήτως όμως της ελλείψεως του στοιχείου του δόλου, που ήταν απαραίτητο όπως προαναφέρθηκε, για την κατάφαση της ενοχής των κατηγορουμένων, το αληθές είναι, ότι η έκπτωση της Ελλάδος από την επικουρία των Συμμάχων, δηλαδή από την παροχή της οικονομικής τους βοήθειας, δεν επήλθε εξ αιτίας της επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου, απλώς η επάνοδος αυτού αποτέλεσε για τους συντάκτες του κατηγορητηρίου το υπομόχλιο της παραπομπής των κατηγορουμένων σε δίκη και ακολούθως, για τους δικαστές που έκριναν στη συνέχεια με βάση αυτό, τον γωνιόλιθο της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης.

Το τηλεγράφημα του έφθασε καθυστερημένα
 
Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στις επανειλημμένες προσπάθειες του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως Πρωθυπουργού προς τους Συμμάχους να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, οι οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους παρέμεναν ανεξόφλητες και απέρρεαν από τις δανειακές συμβάσεις που είχαν συναφθεί τον Φεβρουάριο του έτους 1918 και το έτος 1919, ελάμβανε στερεοτύπως από αυτούς την απάντηση « κάμετε και σείς εσωτερικήν προσπάθεια να πορισθείτε χρήματα από τον τόπο σας για να σας δώσομε και μείς» και επιπροσθέτως, από το γεγονός ότι η Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου αναγκάσθηκε κατά την περίοδο 1919 έως τον Σεπτέμβριο του 1920 να συνάψει δάνειο από την Εθνική Τράπεζα, ύψους 1.000.000.000 δραχμών και μάλιστα, με λίαν επαχθείς όρους, πέραν του λαχειοφόρου δανείου που είχε εκδοθεί στις 11 Μαρτίου 1920.
Για τους λόγους αυτούς, ευλόγως και δικαίως ο διεθνής τύπος, ξένοι διπλωμάτες και πολιτικοί χαρακτήρισαν τη δίκη ως «θεατρική παράσταση και φάρσα», γιατί έγινε προκειμένου να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι τηρήθηκαν οι νόμιμοι τύποι προς δικαιολόγηση της θανατικής καταδίκης, τη δε εκτέλεση των Έξι, ως «πράξη μεγίστης βαρβαρότητας, αποτρόπαιο έγκλημα, τερατώδη τραγωδία και δικαστική δολοφονία». Και αυτός ακόμη ο μέγας πολιτικός άνδρας και πολιτικός αντίπαλος των καταδικασθέντων, Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος γνώριζε το παρασκήνιο της δίκης και είχε επίγνωση των γεγονότων της κατάρρευσης του Μικρασιατικού Μετώπου και της διάλυσης του Στρατού, υπό την ιδιότητά του ως πρωθυπουργού, σε αποκαλυπτική δήλωσή του κατά την αγόρευσή του ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων στις 31 Μαρτίου 1932, η οποία είχε αποτελέσει και το περιεχόμενο επιστολής, την οποία είχε αποστείλει τον Ιανουάριο του έτους 1929 στον τότε «Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη, αναφέρει μεταξύ των άλλων:
«Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών Αρχηγών της Δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί, ότι οι ηγέτες της πολιτικής ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920 διέπραξαν προδοσίαν κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Αντιθέτως, πιστεύω ακραδέντως, ότι θα ήσαν ευτυχείς, αν η πολιτική των οδήγει την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον και ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία, να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει εις μνημόσυνον, όπως δεηθεί μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων και ακόμη ότι από τους ανθρώπους εκείνους, επί των οποίων εγένετο η εκτέλεσή της αποφάσεως του Στρατοδικείου, ο αδικότερον τυφεκισθείς είναι ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης», για τον οποίο δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής, ότι, ως Υπουργός Οικονομικών, λίγο χρόνο πριν αναλάβει Πρωθυπουργός, έκανε εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο με τη γνωστή σε όλους μας διχοτόμηση του χαρτονομίσματος, για να στηρίξει με τα αναγκαία οικονομικά μέσα τον αγώνα του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, αναγνωρίζοντας έτσι ευθέως με τη δήλωσή του αυτή ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ότι και οι υπόλοιποι εκτελέσθηκαν αδίκως. 

Αλλά και ο Θεόδωρος Πάγκαλος, μετά την πτώση της δικτακτορίας του, διακατεχόμενος προδήλως από τύψεις συνειδήσεως για την εγκληματική διαγωγή που είχε επιδείξει, τόσο κατά το στάδιο της ανακρίσεως, όσο και κατ’ εκείνο της διασκέψεως των Στρατοδικών, κατά το οποίο μάλιστα είχε αποκτήσει και την ιδιότητα του Υπουργού Στρατιωτικών, κατά το χρόνο της κρατήσεώς του στις φυλακές Αβέρωφ προέβη στην εξής δήλωση: «Σήμερον, εξετάζων τις άνευ προκαταλήψεως τα γεγονότα, δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί ότι οι άνδρες εκείνοι έπεσαν μοιραία θύματα μιας θυέλλης, εξ εκείνων, αίτινες παράγονται κατ’ απαράβατον νόμον από τας εθνικάς συμφοράς, ως η του 1922. Αν καλώς ή κακώς εγένοντο αι εκτελέσεις εκείναι, δεν είναι βεβαίως δυνατόν να υπάρχει σήμερον ουδείς και μεταξύ ακόμη των Στρατοδικών, όστις να μη θλίβεται δια τον άδικον θάνατον των έξι εντίμων εκείνων πολιτικών ανδρών».
Ενώ, πολλά χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του έτους 1949, υπό καθεστώς πλήρους ελευθερίας ευρισκόμενος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Έθνος», θα πει για τους εκτελεσθέντες : «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν, αλλά μπορούμε να είπομεν σήμερον, ότι υπήρξαν μάλλον μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος κατά τας κρισίμους εκείνας στιγμάς».
Ογδόντα οκτώ χρόνια πέρασαν από τότε (σημ. το παρόν δημοσιεύθηκε το 2011) για να απονεμηθεί η ανθρώπινη Δικαιοσύνη. Μετά από αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε η δολοφονική απόφαση, που υποβλήθηκε από τον εγγονό του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, που δίκασε χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς την πίεση των γεγονότων της εποχής εκείνης, με την υπ’ αριθ. 1533/2009 απόφασή του, όπως συμπληρώθηκε με την υπ’αριθ. 1075/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, έκρινε ότι οι καταδικασθέντες ήταν αθώοι και ακύρωσε την επαίσχυντη απόφαση. Με την ιστορική αυτή απόφασή του ο Άρειος Πάγος ήρε τις πλάκες της προδοσίας που είχαν σκεπάσει τους τάφους των Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Πρωθυπουργού, Δημητρίου Γούναρη πρώην Πρωθυπουργού, Νικολάου Στράτου, Εντολοδόχου Πρωθυπουργού και Προέδρου της Βουλής, Νικολάου Θεοτόκη, Υπουργού, Γεωργίου Μπαλτατζή, Υπουργού, και Γεωργίου Χατζηανέστη Αρχιστρατήγου κι έβαλε ταφόπλακα στην αμφισβήτηση της τιμής και του πατριωτισμού τους.
Οι εκτελεσθέντες υπήρξαν μάρτυρες, όχι μιας παράταξης, αλλά μιας πατρίδας κοινής και θύματα μιας εποχής φτιαγμένης από φωτιά, αίμα και δάκρυα. Διατυπώνοντας τις απόψεις μου αυτές δημοσίως, αισθάνομαι ότι έπραξα το καθήκον μου προς την πατρίδα, τον εαυτό μου και προς όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν δικαίωμα επί της αληθείας. Κλείνοντας εδώ την ομιλία μου θα ευχηθώ, λόγω της πολεμικής περιόδου την οποία διερχόμαστε εξαιτίας της οικονομικής κρίσεως, της μεγαλύτερης από όσες γνώρισε ποτέ η Χώρα μας, να είναι απρόσκοπτος ο δρόμος τους Έθνους μας και να μην αφήσει ο θεός της Ελλάδος, να βρεθεί ποτέ το Ελληνικό Έθνος στο μέλλον στη θλιβερή θέση, να υψώσει μελαγχολικά τη σκαπάνη για να ανοίξει και άλλους τέτοιους τάφους.
 Από ομιλία Μιχάλη Δ. Δέτση ε.τ. Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου (Αθήνα, Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, 24.01.2011)
πηγή : http://naxios.blogspot.gr/2013/12/h-88.html
http://www.istorikathemata.com/2013/12/h-88_6.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου