Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Η μεγάλη ιστορία αγάπης του Αβελάρδου και Ελοΐζας





Η μεγάλη ιστορία αγάπης του Αβελάρδου και Ελοΐζας



Ελοΐζα, η γυναίκα που επινόησε τον έρωτα

Η Ελοΐζα έζησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, το πιο απόλυτο, το πιο βασανιστικό πάθος, τον έρωτα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πολλές άλλες όψεις της προσωπικότητας της δεν συντελούν ώστε να την κάνουν υποδειγματική
ΣΤΟ κατώφλι του 12ου αιώνα -αφού γεννήθηκε συγχρόνως μ' αυτόν - ορθώνεται σαν το τέλειο πρότυπο των τριών ουσιαστικών κατακτήσεων της γυναίκας της εποχής της.
Με την ευφυΐα της, τις γνώσεις της, τη λαμπρή της διάνοια, εμφανίζεται σαν αρχηγέτης μιας σειράς από νέες γενιές γυναικών, που προσέγγιζαν την παιδεία σαν να ήταν ταγμένες γι' αυτόν τον σκοπό, με όρεξη εντελώς νέα και δυνατότητες τις οποίες οι προκάτοχες τους, ούτε καν θα μπορούσαν να διανοηθούν.
Και μόνο με την ένταση με την οποία έζησε τον φλογερό της έρωτα για τον Αβελάρδο, με την κλίμακα των ερωτικών εμπειριών που έζησε μαζί του, η Ελοΐζα είναι, στο κατώφλι εκείνης της ρομαντικής εποχής, η ιδανική αντιπρόσωπος μιας νέας τέχνης του έρωτα και η πρώτη μεγάλη ερωμένη των νεώτερων χρόνων. 
Με την προσωπική της πειθαρχία, τις οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες της, τη δραστηριότητα της, τον δυναμισμό και το κύρος της ως ηγουμένης, κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί σαν ο τέλειος τύπος των μεγάλων γυναικείων φυσιογνωμιών του Μεσαίωνα που ήξεραν να συνδυάζουν, μέσα σ' έναν κόσμο όπου τους ήταν επιτέλους επιτρεπτό να ολοκληρωθούν χωρίς προσκόμματα, την αποφασιστικότητα που αδίκως θεωρείται προνόμιο ανδρικό, με την επιδεξιότητα και τη λεπτότητα που θεωρούνται συνήθως χαρίσματα γυναικεία.



Ο Αβελάρδος και η Ελοΐζα αποτελούσαν υπόδειγμα ζευγαριού σ, όλη τη μεσαιωνική ιστορία.
Σ' αυτή τη μικρογραφία που προέρχεται από ιστορημένο χειρόγραφο του «Μυθιστορήματος του Ρόδου» φορούν και οι δυο ράσο μοναχών.
  
Το πιο σημαντικό πιόνι του σκακιού
 Πώς έγιναν λοιπόν εκείνες οι ουσιαστικές αλλαγές; Πολλοί είναι οι παράγοντες που συνετέλεσαν σ' αυτές. Ο πιο σημαντικός απ' όλους, ήταν η επιστροφή στο κελτικό δίκαιο μετά την κατάρρευση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους. Στην κοινωνία των Κελτών άντρες και γυναίκες ήταν ίσοι απέναντι του νόμου.
Άλλωστε, η Εκκλησία είχε κι εκείνη βοηθήσει στο να αλλάξει το καθεστώς για τις γυναίκες, απαιτώντας τη συναίνεση και των δύο συζύγων για να γίνει ο γάμος, πράγμα που έδινε στις νέες κοπέλες τη δυνατότητα να αρνηθούν ένα σύζυγο που δεν τους άρεσε.
Η λατρεία της Θεοτόκου επίσης, που βρισκόταν σε μεγάλη   έξαρση εκείνη την εποχή, είχε προκαλέσει έναν άλλο τρόπο θεώρησης του ρόλου της γυναίκας σ' αυτόν τον κόσμο. Το κυρίαρχο πρότυπο δεν ήταν πια η Εύα, εκείνη που είχε χάσει την ανθρωπότητα, αλλά η Μαρία, η γυναίκα που είχε σώσει την ανθρωπότητα. Οι σχέσεις άνδρα-γυναίκας άλλαξαν.
Από την άλλη πλευρά, η επιρροή όλων εκείνων των πραγμάτων που είχαν ανακαλύψει οι σταυροφόροι, άνδρες και γυναίκες (γιατί αυτές ήταν περισσότερες απ' όσες νομίζουμε), φτάνοντας στο Βυζάντιο ή στη Μέση Ανατολή, έπαιξε κι αυτή πολύ μεγάλο ρόλο. Αφού μπολιάστηκε με την ηρεμία και την ισορροπία μιας εποχής που άκμαζε τόσο οικονομικά, όσο και κοινωνικά, ανθρωπιστικά και πνευματικά, αυτή η εμπειρία που αποκτήθηκε από τις σταυροφορίες, άνοιξε τον δρόμο για την αναζήτηση μιας νέας τέχνης του να ζει κανείς και να ερωτεύεται.
Περισσότερο από κάθε άλλον, η γυναίκα ήταν αυτή που ευεργετήθηκε από εκείνη την εξέλιξη, η οποία ήταν τόσο βαθιά, που μπορούμε ανεπιφύλακτα να την ονομάσουμε επανάσταση. Μια επανάσταση των ηθών, πιο σημαντική ίσως από όλες εκείνες που ακολούθησαν. Η γενική ανάπτυξη της παιδείας, των πνευματικών και καλλιτεχνικών απολαύσεων, παρότρυναν τον καθένα να θέλει να είναι λεπτός και εξευγενισμένος.
Τότε, λοιπόν, στο χάραμα εκείνου του τόσο λαμπρού 12ου αιώνα, έγινε αυτή η αλλαγή, της οποίας η Ελοΐζα είναι το ωραιότερο παράδειγμα: η γυναίκα μεταμορφώνεται και γίνεται η Δέσποινα! Σ' αυτήν τώρα υποβάλλουν τα σέβη που μέχρι τότε ήταν αποκλειστικότητα των σχέσεων μεταξύ υποτελών και αφεντάδων. Αυτή τώρα παίρνει τη θέση του κυρίαρχου, ενώ ο άνδρας δέχεται να είναι ο υποτακτικός. Τεράστια αλλαγή στην ιστορία της ανθρωπότητας, που δίχως αμφιβολία έχουμε ξεχάσει την ουσιαστική της επιρροή.
Καμιά περίοδος δεν υπήρξε τόσο καρποφόρα για το πεπρωμένο των γυναικών. Το παιχνίδι του σκακιού, κατά περίεργο τρόπο, ρίχνει φως στα λεγόμενα μας. Πραγματικά, όταν αυτό το παιχνίδι, τον 11ο αιώνα, έγινε της μόδας, τα δύο κυριότερα πιόνια ήταν στην αρχή δύο βασιλιάδες: ο βασιλιάς και ο διάδοχος συμβασιλέας, και έπειτα ο βασιλιάς και ο υπουργός του, του οποίου προορισμός ήταν να ακολουθεί βήμα προς βήμα την κίνηση του μονάρχη. Όταν επεβλήθη πια η ισχύς των γυναικών, ο υπουργός εξαφανίστηκε άδοξα και αντικαταστήθηκε από μία κυρία, η οποία στην αρχή, όχι όμως για πολύ, έκανε την ίδια κίνηση που έδειχνε υπακοή. Όμως αυτή η κυρία έγινε πολύ γρήγορα μία βασίλισσα που μπορούσε να μετακινείται διαδοχικά προς όλες τις κατευθύνσεις και προσαρμόστηκε τελείως στη νέα κατάσταση, για να γίνει τελικά τον 13ο αιώνα το σημαντικότερο πιόνι του σκακιού.

 Γεύμα φοιτητών του Μεσαίωνα



Ελληνικά, εβραϊκά και μαθηματικά
Είναι ένα παραλειπόμενο της Ιστορίας, πόσο όμως αποκαλυπτικό! Κι αυτό άρχισε, όπως πάντα, με τη διείσδυση της γυναίκας στον κόσμο της γνώσης και της μόρφωσης. Κι ας μη λέμε ότι αυτό ίσχυε μόνο για την προνομιούχο τάξη! Στα μεσαιωνικά σχολεία, τα παιδιά που έπαιρναν από τους ίδιους δασκάλους την ίδια μόρφωση, πλήρωναν ανάλογα με το εισόδημα των γονιών τους. Εδώ θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι αυτό δείχνει μια προσπάθεια κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η Ελοΐζα άλλωστε, είναι το καλύτερο παράδειγμα. Ορφανή, δίχως συγκεκριμένους πόρους, μεγαλωμένη από ένα θείο που δεν φαίνεται να κολυμπούσε στο χρυσάφι, κατόρθωσε χάρη στην εργασία και στην ευφυΐα της να φτάσει στον κολοφώνα των γνώσεων της εποχής της. Δεν ήταν μόνο που έγραφε τα λατινικά σαν τον Κικέρωνα και ερμήνευε στην εντέλεια τους Έλληνες φιλοσόφους, αλλά είχε ασχοληθεί επιπλέον και με τα εβραϊκά, χειριζόταν τη φιλοσοφία και προπαντός τη θεολογία τόσο καλά όσο και ο δάσκαλος της ο Αβελάρδος· είχε μελετήσει αστρολογία, αστρονομία, μαθηματικά, προσωδία, λογοτεχνία, μουσική, σχέδιο, χρωματογραφία, λίγη ιατρική, δίκαιο και φυσικές επιστήμες.
Μπορεί οι πνευματικές ικανότητες της Ελοΐζας να αποδείχθηκαν εξαιρετικές, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και η μόρφωση της ήταν κάτι το εξαιρετικό. Όλα τα νεαρά κορίτσια που φοιτούσαν την ίδια εποχή στο σχολείο των μοναχών του Αρζαντέιγ, όπου είχε μείνει ως τα δεκάξι της χρόνια, μπορούσαν να αποκτήσουν τις ίδιες γνώσεις, εφόσον φυσικά είχαν τη θέληση και την όρεξη να εργαστούν. Άλλωστε, τα ίδια πράγματα διδάσκονταν και σε άλλα μοναστήρια.


Οι γυναίκες δεν ήταν παρά λεία

Η Ελοΐζα μας βοηθάει να αποκαταστήσουμε εκείνη την εποχή - που με την τρέχουσα αντίληψη θεωρείται σκοταδιστική - χάρη στην προσωπικότητα της και με ό,τι μας αποκαλύπτει και μας μαθαίνει για την τύχη των αδελφών της γυναικών, που έζησαν εκείνον τον αιώνα, ο οποίος έδωσε τη θέση που άξιζε στην πιο εκλεπτυσμένη ερωτική στρατηγική: στον εξευγενισμένο έρωτα, τον «finamor» των τροβαδούρων.
Ο έρωτας υπήρχε φυσικά και πριν από αυτή την εποχή, αλλά δεν τον εκτιμούσαν με τον ίδιο τρόπο. Από απλή λειτουργία και μόνο, μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε βασική απασχόληση, κάτι δηλαδή το εξαιρετικά πρωτότυπο και πρωτόγνωρο.
Οι Αρχαίοι θεωρούσαν τον έρωτα συχνά κάτι σαν μάστιγα. Οι θεοί της μυθολογίας μεταχειρίζονταν τις συντρόφισσες τους με έλλειψη σεβασμού. Στην Αρχαιότητα, άλλωστε, τις ερωτικές σχέσεις τις αντιμετώπιζαν μόνο με δύο τρόπους: με την οικογενειακή αγάπη, όπου η γυναίκα έπαιζε σταθερό και τιμητικό ρόλο και με την πορνεία, που ήταν το βασίλειο της γυναίκας των ελευθερίων ηθών.
Για τους βαρβάρους, οι γυναίκες ήταν λείες ή θύματα, και κανείς δεν σκεπτόταν να νοιαστεί για την ψυχική τους κατάσταση, για το τι τους άρεσε ή όχι.


 Από τη στιγμή που τον αγάπησε, που κεραυνοβολήθηκε από ένα έντονο συναίσθημα γεμάτο μυστικισμό, δεν έπαψε ποτέ να τον λατρεύει.



Μία Ιζόλδη με σάρκα και οστά

Ο εξευγενισμένος έρωτας τα άλλαξε όλα αυτά. Η εξιδανίκευση του δεσμού της καρδιάς, δεν μπορούσε εκείνη την εποχή της χριστιανικής ιπποσύνης παρά να μεταβληθεί σε λατρεία ή σε υποχρέωση. Χρησιμοποιώντας ένα τελετουργικό που ήθελε να ξεπεράσει κάθε τι το σαρκικό, που δεν το απέκλειε όμως πραγματικά, απαιτούσε πίστη, εκθείαζε τη διακριτικότητα και τη μακρόχρονη ερωτοτροπία. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ανακάλυψαν ανάμεσα στην αγνότητα των δούλων του θεού και στην πολεμική βαναυσότητα των στρατιωτών, έναν τρόπο γλαφυρό για να εξιδανικεύσουν τογ, έρωτα. Έτσι γεννήθηκε και η «Courtoisie» (Εξευγενισμένος Έρωτας), η αναζήτηση του Καλού και του Ωραίου μέσω του έρωτα. Και φυσικά, η γυναίκα έγινε η μούσα, η ιέρεια και η χορηγός.
Υπήρχε όμως και μία σκοτεινή πλευρά σ' αυτή τη θαυμάσια ανακάλυψη. Η υπεροχή της καρδιάς κυοφορούσε κάτι το μοιραίο από το οποίο δεν μπορούσε κανείς να ξεφύγει, και από αυτό ακριβώς το μοιραίο, που είχε μία χροιά μυστικισμού, γεννήθηκε ο έρωτας-πάθος, ο  έρωτας του Τριστάνου και της Ιζόλδης της Ξανθιάς, ο έρωτας της Ελοΐζας και του Αβελάρδου. Με μια βασική διαφορά φυσικά γιατί το πρώτο ζευγάρι είναι εντελώς φανταστικό, ενώ το δεύτερο ένιωσε μέσα στην ψυχή του και πάνω στη σάρκα του, τις ηδονές και τις οδύνες του πάθους.
Σ' αυτόν τον τομέα, η Ελοΐζα και ο Αβελάρδος παραμένουν αξεπέραστοι σ' ολόκληρη την παγκόσμια iστορία. Αγάπησαν, αγωνίστηκαν, υπέφεραν, όντας σε πλήρη συμφωνία με τον αιώνα τους, σαν ήρωες κάποιου μυθιστορήματος της εποχής (πράγμα που αποδεικνύει ότι ο «finamor» μπορούσε να γίνει σαρκικός) σαν τις ζωντανές ενσαρκώσεις των μύθων που γεννιούνταν και άνθιζαν, την ίδια στιγμή που ζούσαν τη φλογερή περιπέτεια τους.
Μένουν λοιπόν για πάντα μάρτυρες και πρωτεργάτες της νέας τέχνης του έρωτα που συνεχίστηκε ως τις μέρες μας. Μπορεί να έζησαν και να έδρασαν σε κάποια συγκεκριμένη εποχή, ξεπέρασαν όμως την επίγεια ύπαρξη τους και έφτασαν στην αιωνιότητα, εκείνη την αιωνιότητα των αθάνατων εραστών, που βασανίστηκαν, αλλά βγήκαν νικητές.
Περισσότερο ακόμη και από τον σύζυγο της, η Ελοΐζα είναι η πιο χαρακτηριστική απεικόνιση της άγριας πάλης μεταξύ της λογικής και του πάθους αλλά και της χάρης που συντάραξε ποτέ μιαν ανθρώπινη καρδιά. Παρ' όλες τις αντιξοότητες, ποτέ δεν απαρνήθηκε αυτό που πίστευε ότι ήταν ο λόγος της ύπαρξης της: την προσφορά του ίδιου της του εαυτού μ' έναν τρόπο απόλυτο και αποκλειστικό σ' εκείνον που μέσα στη σπαραγμένη ύπαρξη της, κατείχε τη θέση του Θεού.
Από τη στιγμή που τον αγάπησε, που κεραυνοβολήθηκε από ένα έντονο συναίσθημα γεμάτο μυστικισμό, δεν έπαψε ποτέ να τον λατρεύει. Τον υπέρτατο θαυμασμό που η νεαρή μαθήτρια με το όμορφο αλλά και σοφό κεφάλι, χάρισε στον αναμφισβήτητο διδάσκαλο της φιλοσοφίας εκείνης της εποχής, στον καθηγητή των Σχολών των Παρισίων, στον συναρπαστικό καθηγητή της σύγχρονης θεολογίας, τον οποίον τιμούσαν και όλοι οι μαθητές του, τον θαυμασμό της χάρισε ασφαλώς και στον γοητευτικό άντρα, που μέσα στην αγκαλιά του ανακάλυψε την ένταση της αισθησιακής ευδαιμονίας.


Συγχαρητήρια από τον πάπα

Παρ' όλη την άκρατη υπεροψία του Αβελάρδου, παρ' όλα τα λάθη κρίσεως που σαν διανοούμενος δεν μπόρεσε να αποφύγει, παρ' όλες τις κάθε είδους δυστυχίες που γνώρισε από τις πράξεις του, παρ' όλο το δράμα μέσα στο οποίο ένιωσε να εκμηδενίζεται από τη στιγμή που ακρωτηρίασαν το είδωλο της, η θερμή αφοσίωση που του έδειξε ως το τέλος της ζωής του, παρέμεινε πάντα το ίδιο δυνατή.
Μετά τον θάνατο του εραστή-συζύγου-δασκάλου της, έβαλε τα δυνατά της, σε ένδειξη πίστης, να γίνει αυτή που πάντα ήθελε εκείνος. Έτσι, λοιπόν, εμφανίστηκε στο προσκήνιο η μεγάλη ηγουμένη που όλος ο κόσμος επαινούσε για τη μόρφωση της, την ικανότητα της, την απόσπαση της από τα υλικά αγαθά και τη σταθερότητα του χαρακτήρα της. Μόνον εκείνη ήξερε ότι, πίσω από αυτή την επιφάνεια που όλος ο κόσμος τιμούσε, υπήρχε μία ερωτευμένη γυναίκα που είχε θυσιαστεί, μια ερωμένη επαναστατημένη, μια χριστιανή που βρισκόταν σε αντίθεση με την πίστη της.
Και ίσως γι' αυτό να τη νιώθουμε τόσο κοντά μας. Όμως, την ίδια στιγμή που περνάει αυτή τη δοκιμασία σαν άνθρωπος με αδυναμίες, κατορθώνει να γίνει κυρία του. εαυτού της για να ξεπεράσει τον πόνο της και να δώσει σε όλους όσοι βρίσκονται τριγύρω της το παράδειγμα μιας ήρεμης γενναιότητας και μιας δημιουργικής ενεργητικότητας, για τις οποίες δέχτηκε τα συγχαρητήρια των υψηλότερα ισταμένων προσωπικοτήτων της εποχής της, ακόμη και του ίδιου του πάπα.
Για να ξεχάσει την τραγωδία που είχε ρημάξει τη ζωή της, για να μην κάτσει ν' ασχοληθεί με τα λάθη εκείνου που τον ήθελε καθαρό και φωτεινό και του οποίου τα τελευταία χρόνια υπήρξαν άλλωστε εποικοδομητικά, ανέλαβε να φέρει σε πέρας ένα έργο επίπονο, που την εξάγνιζε όμως ανά πάσα στιγμή.
Μέσα από κάθε λογής υλικές και ηθικές δυσκολίες, χρειάστηκε να ιδρύσει, να διοικήσει, να επεκτείνει, να διατηρήσει, να πολλαπλασιάσει το έργο που είχε αρχίσει ο Αβελάρδος και που της το είχε δωρίσει. Από αυτή τη μονή του Παρακλήτου, όπου πέρασε τόσα χρόνια γόνιμα αλλά και οδυνηρά, μπόρεσε να κάνει τη σκέψη και την πράξη της να λάμψουν σαν φάρος.

 Η Ελοΐζα δεν λησμόνησε ποτέ την μεγάλη της αγάπη τον Αβελάρδο



Διαχειρίστρια και υπεύθυνη

Με τα ίδια της τα χέρια, πήρε μέρος στην ανοικοδόμηση των κτιρίων που είχαν καταστραφεί από τον χρόνο. Μέσα από την ίδια της την ύπαρξη άντλησε τη δύναμη να αποπερατώσει το ίδρυμα, το οποίο είχε θεμελιώσει, αλλά μετά εγκαταλείψει, ο Αβελάρδος, και αφιέρωσε το τεράστιο δυναμικό της για να το κάνει ένα χώρο υψηλού πνευματικού επιπέδου. Με το πείσμα της παντοτινά παθιασμένης γυναίκας, μπόρεσε να αντέξει για αρκετές δεκαετίες αυτή την εξαντλητική προσπάθεια για την αδιάκοπη βελτίωση του ιδρύματος αυτού και στη συνέχεια να ιδρύσει και άλλες θυγατρικές μονές, σύμφωνα πάντα με το θέλημα του Αβελάρδου.
Κι εκεί επίσης μας δείχνει τον δρόμο δίνοντας την αναμφισβήτητη απόδειξη των δυνατοτήτων που προσέφερε ο 12ος αιώνας στις γυναίκες που άξιζαν τον κόπο.
Η Ελοΐζα διατήρησε τη φρονιμάδα και τη σωφροσύνη της ως το τέλος της ζωής της, δίνοντας έτσι ένα παράδειγμα. Παρ' όλο που απέκτησε φήμη και δόξα, ποτέ δεν παρασύρθηκε από τις κολακείες των άλλων, μένοντας πάντα πιστή στον στόχο που της είχε καθορίσει ο Αβελάρδος: να δέχεται τις δοκιμασίες, να εναρμονίζεται με τον Θεό  και να υφαίνει με τις χαμένες αυταπάτες της το υφάδι της ίδιας της της σωτηρίας.
Έτσι κατόρθωσε να δαμάσει την καρδιά της και τις μνησικακίες της, και να φτάσει, λησμονώντας τις παλιές της διεκδικήσεις, στη χριστιανική ειρήνη της καρδιάς, στον δρόμο δηλαδή που είχε χαράξει πρώτα ο Αβελάρδος, για να τραβήξει και την ίδια.
Τέτοια λοιπόν υπήρξε αυτή η γυναίκα, η οποία μεταστοιχείωσε μια ιστορία έρωτα και θανάτου που θα μπορούσε να την είχε καταποντίσει, σ' ένα πεπρωμένο υποδειγματικό, που ακόμη και μετά οκτώ ολόκληρους αιώνες εξακολουθεί να μας γοητεύει.
JEANNE BOURIN


Οι τρεις κυριότερες «ελεύθερες τέχνες» του Μεσαίωνα (γραμματική, διαλεκτική, ρητορική) στις οποίες βάσιζε ο Αβελάρδος τη διδασκαλία του.




ΠΕΤΡΟΣ ΑΒΕΛΑΡΔΟΣ

Γεννημένος το 1079 κοντά στη Νάντη, από γονείς που ανήκαν στην τάξη των ευγενών, ο Πέτρος Αβελάρδος προοριζόταν για το στάδιο του στρατιωτικού. Άρχισε όμως να δείχνει μια φανερή προτίμηση για τα γράμματα και τη μελέτη. Απαρνήθηκε λοιπόν την κληρονομιά του και πήγε στο Παρίσι, όπου σύντομα αναδείχθηκε σαν ένας από τους πιο ευφυείς διαλεκτικούς της εποχής του. Άνοιξε μια σχολή και δίδαξε σε πολλές πόλεις, αποκτώντας μεγάλη φήμη.
Τότε ο ιερέας της Παναγίας των Παρισίων, Φουλμπέρ, του εμπιστεύτηκε την ανιψιά του Ελοΐζα, που η εξαιρετική ευφυΐα της άξιζε πραγματικά ένα δάσκαλο του επιπέδου του Αβελάρδου. Ανάμεσα στον σαραντάρη παιδαγωγό και στο νεαρό κορίτσι, ο κεραυνοβόλος έρωτας υπήρξε αμοιβαίος, και οι ώρες της μελέτης αφιερώθηκαν σύντομα σε δραστηριότητες που πολύ απείχαν από τη φιλοσοφία ή τη θεολογία. «Τα μαθήματα μας κανόνιζαν αυτές τις θερμές συναντήσεις που ο έρωτας ποθεί - θα θυμόταν ο Αβελάρδος - τα χέρια μου έτρεχαν πιο συχνά πάνω στα στήθη της, παρά πάνω στα βιβλία που είχαμε ανοιχτά μπροστά μας». Αυτά τα «παιχνίδια» απέφεραν και τους καρπούς τους: η Ελοΐζα έφυγε για να γεννήσει στη Βρετάνη, και ο Αβελάρδος πρότεινε στον Φουλμπέρ ένα μυστικό γάμο, που δεν καταλάγιασε όμως την οργή του ιερέα.

 Μετά τον ευνουχισμό του, το 1117, ο Αβελάρδος φόρεσε το μαύρο ράσο των Βενεδικτίνων μοναχών. Το φορούσε ως τον θάνατο του το 1142.



Ο Φουλμπέρ εκδικήθηκε με φοβερό τρόπο: πλήρωσε κάποια άθλια υποκείμενα για να πιάσουν τον Αβελάρδο και να τον ευνουχίσουν. Και ο λαμπρός καθηγητής πήγε να κρύψει την ντροπή του στο αββαείο του Αγίου Διονυσίου, απαιτώντας από την Ελοΐζα να φορέσει κι εκείνη το ράσο της μοναχής. Η Ελοΐζα υπάκουσε στο θέλημα του και μπήκε σε μοναστικό τάγμα « αφού της το ζητούσε ο Αβελάρδος».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι δυο εραστές αντάλλαξαν γράμματα φλογερά, τα οποία τους έκαναν διάσημους.


Όταν αποσύρθηκαν από τα εγκόσμια, η Ελοΐζα και ο Αβελάρδος κατέφυγαν σε μια αλληλογραφία γεμάτη πάθος.



Και ενώ η Ελοΐζα υποτάχθηκε από έρωτα για τον αγαπημένο της στα αυστηρά και δύσκολα καθήκοντα μιας μοναχής, ο Αβελάρδος συνέχισε τη σταδιοδρομία του ως φιλόσοφος και άρχισε πάλι να διδάσκει. Οι θεωρίες του για την Αγία Τριάδα δυσαρέστησαν πολύ τους συναδέλφους του και καταδικάστηκαν στη Σύνοδο της Σουασόν το 1121. Καθώς τον καταδίωκε το μίσος των εχθρών του, ήταν αναγκασμένος να περιπλανιέται από μοναστήρι σε μοναστήρι, αφού πρώτα ίδρυσε το ερημητήριο του Παρακλήτου στο Νοζάν συ ρ Σεν. Ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, πέτυχε εναντίον του μία νέα καταδίκη στη Σύνοδο της Σανς το 1140. Ο Αβελάρδος βρήκε τελικά καταφύγιο κοντά στον Πέτρο τον Σεβάσμιο, στο αββαείο του Κλυνύ, όπου τον βρήκε και ένας γαλήνιος θάνατος, αφού είχε συμφιλιωθεί πλέον με την Αγία Έδρα, το 1142, Η Ελοΐζα έζησε άλλα είκοσι δύο χρόνια μετά τον θάνατο του, αφού πρώτα είχε τιμηθεί απ' όλους. Όταν πέθανε, το 1164, έθαψαν το λείψανο της μαζί με το λείψανο του ανθρώπου στον οποίο είχε αφοσιωθεί μ' έναν έρωτα φλογερό και αιώνιο.


Το κοιμητήριο που βρίσκονται θαμένοι μαζί  πάντα αχώριστοι.




Ιστορία Εικονογραφημένη τ. 325/1995

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου